Παρασκευή
4 Οκτωβρίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 5129RSS FEED
Η πολιτική δραπέτευσε από την κοινωνία και η δημοσιογραφία από τα γεγονόταΗ κρίση της πολιτικής έγινε κρίση του Τύπου
ΑΠΕ ΜΠΕ / ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΣΑΪΤΑΣ
Όσα παρακολουθούμε τον τελευταίο καιρό να συμβαίνουν γύρω από τον ελληνικό Τύπο είναι το σύμπτωμα, όχι η ασθένεια. Συμβαίνει δηλαδή και σ’ αυτόν τον χώρο, ό,τι συμβαίνει και στο πολιτικό σύστημα: Όλοι κάνουν πως αγνοούν την ασθένεια και προσπαθούν να θεραπεύσουν όπως-όπως τα συμπτώματά της. Σ’ αυτήν την «θεραπευτική αγωγή» εντάσσονται και οι τωρινές κινητοποιήσεις και απεργίες.
 
Αλλά η συμπτωματική θεραπεία δεν συνιστά θεραπεία. Πολύ περισσότερο όταν όλοι βλέπουμε πως το δημοσιογραφικό συνδικαλιστικό κίνημα επιμένει στα λάθη του, χωρίς ποτέ να διδάσκεται από αυτά.

Περίτρανη απόδειξη, η συμμετοχή των δημοσιογράφων στην γενική απεργία της Τετάρτης. Έχει επισημανθεί τόσες φορές που πλέον η επιμονή στο ίδιος λάθος – ή μήπως σκοπιμότητα; - καταντά αυτιστική συμπεριφορά.

Υπάρχει κανείς που να θεωρεί πως όταν συμβαίνουν γεγονότα μπορεί να απουσιάζουν οι δημοσιογράφοι; Κανείς. Και όμως, αυτό συμβαίνει στη χώρα μας, ξανά και ξανά.

Επειδή βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου. Όπως ακριβώς εκτός τόπου και χρόνου βρίσκεται και το πολιτικό μας σύστημα.

Και επειδή τα ίδια πρόσωπα παραμένουν θρονιασμένα στις ίδιες καρέκλες εδώ και δεκαετίες. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με το πολιτικό μας προσωπικό.

Η απουσία των δημοσιογράφων από τον χώρο και τον χρόνο των γεγονότων, αποτελεί την χαριστική βολή. Την τελευταία πράξη μιας οδυνηρής διαδικασίας που κατέληξε στην αυτοκατάργηση της δημοσιογραφίας.

Όπως ακριβώς, λοιπόν, το πολιτικό σύστημα άφησε – σκόπιμα ή/και λόγω ανικανότητας – να φθάσει η κατάσταση στο μη περαιτέρω, το ίδιο συνέβη και με τον ελληνικό Τύπο.

Άλλωστε, το πολιτικό κατεστημένο και το κατεστημένο του Τύπου (περιλαμβάνεται γραπτός και ηλεκτρονικός) λειτούργησαν πάντοτε σε απόλυτη αρμονία και ακολούθησαν βίους παράλληλους. Και από πλευράς πηγής εσόδων και από πλευράς λειτουργίας.

Το πολιτικό σύστημα υπέκυπτε στους χορηγούς του και ο Τύπος στις διαφημίσεις – κατά προτίμηση κρατικές που είναι και οι πιο εύκολες. Μεταξύ τους δημιουργήθηκε μια σχέση αλληλεξάρτησης, με τους πολιτικούς να προσφέρουν κρατική διαφήμιση για να εξασφαλίζουν την προβολή τους και τον Τύπο να επιβιώνει μόνο χάρη στην κρατική διαφήμιση, χωρίς καμιά προσπάθεια να κερδίσει σε αναγνωστικό κοινό και να στηριχθεί στις δικές του δυνάμεις.

Το πολιτικό σύστημα κατακλύσθηκε από πρόσωπα ανίκανα να φέρουν σε πέρας την αποστολή τους, το ίδιο συνέβη και με τον χώρο της ενημέρωσης.

