Τετάρτη
17 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4958RSS FEED
Η έννοια του πρόσφυγα και τα γεγονότα στον Έβρο
Γράφει ο
Βασίλης Στεφ. Αναγνώστου

       Τον τελευταίο καιρό, ένα από τα φλέγοντα ζητήματα που απασχόλησαν και απασχολούν  την τρέχουσα ειδησεογραφία, ήταν και η απειλητική ροή των αλλοδαπών σε  πολλά μέρη της μητροπολιτικής και νησιωτικής Ελλάδας. Πολλοί αλλοδαποί, έχοντας κίνητρο την βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου, αποφάσισαν την έλευση στην Ευρώπη ή και αλλού, μακριά από τους τόπους καταγωγής τους, πάντως, των ιδίων και των οικογενειών τους. Η Ελλάδα φάνηκε στρατηγικά ένα από τα καλύτερα σημεία υλοποίησης αυτού του ονείρου, όπως μαρτυρούν και οι πολυάριθμες εισροές τους. Πέρα από την νησιωτική Ελλάδα, η οποία μπήκε στο επίκεντρο των εξελίξεων αυτών από το 2015 ή και νωρίτερα, και η ηπειρωτική Ελλάδα, και κυρίως η περιοχή του Έβρου, δέχθηκε κύματα μεταναστών, οι οποίοι θέλησαν να περάσουν τα ελληνικά σύνορα, με στόχο να υποβάλλουν στην Ελλάδα, αίτημα ασύλου. Το αίτημα αυτό, κατά την γνώμη τους και την αντίληψή τους, θα αποτελούσε πάτημα για την βελτίωση των συνθηκών ζωής τους, αν και το αίτημα αυτό και η χορήγηση, γενικά, καθεστώτος διεθνούς προστασίας δεν αποτελεί και ταυτόχρονα μέσο, το οποίο θα οδηγήσει άπονα σε μία καλύτερη ζωή, όπως νομίζουν. Επίσης, αυτή η υποβολή του αιτήματος αυτού, συνιστά σαφής καταστρατήγηση και παραβίαση των δικαιωμάτων αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι πραγματικά δικαιούνται να αναγνωριστούν  ως πρόσφυγες, γιατί συντρέχουν στο πρόσωπό τους  ρητοί λόγοι απονομής του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και της περαιτέρω αναγνώρισής τους ως πρόσφυγες.

      Ποιοι είναι όμως αυτοί οι οποίοι δικαιούνται να αναγνωριστούν ως πρόσφυγες; Ποιος είναι δηλαδή πρόσφυγας; Οι οικονομικοί μετανάστες από διάφορες χώρες του κόσμου θεωρούνται πρόσφυγες; Τί χρειάζεται για να αναγνωριστεί κάποιος, και όχι απαραίτητα μετανάστης, ως πρόσφυγας; Ποια είναι τα κριτήρια ή και τα στάδια για να θεωρηθεί κάποιος ως πρόσφυγας; Υπάρχει ή όχι πρόσφυγας με την στενή ή την ευρεία έννοια;

             Απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, και σε άλλα συναφή, δίδει η Σύμβαση της Γενεύης του 1951(νδ 3989/1959,ΦΕΚ 201, τ. Α΄), όπως συμπληρώθηκε με τον Α.Ν. 389/1968 «Περί κυρώσεως του Πρωτοκόλλου της Νέας Υόρκης της 31.1.1967 εν σχέσει προς την Νομικήν Κατάστασιν των Προσφύγων» (ΦΕΚ 125, τ. Α΄) και την χορήγηση σε αυτόν του καθεστώτος πολιτικού ασύλου, όσο και την αναγνώριση του ως δικαιούχος επικουρικής προστασίας, βάσει της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου2011 (L 337) σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση και το καθεστώς των αλλοδαπών ή των ανιθαγενών ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, πλέον με την μορφή του νόμου 4636/2019(ΦΕΚ Α΄ 169/01-11-2019). Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 1 Α §2 εδ.α’ της Σύμβασης της Γενεύης για το Καθεστώς των Προσφύγων της 28ης Ιουλίου 1951, όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο  της Ν. Υόρκης το 1967, ο όρος «πρόσφυξ» εφαρμόζεται επί «Παντός προσώπου όπερ συνεπεία γεγονότων επελθόντων πρό της 1ης Ιανουαρίου 1951 και δεδικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης, ή εάν μη έχον υπηκοότητα τινά και ευρισκόμενον συνεπεία τοιούτων γεγονότων εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους αυτού διαμονής, δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να επιστρέψη εις ταύτην». Από το άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, όπως ερμηνεύεται και τα άρθρα 2(ε)&13 Ν. 4636/2019, προκύπτει ότι, προκειμένου ένα πρόσωπο να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας, απαιτείται το πρόσωπο αυτό ευρισκόμενο εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα, να έχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, θα υποστεί δίωξη για έναν από τους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους στην παραπάνω διάταξη της Σύμβασης, δηλαδή για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα.  Πρέπει αυτός να βρίσκεται έξω από την χώρα καταγωγής του ,να μην μπορεί ή να μην θέλει λόγω αυτού του φόβου να λάβει επαρκούς ή και οποιασδήποτε μορφής προστασίας από την χώρα αυτήν της καταγωγής του. Εάν, από την άλλη, δεν έχει ιθαγένεια, και είναι εκτός της χώρας συνήθους διαμονής του  να είναι απρόθυμος να επιστρέψει σε αυτήν. Προϋπόθεση της εφαρμογής του ανωτέρω άρθρου είναι η ύπαρξη φόβου, τόσο ως ενδιάθετη κατάσταση του προσφεύγοντα (υποκειμενικός φόβος) όσο και ως πραγματική κατάσταση (αντικειμενικός φόβος). Η πρώτη προϋπόθεση για την υπαγωγής στη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 είναι η ύπαρξη «βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης». Ο όρος «δικαιολογημένος φόβος δίωξης» περιλαμβάνει ένα υποκειμενικό και ένα αντικειμενικό στοιχείο, από τη μια η έννοια «φόβος» συνιστά μια ενδιάθετη κατάσταση, ενώ από την άλλη η χρήση της λέξης «δικαιολογημένος» δηλώνει την ανάγκη στηρίξεως της ενδιάθετης αυτής κατάστασης σε αντικειμενικά δεδομένα. Είναι, λοιπόν, σαφές ότι για την πλήρωση αυτού του κριτηρίου θα πρέπει να εκτιμώνται και τα δύο στοιχεία (βλ. UNHCR Εγχειρίδιο, § 38). Εξάλλου, γίνεται δεκτό ότι για την συνδρομή των παραπάνω σωρευτικών προϋποθέσεων δεν απαιτείται πλήρης απόδειξη, αλλά η ύπαρξή τους αρκεί να πιθανολογηθεί ως εύλογη (UNHCR, Εγχειρίδιο για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων, εκδ. 6η παρ.42, εφεξής UNHCR Εγχειρίδιο). O βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος περιλαμβάνει τόσο ένα υποκειμενικό όσο και ένα αντικειμενικό στοιχείο. Δηλαδή, για να θεωρείται ο αιτών άσυλο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να δείξει ότι έχει ένα αυθεντικό, ένα γνήσιο (genuine) φόβο, ο οποίος πρέπει να βασίζεται σε μία αληθινή δυνατότητα (real chance) δίωξης για έναν τουλάχιστον από τους λόγους της Σύμβασης του 1951. Πρέπει να έχει ο αιτών μία ενδιάθετη νοητική κατάσταση (state of mind) φόβου ότι διώκεται, και μία καλά εδραιωμένη βάση για αυτόν τον φόβο. Ως «υποκειμενικό στοιχείο» του φόβου υποδηλώνεται ένα συγκεκριμένο κίνητρο φυγής, το οποίο αποσυνδέει κάθε άλλο λόγο φυγής από τον ορισμό (βλ. UNHCR Εγχειρίδιο, § 39). Προκειμένου να κριθεί εάν στην εκάστοτε περίπτωση πληρούται το υποκειμενικό στοιχείο του φόβου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι ο αιτών διεθνούς προστασίας υπέβαλε το αίτημα ασύλου και εξέφρασε την απροθυμία του να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής. Το εν λόγω στοιχείο αναφέρεται στην νοητική κατάσταση του αιτούντος. Από την άλλη, εξαρτάται από τα πραγματικά περιστατικά της κάθε υπόθεσης για να διαπιστωθεί εάν αυτός, εάν είναι άντρας ή αυτή, εάν είναι γυναίκα έχουν έναν γνήσιο φόβο υπό την έννοια της Σύμβασης του 1951. Πρέπει να εξετάζεται κάθε φορά εάν ο αιτών έχει αντικειμενικά έναν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο ατομικής δίωξης προτού εξεταστεί το υποκειμενικό στοιχείο του φόβου του αυτού ή μπορεί και να θεωρείται ότι αυτό το στοιχείο (το υποκειμενικό) πληρούται εν πάση περιπτώσει. (Emiantor v MIMA  1998).  Εάν όμως κριθεί ότι στην προκείμενη περίπτωση ότι δεν υφίσταται το υποκειμενικό στοιχείο του φόβου, δεν απαιτείται να εξεταστεί η ύπαρξη του αντικειμενικού στοιχείου ή των λοιπών στοιχείων και κριτηρίων της έννοιας του ορισμού του πρόσφυγα-- SZQNO v MIAC [2012] FCA και  Iyer v MIMA ,2000 FCA).  Η κρίσιμη κάθε φορά ερώτηση είναι εάν ο αιτών διεθνούς προστασίας έχει ενεστώτα φόβο ατομικής δίωξης στο εύλογα προβλεπόμενο μέλλοντα χρόνο για έναν ή και περισσότερους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους της Σύμβασης του 1951. Μία προγενέστερη έλλειψη φόβου δεν είναι ασυμβίβαστη με έναν βάσιμο και διακιολογημένο φόβο παροντικό ή επικείμενο- SZDGB v MIAC [2006]. Στην περίπτωση που ο αιτών είναι ανήλικος, ο φόβος του εν προκειμένω εξαρτάται και βασίζεται στον φόβο των γονέων του (Chen Shi Hai v MIMA (unreported, Federal Court of Australia, French J, 5 June 1998).      

