Σάββατο
20 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4961RSS FEED
Οι Μαγεμένες και ο νόστος
Γράφει η
Ελένη Στούμπου-Κατσαμούρη
Hρθα σήμερα να σας αφηγηθώ μια ιστορία της Ανατολής. Γιατί Ανατολή ήτανε η Θεσσαλονίκη το 19ο αιώνα, όταν το μικρό ελληνικό κράτος αγωνίζονταν να σηκώσει κεφάλι. Salonique, Turquie, έγραφαν μέχρι το 1912 οι σφραγίδες του ταχυδρομείου.

Μια ιστορία με βασίλισσες και βασιλιάδες, με χαμένα παλάτια και λασπωμένους στενούς δρόμους ανάμεσα σε ξύλινα τουρκόσπιτα, με ζαπτιέδες και υποχρεωτικούς πασάδες, με υπεροπτικούς ξένους και ατέλειωτη, πολύχρωμη φτωχολογιά, που έβγαζε το ψωμί και ζούσε, κι ας χτύπαγε την πόλη ο βοριάς κι ας πόναγαν τα κόκκαλα από την υγρασία - πράγμα στο οποίο επιμένουν οι ξένοι ταξιδιώτες - . Χοάνη ζωντανή η Θεσσαλονίκη, που εύρισκαν καταφύγιο οι κατατρεγμένοι.

Οι “Μαγεμένες” στέκονταν ακίνητες, σαν μαγεμένες που ήταν, πάνω σε μια κιονοστοιχία ανάμεσα στα σπίτια της εβραϊκής συνοικίας Rogos, μεταξύ των λουτρών “Παράδεισος” και της Παναγίας Χαλκέων, πάνω από την Εγνατία οδό και νότια της ανεσκαμμένης αρχαίας αγοράς. Με συνολικό ύψος 12 μ., μπόι δικό τους 2,18 μ. και μήκος της κιονοστοιχίας 12,69 μ. ξεχώριζαν από μακριά κι έκαναν πολλή εντύπωση συγκεντρώνοντας φιλοφρονήσεις από τους περιηγητές, που ήθελαν να τις κλέψουν και δεν μπορούσαν. “Αξιοπρόσεκτη κατασκευή” σύμφωνα με τους Stuart και Revett (1752), “διάσημο αρχιτεκτόνημα”, Clarke (1801), ενώ τα γλυπτά της Λήδας και του Γανυμήδη ήταν δίχως άλλο “αντάξια της ωραίας εποχής της Ελλάδας”, Cousinery (1773-1793).

Το μνημείο ονομάστηκε “Είδωλα” , "Στοά των Ειδώλων" από τους Έλληνες, Incantadas (Mαγεμένες) στα ισπανοεβραϊκά και Suretler (Άγγελοι) στα τουρκικά. Ήταν μια δίτονη, διώροφη δηλαδή κιονοστοιχία, αποτελούμενη από πέντε αράβδωτους κίονες από καρύστιο μάρμαρο, ενώ τα κιονόκρανα και οι πεσσοί ήταν καμωμένα από μάρμαρο της Θάσου. Οι κίονες έφεραν κορινθιακά κιονόκρανα ύψους 0,90 μ. που στήριζαν τριταινιωτό επιστύλιο, ύψους 0.58 μ., ζωφόρο αυλών, ύψους 0,525 μ. και γείσο 0,54 μ. Ακολουθούσε με λεγόμενη “αττική στοά” ως δεύτερος τόνος, με τέσσερις σωζόμενους πεσσούς (τετράγωνες κολώνες) ύψους 2,18 μ. πάνω σε βάθρο 0,33 μ. κι ένα χαμηλότερο επιστύλιο με συμφυές γείσο ύψους 0,60 μ. Οι πεσσοί αυτοί από τη μια και την άλλη όψη έφεραν ανάγλυφες μυθολογικές μορφές. Από νότια πλευρά από δυτικά προς ανατολικά: Μαινάδα, Διόνυσος, Αριάδνη, Λήδα και στη βόρεια: Νίκη, Αύρα, Διόσκουρος, και ο Γανυμήδης που τον αρπάζει ο αετός. Στη βόρεια πλευρά, στην ανώτερη ταινία του επιστυλίου σωζόταν τμήμα επιγραφής ...Ν ΓΕΓΕΝΗΜΕΝΟΝ ΥΠΟ.... Η κιονοστοιχία φαίνεται πως ήταν ελεύθερη, δεν υπήρχε δηλαδή κτίσμα συνδεόμενο με τη μία από τις δύο πλευρές, όπως συνέβαινε στις στοές, και λειτουργούσε ως διάφραγμα ανάμεσα σε δύο υπαίθριους χώρους πιθανώς ενός συγκροτήματος λουτρού-γυμνασίου, παρόμοιου με γυμνάσια-θέρμες που έχουν βρεθεί στη Μικρά Ασία, προσδίδοντας κομψότητα και μεγαλοπρέπεια.