Το πολιτικό σύστημα αφού προκάλεσε με τις πράξεις και τις παραλείψεις του την σημερινή κρίση – οικονομική και ηθική – μετά αποδείχθηκε ανίκανο να προβλέψει την έκρηξη και τις συνέπειές της. Συνέχισε μέχρι την τελευταία στιγμή να αρμενίζει στα πέλαγα της αμεριμνησίας, πιστεύοντας ότι κάτι θα γινόταν την τελευταία στιγμή και δεν θα χρειαζόταν να αποκαλυφθούν τα ψεύδη του.

Την ίδια περίοδο και ο χώρος της ενημέρωσης συνέχισε να τυφλώνει με την λάμψη του, χωρίς καν να ρίχνει μια ματιά σε όσα συνέβαιναν στον υπόλοιπο κόσμο.

Αλλά τα σημάδια ήσαν εκεί, τα έβλεπαν, έπρεπε να τα έχουν δει. Εργοδότες, δημοσιογράφοι και συνδικαλιστικές ενώσεις.

Ήδη από το 2008, με το ξέσπασμα της διεθνούς κρίσης, άρχισαν να φθάνουν οι πληροφορίες για κατάρρευση μεγάλων εκδοτικών συγκροτημάτων του εξωτερικού. Και σ’ αυτόν τον τομέα, όπως και σε όλους τους άλλους, όλοι εθελοτυφλούσαν. Πίστεψαν πως ήταν δυνατόν η Ελλάδα να παραμείνει ένας καλά προστατευμένος παράδεισος και πως τίποτε δεν θα διαπερνούσε το ατσάλινο κέλυφός της.

Όπως αποδείχθηκε, η Ελλάδα – και επομένως και η οικονομία της – ήταν η πιο ευάλωτη χώρα της Ευρώπης. Και άρχισαν να καταρρέουν τα πάντα γύρω μας – τα πάντα, εκτός από το πολιτικό μας σύστημα, το κατ’ εξοχήν υπεύθυνο για την κατάσταση αυτή (και την κατάσταση στο ελληνικό σύστημα ενημέρωσης).

Αλλά ακόμη και όταν, το φθινόπωρο του 2008, η παγκόσμια κρίση οδηγούσε στο κραχ του 21ου αιώνα, εδώ στην Ελλάδα δεν βλέπαμε τα σημάδια. Διότι ακόμη και τότε, οι αλόγιστες κρατικές διαφημίσεις έπαιρναν και έδιναν, χωρίς κανείς να σκεφθεί πως σύντομα, όπως μας ενημέρωσαν και οι εταίροι μας, το πάρτι θα τελείωνε.

Τον Ιανουάριο του 2009, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έλαβαν τα πρώτα μέτρα στήριξης των μέσων ενημέρωσης. Όχι μόνο οικονομικά, αλλά και θεσμικά. Έδωσαν κάποια πακέτα στήριξης, αλλά κυρίως προειδοποίησαν τους δραστηριοποιούμενους στον χώρο της ενημέρωσης ότι έχουν τις ευθύνες τους.

Ο Γάλλος Πρόεδρος Σαρκοζί, δήλωσε πως «πρέπει οι εφημερίδες να σώσουν τον εαυτό τους βλέποντας τι προσφέρουν στο κοινό». Εκείνη την περίοδο οργανώθηκαν στην Γαλλία συνελεύσεις εργαζομένων σε 150 επιχειρήσεις Τύπου και οι προτάσεις τους καταγράφηκαν και περιελήφθησαν στο περίφημο πακέτο Σαρκοζί. Την ίδια εποχή, στην Ελλάδα οι υπουργοί μοίραζαν κρατικό χρήμα, με αντάλλαγμα ρετουσαρισμένες φωτογραφίες τους στα εξώφυλλα των εφημερίδων, εμφανίσεις σε εκπομπές, συνεντεύξεις για το «σπουδαίο» έργο τους και άλλες αγιογραφίες.