              Το αντικειμενικό στοιχείο του βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου αναφέρεται στα πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε υπόθεσης. Θα πρέπει να γίνεται μία αντικειμενική εξέταση των πραγματικών περιστατικών της εκάστοτε υπόθεσης για να καθορισθεί ότι ο φόβος είναι δικαιολογημένος (Chan v MIEA (1989)). Η έρευνα για το αντικειμενικό στοιχείου περιλαμβάνει συνήθως τις πληροφορίες για τις κρατούσες συνθήκες στην χώρα καταγωγής ή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του αιτούντος άσυλο σε συνδυασμό με τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του και το σχετικό από την πλευρά του αποδεικτικό υλικό για την υποστήριξη αυτού του αιτήματος. Οι δε ισχυρισμοί του δεν πρέπει ωστόσο να εκτιμώνται με τρόπο αφηρημένο, αλλά να εξετάζονται σε συσχετισμό με το ευρύτερο πλαίσιο της σχετικής κατάστασης (βλ. UNHCR Εγχειρίδιο, § 42). Ο φόβος του προσφεύγοντος πρέπει να θεωρείται δικαιολογημένος, εάν μπορεί να θεμελιωθεί κατά έναν εύλογο βαθμό, ότι η εξακολούθηση της παραμονής του στην χώρα προέλευσης του  έχει γίνει αφόρητη για τους λόγους που αναφέρονται στον  ορισμό ή θα μπορούσε να του γίνει αφόρητη για τους ίδιους λόγους, εάν επέστρεφε σε αυτήν (Βλ. UNHCR Εγχειρίδιο, § 42). Επομένως, η εκτίμηση για το αν ο φόβος είναι βάσιμος και δικαιολογημένος («δεδικαιολογημένο» που μεταφράζει τον όρο «well founded fear», βάσει της Σύμβασης του 1951) απαιτεί τη διαπίστωση ότι υπάρχει «εύλογη πιθανότητα» ο φόβος του προσφεύγοντος να πραγματοποιηθεί κατά την επιστροφή του. Επιπλέον, ο προσφεύγων δεν υποχρεούται να αποδείξει τους ισχυρισμούς του με τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, πρέπει όμως να παραθέσει ο ίδιος  με στοιχειώδη σαφήνεια και κατά τρόπο επαρκώς πειστικό και αναλυτικό πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικώς δικαιολογημένο, φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων, συνεπώς ικανά  να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι συντρέχουν οι προβλεπόμενες  προϋποθέσεις  υπαγωγής της στο καθεστώς προστασίας  (ΣτΕ 418/2010, Δ’ Τμήμα). Δηλαδή, για την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα δεν απαιτείται οπωσδήποτε, να διαπιστωθεί ότι ο αιτών έχει υποστεί ατομική δίωξη αλλά αρκεί και η διαπίστωση αντικειμενικώς δικαιολογημένου φόβου ατομικής διώξεως (βλ. ΣτΕ 4055/2008,3337/2005, 2666/2006). 

        Κρίσιμο σε αυτό το σημείο είναι  και η παράθεση της εθνικής νομολογίας του ΣτΕ πάνω στην πλήρωση του αντικειμενικού στοιχείου του φόβου υπό την έννοια της Σύμβασης του 1951. Σύμφωνα με αυτή τη νομολογία (ΣτΕ 633/2013, ΣτΕ 288/2012,ΣτΕ 1078/2012) που ακολουθεί την πάγια γραμμή της νομολογίας επί των συγκεκριμένων θεμάτων, (ΣτΕ 1628, 2424/2007, 1093, 1653, 2192, 3533, 4034/2008, 1459/2009) στην τέταρτη σκέψη τους αναφέρεται ότι ‘‘ Όπως δε έχει κριθεί (βλ. ΣτΕ 4044/2009, 1463/2010, 46,1556/2011) από την ως άνω διάταξη του άρθρου 1Α παρ. 2 της Συμβάσεως της Γενεύης, ως ισχύει, συνάγεται ότι ο αλλοδαπός, ο οποίος επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα, οφείλει να εκθέσει στη Διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικώς δικαιολογημένο, φόβο διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων. Στην περίπτωση δε που δεν έχουν υποβληθεί από τον ενδιαφερόμενο, κατά τη διαδικασία ενώπιον της Διοικήσεως, ουσιώδεις υπό την ανωτέρω έννοια ισχυρισμοί αλλά γενικοί, αόριστοι ή προδήλως αβάσιμοι ισχυρισμοί, ή έχει γίνει μεν επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών τα οποία, όμως, δεν στοιχειοθετούν λόγους υπαγωγής στο προστατευτικό καθεστώς της Συμβάσεως της Γενεύης, δεν απαιτείται ειδικότερη αιτιολογία απορρίψεως του αιτήματος παροχής ασύλου’’. Παραθέτοντας περαιτέρω και το αυτούσιο κείμενο μίας άλλης απόφασης στην προαναφερθείσα νομολογία  του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 1078/2012 Δ΄ Τμήμα) ο αλλοδαπός δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία για την απόδειξη των ισχυρισμών του, η διάταξη, όμως, αυτή δεν αίρει την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να ισχυρισθεί συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ικανά να στοιχειοθετήσουν τη συνδρομή των προϋποθέσεων υπαγωγής του στο ανωτέρω προστατευτικό καθεστώς. Περαιτέρω δε, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, τα αρμόδια όργανα της Διοίκησης οφείλουν να προβούν σε ενδελεχή εξέταση των προβαλλομένων από τον ενδιαφερόμενο αλλοδαπό ουσιωδών ισχυρισμών και να αιτιολογήσουν πλήρως και ειδικώς την τυχόν απορριπτική του αιτήματος απόφασή τους. Η ίδια νομολογία έκρινε «ότι νομίμως απερρίφθη το αίτημα του αιτούντα για τη χορήγηση πολιτικού ασύλου διότι, οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο αιτών κατά την διοικητική διαδικασία της εξέτασης του αιτήματός του δεν θεμελιώνουν επαρκώς φόβο ατομικής δίωξης λόγω πολιτικών πεποιθήσεων ή φυλετικής καταγωγής. Ως εκ τούτου, δεν τεκμηριώνεται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο η συνδρομή κινδύνου ατομικής δίωξης. Περαιτέρω, οι γενικώς κρατούσες στη χώρα καταγωγής του αιτούντος – ή σε συγκεκριμένη περιοχή της – συνθήκες, δεν αρκούν για την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, εφόσον δεν στοιχειοθετείται φόβος ατομικής δίωξης.»

