Σάββατο
20 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4961RSS FEED
Κλιματική αλλαγή και επιπτώσεις στην Ελλάδα
Γράφει ο
Γιάννης Βασιλείου

       Το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη πρόκληση που επί του παρόντος πρέπει ν’ αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα, αφού επηρεάζει άμεσα όλες ανεξαιρέτως τις μορφές ζωής στον πλανήτη μας. Αναμφίβολα πρόκειται για μάστιγα, αλλά ελπίζουμε σε άμεσες αντιδράσεις από τη διεθνή κοινότητα, ώστε να μην οδηγήσει στον απευκταίο «αργό θάνατο» της Γης.

       Πρακτικά, ο όρος «κλιματική αλλαγή» ερμηνεύεται ως η μεταβολή του παγκοσμίου κλίματος και ειδικότερα οι μεγάλης χρονικής κλίμακας μεταβολές των μετεωρολογικών συνθηκών. Το εφιαλτικό τούτο φαινόμενο έχει τις ρίζες του τόσο σε φυσικές διαδικασίες, όσο και σε ανθρώπινες παρεμβάσεις.

       Γνώμη μας πάντως είναι ότι η κλιματική αλλαγή οφείλεται κυρίως στις ανθρωπογενείς δραστηριότητες, οι οποίες δυστυχώς έχουν οδηγήσει σε αλλοίωση των κλιματολογικών συνθηκών, συντελώντας σε μια αισθητή περιβαλλοντική υποβάθμιση.

       Είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι οι κλιματικές συνθήκες στη Γη καθορίζονται από μια συνεχή ροή ενέργειας που προέρχεται από τον ήλιο. Κάθε φορά που λαμβάνει χώρα αύξηση της θερμοκρασίας της επιφάνειας, ο πλανήτης μας στέλνει, υπό τη μορφή υπέρυθρης ακτινοβολίας, θερμική ενέργεια πίσω στην ατμόσφαιρα. Ένα τμήμα της ενέργειας αυτής απορροφάται από αέρια που ονομάζονται «αέρια του θερμοκηπίου»[1], παγιδεύοντας τρόπον τινά την ενέργεια και διατηρώντας τη μέση θερμοκρασία του πλανήτη περίπου στους 15°C[2] (Βασιλείου, 2014 και 2017· Berliner, 2003· Brooks, 2013α· Dutt and Gaioli, 2007· Europa, 2017· McNulty and Aber, 2001· Polivka, Chaudry and Mac Crawford, 2012· WWF, 2017).

       Τα αέρια του θερμοκηπίου λαμβάνουν αυτό το όνομα διότι καταφέρνουν και «φυλακίζουν» τη θερμότητα του ηλίου στην ατμόσφαιρα, όπως στην περίπτωση του θερμοκηπίου. Επί του παρόντος, η ατμοσφαιρική συγκέντρωση διοξειδίου του άνθρακα είναι στα υψηλότερά της επίπεδα τα τελευταία τουλάχιστον 800.000 χρόνια (Berliner, 2003· Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2014· McNulty and Aber, 2001· Oxtoby, 2008).

       Το κυριότερο από τα αέρια που διατηρούν τα επιθυμητά επίπεδα θερμοκρασίας στη Γη είναι το διοξείδιο του άνθρακα. Οι εν γένει διεργασίες εκπομπής και απορρόφησής του, οι οποίες προκύπτουν στη φύση, στην ουσία αποτελούν το φυσικό κύκλο του αερίου και ευθύνονται για τη διατήρηση της ισορροπημένης συγκέντρωσής του στην ατμόσφαιρα (Βασιλείου, 2014· Berliner, 2003· Brooks, 2013α και 2013β· Dutt and Gaioli, 2007· Gardiner, 2004· McNulty and Aber, 2001· Oxtoby, 2008· Parks, 2002· Polivka, Chaudry and Mac Crawford, 2012· Powledge, 2008· WWF, 2017).