Η ακριβής λειτουργία της δεν είναι σαφής. Όσο για την εικονογραφία της, φαίνεται ότι σχετίζεται με την αυτοκρατορική λατρεία και ειδικότερα με τη σύνδεση στα χρόνια των όψιμων Σεβήρων ανάμεσα στη διονυσιακή και την αυτοκρατορική λατρεία και την αναφορά στον αυτοκράτορα ως Διόνυσο.

Οι χρονολογήσεις που έχουν προταθεί για το μνημείο ποικίλλουν από το δεύτερο μισό του 2ου αι. μ.Χ. έως τον 5ο αι. Η Lucia Guerrini, που μελέτησε το μνημείο το 1961, το τοποθετεί ανάμεσα στα τέλη του 2ου και τις αρχές του 3ου αι. μ.Χ., εποχή που η Θεσσαλονίκη αποκτά σημαντικό ρόλο στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και εμφανίζει έντονη οικοδομική δραστηριότητα.

Η ιστορία των Μαγεμένων παρουσιάζει ενδιαφέρον από πολλές απόψεις. Πρώτα απ’ όλα είναι ένα μνημείο της αρχαιότητας που δεν κατέρρευσε και συνέχισε να είναι ορατό στο κέντρο της πόλης ακολουθώντας την ιστορία της, μέχρι που διαλύθηκε και μεταφέρθηκε στη Γαλλία (η αφαίρεση ολοκληρώθηκε το Δεκέμβριο του 1864, η άφιξη στο Παρίσι έγινε τον Ιανουάριο του 1865) μέσα στη γενική κατακραυγή, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Έπειτα, συνδέθηκε μ’ ένα γοητευτικό παραμύθι που φαίνεται πως προϋπήρχε από την εγκατάσταση του εβραϊκού πληθυσμού στη Θεσσαλονίκη το 16ο αι. Αναφέρουν οι άγγλοι περιηγητές James Stuart και Nicholas Revett, ζωγράφοι και αρχιτέκτονες, που επισκέφθηκαν τη Θεσσαλονίκη το 1752 και αποτύπωσαν τις Μαγεμένες: “Oι Έλληνες της Θεσσαλονίκης λύνουν το περίπλοκο ζήτημα που αφορά την προέλευση αυτού του μνημείου με μια ιστορία μαγείας ανακατεμένη με έναν έρωτα του Μέγα Αλέξανδρου με κάποια βασίλισσα της Θράκης. Σ΄αυτόν το παράξενο μύθο ο Αριστοτέλης φέρεται να παίζει το ρόλο ενός νικηφόρου συμμάχου, που αποκαλύπτει τις εκδικητικές μηχανορραφίες του πληγωμένου συζύγου και κάνει τα μάγια ενός αντίπαλου μάγου “να επιστρέψουν και να χτυπήσουν αυτόν που τα επινόησε”.

Δεν μπορεί τέλος να αγνοηθεί το γεγονός ότι η διάλυση και μεταφορά του μνημείου αποτέλεσε μια οργανωμένη επιχείρηση υπό την προστασία του αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ της Γαλλίας, εντάσσεται στο πνεύμα συλλογής ή αρπαγής, όπως θέλετε, αυθεντικών ελληνικών αρχαιοτήτων που ήταν της μόδας το 18ο και 19ο αι και πραγματοποιήθηκε με πρωτοφανή αδιαφορία για το ίδιο το μνημείο που δεν πέρασε ασχολίαστη ούτε από τους σύγχρονους, ούτε από τους μετέπειτα μελετητές.

Το θέμα μας σήμερα είναι κυρίως αυτή η τελευταία πτυχή.

Tαξίδι στο χρόνο, γυρνάμε στο 1864 για να παρακολουθήσουμε τα πραγματικά περιστατικά του ξενιτεμού των Μαγεμένων, όπως τα παρουσιάζει ο ίδιος ο εντεταλμένος “συλλέκτης”, παλαιογράφος Emmanuel Miller, στις επιστολές που έστελνε στη σύζυγό του, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στον τόμο “Le mont Athos, Vatopedi, l’ ile de Thassos”, Paris 1889.

