Πέμπτη
25 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4967RSS FEED
Βιβλιοκρατική: Βαγγέλης Ραπτόπουλος - «Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας»
Γράφει η
Βασιλική Πιτούλη
Εκείνο που μου αρέσει στο Βαγγέλη Ραπτόπουλο είναι ότι μοιάζει ένας αυθεντικός «γραφιάς». Σπεύδω να εξηγηθώ: γραφιά εννοώ έναν άνθρωπο που όχι μόνο γράφει, αλλά είναι και κάπως παθιασμένος με το γράψιμο. Τώρα, αν ζει από αυτή του τη δραστηριότητα, κρατώντας ανόθευτη την τέχνη του από άλλες, «χυδαίες» ασχολίες, ή αν ασκεί παράλληλα κάποιο βιοποριστικό επάγγελμα, είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Ο Βαγγέλης το τονίζει: αν έγραφε στα αγγλικά και ήταν ας πούμε αμερικάνος, τα τόσα βιβλία του και ειδικά το ότι κάποια έγιναν ταινίες και σίριαλ, θα είχαν εξασφαλίσει οικονομικά και τα εγγόνια του. Δεν έχει άδικο, νομίζω.

Σε ποιο ακριβώς είδος κατατάσσεται το υπό κρίση βιβλίο; Είναι ένα ιδιότυπο ημερολόγιο – χρονολόγιο (για να αναφέρω έναν διαδεδομένο όρο του facebook στο χώρο του οποίου δραστηριοποιείται ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, όπως άλλωστε σχεδόν όλοι οι συγγραφείς;) Είναι μια εμφανώς επιλεκτική αυτοβιογραφία; Ένα «χρονικό» ή «εξομολογητικό δοκίμιο» όπως ο ίδιος ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει, διανθισμένο με μπόλικες αναφορές στα βιβλία, τα «σώματα του εγκλήματος», τα σκοτεινά αντικείμενα του πόθου, τα δικά του και των άλλων; Μια περιπλάνηση στην Αθήνα, και ένα γοητευτικό ή απελπισμένο οδοιπορικό; Ένα κείμενο οξύτατης πολιτικής κριτικής για τα νεοελληνικά μας κακώς κείμενα, που δε χαρίζεται καθόλου στους «γνωστούς», τους «επώνυμους», αντιθέτως τους τοποθετεί στο στόχαστρο και βάλλει εναντίον τους όπως τους αξίζει;

Το βιβλίο είναι ογκώδες, «μετράει» 707 σελίδες, αλλά εδώ δε φαίνεται να ισχύει η αρχή ότι ο μεγάλος όγκος ενός βιβλίου λειτουργεί αποτρεπτικά. Δεν αναφέρομαι βέβαια στα φλύαρα γυναικεία μυθιστορήματα, εκεί οι κανόνες του παιχνιδιού διαφέρουν. Ο μεγάλος όγκος μάλλον αποσκοπεί στην ικανοποιητική, μετρημένη σε χρόνο, απασχόληση που το βιβλίο θα προσφέρει στην αγοράστριά του. Το βιβλίο του Ραπτόπουλου παίζει σε άλλο γήπεδο, αυτό είναι αυτονόητο. Διαβάζοντάς το, γνωρίζεις και αγαπάς το δημιουργό του, και αυτό από μόνο του θεωρώ ότι αποτελεί επίτευγμα.

Ο συγγραφέας ξεκινάει να καταγράφει τον αιώνα μας, τον τρέχοντα, εννοείται. Το πρώτο κείμενο αυτής της ιδιόμορφης «συλλογής» είναι αφιερωμένο στο χτύπημα των δίδυμων πύργων της Νέας Υόρκης, ή μάλλον από εκεί αντλεί την αφορμή. Με μια αφοπλιστική, ενήλικη παιδικότητα, ο Ραπτόπουλος ομολογεί ότι παρά την εμφανή ενοχή των Αμερικανών, εκείνο που κυριαρχεί μέσα του είναι η απορία.

Ο ουροβόρος όφις, ο αλήστου μνήμης Big Brother, ευθύς αμέσως παίρνουν τη σκυτάλη. Ο Ραπτόπουλος δίνει το στίγμα στο οποίο θα κινηθεί: καταγγελία της παρανομίας, της τσαπατσουλιάς, της αδικίας και της σκληρότητας που μέσα στον υπόνομό τους κολυμπάμε. Και βέβαια, μητέρα όλων των κακών, κορωνίδα όλων των βδελυρών ανθρωπίνων ιδιοτήτων, η υποκρισία. Ο συγγραφέας κάνει έρευνα στο Μπουρνάζι, εκεί όπου τα αυθεντικά «δυτικά προάστια» ξεφαντώνουν, δουλεύουν, χάνονται. Χανόμαστε όλοι. Αφηγείται τη δύναμη που ασκούσε πάνω του ανέκαθεν η συλλογικότητα, συνομιλεί με μουσικοσυνθέτες ή κινηματογραφιστές που θαυμάζει, ενώ παράλληλα «εκθέτει» την καλή του τύχη (ή μήπως ικανότητα;) να έχει δασκάλους μάστορες της πεζογραφίας όπως ο Μένης Κουμανταρέας, να τον έχουν υπερασπιστεί δημόσια σε αντιδικία του με εκδότη προσωπικότητες όπως ο Μάνος Χατζηδάκης, ο Παύλος Ζάννας, ο Γιώργος Χειμωνάς.