       Μέσω των ηφαιστειακών εκρήξεων, της αναπνοής των ζωικών οργανισμών και της αποσύνθεσης των φυτών, το διοξείδιο του άνθρακα ελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα και απορροφάται ξανά μέσω της φωτοσύνθεσης, αλλά και της διάλυσής του στο νερό (Βασιλείου, 2014· Berliner, 2003· Brooks, 2013α και 2013β· Dutt and Gaioli, 2007· Gardiner, 2004· McNulty and Aber, 2001· Oxtoby, 2008· Parks, 2002· Polivka, Chaudry and Mac Crawford, 2012· Powledge, 2008· WWF, 2017).

       Ο αψεγάδιαστος τρόπος «λειτουργίας» της φύσης αποκαλύπτεται από το γεγονός ότι πράγματι υφίσταται διατήρηση της ισορροπίας ανάμεσα στο διοξείδιο του άνθρακα που εκπέμπεται και σ’ αυτό που απορροφάται. Δυστυχώς όμως, οι ανθρώπινες ενέργειες, ακόμα και όταν είναι εξαιρετικά περιορισμένες, είναι δυνατό να μεταβάλλουν αρνητικά αυτή την ισορροπία, προκαλώντας δυσεπίλυτα προβλήματα (Assmann, 2013· Βασιλείου, 2014· Berliner, 2003· Brooks, 2013α και 2013β· Dutt and Gaioli, 2007· Gardiner, 2004· Kim, 2011· Kolmes and Butkus, 2007· Kretz, 2012· McKibben, 2009· McNulty and Aber, 2001· Oxtoby, 2008· Polivka, Chaudry and Mac Crawford, 2012· Powledge, 2008· Rastandeh, 2015· Sprain, 2016· Travis, 2003· WWF, 2017).

       Το κυριότερο φυσικό αέριο θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα είναι οι υδρατμοί, ενώ οι σημαντικότερες πηγές των αερίων θερμοκηπίου που προκαλούνται από τον άνθρωπο είναι α) η χρήση βιομηχανικών φθοριούχων αερίων, β) η καύση ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τη βιομηχανία, τις μεταφορές και τα νοικοκυριά, γ) η υγειονομική ταφή απορριμμάτων και δ) η γεωργία και οι διάφορες μεταβολές στη χρήση της γης, όπως λόγου χάριν η αποψίλωση των δασών, η οποία πλειστάκις λαμβάνει χώρα με πρόχειρο ή παντελώς λανθασμένο προγραμματισμό (Assmann, 2013· Βασιλείου, 2014 και 2017· Dutt and Gaioli, 2007· Hertel and Rosch, 2010· Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος, 2017· McNulty and Aber, 2001· Musatescu and Comanescu, 2009· Oxtoby, 2008· Polivka, Chaudry and Mac Crawford, 2012· Travis, 2003).

       Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρέχει ενδιαφέροντα στοιχεία, τα οποία χρήζουν περαιτέρω ανάλυσης. Όσον αφορά την υπερθέρμανση της Γης, η σημερινή μέση θερμοκρασία του πλανήτη είναι κατά 0,85°C υψηλότερη απ’ ότι στο τέλος του 19ου αιώνα, ενώ κάθε μια από τις τρείς τελευταίες δεκαετίες ήταν θερμότερη από την προηγούμενή της από το 1850, οπότε και άρχισαν να καταγράφονται τα σχετικά στοιχεία. Σύμφωνα πάντα με την Επιτροπή, η καταγραφή ξεκίνησε το 1850 και όχι αργότερα, όπως λανθασμένα αναφέρεται σ’ ορισμένες μελέτες (European Commission/Δράση για το κλίμα/Κλιματική αλλαγή, 2017· McNulty and Aber, 2001).    

       Τα δεδομένα αυτά καταδεικνύουν τόσο το εύρος των κινδύνων που ελλοχεύουν από το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, όσο και το κατεπείγον της έγκαιρης αντιμετώπισής του, δίχως περαιτέρω χρονοτριβές.