          Οι συγκεκριμένοι και ουσιώδεις ισχυρισμοί που οφείλει ο  αιτών άσυλο να επικαλεστεί ώστε να στηρίξει το αίτημά της διεθνούς προστασίας είναι σύμφωνα με την ΣτΕ 633/2013, και νομικά κρίσιμοι πραγματικοί ισχυρισμοί, ήτοι  αυτοί με τους οποίους επιχειρούσε να θεμελιώσει το κύριο αίτημά του για την χορήγηση πολιτικού ασύλου, και οι οποίοι πρέπει να αναφέρονται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ,σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ ( ΣτΕ 1303/2012,και να είναι σε θέση να αποδείξουν κάθε συγκεκριμένο ισχυρισμό του ( Διοικητικό Εφετείο Αθηνών 198/2013) τόσο για  να γίνει δεκτό το αίτημα χορήγησης πολιτικού ασύλου όσο και για να γίνει δεκτό το αίτημα χορήγησης επικουρικής προστασίας. Περαιτέρω στην τέταρτη σκέψη της ΣτΕ 694/2012 αναφέρεται ότι:‘‘4. Επειδή, στο άρθρο 1 Α παρ. 2 της από 28.7.1951 Διεθνούς Συμβάσεως της Γενεύης "περί της νομικής καταστάσεως των προσφύγων" (ν.δ. 3989/1959, Α΄ 201), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 του από 31.1.1967 Πρωτοκόλλου της Νέας Υόρκης (α.ν. 389/1968, Α΄ 125), ορίζεται ότι ως πρόσφυγας νοείται (και απολαμβάνει, συνεπώς, την κατά το άρθρο 33 της Σύμβασης προστασία από την επαναπροώθηση), μεταξύ άλλων, κάθε πρόσωπο το οποίο «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποία έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης». Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1975/1991 (Α΄ 184), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 2452/1996 (Α΄ 283), «ο αλλοδαπός που βρίσκεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στο ελληνικό έδαφος, αναγνωρίζεται ύστερα από αίτησή του ως πρόσφυγας και του παρέχεται άσυλο, εφόσον στο πρόσωπό του συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1 Α της από 28.7.1951 Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης …, όπως τροποποιήθηκε με το από 31.1.1967 Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης …. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αναγνωρίζονται ως πρόσφυγες οι αλλοδαποί, οι οποίοι ευρίσκονται στο ελληνικό έδαφος και έχουν, σε περίπτωση επιστροφής στην χώρα καταγωγής τους, αντικειμενικώς δικαιολογημένο φόβο δίωξης για λόγο προβλεπόμενο από την ανωτέρω Διεθνή Σύμβαση της Γενεύης, και όχι οι αλλοδαποί που έχουν εγκαταλείψει την χώρα, της οποίας έχουν την ιθαγένεια, προς αναζήτηση εργασίας και βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεώς τους (ΣτΕ 3459, 3464/2011 κ. ά.)».

      Εάν ο φόβος είναι βάσιμος και δικαιολογημένος , αυτό αποτελεί ένα ζήτημα το οποίο θα καθοριστεί από το σύνολο των ισχυρισμών και των σχετικών αποδείξεων. Το σύνολο των αποδείξεων, όπως αυτό προκύπτει από τους ισχυρισμούς του αιτούντος και της έρευνας του αρμόδιου εξεταστή του αιτήματος ασύλου, πρέπει να αφορά την υπόθεση  του συγκεκριμένου αιτούντα, και να αποφεύγονται οι αναλογίες και οι συγκριτικές και στατιστικές εφαρμογές του νομικού πλαισίου σε παρόμοια ή ίδια αιτήματα (MIAC v SZJGV (2009).

    Σε νομικό επίπεδο, η δίωξη έχει λάβει μία ποικιλία εκδηλώσεων συνιστάμενες σε κοινωνική, πολιτική και οικονομική διακριτική μεταχείριση. Κοινός παρανομαστής σε όλες αυτές τις εκδηλώσεις της είναι ότι πρέπει αυτή να γίνεται εναντίον ενός ατόμου για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, δηλ, πρέπει να γίνεται αναφορά σε σχέση με έναν ή και περισσότερους λόγους της Σύμβασης του 1951.

   Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 9 του Ν.4636/2019, η πράξη δίωξης πρέπει να έχει ποσοτικό και ποιοτικό κριτήριο, δηλ. πρέπει   να είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της. Εξετάζονται κάθε φορά τα αποτελέσματα των πράξεων αυτών κατά συγκεκριμένου ατόμου, και πάντα έχοντας υπόψη την σωρευτική και συνδυαστική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 Α §2 εδ.α’ της Σύμβασης της Γενεύης για το Καθεστώς των Προσφύγων της 28ης Ιουλίου 1951, όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο  της Ν. Υόρκης το 1967, και 9 του ως άνω νόμου.

        Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 9 του ως άνω νόμου, η πράξη δίωξης πρέπει να είναι αρκούντως σοβαρή για το άτομο. Η επόμενη παράγραφος του εν λόγω άρθρου παραθέτει μία σειρά από μη εξαντλητικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες μπορεί και πληρούται η έννοια της πράξης δίωξης. Εκεί κανείς μπορεί να δει όχι έναν ορισμό της έννοιας της πράξης δίωξης, αλλά αντίθετα, θα δει  περιπτώσεις οι οποίες μπορούν εύκολα να χαρακτηριστούν ως πράξη δίωξης. Πρέπει κάθε φορά να γίνεται αξιολόγηση και εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και της έντασης αυτών στην εξατομικευμένη περίπτωση του ατόμου που υφίσταται την πράξη δίωξης, και κυρίως πρέπει να εξετάζεται εάν όντως την υφίσταται, εάν όντως υπάρχει αυτή η πράξη δίωξης την οποίαν αυτός ισχυρίζεται, και εάν αυτή συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με έναν ή και περισσότερους από τους λόγους δίωξης της διάταξης του άρθρου 10 του ίδιου νόμου. Τα κριτήρια , στα οποία μπορεί να βασιστεί κανείς για να δει εάν όντως υπάρχει πράξη δίωξης είναι τόσο περιστασιακά-αντικειμενικά, όσο και ποιοτικά.

        Σε όλες τις περιπτώσεις της παραγράφου 2 της διάταξης του άρθρου 9 του Ν.4636/2019, είναι ορατό το γεγονός ότι αυτές δεν βασίζονται σε μία πρόθεση δίωξης, αλλά βασίζονται σε ένα υλικό-αντικειμενικό στοιχείο. Δηλ. πρέπει η πράξη δίωξης αυτή να έχει λάβει χώρα, και όχι απλώς να υπάρχει μία πρόθεση να συμβεί το γεγονός της πράξης δίωξης από τον εκάστοτε φορέα δίωξης(MIMIA v VBAO of 2002 (2004). Πρέπει να έχουν εκδηλωθεί εμπράκτως οι απειλές, και όχι απλώς να  εκφράζονται αυτές λεκτικά, χωρίς όντως να έχουν λάβει χώρα αυτές. Πρέπει να υπάρχει μία πιθανότητα ότι αυτές θα συμβούν ή θα επαναληφθούν και στο μέλλον. Περαιτέρω, πρέπει , από τις απειλές αυτές να κινδυνεύει η ύπαρξη του ατόμου αυτού , δηλ η ζωή του και η σωματική του ακεραιότητα(SZIGC v MIAC [2007] ή ακόμη και η ατομική του διαβίωση(SZQZT v MIAC [2012] FMCA) . Στην τελευταία περίπτωση, ήτοι της ατομικής διαβίωσης, εάν υπάρχουν εθνικά διοικητικά ή νομικά  μέτρα που απαγορεύουν την εργασία, όπως όταν απαγορεύουν την εργασία χωρίς προηγούμενη άδεια, εξαρτάται πάντα από τις συγκεκριμένες περιστάσεις και τις συνέπειες αυτών των μέτρων στην ατομική διαβίωση του συγκεκριμένου ατόμου εάν αυτά  συνιστούν πράξη δίωξης.