Πληροφορηθήκαμε τότε πως ο Σαρκοζί πρόσφερε δωρεάν συνδρομή σε μια εφημερίδα της επιλογής τους σε όλους τους νέους, με την συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους. 

Φυσικά, στην Ελλάδα ουδείς θέλησε να τον μιμηθεί. Κι’ αν οι νέοι αγόραζαν άλλη εφημερίδα από αυτές που τους προβάλλουν; Άσε καλύτερα.

Τον Φεβρουάριο του 2009 πληροφορηθήκαμε ότι η αυτοκρατορία του Μέρντοχ τελούσε υπό κατάρρευση. Μέσα στο τελευταίο μόνο τρίμηνο του 2008, οι ζημιές του ομίλου (στην ιδιοκτησία του οι Τάιμς, η Ουόλ Στρητ Τζέρναλ, το Κανάλι Φοξ) είχαν φθάσει τα 8,4 δις δολάρια. Οι Τάιμς υποχρεώθηκαν να υποθηκεύσουν το κτίριό τους, ο Όμιλος της Τρίμπιουν είχε ήδη κηρύξει πτώχευση από τον Δεκέμβριο του 2008, ενώ η USA Today, η πρώτη εφημερίδα σε πωλήσεις, ζητούσε από δημοσιογράφους και διοικητικό προσωπικό να πάρουν άδεια άνευ αποδοχών για μια εβδομάδα.

Η μεγαλύτερη εφημερίδα του Σαν Φρανσίσκο, η «Σαν Φρανσίσκο Κρόνικλ», η εφημερίδα όπου έγραφε ο Μαρκ Τουέιν, έβαλε λουκέτο. Μια ιστορική εφημερίδα, που είχε ιδρυθεί το 1865, ήταν κάτοχος συλλογής από Βραβεία Πούλιτζερ και το 2001 είχε περάσει στον Όμιλο Χηρστ.

Στη Μαδρίτη, οι δημοσιογράφοι διαδήλωναν, χαρακτηρίζοντας τον εαυτό τους «είδος που κινδυνεύει να εκλείψει».

Τον Μάρτιο του 2009, στις ΗΠΑ ψηφίστηκε νόμος που μετέτρεπε τις εφημερίδες σε μη κερδοσκοπικούς μηχανισμούς, ώστε να απολαμβάνουν φορολογικές ελαφρύνσεις. Όλες γενικά οι χώρες δημιούργησαν πακέτα στήριξης που τα κατένειμαν όχι με βάση τις κυκλοφορίες, αλλά με βάση την ανάγκη να διατηρηθεί η πολυφωνία. Για να μην μιλήσουμε για την Σουηδία, που εδώ και σαράντα χρόνια έχει επιβάλει ειδικό φόρο επί των διαφημίσεων, με τα χρήματα να πηγαίνουν σε ειδικό ταμείο και από εκεί να κατανέμονται σε εφημερίδες που έχουν ανάγκη. Πάλι για την διατήρηση της πολυφωνίας, αλλά και με κριτήριο την αυστηρή τήρηση της δεοντολογίας.

Παρά τα πακέτα στήριξης, οι απολύσεις στον αμερικανικό Τύπο εξελίχθηκαν το 2009 σε επιδημία. Ούτε αυτό στάθηκε ικανό για να προειδοποιηθεί το «άτρωτο» και διαπλεκόμενο ελληνικό σύστημα.