Στις 10 Οκτωβρίου του 1854, από τη Θάσο όπου βρίσκεται συγκεντρώνοντας αρχαιότητες, ο Miller ανακοινώνει “το μεγάλο νέο”: “O σουλτάνος, μέσω του μεγάλου βεζύρη Φουάντ Πασά, μου έδωσε την άδεια να αφαιρέσω και να μεταφέρω στη Γαλλία τα οκτώ αγάλματα της Θεσσαλονίκης που τόσο επιθυμούσα” (Le Mont Athos, σ. 322). Φαίνεται πως για περισσότερα από εκατό χρόνια οι πρόξενοι της Γαλλίας και της Αγγλίας έκαναν προσπάθειες για να αποκτήσουν άδεια για την αφαίρεση των Μαγεμένων, αλλά ο εκάστοτε πασάς ήταν απρόθυμος. “Θα έχω λοιπόν τα αγάλματά μου, λέω θα έχω, γιατί υπάρχουν ακόμη μεγάλες δυσκολίες. Ο εβραϊκός και ελληνικός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης θα εκμανεί όταν μάθει ότι θα πάρουν αυτά τα αγάλματα.... Θα χρειαστεί ο πασάς να στείλει ένοπλη δύναμη και όσο διακριτικοί κι αν είμαστε το νέο θα κυκλοφορήσει πολύ γρήγορα. Τώρα που η τουρκική κυβέρνηση έδωσε το λόγο της, δεν θα επανέλθει και πρέπει οπωσδήποτε να δράσουμε” (ο.π. σ. 322).

Μετά από ένα περιπετειώδες θαλασσινό ταξίδι ο Miller αγκυροβολεί στη Θεσσαλονίκη, στο λιμάνι των Μύλων Αλατίνι για λόγους μυστικότητας, στις 29 Οκτωβρίου. Το σχέδιο είναι να μεταφερθούν εκεί τα γλυπτά των Μαγεμένων χωρίς να πάρει είδηση ο κόσμος. Ωστόσο, κατά τη συνάντηση με τον γάλλο πρόξενο Μ. de Pontcharra μαθαίνει ότι η εντολή από τη Γαλλία έχει αλλάξει: “Υπάρχει ενδιαφέρον για το σύνολο του μνημείου, πάρτε τα όλα” (o.π. σ. 337). Ο Μiller χαρακτηρίζει την εντολή “τρέλα ανέφικτη” καθώς το πλοίο του δεν διαθέτει τα αναγκαία μηχανήματα για να υψώσει μαρμάρινους όγκους πέντε έως έξι τόνων. Φέρνει το πλοίο στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, το νέο κυκλοφορεί. Το ίδιο πρωί πηγαίνει στον πασά, ο οποίος είναι υπερβολικά εξυπηρετικός μαζί του και του παρέχει ό,τι ζητά: άνδρες, στρατιώτες, άμαξες κ.ά. Του χαρίζει μάλιστα κι ένα αρχαίο αγγείο, ο Miller το δέχεται “με ευγνωμοσύνη”.

Την 1η Νοεμβρίου μέρα των Αγίων Πάντων δίνει ρεπό στους ναύτες του. “Ο πληθυσμός ήδη είναι αναστατωμένος και κινητοποιείται. Έχει εκμανεί που πρόκειται να πάρω τα αγάλματα, τα οποία είναι φρικτά παραμορφωμένα”. Σημειώνει εδώ ότι οι παλιοί γενίτσαροι διασκέδαζαν κάνοντας σκοποβολή πάνω στα γλυπτά και αργότερα το ίδιο και οι κάτοικοι(!) “Ο ιδιοκτήτης κυρίως, που βρίσκεται μέσα στην αυλή του το μνημείο, διασκεδάζει με τη σειρά του να σπάει από καιρού εις καιρόν κομματάκια και να τα πουλάει στους τουρίστες”. Λέει ότι σχεδιάζει να φέρει την επαύριο στρατιώτες για να κόψουν την κυκλοφορία στο δρόμο των εργασιών κι ακόμα να φέρει ζαπτιέδες (χωροφύλακες) να κοιμούνται στο σπίτι για να εμποδίσουν “την κακοβουλία να φθείρει περισσότερο αυτά τα αγάλματα” (ο.π., σ. 338).

