Παρασκευή
26 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4968RSS FEED
Δημοκρατία ή βαρβαρότητα;
Γράφει η
Ελένη Καρασαββίδου
Παρά τους μύθους και τις μεγαλόστομες ρητορικές περί της ύπαρξης του αντιθέτου σε ορισμένου τύπου αστικά πολιτεύματα,  κριτήριο για το εάν η σχέση ανθρώπινων δικαιωμάτων και πολιτεύματος θα λειτουργεί διασταλτικά ή περιοριστικά δεν είναι δήθεν «αυτοφυή χαρακτηριστικά» της αστικής δημοκρατίας, αλλά η ύπαρξη και η δυνατότητα διαχείρισης της ιδεολογικής ηγεμονίας κι άρα της εξασφάλισης ενός (καθόλου ουδέτερου) consensus σκέψης και δράσης.

Όταν αυτή η τόσο σιωπηλή όσο και επιβεβλημένη «συμφωνία» κινδυνεύει να αρθεί τότε ο και η πολίτης ουσιαστικά καταγγέλλονται για να αντικατασταθούν από «μεταγλωττισμένες» μεν αλλά παντοτινά ίδιες «φωτεινές πρωτοπορίες» του ολοκληρωτισμού και τους «εκλεκτούς» μιας ψευδεπίγραφης «αριστοκρατίας». Αριστοκρατία (μετριοκρατία) που επιβίωσε μεταμφιεσμένη πίσω από τις οικονομικές και κοινωνικές ελίτ όλα αυτά τα χρόνια, από την δήθεν κατάργησή της τον Μεσαίωνα. 

Άλλωστε από τότε ο Διαφωτισμός είχε δημιουργήσει μια πολυτιμότατη ως εφαλτήριο μα εξαιρετικά ανεπαρκή ως «τέλος» σχέση μεταξύ ατόμου και κοινωνίας και μια συνεπαγόμενα ασθενική έννοια του πολίτη. Το Αριστοτελικόν «συναμφότερον» (αυτή η εκπληκτικά μεστή λέξη που συνδυάζει όχι μόνο ως «σεβαστά» όπως μάθαμε μα ως αναπόσπαστα μέρη της δημόσιας ζωής την ομοιότητα και την ετερότητα, με την υποχρέωση –όχι μόνο το δικαίωμα- να αλληλεπιδρούν και να συναποφασίζουν) αντικαταστάθηκε από το υπέροχο ως άκουσμα μα ημιτελές ως πράξη «δικαίωμα στην διαφορά» του Βολταίρου. Έτσι ο διαφωνών δεν είχε μεν το δικαίωμα να βλάπτει κανέναν αλλά είχε και το δικαίωμα να αδιαφορεί βλάπτοντας την δημοκρατία. Ως πολίτες δομηθήκαμε γύρω από τις «δυνατότητες» που μας εκμαύλιζαν και όχι τις υποχρεώσεις που θα ξεβόλευαν τους εκμαυλιστές μας. («Πάρε αυτό κι άσε με να κάνω πάρτι! Δεν με ξέρεις ως παρτάκια!») Αλλά αν το δίκαιο είναι ζόρικο πολύ είναι γιατί η φαυλότητα (και η σιωπή απέναντί της) έχει ονοματεπώνυμο…

Θυμάμαι χαρακτηριστικά πόσο στα φοιτητικά μας χρόνια την δεκαετία του 90, (ερχόμενοι περισσότερο ως άτομα και πολύ λιγότερο ως γενιά αντιμέτωποι με το «βαθύ πασόκ» που τότε κυριαρχούσε «στις σχολές του» στα πανεπιστήμια), η πολιτική κριτική μας θεωρούνταν ως «προσωπική επίθεση» (για τέτοιας κακής ποιότητας ναρκισσισμό και συνείδηση μιλάμε) ενώ ήταν μια ηθική και πνευματική μάχη (τους ξέραμε κι από χθες;) απέναντι σε μια πραγματικότητα που εκμαύλιζε τα πάντα (βρίσκοντας κατεξοχήν δεκανίκια και μέσα στην «θεωρητική» αριστερά)…Θα μπορούσε βέβαια άλλες εποχές να ήταν και «βαθιά δεξιά», και σε άλλα πολιτεύματα «βαθιά αριστερά» (όλα τα γνωρίσαμε ως ανθρωπότητα τον προηγούμενο αιώνα) δίχως η κοινή στρατηγική να αθωώνει κανέναν, ιδίως τους γλοιώδεις Ο.Φ.Α. κάθε εποχής που χρησιμοποιήθηκαν επιβραβευόμενοι/ες από όλα τα μεγάλα κόμματα του τόπου!