       Και βέβαια αδυνατούμε ν’ αγνοήσουμε την επιστημονική διαπίστωση ότι ενδεχόμενη αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2°C, σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή, λογίζεται ως το ακριβές όριο η υπέρβαση του οποίου θα οδηγήσει σε μεγάλες καταστροφές στον ήδη ταλαιπωρημένο πλανήτη μας (European Commission/Δράση για το κλίμα/Κλιματική αλλαγή, 2017· McNulty and Aber, 2001).    

       Η μέση θερμοκρασία της Γης αυξήθηκε περίπου κατά 0,8°C από το 1880, αλλά στην ηπειρωτική Ευρώπη αυξήθηκε κατά 1,4°C. Το γεγονός αυτό δεν πρέπει επ’ ουδενί να περάσει απαρατήρητο, αφού πρακτικά γίνεται λόγος για σχεδόν διπλάσια αύξηση. Στην περίπτωση που η θερμοκρασία της Γης αυξηθεί κατά μέσο όρο πάνω από 2°C σε σύγκριση με τη θερμοκρασία της προβιομηχανικής περιόδου ή κατά 1,2°C συγκριτικά με τη σημερινή, οι επιπτώσεις στο περιβάλλον θα είναι ολέθριες (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2014· McNulty and Aber, 2001).               

       Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και τα κράτη-μέλη της πρωτοστατούν στις διεθνείς προσπάθειες για τη γοργότερη δυνατή καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα (UN climate convention). Η Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή [United Nations Framework Convention on Climate Change (UNFCCC)], η οποία συμφωνήθηκε το 1992, θεωρείται ως η πλέον σημαίνουσα διεθνής συνθήκη για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Κυρίαρχη επιδίωξή της καθίσταται η αποτροπή οιασδήποτε επικίνδυνης ανθρωπογενούς παρεμβολής, εντός του παγκοσμίου κλιματικού συστήματος. Η Ένωση και όλα τα κράτη-μέλη της βρίσκονται μεταξύ των 197 συμβαλλομένων μερών της Σύμβασης (Dutt and Gaioli, 2007· European Commission/Climate Action/Negotiations, 2017· McNulty and Aber, 2001).  

       Η Συμφωνία των Παρισίων (Paris Agreement), εγκρίθηκε απ’ όλα τα συμβαλλόμενα μέρη της UNFCCC το Δεκέμβριο του 2015 και προβλέπεται να τεθεί σε ισχύ το 2020[3]. Πριν από εκείνο το έτος, η μοναδική παγκόσμια νομικά δεσμευτική πράξη για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου είναι το Πρωτόκολλο του Κιότο του 1997. Το Πρωτόκολλο αυτό έχει επικυρωθεί από 192 συμβαλλόμενα μέρη της UNFCCC, συμπεριλαμβανομένων της ΕΕ και των κρατών-μελών της. Εντούτοις, κρίνεται απαραίτητο να επισημανθεί ότι καλύπτει μονάχα περίπου το 12% των παγκοσμίων εκπομπών, αφού πολλοί κύριοι εκπομποί (emitters) δεν αποτελούν τμήμα του Κιότο (Dutt and Gaioli, 2007· European Commission/Climate Action/Negotiations, 2017· McNulty and Aber, 2001).

       Στόχος του βιβλίου είναι η εξέταση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής και των συνεπειών του σε παγκόσμια κλίμακα, δίχως να επικεντρώνεται αναλυτικά σε επιμέρους χώρες. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως για την πατρίδα μας, καθιστά επιτακτική μια περαιτέρω εμβάθυνση.         

       Ο αντίκτυπος της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας υπήρξε σαρωτικός. Ο Ελληνικός λαός βίωσε και εξακολουθεί να βιώνει μια από τις χειρότερες περιόδους (αν όχι τη χειρότερη) στην ιστορία του. Οι οδυνηρές συνέπειες της κρίσης μας οδηγούν στη διαπίστωση ότι οι συμπατριώτες μας πλέον δεν αντέχουν άλλα προβλήματα. Δυστυχώς όμως, ακόμα και στα πλαίσια της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, τα στοιχεία που προκύπτουν από τη σταχυολόγηση εμπεριστατωμένων μελετών, απέχουν αρκετά από το να χαρακτηριστούν ως θετικά.