   Όλα αυτά τα παραδείγματα των πράξεων δίωξης περιλαμβάνουν μία φυσική διάσταση χωρίς όμως να συνιστούν και εξαντλητικές περιπτώσεις. Στις πράξεις δίωξης ανήκουν και οι πράξεις δίωξης που προκαλούν νοητική βλάβη στο άτομο, όπως στην περίπτωση των πλασματικών εκτελέσεων (mock executions), ή όταν δέχονται απειλές την ζωής άτομα, τα οποία είναι συγγενείς, φίλοι ή έχουν τον οποιονδήποτε προσωπικό δεσμό με τους  αιτούντες ασύλου(El Merhabi v MIMA [2000] FCA,NBCY v MIMIA (2004]).  Σε μία άλλη υπόθεση (MZZNF v MIBP [2015] FCCA)  , το δικαστήριο ανέφερε ότι πράξη δίωξης υφίστανται μόνο τα άτομα εκείνα , τα οποία αν και είναι συγγενείς του αιτούντα άσυλο, ωστόσο πληρούν και αυτά τα λοιπά κριτήρια του πρόσφυγα, δηλ. υφίστανται και αυτά εξατομικευμένα πράξεις δίωξης για έναν ή περισσότερους λόγους δίωξης της Σύμβασης του 1951.

  Περαιτέρω, και σύμφωνα και με την διάταξη του άρθρου 9 Ν.4636/2019 παράγραφος 3, η οποιαδήποτε  πράξη δίωξης μόνο εάν συνδυάζεται και αυτή με την σειρά της με έναν η και περισσότερους από τους λόγους δίωξης της διάταξης του άρθρου 10 του ίδιου νόμου, μπορεί να συνιστά πράξη δίωξης υπό την έννοια της Σύμβασης του 1951. Σε όλες τις περιπτώσεις των πράξεων δίωξης του άρθρου 9  πρέπει να υφίσταται ένας σύνδεσμος, μία εσωτερική αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της πράξης και των λόγων, μία σχέση αιτίου και αιτιατού. Ειδάλλως, δεν συνιστά η πράξη αυτή εις βάρος του συγκεκριμένου ατόμου, πράξη δίωξης  την έννοια της Σύμβασης του 1951. Δηλ, η όποια προσβολή της ζωής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας πρέπει να γίνεται για έναν ή περισσότερους από έναν περιοριστικά αναφερόμενους λόγους της εν λόγω Σύμβασης. Ακόμη και η στέρηση της ελευθερίας του λόγου, του συνέρχεσθαι , της θρησκείας ή ακόμη και άλλων συνταγματικών ελευθεριών , όπως και η επιβολή περιορισμών σε αυτές, τις οποίες απολαμβάνουν οι λοιποί πολίτες χωρίς διακρίσεις ή περιορισμούς του κράτους εκείνου , ο οποίος είναι ο φορέας δίωξης για συγκεκριμένα άτομα, με τρόπο που εμπεριέχει διακρίσεις ως προς τα άτομα αυτά, τότε μπορεί η στέρηση ή η επιβολή περιορισμών  των ελευθεριών αυτών να συνιστά πράξη δίωξης εάν γίνεται για έναν ή περισσότερους από έναν περιορστικά αναφερόμενους λόγους της εν λόγω Σύμβασης.

   Στην υπόθεση MIMA v Haji Ibrahim (2000), τέθηκαν τα κριτήρια της έννοιας της αρκούντως σοβαρής  πράξης δίωξης. Κρίθηκε ότι η Σύμβαση προστατεύει από την δίωξη, όχι την διακριτική μεταχείριση. Από  την άλλη, η επιβολή φυσικού πόνου για έναν από τους λόγους της Σύμβασης του 2951 δεν αποτελεί πράξη δίωξης απαραίτητα. Όλα θα εξαρτηθούν από την μορφή και την έκταση της βλάβης. Τα βασανιστήρια, η αδικαιολόγητη φυλάκιση και οι ξυλοδαρμοί για έναν από τους λόγους της Σύμβασης αναμφίβολα συνιστούν πράξεις δίωξης. Ωστόσο, τα διάφορα μέτρα στην οικονομία και η επιβολή περιορισμών στα ατομικά δικαιώματα δεν είναι απαραίτητο να ισοδυναμούν με πράξη δίωξης. Η δίωξη μπορεί να λάβει ακόμη και την μορφή της απειλής τιμώρησης ή απαγόρευσης άσκησης αυτών των δικαιωμάτων(Chan v MIEA (1989) ,Woudneh v MILGEA,16 September 1988), και S395/2002 v MIMA (2003) 

 Εν πάση περιπτώσει, και δεδομένου του γεγονότος ότι δεν υπάρχει μία εξαντλητική απαρίθμηση της έννοιας και της μορφής στις πράξεις δίωξης, σίγουρα αυτές πληρούν και πρέπει να πληρούν τα εν λόγω κριτήρια σωρευτικά:

α) Πρέπει να υπάρχει αδικαιολόγητη συμπεριφορά και συμπεριφορά , η οποία να ενέχει ή να εφαρμόζεται με τρόπο που ενέχει διακρίσεις εις βάρος συγκεκριμένου φυσικού προσώπου ή ομάδας φυσικών προσώπων- μελών μίας ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας σίγουρα για έναν από τους λόγους της Σύμβασης,

β) Πρέπει αυτού του είδους η συμπεριφορά να συνιστά παραβίαση των βασικών ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών ή να προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του ατόμου ή όλων των μελών μίας ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας,

γ) Πρέπει αυτού του είδους την συμπεριφορά να την επιτρέπει ή να μην την απαγορεύει  και να μην την σταματά το κράτος , του οποίου αυτά τα άτομα έχουν την υπηκοότητα,

δ)  Πρέπει, τέλος, αυτή η συμπεριφορά να είναι καταπιεστική ή δυνάμενη να επαναληφθεί  ή και να συνεχιστεί με τέτοιο τρόπο, που ο απειλούμενος δεν μπορεί να ανεχθεί , και συνέπεια αυτού καθίσταται η αναχώρησή του από την χώρα του ή και η άρνηση επιστροφής σε αυτήν , και η οποία αναχώρηση ή άρνηση επιστροφής είναι η μόνη κατανοητή επιλογή του εν λόγω ατόμου.

       Ωστόσο, πρέπει περαιτέρω να ειπωθεί ότι η δίωξη υπάρχει, ανεξαρτήτως εάν το άτομο ή τα άτομα, τα οποία υφίστανται την δίωξη προσπαθούν να αποφύγουν την διωκτική συμπεριφορά των φορέων δίωξης, ή προχωρήσουν σε μέτρα, τα οποία θα τα βοηθήσουν να μετριάσουν την βλάβη από την διωκτική αυτή συμπεριφορά. Ο αιτών άσυλο μπιορεί να αναγκαστεί να αποκρύψει τα προσωπικά του χαρακτηριστικά, τα οποία συνιστούν λόγους της εξατομικευμένης δίωξής του και λόγους της Σύμβασης, με την συμπεριφορά του απέναντι στους φορείς δίωξης. Παρόλα αυτά, όπως κρίθηκε και νομολογιακά (S395/2002 v MIMA (2003) ότι η δίωξη δεν σταματά να αποτελεί δίωξη υπό την έννοια της Σύμβασης του 1951 μόνο από το γεγονός ότι το άτομο ή τα άτομα , τα οποία την υφίστανται την πράξη δίωξης μπορούν να εκμηδενίσουν την απειλή με την λήψη αποτελεσματικής δράσης. Θα ήταν εσφαλμένο να  απαιτηθεί από τους αιτούντες άσυλο να πάρουν αποτελεσματικά ή και εύλογα μέτρα για να αποφύγουν να προσβάλλουν τους φορείς δίωξης ή όταν τροποποιούν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους προκειμένου να αποφύγουν την δίωξη.  Υπό την έννοια της Σύμβασης του 1951, είναι εσφαλμένο να απαιτηθεί από τον αιτούντα άσυλο να ζήσει με έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να μην προκαλεί τους φορείς δίωξης, αλλά και άσχετο όταν χρειάζεται να καθοριστεί  εάν μπορεί αυτό το άτομο να χαρακτηριστεί ως πρόσφυγας. Σε αυτήν την περίπτωση, αυτού του είδους η συμπεριφορά, η οποία λαμβάνει χώρα υπό το συνεχές καθεστώς απειλής συνιστά πράξη δίωξης. Ο βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος του συνίσταται στο γεγονός ότι πρέπει να συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο που να μην προκαλεί για να αποφύγει την δίωξη, ειδάλλως θα την υποστεί. Κρίσιμο είναι να ερευνάται  ο λόγος που τον οδήγησε σε αυτήν την συμπεριφορά κάθε φορά και οι συνέπειες εάν δεν συμπεριφερόταν απέναντι στους διώκτες του με αυτόν τον διακριτικό τρόπο.