Αλλά η εκφυλιστική πραγματικότητα όσων εργολαβικά και με το αζημίωτο είχαν αναλάβει να εκπροσωπούν την εξουσία στους τομείς δράσης τους (μαζί τα φάγατε!),  αντιμετωπίζοντας το «δημόσιο αγαθό» (την παιδεία, την πληροφορία, τον συνδικαλισμό, την δουλειά) ως φέουδο των μηχανορραφιών τους, αποδεχόταν ως αυταξία μονάχα το δικαίωμα να προχωρήσει ο σκυμμένος στην (χαυνωτική για την κοινωνική εξέλιξη) μετριότητά τους, και λοιδορούσε  ως αθέμιτη αντίθεση («αφού μας κρίνεις πως τολμάς;! Μια μέσα μια έξω;) το δικαίωμα του στεκάμενου «απέναντι».» Κάθε ζωντανό ή αξιοπρεπές κύτταρο έπρεπε τιμωρείται. (Και δεν εννοούσε ο πολίτης πως για να είναι πολίτης, αντί να φιλήσει το χέρι του -αρσενικού ή θηλυκού- «νονού» κάθε χώρου,  είχε και έχει δικαίωμα σε όλα τα δημόσια αγαθά παρόλο που τους έκρινε, ή μάλλον καλύτερα ακριβώς επειδή τους έκρινε θα είχε το δικαίωμα…). Μηχανορραφίες που με διπλή υποκρισία τις κατήγγειλαν για τους «κακούς» του όποιου χώρου μόνο σαν ξεβόλευαν τους ίδιους …, αρνούμενοι να τις «δουν» στον εαυτό τους.

Είναι γνωστή αυτή η στρατηγική όταν οι δομές δεν θέλουν να αλλάξει τίποτε, στρατηγική που ομοιάζει πολύ με αυτό που έχει εντοπίσει ο Φουκώ, πως λες δυνατά κάτι ακριβώς για να κρύψεις το αντίθετό του. Είναι γνωστό πχ πως όταν στη Γαλλία διεξαγόταν η δίκη του Κλάους Μπάρμπυ, δική που οδήγησε στο νομικό εξάμβλωμα περί της καταδίκης κάθε αμφισβήτησης του Ολοκαυτώματος (που περνά μέσω Σκανδαλίδη αυτές τις μέρες στην Ελλάδα, ανοίγοντας όλες τις κεκρόπορτες του φασισμού στο όνομα του αντιφασισμού), στους δρόμους της Νίκαιας δολοφονούνταν ένας Τυνήσιος εργάτης από μια συμμορία νεοναζί. Ενώσω πολλά Γαλλικά ΜΜΕ πανηγύριζαν γιατί η Γαλλία, το «φως» του κόσμου, περνούσε με αφορμή την προβεβλημένη δίκη του Μπάρμπυ νόμο εναντίον της ρατσιστικής ρητορικής, όταν ο πατέρας ενός δράστη ανέφερε για τον «σκούρο ανώνυμο» της Νίκαιας «καλά του κάνανε του Άραβα», κανένα ΜΜΕ και καμιά πολιτισμένη γαλλική κοινωνία στο σύνολό της δεν έκατσε να ασχοληθεί. Έτσι είναι! Και ταιριάζει τόσο πολύ και με το «πώς» φέρονταν οι «ισχυροί» Έλληνες πριν λίγα χρόνια, αλλά και το πώς φέρονται τώρα στην Ελλάδα όσοι κρατούν πάλι γραμμή «Μαζινό» (δηλαδή δεν κρατούν τίποτα) απέναντι στον Γερμανικό άξονα! Όταν η πολιτική «κουλτουροποιείται» τότε αντιμετωπίζεται ως έξοδος σε ρεστοράν, αφού ενώ δεν αντιμετωπίζω κανένα από τα κοινωνικά αίτια, νομικά (για το θεαθήναι)  «διατάζουμε ότι δεν κινδυνεύουμε πια από φασισμό. Και το πιστεύουμε κιόλας!»

Πίστη; Ποια πίστη;

Η δημοκρατία, λέει, στηρίζεται στο πολιτικό υποκείμενο, ενώ ο ολοκληρωτισμός εδράζεται στο απρόσωπο «κοινωνικό» (δήθεν) σώμα. Η απόσυρση του πολιτικού υποκειμένου από το ιστορικό γίγνεσθαι προϋποθέτει την απόσυρση της διαλεκτικής ως φορέα θέσμισης του μέλλοντος, κι άρα την ανάδυση ενός μέλλοντος που είναι «αυτόβουλο» και όχι αιρετό και διαμορφωνόμενο κάθε στιγμή από (και σε σχέση με) την ανθρώπινη δράση. Η ίδια η αστική δημοκρατία είναι πάντοτε έτοιμη να λοιδορήσει (έως και να αφαιρέσει καθώς οπισθοχωρεί ακυρωνόμενη) την πιο πολύτιμη της παραδοχή: την θεμελιακή δυνατότητα του (ή της) πολίτη να σκέφτεται και να δρα ως ελεύθερο άτομο που (όμως) απευθύνεται κοινωνικά στο σύνολο των ανθρώπων με το οποίο βρίσκεται σε άμεση (ή έμμεση) επαφή και στις ετεροβαρείς μα πολύτιμες  δυναμικές που αναπτύσσονται μεταξύ τους.
  