Πληροφορεί τον αναγνώστη ότι ο Δημοσθένης Κούρτοβικ πήγε μάρτυρας εναντίον του στην εν λόγω δίκη, ενώ έκτοτε φροντίζει να κρίνει πάντα αρνητικά τα βιβλία του. Με τον Ηλία Πετρόπουλο έχει επίσης ανοιχτούς λογαριασμούς: από τον «Κουραδοκόφτη» μέχρι το «Εγκώμιον της κωλοτρυπίδας», τα πετροπουλικά κείμενα τυγχάνουν ιδιαίτερης προσοχής από τον Ραπτόπουλο, που φτάνει να του αφιερώσει σχεδόν θέση μυθιστορηματικού ήρωα στην «Επινόηση της πραγματικότητας» αφού είναι γκουρού του κεντρικού ήρωα Χρήστου Τριανταφυλλόπουλου. Πού συμβαίνουν όλα αυτά; Μα, στο Νεοελληνιστάν, τη Χώρα των Ξεφτιλισμένων. Ελλάς, ένα αιώνιο καφενείο, και το Μεγάλο Κωλοχανείο ταυτόχρονα. 

Η γοητεία που ασκούσαν πάνω του τα pulp ημερολόγια, πάμπολλοι ξένοι δημιουργοί, οι Ολυμπιακοί του 2004 και οι ολέθριες παρενέργειες, το υπαρξιακό ερώτημα «Ακούει ο Σημίτης Μητροπάνο;» συν το γεγονός ότι οι μηνύσεις ωφελούν οπωσδήποτε την πορεία ενός βιβλίου, είναι από τα θέματα που τον απασχολούν. Ο πόλεμος των φύλων που λέγεται έρωτας έχει την τιμητική του. Οι γυναίκες είναι σε αναντίρρητη άνοδο, αλλά, φευ, είναι μόνες, και αυτό θα αλλάξει όταν πάψουν να είναι πολεμοχαρείς, όταν πάψουν να είναι σαν τις Αμαζόνες που ακρωτηρίαζαν τον ένα τους μαστό για να ακουμπάει καλύτερα στον ώμο η φαρέτρα. Μαθαίνουμε αναλυτικά το παρελθόν των «ραπτοπουλικών» βιβλίων, από τα Τζιτζίκια, τα Διόδια, τον Εργένη, μέχρι την «πορνογραφική» Λούλα. Η Ελλαδίτσα, η Ψωροκώσταινα, τον πονάει και τον πληγώνει – δεν είναι ο μόνος. Κάνει εντατικό ψυχογράφημα, του εαυτού του και των άλλων, βουτάει σε έννοιες φιλοσοφικές όπως λόγου χάρη ποια πρέπει να είναι η ηθική στάση του ανθρώπου απέναντι σε καίρια ζητήματα. Επαναφέρει τα νέα Δεκεμβριανά της Αθήνας με τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Επισημαίνει ότι η εξέγερση αυτής της εκρηκτικά αθώας νιότης πήρε την έμπνευση από τον Φύλακα στη σίκαλη του Σάλιντζερ. Δε θα το είχα φανταστεί ποτέ.

Χρησιμοποιώντας μια γλώσσα πάμπλουτη, ασχολείται ενδελεχώς με τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αλλά και με το ποια είναι τα πιο ερεθιστικά μπαρ και πού τρώει κανείς τα καλύτερα γεμιστά. Η αέναη διαπάλη του ανθρώπου με το χρόνο, η σχεδόν υποχρεωτική του αντιφατικότητα, είναι μερικά από τα αγκάθια με τα οποία όλοι ζούμε αγκαλιά. Νεόπτωχοι, ματαίως αγανακτισμένοι Έλληνες. Τελικά, υπαγόμαστε πιο πολύ απ’ όσο καταλαβαίνουμε ίσως, στο κόμμα του Λάκη Λαζόπουλου: το κόμμα του Κανένα. Ο Ραπτόπουλος εξανίσταται που επιτέλους, μόλις το Μάιο του ’11, η πλατεία Συντάγματος παίρνει κάτι από την πλατεία Ταχρίρ του Καΐρου ή την Πουέρτα ντελ Σολ της Μαδρίτης. Εξοργισμένοι, απατημένοι πολίτες του κόσμου, που διεκδικούν τα αυτονόητα. Γιατί άργησαν τόσο οι Αθηναίοι; Μήπως γιατί είχαμε συνηθίσει στην τρυφηλή αναξιοπρέπεια, στη νεοπλουτίστικη αυταπάτη;

Διαθέτοντας μια επίγνωση που άλλοτε παρεκκλίνει προς την έπαρση (οφείλω να το πω), και άλλοτε ισορροπεί μαστορικά σε μια συνειδητοποιημένη πραγματικότητα, ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος μας δίνει ένα βιβλίο δεδομένα αυτοαναφορικό που όμως ανάγεται σε ένα πανόραμα «της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, έτσι όπως ο ίδιος τη βίωσε». Όπως λέει στον ποιητικό του επίλογο: επειδή στο βάθος, η αποτυχία, κάθε είδους αποτυχία, είναι καθαρή ποίηση, και επειδή σαφώς είναι πάντα ευκολότερο να εξηγήσεις τι δεν είναι κάτι από το τι ακριβώς είναι, θα ωφεληθούμε μάλλον αν κατορθώσουμε να αντικρύσουμε όλα αυτά που μας αφορούν από μια άλλη σκοπιά: εντρυφώντας στην υψηλή τέχνη της αποτυχίας.

Ως υστερόγραφο στη συγκεκριμένη εκτενή βιβλιοκριτική, ένα ευχαριστώ στην εκδότρια του Ίκαρου κ. Καρύδη που είχε την καλοσύνη να μου προσφέρει αυτό το αξιόλογο βιβλίο.   

 Εκδόσεις Ίκαρος
www.bibliofagos.vasilikipitouli.gr