Δημιουργήθηκε μάλιστα στις ΗΠΑ και μια ειδική ιστοσελίδα, με τον τίτλο «Αναπαύσου εν ειρήνη», όπου καταγράφονταν οι καθημερινές απολύσεις και τα λουκέτα. Στην Ελλάδα, τα ζώα μου αργά. Ποτέ δεν έγινε μια σοβαρή συζήτηση, ουδέποτε τέθηκαν όρια, ουδέποτε εφαρμόστηκαν οι κανόνες της δεοντολογίας, ουδέποτε οι συνδικαλιστικές ενώσεις κάθισαν να συζητήσουν σοβαρά το θέμα, να υποβάλουν συγκεκριμένες προτάσεις και να απαιτήσουν την υιοθέτησή τους. Αντίθετα, ανέχονταν τα πάντα και συνέχισαν να κάνουν εκλογές κάθε δύο χρόνια, με τον πρώτο χρόνο να μένουν (λόγω του πολέμου της καρέκλας) χωρίς προεδρείο και τον επόμενο να συμπεριφέρονται σα να κάθονται πάνω σε σπασμένα αυγά – για να μην χαλάσουν οι συμμαχίες που τους εξασφάλιζαν τις καρέκλες. Τόσο μόνιμες, όσο και αυτές του πολιτικού προσωπικού.

Και το χειρότερο: Ουδέποτε έκαναν μια δυναμική παρέμβαση υπέρ του λαού. Ουδέποτε διέταξαν τα μέλη τους να σταματήσουν να αναδημοσιεύουν τα ψέματα, συμμετέχοντας στην παραπλάνηση του λαού.

Μόνο τον Μάρτιο του 2009 είχαμε μια χλιαρή ανακοίνωση της ΕΣΗΕΑ, με την οποία καλούσε τους ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης να επιστρέψουν στην ενημέρωση και να σταματήσουν να υποβιβάζουν τα έντυπα ή τα κανάλια τους, «μετατρέποντάς τα σε σακούλες διανομής και παράθυρα διαφήμισης προϊόντων». Τους καλούσε επίσης αντί να κάνουν επίδειξη πλούτου με μαραθώνιους φιλανθρωπίας, να τηρούν τις συλλογικές συμβάσεις, τους νόμους, τις οδηγίες του ΕΣΡ και τους κανόνες της Δημοκρατίας.

Φυσικά, από το ένα αυτί μπήκε και από το άλλο βγήκε. Και δεν έγινε ποτέ μια απεργία γι’ αυτήν καθαυτήν την ενημέρωση, για την ποιότητα της ενημέρωσης που λαμβάνει ο λαός.

Φθάσαμε έτσι στον Απρίλιο του 2009, οπότε πληροφορηθήκαμε – αλλά και αυτό πέρασε ξώφαλτσα – ότι ο δημοσιογράφος Πολ Γκίμπλιν πληροφορήθηκε ότι πήρε το  Βραβείο Πούλιτζερ ενώ είχε ήδη απολυθεί από την «Τρίμπιουν» της Αριζόνας , λόγω… περικοπών!

Ο Μπομπ Γούντγουορντ, ο δημοσιογράφος του Ουοτεργκέιτ, δήλωσε:  «Οι εργοδότες για πολλά χρόνια ξεζούμισαν τις εφημερίδες και τώρα που βλέπουν να χαροπαλεύουν τις κλείνουν. Ο Τύπος δεν είναι σαν οποιοδήποτε προϊόν. Πρέπει να γυρίσουμε στην εποχή που ιδιοκτήτης εφημερίδας ήταν μια οικογένεια. Όταν στη δεκαετία του 1970 εργαζόμουν στους Νιου Γιορκ Τάιμς η οικογένεια Σουλτσμπέργκερ αισθανόταν αμήχανα όταν η εφημερίδα είχε πολλά κέρδη». Και για την αξιοπιστία: «Η ιδέα ότι οι εφημερίδες μπορούν να σώσουν την κοινωνία πέθανε μαζί με τα όπλα μαζικής καταστροφής που υποτίθεται ότι είχε ο Σαντάμ. Απογοητεύσαμε τον κόσμο, δεν καταφέραμε να αποκαλύψουμε τι έκανε ο Μπους και χάσαμε σε αξιοπιστία και κύρος. Αν υπάρξει μια κοινωνική επανάσταση στην Αμερική, καλά θα κάνει να μην υπολογίζει στον Τύπο. Είμαστε πολύ πιο γραφειοκράτες και συμβατικοί από όσο πιστεύει ο κόσμος».