       Πιο συγκεκριμένα, γνωρίζουμε ότι ένα σημαντικότατο τμήμα της Ελληνικής οικονομίας βασίζεται στη γεωργία και τον τουρισμό (λόγω κλίματος), ενώ είναι γνωστή και η πραγματικά αξιοθαύμαστη βιοποικιλότητα που παρατηρείται στα δάση. Το δυσάρεστο είναι ότι σύμφωνα με μελέτη του ΟΗΕ, ολόκληρη η Μεσόγειος περιλαμβάνεται στα 18 σημεία του πλανήτη που θα τεθούν αντιμέτωπα με τα οξύτερα προβλήματα, λόγω της κλιματικής αλλαγής (Βασιλείου, 2014· Climate-ADAPT/Greece, 2017· PASSAGE Interreg Europe, 2017· WWF, 2017).    

       Περαιτέρω δυσχέρειες στη γεωργία ή στον τουρισμό ενδέχεται να καταβαραθρώσουν την ήδη βασανισμένη Ελληνική οικονομία, αλλά θέλουμε να πιστεύουμε ότι οι συλλογικές προσπάθειες θα οδηγήσουν σε μια λιγότερο «γκρίζα» πραγματικότητα (Climate-ADAPT/Greece, 2017· PASSAGE Interreg Europe, 2017).

       Αξίζει ν’ αναφερθεί μια ενδιαφέρουσα έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία δημοσιεύτηκε το 2011 και αναφέρεται στο κόστος της κλιματικής αλλαγής για την πατρίδα μας. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται το γεγονός ότι, με βάση το χειρότερο σενάριο, το συνολικό κόστος ως το 2100 θ’ ανέλθει στα 701 δισεκατομμύρια ευρώ. Στην περίπτωση όμως που η Ελλάδα καταφέρει να επιτύχει αισθητή ελάττωση των εκπομπών, στα πλαίσια αντίστοιχης παγκόσμιας προσπάθειας, το συνολικό κόστος αναμένεται ν’ αγγίξει τα 436 δισεκατομμύρια, ποσό ναι μεν διόλου ευκαταφρόνητο, αλλά σίγουρα αρκετά μειωμένο (WWF, 2017).

       Το Νοέμβριο του 2008, δημοσιεύθηκε μια αξιοσημείωτη μελέτη του WWF Ελλάς, με τίτλο «Λύσεις για την κλιματική αλλαγή: Όραμα βιωσιμότητας για την Ελλάδα του 2050».

       Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή, η πατρίδα μας πράγματι δύναται να επιτύχει μείωση των εκπομπών της μέχρι το 2050 κατά 67%, σε σχέση με το έτος αναφοράς 1990. Επισημαίνεται ότι η μείωση αυτή αντιστοιχεί στην έκλυση μονάχα 36 εκατομμυρίων τόνων διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα το 2050, από 109 εκατομμύρια τόνους το 1990 (WWF, 2009). Η διαφορά είναι τεράστια και αποκαλύπτει με πειστικό τρόπο τα ελπιδοφόρα βήματα προόδου που ευχόμαστε να πραγματοποιηθούν.         

       Η αμφιβολία μας όμως εστιάζεται σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο. Στα πλαίσια της μελέτης, λαμβάνεται ως δεδομένο ότι η ελάττωση των εκπομπών θα συνυπάρξει με την «απρόσκοπτη» ανάπτυξη της χώρας. Η μελέτη όμως δημοσιεύτηκε το 2008, προτού δηλαδή αρχίσουν να φαίνονται στην Ελλάδα οι συνέπειες της κρίσης. Άρα λοιπόν, παρά το γεγονός ότι δεν παραγνωρίζουμε επ’ ουδενί την εγκυρότητα της μελέτης, παραμένουμε διστακτικοί ως προς ορισμένες από τις προβλέψεις που προκύπτουν απ’ αυτήν.         