Χαρακτηριστική αυτής της υποχώρησης είναι η ρητορική που αναπτύσσεται τελευταία σε μερίδα ακόμη και του «καλλιεργημένου» αστικού τύπου, που διαπιστώνοντας προφανώς ότι ανάχωμα στις οικονομικο-κοινωνικές μεθοδεύσεις των «ταγών τους» είναι οι «διαφωνούντες», (αφού οι «φασαριόζοι» δεν γραφικοποιούνται εύκολα όσο άλλοτε μιας και συρρικνώνεται όλο και περισσότερο ο χώρος της κοινωνικής συνοχής που τους «εξοβέλιζε») αρχίζουν να αναπτύσσουν όλο και περισσότερο (στο όνομα της «δημοκρατίας» φυσικά! της «παιδείας», του «σεβασμού», της «αγάπης» κλπ, όπως άλλοι άλλοτε της «ισότητας») μια όλο και πιο αντιδημοκρατική ρητορική. Δεν πάει καιρός που στην καθημερινή (…) εφημερίδα που εκπροσωπούσε όσο καμιά την δυτικοευρωπαϊκή σκέψη του κοινωνικού φιλελευθερισμού γράφτηκε: «Στην Ελλάδα αυτήν την φορά η Αριστερά δεν θα χρειαστεί να πάρει τα όπλα, έχοντας αλώσει το δημοκρατικό σύστημα με την ιδεολογική υπεροχή που της παραχώρησε ηλιθίως η Δεξιά, το μόνο που χρειάζεται είναι να παίρνει τις ψήφους των αδαών» (Καθημερινή, Γ. Κασσιμάτης, 11/12).

Η ανάσυρση του ψυχροπολεμικού κομμουνιστικού κινδύνου (που ελάχιστο καιρό πριν είχε επικαλεστεί και ο κ. Καρατζαφέρης μιλώντας με βολική αυθαιρεσία για 2 είδη μόνο, ευρωπαϊστές(;) και σταλινικούς) όχι μόνο δείχνει… «σύγχρονη» πολιτική σκέψη που… «απαντά στους καιρούς», αλλά αθωώνει μονάχα τον χώρο «του κέντρου»(;) παρουσιάζοντας δυνητικούς εγκληματίες τους μεν και ηλίθιους τους δε. Η στάση αυτή έχει όμως δυο βαθύτερα επικίνδυνες παραμέτρους: Η χειραγωγιστική ακύρωση των μετεμφυλιακών επιλογών κάποιων πολιτών (με άλλα λόγια δεν ήταν η «αξιοπρεπής» ή «ενοχλητική» στάση κομμουνιστών και μη που τους έστελνε στην Μακρόνησο, αλλά η «χάρη» που τους έκανε η εξουσία να ασχοληθεί μαζί τους! Τεράστιε!) ανάγνωση που ακυρώνει την τριβή, την διαλεκτική, την ίδια την υπόσταση της πολιτικής (σωστής ή λάθος) δράσης και του ίδιου του πολιτικού υποκειμένου, αφού αποπειράται να πείσει τον «σημερινό» πολίτη πως το γήπεδο της πολιτικής έτσι κι αλλιώς δεν του ανήκει και μόνο ως παράπλευρη απώλεια των πραγματικών δραστών (των ειδικών και των εξουσιαστών) αν ασχοληθούν μαζί του μπορεί να καταγραφεί.

Ότι η παρανομία της αριστεράς μυθοποίησε καταστάσεις ενώ η νομιμοποίηση έφερε στην επιφάνεια αρνητικές πλευρές της ανθρώπινης φύσης, είναι μια πλευρά της πραγματικότητα που απαιτεί πολύ διαφορετική διατύπωση και έχει και διαφορετικό στόχο. Όμως η απόσυρση της πίστης στον πολίτη και η ανάθεση των αποφάσεων στους «ειδικούς» (αφού αυτοί αντιδιαστέλλονται στους αδαής») αφαιρεί από το υποκείμενο όχι μόνο την πολιτική, αλλά ακόμη και την ανθρώπινη υπόστασή του, αφού το αποξενώνει από την ίδια του την εμπειρία. «Με βιάζεται ως άτομο κι ως χώρα οικονομικά και ηθικά και πονάω!» «Όχι! εγώ θα σου πω κι εγώ θα διαχειριστώ την κραυγή σου γιατί εγώ ξέρω αν βιάζεσαι!».

Η δημοκρατία νοσεί, και νοσεί βαριά και νοσεί για χρόνια, εξαιτίας της μετριοκρατίας των υμετέρων τους που κατέλαβε το σπίτι της και το ξεπούλησε δίχως να την ρωτήσει. Μα όλοι αυτοί με την ρητορική τους, ξεχνούν με το πιο κυνικό και το πιο επικίνδυνο «στυλάκι» του κόσμου ότι όταν η δημοκρατία νοσεί η λύση είναι μία: Περισσότερη δημοκρατία!