Στις 2 Νοεμβρίου αρχίζουν από το πρωί, περιτριγυρισμένοι από ένα πλήθος “περίεργων γεμάτων κακοβουλία”. Στις διαμαρτυρίες του ιδιοκτήτη του σπιτιού ο Miller τον στέλνει να πει τα παράπονά του στον πασά. Ο πασάς φτάνει με άμαξα και την έφιππη συνοδεία του. “Όλος ο κόσμος διαλύθηκε όπως πετά ένα σμήνος περιστέρια” (ο.π. σ. 339). Ο πασάς πιάνει από το Miller από το χέρι και τον ανεβάζει στην άμαξά του.

Οι ναύτες ετοιμάζουν το όχημα για τη μεταφορά των αγαλμάτων. “Από εκείνη τη στιγμή, όλα μαθεύτηκαν παντού και ο πληθυσμός συνταράχθηκε με θαυμαστό τρόπο: κουτσομπολιά, λόγια, φλυαρίες, απίστευτες ασυναρτησίες. Όλοι οι ξένοι πρόξενοι έτρεξαν να τηλεγραφήσουν στην Κωνσταντινούπολη για να σταματήσουν την απομάκρυνση των αγαλμάτων”. (ο.π., σ. 339).

Στις 3 Νοεμβρίου, με τη βοήθεια ενός βαρούλκου, κατεβαίνει το πρώτο από τα τρία τμήματα του επιστυλίου “υπό το γενικό θαυμασμό”. Οι γύρω στενοί δρόμοι ήταν γεμάτοι ασφυκτικά. “Οι στρατιώτες με τα μπαστούνια τους δυσκολεύτηκαν υπερβολικά για να συγκρατήσουν τους περίεργους, όμως έφτανε να σηκωθεί ο συνταγματάρχης: τότε έγινε το “σώσε”. Το θέαμα ήταν πρωτότυπο, έτρεχε ο ένας πάνω στον άλλο, έπεφταν στο ρείθρο του δρόμου, τι ιδιόρρυθμος λαός!” (ο.π., σ. 340).

Την επόμενη ημέρα, Σάββατο, είναι αργία για τον εβραϊκό πληθυσμό. “Δεν μπορείτε να φανταστείτε το συνωστισμό στους δρόμους που οδηγούν στο θέατρο των εργασιών μας. Δεν υπήρχε τρόπος να περάσεις. Είναι ένα θέαμα που όλος ο κόσμος θέλει να δει. Εχθές, η κυρία Poncharra (η σύζυγος του προξένου) κι ένα πλήθος άλλες κυρίες ήρθαν για να δουν το κατέβασμα του δεύτερου μαρμάρινου κομματιού και της δεύτερης ομάδας αγαλμάτων (πεσσού)... Για να κάνουμε τους εβραίους να οπισθοχωρήσουν, οι οποίοι ωστόσο φορούσαν τις καλές τους φορεσιές, μεταχειριστήκαμε κουβάδες νερό. Αρκέστηκαν να βγάλουν τους σκούφους τους και να βάλουν ένα μαντήλι στο κεφάλι. Την επόμενη εβδομάδα θα μεταφέρουμε από το πλοίο την πυροσβεστική αντλία, και όπως υπάρχει πηγάδι στο σπίτι, θα καταβρέξουμε τους περίεργους έτσι ώστε να τους κόψουμε την όρεξη” (ο.π., σ.342).

Στις 12 Νοεμβρίου έχει ολοκληρωθεί η μεταφορά των πεσσών στο αμπάρι του πλοίου. “Οι τούρκοι λυσσομανούν πάντα, υπολογίζουν πάντα σε μια ακυρωτική διαταγή από την Κωνσταντινούπολη” (ο.π., σ. 345). Αναφέρει στη συνέχεια ένα περιστατικό που σχετίζεται πιθανώς με τις προλήψεις των τούρκων για τους “Αγγέλους” (Suretler), όπως ονόμαζαν τις μορφές του μνημείου. “Ένας από αυτούς έπαιξε μια κωμωδία από τις πιο γελοίες. Ένας καβάσης, υπηρέτης, ήρθε δίπλα στο άγαλμα της Νίκης. Έκλαιγε και ήθελε να τη φιλήσει. Η ψάθα τύλιγε το άγαλμα σχεδόν ολόκληρο. Οι ναύτες είχαν αφήσει μόνο το πίσω μέρος του αγάλματος. Ο άνθρωπός μας μη βλέποντας άλλο πρόσωπο αποφάσισε και το φίλησε. Φαντάζεστε τα γέλια του κόσμου και τα γιουχαίσματα των ναυτών. Είναι ένα τρελός ή ηλίθιος” (ο.π., σ. 345).