    Επιπλέον, έμφαση πρέπει να δοθεί και στο δικαίωμα, το οποίο παραβιάζεται, διότι δεν σημαίνει απαρέγκλιτα ότι η προσβολή και η παραβίαση όλων των δικαιωμάτων ισοδυναμούν με δίωξη υπό την έννοια της Σύμβασης του 1951 (Win v MIMA [2001] FCA , 23 February 2001). Όταν η προσβολή των ατομικών δικαιωμάτων είναι τόσο απόλυτη και αποτελεσματική, που μπορεί και προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του αιτούντος ασύλου, τότε υπάρχει παραβίαση των δικαιωμάτων του αιτούντος ασύλου.

       Όπως γίνεται κατανοητό από την διάταξη του άρθρου 9 Ν. 4636/2019, πρέπει αυτή η πράξη δίωξης να εμπεριέχει ένα χρονολογικό και ποιοτικό κριτήριο, δηλ. πρέπει να γίνεται με ένα τέτοιο τρόπο, έντονο δηλ, ώστε να συνιστά συστηματική και διακριτική μεταχείριση, διότι στο στοιχείο του έντονου εμπεριέχεται και η έννοια του συστηματικού. Αν και μπορεί ο αιτών άσυλο να μην έχει κινδυνέψει στο παρελθόν, ωστόσο είναι δυνατό από ένα χρονολογικό σημείο και έπειτα να πληροί  τα κριτήρια για να χαρακτηρισθεί ως πρόσφυγας. Μπορεί και να μην θεωρηθεί ένα άτομο ως πρόσφυγας , αφού ληφθούν υπόψη το χρονολογικό και το ποιοτικό κριτήριο της πράξης δίωξης στην αξιολόγηση όλων των περιστάσεων της παρελθούσας δίωξης εκτός εάν στο μέλλον λάβει χώρα συστηματική και διακριτική μεταχείριση από άλλους φορείς δίωξης (WAKZ v MIMIA [2005] FCA). 

   Τόσο από την διάταξη του άρθρου 9 του ως άνω νόμου, όσο και από τη νομολογία (Chan v MIEA,1989) η έννοια της δίωξης ενέχει επιλεκτική παρενόχληση. Αρκεί και μία πράξη καταπίεσής του για να θεωρηθεί ως πράξη δίωξης. Από την στιγμή που το άτομο υφίσταται προσβολή των ατομικών του δικαιωμάτων, και η οποία προσβολή αποτελεί τμήμα μίας συστηματικής συμπεριφοράς για έναν τουλάχιστον λόγο της Σύμβασης του 1951 εναντίον του εν λόγω φυσικού προσώπου εξατομικευμένα ή ένεκα της συμμετοχής του σε μία ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, τότε αυτό το άτομο ή τα άτομα διώκονται σύμφωνα με την εν λόγω Σύμβαση. Επομένως, αυτή η έννοια της συστηματικής συμπεριφοράς, ως στοιχείο του έντονου χαρακτήρα που πρέεπι να ε΄χει μία πράξη δίωξης , σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 9 πδ 141/2013,  πέρα από το γεγονός ότι έχει οδηγήσει σε πλούσια νομολογία (Mohamed v MIMA (1998), Abdalla v MIMA (1998), Chopra v MIMA [1999] FCA, Haji Ibrahim v MIMA (1999), MIMA v Hamad (1999), από την άλλη απαιτείται να χρησιμοποιείται με σύνεση.  Στην υπόθεση Haji Ibrahim v MIMA, το δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια συστηματική συμπεριφοράμπορεί να χρησιμοποιηθεί με δύο τρόπους. Από την μία , μπορεί να χρησιμοποιηθεί να σημαίνει μία δόλια, σκόπιμη , εκ προθέσεως συμπεριφορά με προκαθορισμένο στόχο. Από την άλλη, μπορεί και να χρησιμοποιείται και να αναφέρεται σε μία συμπεριφορά με τακτικό ή μεθοδικό χαρακτήρα. Πιο πολύ κρίσιμο είναι ότι αυτή η συμπεριφορά δεν πρέπει να είναι τυχαία ή και μη συστημική. Στην υπόθεση SZTEQ v MIBP [2015], το δικαστήριο έκρινε ότι η λέξη συστηματική χρησιμοποιείται με τον ίδιο τρόπο και έχει την ίδια σημασία με την έννοια και λέξη διακριτική μεταχείριση.  Πρέπει να δοθεί προσοχή στο κίνητρο του φερόμενου ως φορέα δίωξης. Πρέπει να εκφράζει σκόπιμη συμπεριφορά από τον φορέα δίωξης , και δεν εκφράζει ότι είναι συστηματική η τυχαία ή η συμπτωματική συμπεριφορά. Επομένως , η έννοια της έντονης συμπεριφοράς πρέπει να εκλαμβάνεται ως η εκούσια, η εκ προθέσεως, η δόλια ή η προσχεδιασμένη συμπεριφορά, και δεν απαιτείται αυτή η συμπεριφορά να είναι τακτική, οργανωμένη ή μεθοδική (VQAD v MIMIA [2003] FMCA). 

   Όπως προκύπτει και από την γραμματική διατύπωση πολλών μορφών της πράξης δίωξης , όπως αυτή περιγράφεται στην διάταξη του άρθρου 9, στην εν λόγω έννοια περιλαμβάνεται και ένα στοιχείο διακριτικής μεταχείρισης. Σε νομολογιακό επίπεδο, στην υπόθεση Applicant A v MIEA 1997), το δικαστήριο έκρινε ότι η δίωξη πρέπει να αφορά έναν ή περισσότερους από τους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους της Σύμβασης του 1951. Εάν η διακριτική μεταχείριση λαμβάνει χώρα για λόγους φυλής, ή θρησκείας, ή εθνικότητας ή για τις πολιτικές πεποιθήσεις ή για συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, τότε αυτή συνιστά πράξη δίωξης υπό την έννοια της προαναφερθείσης Σύμβασης. Αξίζει να τονιστεί  ότι  , όπως περιγράφεται και στην υπόθεση  Ram v MIEA (1995), η πράξη της δίωξης εμπεριέχει την επιβολή-πρόκληση πόνου, αλλά και κάτι περισσότερο.   Περιλαμβάνει είτε μία συμπεριφορά εκ μέρους των φορέων της δίωξης η οποία οδηγεί στην πρόκληση πόνου, ή από ένα κίνητρο αυτών των ατόμων να προκαλέσουν πόνο σε συγκεκριμένα άτομα. Τα άτομα δηλ. που υφίστανται τις πράξεις δίωξης  διώκονται για ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα το οποίο το διαθέτουν ή  οι  φορείς της δίωξης τους το αποδίδουν. Αν και πολλές φορές, οι πράξεις δίωξης κατευθύνονται από κακία και εμπάθεια από την πλευρά των φορέων της δίωξης, είναι λάθος να θεωρηθούν ως κίνητρο δράσης από τους φορείς δίωξης. Στην υπόθεση ChenShiHaivMIMA(2000), κρίθηκε ότι η εμπάθεια των φορέων δίωξης δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο στην έννοια της δίωξης της Σύμβασης του 1951. Αυτό το οποίο πρέπει να καταφανεί είναι  ότι η όποια πράξη δίωξης έχει ως κίνητρό της έναν τουλάχιστον λόγο της Σύμβασης του 1951. 

   Επομένως, καθίσταται προφανές ότι το στοιχείο του κινήτρου εμπεριέχεται στην έννοια της δίωξης και εκφράζεται ρητά στη γλωσσική-γραμματική διατύπωση της φράσης ότι ως πρόσφυγας θα υποστεί δίωξη για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα στην χώρα καταγωγής του. Εάν δεν κινδυνεύει να υποστεί δίωξη για έναν τουλάχιστον από τους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους, τότε δεν υφίσταται εν προκειμένω ο συγκεκριμένος αιτών πράξη δίωξης υπό την έννοια της Σύμβασης του 1951 και του πδ 141/2013.