Και όλα αυτά συνέβησαν, αν και στον ευρωπαϊκό Τύπο έρρευσε άφθονο χρήμα και μπήκαν επιχειρηματίες από άλλους χώρους. Στη Γαλλία κυριάρχησαν οι όμιλοι Ντασό, Μπουίγκ και Λαγκαρντέρ, ενώ η οικογένεια Ρότσιλντ αγόρασε την Λιμπερασιόν, απολύοντας τον ιστορικό διευθυντή της, τον Σερζ Ζιλί.

Αποδείχθηκε έτσι πως δεν αρκεί να έχεις χρήματα για να «τρέξεις» ένα μέσο ενημέρωσης – κυρίως μια εφημερίδα. Τα ίδια συνέβησαν με τον Μέρντοχ στην Βρετανία και με την υπερσυγκέντρωση των μέσων στην Ιταλία ελέω Μπερλουσκόνι.
Τα ίδια και στη Γερμανία με τον όμιλο Μπέρτελσμαν να κυριαρχεί. Ουσιαστικά στην ευρωπαϊκή ενημέρωση κυριάρχησαν οκτώ πολυεθνικές, οκτώ μεγάλες αδελφές των ΜΜΕ.

Τα φίλτρα της ενημέρωσης (οικονομικά συμφέροντα, υπερσυγκέντρωση των μέσων, εξάρτησή τους από την επίσημη προπαγάνδα και τις διαφημίσεις) δεν μπορούσαν να συνεχίσουν να φιλτράρουν για πολύ την κρίση.

Από την άλλη πλευρά, μας αρέσει να επαναλαμβάνουμε κάτι το οποίο δεν πιστεύουμε: Η δημοσιογραφία δεν είναι εμπόρευμα. Σωστά. Η ενημέρωση δεν είναι ένα οποιοδήποτε προς πώληση προϊόν. Είναι λειτούργημα, κρίσιμο μέγεθος για την Δημοκρατία.

Δεν είναι τυχαίο ότι το 2009 τα Βραβεία Πούλιτζερ επέστρεψαν στα χέρια της ερευνητικής δημοσιογραφίας. Ούτε είναι τυχαίο ότι για πρώτη φορά βραβεύθηκε ένας ιστότοπος, το ProPubilca, όπου 32 Αμερικανοί δημοσιογράφοι αναλαμβάνουν έρευνες βασιζόμενοι στις χορηγίες των πολιτών. Βραβεύθηκαν για την έρευνά τους με την οποία αποκάλυψαν την άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκεται το αμερικανικό σύστημα υγείας. Η έρευνα κράτησε πάνω από δύο χρόνια, στοίχισε πάνω από 300 χιλιάδες δολάρια και έφερε στην επιφάνεια κάτι το συγκλονιστικό: Κατά την κρίση μετά τον τυφώνα Κατρίνα, οι γιατροί ήσαν υποχρεωμένοι να αποφασίζουν ποιοι θα ζήσουν και ποιοι θα πεθάνουν, κάνοντας σε πολλούς ευθανασία, επειδή δεν είχαν την δυνατότητα να τους σώσουν όλους. Την ημέρα που πήραν το Πούλιτζερ, στο χώρο των χορηγιών ήταν αδύνατον να μπεις. Είχε κατακλυστεί από απλό κόσμο που έδιναν από δέκα ως 100 ή και παραπάνω δολάρια για να μπορέσουν αυτοί οι δημοσιογράφοι να συνεχίσουν να κάνουν τη δουλειά τους υπηρετώντας το Κοινό Καλό.

Το θέμα είναι μεγάλο. Δεν εξαντλείται εύκολα. Αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα στον χώρο της ενημέρωσης, αποτελεί τμήμα του γενικότερου προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα. Και στη ρίζα του – και σ’ αυτήν την περίπτωση – βρίσκεται το διαπλεκόμενο πολιτικό προσωπικό, που, παρά το Μνημόνιο, ζει και βασιλεύει…