Στις 9 του μηνός ο Miller ψάχνει για βουβάλια για να μεταφέρει τα αγάλματα στο λιμάνι. “Φτάνουν τέσσερα ζευγάρια που τα ζέψαμε, αφού τοποθετήσαμε την πρώτη ομάδα (πεσσών) στο όχημα που είχα φέρει από τη Θάσο. Δυστυχώς, οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης είναι πολύ στενοί και εμφανίζουν γωνίες που είναι δύσκολο να στρίψεις. Ταλαιπωρηθήκαμε πολύ για να κάνουμε τη δουλειά μας. Οι δρόμοι έχουν φρικτό οδόστρωμα, έχει τρύπες παντού, μετά πρέπει κανείς να περάσει όλα τα παζάρια, να αποφύγει τα γωνιακά μαγαζιά κι αυτό με οκτώ βουβάλια στο ζυγό! Δεν καθαρίζουν ποτέ, πετούν τα ψόφια ζώα στους δρόμους, όπου σαπίζουν... Τέλος σε μιάμιση ώρα φτάσαμε στο λιμάνι... Δεν χρειάζεται να πούμε ότι έχουμε στην πλάτη όλο τον πληθυσμό, κι ότι οι ζαπτιέδες που μας συνοδεύουν δύσκολα τα βγάζουν πέρα” (ο.π., σ. 346).

Το ζήτημα που απασχολεί τώρα τον Miller είναι ο θριγκός “H υπόθεση των αγαλμάτων πάει καλά, αλλά υπάρχουν άλλα μέρη του μνημείου που θα ήθελαν ολόκληρα στο Παρίσι. Η πρώτη σειρά λίθων του θριγκού είναι το μεγάλο πρόβλημα. Δεν υπάρχει τρόπος να βγει αν δεν κοπούν στα δυό τα τέσσερα κομμάτια που την απαρτίζουν”. Ο Miller δεν δείχνει να προβληματίζεται καθόλου για το διαμελισμό του μνημείου, τον απασχολεί μόνο το τεχνικό κομμάτι. Στη συνέχεια αναφέρει μια έμπνευση της νύχτας για το πως να κόψει τα μάρμαρα εξοικονομώντας χρόνο και χρήμα: “Πολύ απλά χρειαζόταν να μπουν τα μάρμαρα οριζόντια κατά τρόπο ώστε το μεγαλύτερο μέρος να αιωρείται στο κενό. Θα συγκρατούσαμε με σκοινιά τα δύο μέρη και με ένα σιδερένιο όγκο που θα τον αφήναμε να πέσει στο τμήμα που προεξείχε θα σπάζαμε το μάρμαρο στα δύο” (σ. 347). Πριν προχωρήσει, αποφασίζει να ζητήσει τα απαραίτητα εργαλεία για τη μεταφορά των μαρμάρινων όγκων από το ναύαρχο Aboville, διοικητή της γαλλικής ναυτικής μοίρας στον Πειραιά. Ο ναύαρχος του στέλνει ατμόπλοιο με 91 άνδρες και μηχανήματα.
Στη συνέχεια συναντά δυσκολίες με τα ζώα. Οι βούλγαροι ιδιοκτήτες των βουβαλιών δεν συνεργάζονται με αποτέλεσμα “οι ζαπτιέδες ή οι στρατιώτες να αναγκάζονται πάντα να χρησιμοποιήσουν το μπαστούνι” (σ. 350). Επόμενο πρόβλημα είναι η λάσπη στο παζάρι που εμποδίζει τα ζώα να προχωρήσουν. Ο πασάς υπόσχεται να την καθαρίσει. Οι βροχές της Θεσσαλονίκης όμως δεν ξεπερνιούνται (σ. 350). Ο Miller αρχίζει να απογοητεύεται. “Δεν θα γράψω σήμερα στον αυτοκράτορα, γιατί δεν έχω τίποτα καλό να του αναγγείλω. Δεν θα ησυχάσω παρά μόνον όταν δω στο λιμάνι την πρώτη από τις τέσσερις μεγάλες πέτρες. Είναι μια δοκιμασία για την οποία έχω πολλές αμφιβολίες. Τι κλίμα αυτό της Θεσσαλονίκης! μια σχεδόν διαρκής υγρασία που με παγώνει!” (σ. 351).