         Στα εδάφια α΄ έως και στ΄ της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 9 του ως άνω νόμου, περιγράφονται ενδεικτικά ορισμένες  περιπτώσεις, οι οποίες έχουν αναγνωριστεί νομικά ως πράξη δίωξης. Προέχει κυρίως στην ανάλυση της έννοιας της δίωξης υπό την Σύμβαση του 1951, ο προσδιορισμός της έννοιας του φορέα δίωξης υπό την εν λόγω Σύμβαση.

     Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 6 του ως άνω νόμου, στους φορείς δίωξης συμπεριλαμβάνονται: α) το κράτος, β) ομάδες ή οργανώσεις, που ελέγχουν το κράτος ή σημαντικό μέρος του εδάφους του, γ) μη κρατικοί φορείς, αν μπορεί να καταδειχθεί ότι οι φορείς υπό α) και β), συμπεριλαμβανομένων των διεθνών οργανισμών δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμούν να παράσχουν προστασία κατά της δίωξης όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 7.

    Από την εν λόγω διάταξη προκύπτει ότι το κράτος ή ένας κρατικός φορέας είναι παραδοσιακά φορέας δίωξης υπό την Σύμβαση του 1951. Ωστόσο, δεν είναι μόνο το κράτος ο φορέας δίωξης. Πολλές φορές το κράτος αποδεικνύεται αναποτελεσματικό στην παροχή επαρκούς προστασίας ή δεν παρέχει καθόλου προστασία στους πολίτες του (Chan v MIEA (1989).  Πολύ δεν περισσότερο, δίωξη από ιδιώτες ή μη κρατικούς φορείς,  ομάδες ή οργανώσεις που ελέγχουν αν όχι όλο το κράτος, σίγουρα ένα σημαντικό μέρος του εδάφους του, συνιστά δίωξη μόνο όταν το κράτος αποδεικνύεται είτε ενθαρρύνει, είτε είναι αδύναμο να προλάβει την δίωξη των πολιτών του. Στην υπόθεση Applicant A v MIEA(1997), MIMA v Respondent S152/2003 (2004), το δικαστήριο έκρινε ότι το άτομο συνήθως απευθύνεται στο κράτος του οποίου έχει την υπηκοότητα για προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του και ελευθεριών αλλά εάν ένας βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος ατομικής δίωξης κάνει το εν λόγω άτομο απρόθυμο να ζητήσει την κρατική προστασία, αυτός ο φόβος πρέπει να είναι φόβος δίωξης από το κράτος του  οποίου έχει την υπηκοότητα ή δίωξη την οποία η χώρα αδυνατεί  ή είναιο απρόθυμη να προλάβει. Επομένως ο ορισμός του πρόσφυγα  αναφέρεται σε φόβο δίωξης , ο οποίος είναι από επίσημους φορείς κρατικής εξουσίας, ή ανεκτός από αυτούς, είτε ακόμη και ανεξέλεγκτος από τις αρχές της χώρας αυτής του αιτούντος ασύλου. Η Σύμβαση επιθυμεί κυρίως να προστατέψει αυτές τις φυλετικές, θρησκευτικές, εθνικές, πολιτικές και κοινωνικές ομάδες που ξεχωρίζουν και διώκονται από ή με την σιωπηρή αποδοχή της κυβέρνησης της χώρας από όπου διέφυγαν ή στην οποία είναι απρόθυμοι να επιστρέψουν. Δίωξη από ιδιώτες ή μη κρατικούς φορείς,  ομάδες ή οργανώσεις που ελέγχουν αν όχι όλο το κράτος, σίγουρα ένα σημαντικό μέρος του εδάφους του, συνιστά δίωξη μόνο όταν το κράτος αποδεικνύεται είτε ενθαρρύνει, είτε είναι αδύναμο να προλάβει την δίωξη των πολιτών του. Στόχος της Σύμβασης είναι να παρέχει άσυλο σε όλες αυτές τις ομάδες οι οποίες έχοντας χάσει την  de facto ή την de jure προστασία των κυβερνήσεών τους, είναι απρόθιυμοι να επιστρέψουν στις χώρες καταγωγής τους (Applicant A v MIEA (1997).

   Υπάρχει νομολογία όπου κάνει δεκτό ότι η προθυμία και η δυνατότητα να παρέχει το κράτος επαρκή προστασία σήμαινε ότι το άτομο δεν κινδυνεύει να υποστεί δίωξη υπό την έννοια της Σύμβασης του 1951(MIMA v Respondent S152/2003 (2004).  Σε αυτό το σημείο κρίνεται σωστή και η παράθεση της διάταξης του άρθρου 7 του πδ 141/2013, κατά την οποία διάταξη, και σε αντιδιαστολή με την διάταξη του άρθρου 6 πδ 141/2013, αναγνωρίζει το κράτος και τον κρατικό μηχανισμό εν γένει  τόσο ως φορέα δίωξης, όσο και φορέα προστασίας. Επομένως, σύμφωνα με αυτήν την διάταξη  προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης μπορεί να παρέχεται μόνο από: α) το κράτος ή β) ομάδες ή οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων διεθνών οργανισμών, που ελέγχουν το κράτος ή σημαντικό μέρος του εδάφους του, υπό την προϋπόθεση ότι επιθυμούν να προσφέρουν προστασία σύμφωνα με την παράγραφο 2 και είναι σε θέση να το πράξουν.

2. Η προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης πρέπει να είναι αποτελεσματική και μη προσωρινή. Η προστασία αυτή παρέχεται γενικά όταν οι φορείς της παραγράφου 1 λαμβάνουν εύλογα μέτρα για να αποτρέψουν τη δίωξη ή την πρόκληση σοβαρής βλάβης, μεταξύ άλλων με τη λειτουργία αποτελεσματικού νομικού συστήματος για τον εντοπισμό, την ποινική δίωξη και τον κολασμό πράξεων που συνιστούν δίωξη ή σοβαρή βλάβη, και όταν ο αιτών έχει πρόσβαση στην προστασία αυτή. 3. Κατά την αξιολόγηση, αν διεθνής οργανισμός ελέγχει ένα κράτος ή σημαντικό μέρος του εδάφους του και παρέχει προστασία όπως περιγράφεται στην παράγραφο 2, λαμβάνονται υπόψη τυχόν κατευθυντήριες οδηγίες που περιέχονται σε οικείες πράξεις της  Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς επίσης και σχετικές εκθέσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.

 

       Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 9 Ν.4636/2019 παράγραφος 2 εδάφιο β,  οι πράξεις που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως πράξεις δίωξης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο μπορούν μεταξύ άλλων να έχουν τη μορφή νομοθετικών, διοικητικών, αστυνομικών ή/και δικαστικών μέτρων, τα οποία ενέχουν διακρίσεις αφεαυτά ή εφαρμόζονται κατά τρόπο που ενέχει διακρίσεις.

     Καθίσταται επομένως ευκρινές από την εν λόγω διάταξη ότι πολλές φορές η δίωξη από κρατικούς φορείς μπορεί να έχει και την μορφή της εφαρμογής των νόμων. Αυτό συμβαίνει όταν πχ εάν ένα από τα μέτρα αυτά ενέχει διακρίσεις  ή εφαρμόζεται σε ορισμένα άτομα με τρόπο που ενέχει διακρίσεις για έναν τουλάχιστον λόγο της Σύμβασης του 1951. Υπό την εν λόγω Σύμβαση, εάν μία διακριτική μεταχείριση συνιστά πράξη δίωξης, αυτό εξαρτάται εάν η μεταχείριση αυτή είναι δέουσα και εάν επιδιώκει ένα νόμιμο θεμιτό σκοπό  στην χώρα του αιτούντος ασύλου(Applicant A v MIEA (1997); Chen Shi Hai v MIMA (2000) , Appellant S395/2002 v MIMA (2003).  Ο νόμιμος αυτός θεμιτός σκοπός ( legitimate aim) συνήθως θα είναι ένας στόχος , η επιδίωξη του οποίου απαιτείται για να προωθήσει ή να προστατέψει την κοινωνική ευημερία όλων των πολιτών του κράτους και του ίδιου του κράτους. Ως εκ τούτου, ένα νομοθετικό , αλλά και τα λοιπά μέτρα θα αποτελούν πράξη δίωξης εάν ο αληθινός τους σκοπός δεν είναι η προστασία του κράτους, αλλά η καταπίεση  των πολιτών , οι οποίοι είναι μέλη μίας φυλής, εθνικότητας, θρησκείας κτλ.

     Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 9  παρά 2 εδάφιο γ) πδ 141/2013η πράξη δίωξης μπορεί να λάβει την μορφή τηςποινικής δίωξης ή επιβολής ποινής η οποία είναι δυσανάλογη ή ενέχει διακρίσεις. Ως προς αυτό το θέμα, αξίζει να αναφερθεί μία απόφαση ως προς τον ισχυρισμό ενός αιτούντος ότι είναι ψευδής η καταγγελία εναντίον του,(SZCOQv. MinisterforImmigrationandMulticulturalAffairs, [2007] FCAFC 9, Australia: Federal Court, 9 February 2007, available at: http://www.refworld.org/docid/47a707ed0.html) ‘‘Στην  παρούσα υπόθεση   αυτό που πιθανόν εννοούσε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στη συζήτηση για το κατηγορητήριο όταν  αναγνώσθηκε  προς όφελος του προσφεύγοντος ήταν ότι ενώ αναγνώριζε την ύπαρξή του και το περιεχόμενό του, δεν υπήρχε αποδεικτικό υλικό πέραν του ιδίου του κατηγορητηρίου που να υποδεικνύει  ότι αυτό που είχε κινητοποιήσει τον καταγγέλλοντα, ο οποίος  είχε προκαλέσει την έκδοση του κατηγορητηρίου κατά του προσφεύγοντος, ήταν οι πραγματικές ή καταλογιζόμενες  πολιτικές πεποιθήσεις αυτού(του προσφεύγοντος). Αυτή η ανάλυση  της προσέγγισης  του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου είναι συνεπής με   ό,τι, κατ ουσία, ήταν το  συμπέρασμα ότι η κατηγορία δεν ήταν  πολιτικά υποκινούμενη. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση  το  πρωτοβάθμιο δικαστήριο θα μπορούσε ,κατά την διακριτική του ευχέρεια, να τοποθετήσει από τη μία πλευρά τα περιεχόμενα του κατηγορητηρίου , επειδή  ενώ η κατηγορία ήταν πολιτικού περιεχομένου  ( με την έννοια ότι ήταν μια καταγγελία  ενός πολιτικού  κατά του προσφεύγοντος που, υποθετικά  , τον κατηγορούσε για εγκληματική συμπεριφορά μέσα στο πλαίσιο της  πολιτικής  δραστηριότητας), δεν είναι επακόλουθο ότι  το κατηγορητήριο  ήταν από μόνο του μια πράξη πολιτικά υποκινούμενη.’’ Στην υπόθεση της συγκριτικής νομολογίας, στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο  ο αιτών άσυλο είχε προσκομίσει έγγραφα τα οποία σχετίζονταν  με μια καταγγελία εναντίον του, την οποία περιέγραψε ως  ψευδή και πολιτικά υποκινούμενη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε αποδεχθεί ως αξιόπιστο τον ισχυρισμό του αιτούντος  περί ύπαρξης μιας καταγγελίας εναντίον του, αλλά τόνισε ότι δεν υπάρχουν πληροφορίες για να στηρίξουν  τον ισχυρισμό του αιτούντος ότι αυτή η καταγγελία ήταν πολιτικά υποκινούμενη, ή ψευδής, και δεν δέχθηκε αυτόν τον ισχυρισμό. Και, τέλος, ότι τίποτε από το αποδεικτικό  υλικό που προσκομίσθηκε δεν μπορούσε να στηρίξει το αίτημα του αιτούντος, ότι έχει βάσιμο  και δικαιολογημένο φόβο δίωξης  λόγω πολιτικών πεποιθήσεων.

        Επομένως, το δικαστήριο έκανε δεκτό  ότι από την στιγμή που δεν υπάρχουν περαιτέρω πληροφορίες για την ύπαρξη πολιτικών κινήτρων, με την προσκόμιση και άλλων αποδεικτικών μέσων, για την στοιχειοθέτηση της κατηγορίας, δεν υπάρχει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης λόγω πολιτικών πεποιθήσεων, και ως εκ τούτου πράξη δίωξης με τρόπο που ενέχει διακρίσεις υπό την μορφή της ποινικής δίωξης .

        Καθώς η διάταξη του άρθρου 9 του εν λόγω νόμου δεν  περιέχει εξαντλητική απαρίθμηση, στην έννοια της πράξης δίωξης μπορεί και να συμπεριληφθεί  και η αναποτελεσματική κρατική προστασία. Εν τούτοις, στην δεύτερη παράγραφο της εν λόγω διάταξης και εδάφιο γ΄) , αναγνωρίζεται έμμεσα ότι η αναποτελεσματική κρατική προστασία μπορεί να αποτελέσει πράξη δίωξης αφού η αναγνώριση ενδίκων μέσων αποτελεί μέρος της κρατικής προστασίας, και ως εκ τούτου η άρνηση αυτών με τον τρόπο που περιγράφει η διάταξη, συνιστά πράξη δίωξης αρκεί να συνδυάζεται με έναν τουλάχιστον λόγο της Σύμβασης.

  Η αναποτελεσματική κρατική προστασία αναγνωρίζεται κυρίως σε άτομα που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες, όπως οι κακοποιημένες γυναίκες, οι οποίες δραπετεύουν από τους  συζύγους τους, οι οποίοι τις κακοποιούν, αλλά και σε περιπτώσεις και άλλων προσωπικών  σχέσεων, όπως οι συγγενικοί δεσμοί. Μάλιστα, εκ πρώτης όψεως, μπορεί να μην  φαίνεται  ότι η αρχική βλάβη συνδυάζεται με έναν από τους λόγους της Σύμβασης διότι επικαλύπτεται από την προσωπική σχέση που έχουν ο φορέας της δίωξης με το θύμα. Ωστόσο, εάν το Κράτος , εάν και έχει επίγνωση αυτής της κατάστασης δεν λάβει μέτρα αποτελεσματικής προστασίας για να προστατέψει  το θύμα ή για να προλάβει τα χειρότερα , δημιουργείται θέμα εάν αυτή η αποτυχία του συνιστά πράξη δίωξης υπό την έννοια της Σύμβασης του 1951. Αυτό όμως εξαρτάται αποκλειστικά από τις περιστάσεις της υπόθεσης και τους ισχυρισμούς των αιτούντων άσυλο. Στην υπόθεση MIMA v Khawar (2002), το δικαστήριο έκρινε ότι η αποτυχία ή η άρνηση του κράτους να παρέχει προστασία σε μέλη μίας ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας όπως αυτά είναι οι γυναίκες, από την βίαιη συμπεριφορά του συζύγου της και των συγγενών του, η οποία συμπεριφορά ήταν τμήμα μίας συστηματικής διακριτικής μεταχείρισης εναντίον των γυναικών, αποτελεί πράξη δίωξης υπό την έννοια της Σύμβασης του 1951.

   Επιπλέον, δίωξη υπό την μορφή της αναποτελεσματικής κρατικής προστασίας μπορεί να προέρχεται από την επιλεκτική  και διακριτικής μεταχείρισης συμπεριφορά όλου του κρατικού μηχανισμού (MIMA v Khawar (2002). Περαιτέρω, δίωξη μπορεί να προκύπτει από τον συνδυασμό της εγκληματικής συμπεριφοράς ενός ατόμου και του κράτους ή των κρατικών φορέων. Η συμπεριφορά αυτή των κρατικών φορέων μπορεί να έχει την μορφή της ανοχής ή και  επιδοκιμασία στην πρόκληση της βλάβης, εκεί όπου το κράτος έχει καθήκον να προστατέψει τους πολίτες του. Εάν εν προκειμένω ο πολίτης δείξει κρατική ανοχή ή και επιδοκιμασία της οικιακής βίας, καιθώς και συστηματική διακριτική εφαρμογή του Δικαίου, τότε πληρούται το κριτήριο της δίωξης (MIMA v Khawar (2002).

  Επομένως, δίωξη υπό την αυτή της μορφή εμπεριέχει δύο στοιχεία: από την μία σοβαρή βλάβη, και από την άλλη αποτυχία εκ μέρους του κράτους να παράσχει αποτελεσματική προστασία (MIMA v Khawar (2002) στους πολίτες του. Πάντως, στην εν λόγω υπόθεση (MIMA v Khawar (2002), το δικαστήριο έκρινε ότι η συμεριφορά αυτή του συζύγου και των συγγενών του ήταν αποκλειστικά συμπεριφορά του κοινού ποινικού δικαίου, και δεν αφορούσε την Σύμβαση του 1951. Η απλή αδυναμία του κράτους να προλάβει την δίωξη δεν επαρκεί να δημιουργήσει το απαιτούμενο πλαίσιο (MIAC v SZONJ (2011).