       Σύμφωνα πάντοτε με τη συγκεκριμένη μελέτη, η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα του 2050 ενδεχομένως ν’ ανέρχεται μονάχα σε 73.000 GWh, καλυπτόμενη κατά 58% από ανανεώσιμες πηγές, κατά 23% από φυσικό αέριο και κατά 16% από λιγνίτη, δίχως τη χρήση λιθάνθρακα ή/και πυρηνικής ενέργειας. Η ελάττωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά 67% το 2050, αναμένεται να οδηγήσει στη δημιουργία ενός μέσου κόστους 20 ευρώ ανά τόνο μη εκλυόμενου διοξειδίου του άνθρακα (WWF, 2009).         

       Σε γενικές γραμμές όντως υπάρχουν λύσεις. Δυστυχώς όμως η έντονη οικονομική κρίση δεν αφήνει κανέναν τομέα ανεπηρέαστο. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να παρέλθει ένα χρονικό διάστημα για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με το αύριο της Ελλάδας στο συγκεκριμένο ζήτημα.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Assmann, Sarah M. (2013), “Natural Variation in Abiotic Stress and Climate Change Responses in Arabidopsis: Implications for Twenty-First-Century Agriculture”, International Journal of Plant Sciences, 174 (1), σελ. 3-26. 

Βασιλείου, Ιωάννης (2014), Το Παρόν και το Μέλλον της Γεωργικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Αθήνα: Historical Quest). 

Βασιλείου, Ιωάννης (2017), Ευρωπαϊκή Ένωση και Ενέργεια-Η Πορεία προς το 2050-Σκέψεις, Ιδέες και Συμπεράσματα (Αθήνα: Historical Quest).

Berliner, L. Mark (2003), “Uncertainty and Climate Change”, Statistical Science, 18 (4), σελ. 430-435.

Brooks, Thom (2013α), “Introduction to Climate Change Justice”, PS: Political Science and Politics, 46 (1), σελ. 9-12.

Brooks, Thom (2013β), “The Real Challenge of Climate Change”, PS: Political Science and Politics, 46 (1), σελ. 34-36.

Climate-ADAPT/Greece (2017), “European Climate Adaptation Platform”, Climate-ADAPT-Sharing adaptation information across Europe (Country information: Greece), διαθέσιμο σε http://climate-adapt.eea.europa.eu/countries-regions/countries/greece (πρόσβαση στις 22/7/17).

Dutt, Gautam and Gaioli, Fabian (2007), “Coping with Climate Change”, Economic and Political Weekly, 42 (42), σελ. 4239-4250.

Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2014), «Η Ευρωπαϊκή Ένωση με απλά λόγια-Δράση για το κλίμα», διαθέσιμο σε file:///C:/Users/user/Downloads/climate_action_el%20(1).pdf (πρόσβαση στις 30/4/17).

Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος (2017), «Κλιματική αλλαγή», διαθέσιμο σε https://www.eea.europa.eu/el/themes/climate/intro (πρόσβαση στις 16/5/17). 

Europa (2017), «Δράση για το κλίμα», διαθέσιμο σε http://europa.eu/european-union/topics/climate-action_el (πρόσβαση στις 30/4/17).

European Commission/Δράση για το κλίμα/Κλιματική αλλαγή (2017), «Αίτια της κλιματικής αλλαγής», διαθέσιμο σε https://ec.europa.eu/clima/change/causes_el (πρόσβαση στις 19/5/17).

European Commission/Climate Action/Negotiations (2017), “Climate negotiations”, διαθέσιμο σε https://ec.europa.eu/clima/policies/international/negotiations_en (πρόσβαση στις 7/6/17).

Gardiner, Stephen M. (2004), “Ethics and Global Climate Change”, Ethics, 114 (3), σελ. 555-600.

Hertel, Thomas W. and Rosch, Stephanie D. (2010), “Climate Change, Agriculture and Poverty”, Applied Economic Perspectives and Policy, 32 (3), σελ. 355-385.

Kim, So Young (2011), “Public Perceptions of Climate Change and Support for Climate Policies in Asia: Evidence from Recent Polls”, The Journal of Asian Studies, 70 (2), σελ. 319-331.