Λίγες μέρες αργότερα φτάνει μήνυμα από την προστάτιδά του Μme Cornu, που παίζει το ρόλο του ενδιάμεσου στην επικοινωνία του με τον αυτοκράτορα: “βλέπω ότι υπάρχουν πολύ μεγάλες δυσκολίες, αυτά που θα μεταφέρετε αρκούν”. Ο Miller νιώθει απογοήτευση για τον άδικο κόπο (όχι όμως για το διαμελισμό του μνημείου) (σ. 355).

Στη συνέχεια αποκαθηλώνει όλα τα αρχιτεκτονικά μέλη της αριστερής πλευράς και το κιονόκρανο της τελευταίας κολώνας, που ανασκάπτει για να φανεί η βάση της και ο στυλοβάτης. “Είναι βέβαιο ότι δεν διασκεδάζει κανείς καταστρέφοντας τα θεμέλια ενός μνημείου, τα οποία σώζονται ίσως ακέραια. Ανασκάπτοντας και συνεχίζοντας θα ήταν εύκολο να βρεθεί η γενική κάτοψη. Όμως τι δυσκολίες! πόση δουλειά, ιδίως αυτή την εποχή με τόσο κακό καιρό...” (σ. 357). Για τις κολώνες διαπιστώνει ότι η μόνη λύση για να μεταφερθούν είναι τα τις δέσει ο καπετάνιος στην κουβέρτα του πλοίου.

Στις 28 Νοεμβρίου με την προοπτική της επιστροφής φιλοσοφεί πάνω στην αρχαιολογική του αποστολή: “αυτή η αρχαιολογική εκστρατεία που μόλις έκανα, μ΄ έκανε να δω ότι ήμουν κατάλληλος γι’ αυτό το είδος της άσκηση... Αν η τύχη με είχε στείλει σε μια χώρα πλούσια σε ανεξερεύνητες αρχαιότητες, τι συγκομιδή θα είχα μαζέψει!” (σ. 359).

Στις 4 Δεκεμβρίου, “οι υποθέσεις προχωράνε λίγο έως καθόλου”. Ένα τηλεγράφημα της Μme Cornu του ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται να του στείλει τίποτα και να αρκεστεί στα μηχανήματα που έχει. Ακολουθεί μια απίστευτη κρίση ειλικρίνειας: “Θα χρειαστεί λοιπόν να σπάσω τα μάρμαρα για να αποκατασταθεί η κυκλοφορία στο δρόμο, όμως τι αξιοθρήνητη αναγκαιότητα! Θα είχαμε πιο πολύ δίκιο να διαμαρτυρηθούμε για τη βαρβαρότητα. Θα ήταν καλύτερα να αφήναμε το μνημείο έτσι όπως ήταν και να αρκεστούμε στα αγάλματα. Το να το καταστρέψουμε, να αποκαθηλώσουμε όλα τα μάρμαρα που το απαρτίζουν, και μετά να τα κομματιάσουμε είναι πράξη ενός Βανδάλου. Όλος ο κόσμος θα μας κατηγορήσει”. (σ. 360).

Οι μέρες περνούν, ο Miller αρχίζει να κάνει εκπτώσεις: “Aν μπορούσα μόνο να μεταφέρω τα μικρότερα μάρμαρα, θα ήμουν ευχαριστημένος και θα άφηνα, χωρίς πολλές τύψεις τα τέσσερα που είναι θηριώδη και τα οποία δεν μου φαίνεται ότι μπορούν να μεταφερθούν παρά μόνο με το μετόχλιστρο... Να τώρα τι έχω αποφασίσει αν τα πράγματα δεν πάνε καλά. Θα απλώσω τα μάρμαρα κατά μήκος των τοίχων, έτσι ώστε να μην εμποδίζω την κυκλοφορία και θα τοποθετήσω τα τέσσερα μεγάλα σε μια πλατειούλα, εκεί κοντά. Επιστρέφοντας στο Παρίσι θα πω στον αυτοκράτορα ότι μπορούμε να πάμε να τα πάρουμε, αν θέλουμε, διαφορετικά, θα τα χαρίσω στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου που χτίζουν στη γειτονιά και θα είναι ευχαριστημένοι που θα έχουν μάρμαρα να χρησιμοποιήσουν” (σ. 361)

Έτοιμος ψυχικά να αναχωρήσει, αναφωνεί “Τι κακόγουστο αστείο, αυτή η έκφραση “Ωραία Ανατολή”!... (σ. 362).