Kolmes, Steven A. and Butkus, Russell A. (2007), “Science, Religion and Climate Change”, Science, 316 (5824), σελ. 540, 542.

Kretz, Lisa (2012), “Climate Change: Bridging the Theory-Action Gap”, Ethics and the Environment, 17 (2), σελ. 9-27.

McKibben, Bill (2009), “Climate Change”, Foreign Policy, 170, σελ. 32-34, 36, 38.

McNulty, Steven G. and Aber, John D. (2001), “US National Climate Change Assessment on Forest Ecosystems: An Introduction”, BioScience, 51 (9), σελ. 720-722.

Musatescu, Virgil and Comanescu, Mihaela (2009), “Energy-Climate Change Package Impact on Romanian Urban Areas”, Theoretical and Empirical Researches in Urban Management, 4 (4 (13)), σελ. 194-213.

Oxtoby, David W. (2008), “Biologists and Carbon Neutrality”, BioScience, 58 (5), σελ. 382-383.

Parks, Noreen (2002), “Measuring Climate Change”, BioScience, 52 (8), σελ. 652.

PASSAGE Interreg Europe (2017), “Greece Strategy for Adaptation to Climate Change”, διαθέσιμο σε https://www.interregeurope.eu/passage/news/news-article/624/greece-strategy-for-adaptation-to-climate-change/ (πρόσβαση στις 22/7/17).

Polivka, Barbara J., Chaudry, Rosemary V. and Mac Crawford, John (2012), “Public Health Nurses’ Knowledge and Attitudes Regarding Climate Change”, Environmental Health Perspectives, 120 (3), σελ. 321-325.

Powledge, Fred (2008), “Climate Change and Public Lands”, BioScience, 58 (10), σελ. 912-918.

Rastandeh, Amin (2015), “Challenges and potentials in using alternative landscape futures during climate change: A literature review and survey study”, Urbani Izziv, 26 (2), σελ. 83-102.

Sprain, Leah (2016), “Paradoxes of Public Participation in Climate Change Governance”, The Good Society, 25 (1), σελ. 62-80.

Travis, J. M. J. (2003), “Climate Change and Habitat Destruction: A Deadly Anthropogenic Cocktail”, Proceedings: Biological Sciences, 270 (1514), σελ. 467-473.

WWF (2009), «Το αύριο της Ελλάδας: επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα κατά το άμεσο μέλλον», WWF Ελλάς, Αθήνα, Σεπτέμβριος 2009, διαθέσιμο σε https://www.wwf.gr/images/pdfs/wwf-to_avrio_tis_elladas.pdf (πρόσβαση στις 14/7/17).

WWF (2017), «Κλιματική Αλλαγή», διαθέσιμο σε http://www.wwf.gr/sustainable-economy/clean-energy/climate-change (πρόσβαση στις 30/4/17).

(Από το βιβλίο «Κλιματική αλλαγή: Διαχειρίσιμο πρόβλημα ή αργός θάνατος του Πλανήτη; Ρόλος & Δράσεις της ΕΕ έως το 2050 – Οι επιπτώσεις στην Ελλάδα, Εκδόσεις Historical Quest, 2017)



[1] Όπως λόγου χάριν το υποξείδιο του αζώτου, το διοξείδιο του άνθρακα, οι υδρατμοί και το μεθάνιο.

[2] Υπογραμμίζεται ότι αυτά τα επίπεδα θερμοκρασίας είναι απολύτως αναγκαία για τη διατήρηση της ζωής, όχι μονάχα των ανθρώπων, αλλά επίσης των ζώων και των φυτών. Είναι χαρακτηριστική η επιστημονική διαπίστωση ότι δίχως αυτά τα αέρια, η θερμοκρασία του πλανήτη θα άγγιζε τους -18°C, φαινόμενο τρομακτικό και συνάμα μοιραίο, αφού αυτομάτως οι περισσότερες μορφές ζωής θα πάγωναν.

[3] Η Συμφωνία των Παρισίων αποτελεί την πρώτη καθολική, νομικά δεσμευτική παγκόσμια συμφωνία για το κλίμα.