Το τελευταίο γράμμα του Miller από τη Θεσσαλονίκη έχει ημερομηνία 13 Δεκεμβρίου. Έχουν μεταφερθεί άλλα τρία “μικρά” μάρμαρα, τα κιονόκρανα, προβληματίζεται ακόμη για τα τέσσερα μεγάλα. Δεν γνωρίζουμε τι απέγινε με τα σχέδιά του.              
    
O Miller δεν ήταν αρχαιολόγος, αλλά δεν είχε ούτε το απλό ενδιαφέρον να περιγράψει το μνημείο, να κρατήσει σημειώσεις για την ακριβή του θέση, να καταγράψει τα μέλη που αφαιρούσε και να τα αριθμήσει. Έτσι, στο Μουσείο του Λούβρου έφθασαν λίγα χρόνια αργότερα οι πεσσοί με τις ανάγλυφες μορφές και τα κιονόκρανα, ενώ μεταφέρθηκαν αργότερα από αποθήκες οι βάσεις των πεσσών, ένα τμήμα επιστυλίου και δύο τμήματα ζωφόρου. Δεν είναι γνωστό τι απέγιναν τα άλλα κομμάτια που αναφέρει ο Μiller στις επιστολές του.

Οι κίονες και τα μεγάλα κομμάτια του θριγκού φαίνεται ότι δεν μεταφέρθηκαν ποτέ. Η συνοικία Rogos και το σπίτι που βρίσκονταν οι Μαγεμένες καταστράφηκαν από την πυρκαγιά του 1917, το ίδιο και ο ναός του Αγίου Νικολάου στο χτίσιμο του οποίου πιθανώς χρησιμοποιήθηκαν τα ξεχασμένα μάρμαρα. Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η τύχη τους.

H θλιβερή αυτή λεηλασία, αντίθετα με την περίπτωση των Ελγινείων, αποσιωπήθηκε και ξεχάστηκε. Μόνο από τύχη μπορούσε να πέσει κανείς μέχρι πριν από λίγα χρόνια στη μακρόστενη αίθουσα του Λούβρου όπου παρουσιάζονταν οι πεσσοί με τις ανάγλυφες μορφές της Θεσσαλονίκης, χωρίς χώρο για να οπισθοχωρήσει και να δει το σύνολο μετωπικά. Η έκθεση για την αρχαία Μακεδονία που λειτουργεί αυτή τη στιγμή ήταν μια αφορμή για να συντηρηθούν και να καθαριστούν τα ανάφλυφα και να εκτεθούν με καταλληλότερο τρόπο.

Μια φωνή δε από το παρελθόν ήταν η δημοσίευση το 1997 από τον καθηγητή αρχαιολογίας Α.Π.Θ. Αριστοτέλη Μέντζο ενός θραύσματος από μια ακόμη μορφή που ο ίδιος αποδίδει στο μνημείο και το οποίο εκτίθεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.

H Θεσσαλονίκη εκατό χρόνια σχεδόν μετά την απελευθέρωσή της λίγα πράγματα έχει να θυμίζουν τη θλίψη της τουρκοκρατίας. Οι παλιοί μύθοι της πόλης έχουν ξεχαστεί, αλλά παραδόξως, η καμπή που ζούμε σήμερα μας βάζει πάλι από την αμεριμνησία στην ιστορική μας συνέχεια. Ποτέ, στα χρόνια της δικής μας ζωής, το παρελθόν δεν ήταν τόσο αναγκαίο για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας, να αγωνιστούμε και να αντέξουμε, όπως οι ατέλειωτες γενιές που έζησαν κατάκτηση, περιφρόνηση και καταστροφές.
 
Δεν γνωρίζω αν έχει νόημα το αίτημα περί διεκδίκησης των Μαγεμενένων που ακούγεται αραιά και που, ούτε πολύ περισσότερο η απόκτηση αντιγράφων και η θριαμβολογία περί αυτών. Εκείνο όμως που έμαθα ανασκαλεύοντας τις πηγές είναι ότι οι Θεσσαλονικείς της εποχής εκείνης, οι Θεσσαλονικείς όλων των κοινοτήτων, αισθάνονταν τις Μαγεμένες δικές τους και αντέδρασαν στην αρπαγή τους όπως μπορούσαν. Ας τους τιμήσουμε γι’ αυτό το όχι, όταν οι νεότεροι συμπολίτες τους είπαμε τόσα ναι στην καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς από αδιαφορία.

Kλείνοντας, θα ήθελα να σημειώσω ότι η αρχαιολογική ταινία με τίτλο “Οι Μαγεμένες”, που ήταν και η αφορμή για τη σημερινή παρουσίαση, μιλάει για τις Μαγεμένες με αφορμή το μύθο, έτσι όπως τον έπλασαν και τον αφηγούνταν οι απλοί άνθρωποι της Θεσσαλονίκης, νοστιμίζοντας τη ζωή τους. Γι’ αυτό και η παραμάνα μας μιλάει τη διάλεκτο της Χαλκιδικής, όπως μεγάλο μέρος από το υπηρετικό προσωπικό των καλών σπιτιών του 19ου αι. Κορίτσια της Θεσσαλονίκης της δεκαετίας του ’30 είναι και τα δύο ένθετα πρόσωπα που παίζουν τους βασικούς ρόλους, η Ελένη Χορτιάτη 16 ετών από τα Πετροκέρασα Χαλκιδικής, και η κόρη αστικής οικογενείας Ελισάβετ Περικλείδου, 19 ετών, φωτογραφημένη στην Ελβετία. Στην 90χρονη Ελένη Χορτιάτη ανήκει και η μουσική επένδυση.

Ο σκοπός της ταινίας ήταν, εκτός από να πληροφορήσει, να διασκεδάσει το κοινό, που μας έκανε την τιμή να έρθει στον περίβολο της Ροτόντας στις Ευρωπαϊκές Ημέρες Πολιτιστικής Κληρονομιάς του 2010 και να τη δει. Ευχαριστίες οφείλω στην μέχρι πρότινος προϊσταμένη του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Μακεδονικών και Θρακικών Σπουδών, Βάσω Μισαηλίδου, που δέχθηκε την πρότασή μου για τη δημιουργία της ταινίας και ενέκρινε το λαϊκό της χαρακτήρα. Θερμά ευχαριστώ τους θεατές που έκαναν την προβολή αυτή επιτυχία, γιατί η δική τους αγάπη ευθύνεται που με ανακάλυψε η κυρία Καραγιάννη-Χαμηλοθώρη, Πρόεδρος του Συνδέσμου Θεσσαλονικέων και ο κ. Ντίνος Κωστόπουλος και είχα με τη σειρά μου την ευχαρίστηση να βρεθώ μπροστά σας.

 

* “ΟΙ ΜΑΓΕΜΕΝΕΣ”. Αρχαιολογικό, εκπαιδευτικό ντοκιμαντέρ, διάρκεια: 7’.30’’. Σενάριο-σκηνοθεσία: Eλένη Στούμπου-Κατσαμούρη, παραγωγή: Aρχαιολογικό Ινστιτούτο Μακεδονικών και Θρακικών Σπουδών (ΥΠ.ΠΟ.Τ.) 2010. Συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ αρχαιολογικών ταινιών της Μπεζανσόν (Γαλλία) (IV° Festival international du film d’archéologie Besançon), τον Ιούνιο του 2011.

(Ομιλία στην εκδήλωση – αφιέρωμα στις Μαγεμένες που οργάνωσαν ο Σύνδεσμος Θεσσαλονικέων και το Ελληνικό Κέντρο Πολιτισμού στο πλαίσιο της Εκδήλωσης Money Show)

-Η Ελένη Στούμπου-Κατσαμούρη σπούδασε αρχαιολογία στο ΑΠΘ και κινηματογράφο στο Παρίσι με το Jean Rouch. To 2007 κέρδισε το βραβείο μικρού μήκους στο φεστιβάλ της Μπεζανσόν (Γαλλία) για τον “Αμφορέα της Ελευσίνας και το 2010 το ίδιο βραβείο στο αντίστοιχο φεστιβάλ της Αμιένης (Γαλλία) για το “Παράξενο πεπρωμένο της αρπαγείσας κόρης”. Η τελευταία της δουλειά είναι ένα ντοκιμαντέρ για το λαϊκό μύθο που έδωσε στις Μαγεμένες το όνομά τους.


 
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Ενιαίος Ευρωπαϊκός Αριθμός Έκτακτης Ανάγκης