    Ο έμμεσος ρόλος του κράτους στην αδιάκριτη κακομεταχείριση έχει ληφθεί υπόψη σε περιπτώσεις όπως η παράνομη κράτηση των Ταμίλ, στο πλαίσιο καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Στις υποθέσεις Paramananthan v MIMA (1998) και Nagaratnam v MIMA κρίθηκε ότι εάν η κράτηση στις φυλακές ορισμένων ατόμων έγινε λόγω της εθνικότητάς τους, δηλ. για έναν από τους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους της Σύμβασης, τότε η πράξη κράτησης συνιστά πράξη δίωξης για έναν από τους λόγους της Σύμβασης του 1951(Nagaratnam v MIMA (1999).

   Επομένως είναι προφανές ότι απαιτείται να καταφανεί ότι τα πρόσωπα  επιλέγονται για κράτηση  για έναν τουλάχιστον λόγο της Σύμβασης του 1951,  και ότι οι δεσμώτες τους έχουν επίγνωση των πιθανών συνεπειών της κράτησης στην φυσική υπόσταση των κρατουμένων.

        Η αξιολόγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα απαιτεί μία συνολική εκτίμηση των περιστάσεων της εκάστοτε υπόθεσης. Παραδείγματος χάριν, το σωρευτικό αποτέλεσμα μίας σειράς περιστατικών από μικρότερες βλάβες, οι οποίες από μόνες τους δεν συνιστούν πράξεις δίωξης, μπορεί να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι το συνδυασμένο αποτέλεσμα των βλαβών αυτών είναι αρκετό ώστε να αποτελέσει δίωξη (S1891 of 2003 v MIMIA [2005] FMCA, 20 July 2005),  Το σωρευτικό αποτέλεσμα των πολλαπλών βλαβών καθίσταται κρίσιμο σε περιπτώσεις όπου μόνο σωρευτικά αυτές θα ισοδυναμούν με δίωξη, και πάντα πρέπει α) να συνδυάζονται και να συνδέονται με έναν ή και περισσότερους από τους λόγους της Σύμβασης του 1951, και β) πρέπει να ερευνάται εάν το συνδυαστικό και διατηρηθέν αποτέλεσμα της βλάβης ισοδυναμεί με πράξη δίωξης (SCAT v MIMIA (2004).

     Η σύνθετη έννοια της διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, η οποία απαντά τόσο στην διάταξη του άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στα άρθρα  9&10 Ν.4636/2019 περιλαμβάνει δύο έννοιες, ήτοι αυτή της δίωξης και αυτή της άμεσης αιτιώδους συνάφειας. Σύμφωνα και με την ρητή αναφορά του άρθρου 9 παράγραφος 3του εν λόγω νόμου, πρέπει να υπάρχει συσχετισμός μεταξύ των λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 10 και των ως άνω πράξεων δίωξης ή της έλλειψης προστασίας κατά των πράξεων αυτών.  Στην υπόθεση Chen Shi Hai v MIMA (2000), Gersten v MIMA [2000] FCA,  το δικαστήριο έκρινε ότι εναπόκειται στον εξεταστή του αιτήματος ασύλου να κρίνει πότε υπάρχει η σχετική άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της βλάβης και  ενός  από τους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους της Σύμβασης του 1951, έχοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε περίπτωσης. Μεγάλη βοήθεια παρέχει εν προκειμένω η γλωσσική διατύπωση των ορισμών στην διάταξη του άρθρου 10, και η δεύτερη παράγραφος του ίδιου άρθρου, η οποία αποτυπώνει εύστοχα την έννοια του «λόγω».  Σύμφωνα με αυτήν κατά την αξιολόγηση για το βάσιμο του φόβου του αιτούντος ότι θα υποστεί δίωξη, δεν ασκεί επιρροή εάν ο αιτών χαρακτηρίζεται πράγματι από το φυλετικό, θρησκευτικό, εθνικό, κοινωνικό ή πολιτικό στοιχείο, το οποίο προκαλεί τη δίωξη, υπό την προϋπόθεση ότι το χαρακτηριστικό αυτό του αποδίδεται από τον φορέα της δίωξης. Επομένως, γίνεται σαφές ότι η έννοια του «λόγω» περιλαμβάνει τόσο την πραγματική όσο και την αποδιδόμενη αιτία, βάσει της οποίας ο αιτών άσυλο εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του.

       Τόσο στην Σύμβαση του 1951 όσο και στο Ν.4636/2019, προκειμένου να θεωρηθεί ένα άτομο ως πρόσφυγας, πρέπει να διώκεται για έναν τουλάχιστον από πέντε συγκεκριμένους λόγους. Οι λόγοι αυτοί είναι: η φυλή του, η θρησκεία του, η εθνικό τητά του, οι πολιτικές του πεποιθήσεις ,και τέλος η συμμετοχή του σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα.  Οι λόγοι αυτοί μεταξύ τους μπορεί να επικαλύπτει ο ένας τον άλλον (Morato v MILGEA (1992) . Παραδείγματος χάριν, μπορεί οι αιτούντες άσυλο που έχουν ορισμένη θρησκεία ή εθνική καταγωγή, να ανήκουν σε μία ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα (Applicant A v MIEA (1997). Επομένως, εάν οι ισχυρισμοί ενός αιτούντος ασύλου εμπίπτουν σε έναν από τους λόγους, σπάνια θα δοθεί προσοχή εάν παράλληλα εμπίπτουν και σε άλλον (SZONH v MIAC [2012] FMCA, 28 March 2012). Από την άλλη, εάν οι ισχυρισμοί που προβάλλει ένας αιτών δεν είναι σαφείς ως προς έναν λόγο, κρίσιμη είναι η έρευνα για την υπαγωγή σε άλλο λόγο, και γενικά εάν έχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο ατομικής δίωξης για άλλο λόγο της Σύμβασης του 1951.

     Όταν διερευνάται εάν όντως ο αιτών άσυλο διώκεται για έναν από τους πέντε λόγους, η έρευνα θα στηρίζεται στην γραμματική διατύπωση του νομοθετικού κειμένου. Δηλ. η έννοια της συμμετοχής σε ιδαίτερη κοινωνική ομάδα αναφέρεται σε σχέση με την ομάδα αυτή και ως έννοιες είναι αλληλένδετες και δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε άλλο λόγο της Σύμβασης (Okere v MIMA (1998).

     Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 10 του ως άνω νόμου 1. Κατά την αξιολόγηση των λόγων της δίωξης, οι αρμόδιες αρχές εξέτασης και απόφασης, λαμβάνουν υπόψη ότι: α) η έννοια της φυλής περιλαμβάνει ιδίως το στοιχείο του χρώματος, της καταγωγής ή του γεγονότος ότι το  άτομο ανήκει σε συγκεκριμένη εθνοτική ομάδα, β) η έννοια της θρησκείας περιλαμβάνει ιδίως την υιοθέτηση θεϊστικών, αγνωστικιστικών ή αθεϊστικών πεποιθήσεων, τη συμμετοχή σε τυπική λατρεία, σε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο, είτε ατομικά είτε συλλογικά, την αποχή από τη λατρεία αυτή, άλλες θρησκευτικές πράξεις ή εκδηλώσεις απόψεων ή μορφές ατομικής ή συλλογικής συμπεριφοράς που στηρίζονται σε θρησκευτικές πεποιθήσεις ή υπαγορεύονται από αυτές, γ) η έννοια της εθνικότητας δεν περιορίζεται μόνο στην ιθαγένεια ή την έλλειψή της, αλλά περιλαμβάνει ιδίως την ιδιότητα του μέλους μίας ομάδας, η οποία προσδιορίζεται από την πολιτιστική, εθνοτική ή γλωσσική της ταυτότητα, τις κοινές γεωγραφικές ή πολιτικές καταβολές ή τη σχέση της με τον πληθυσμό άλλης χώρας, δ) η ομάδα θεωρείται ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα όταν μεταξύ άλλων: i) τα μέλη της ομάδας αυτής έχουν κοινό εγγενές χαρακτηριστικό ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί ή έχουν κοινά χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την

ταυτότητα ή τη συνείδηση, ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκαστεί να τις αποκηρύξει ή ii) η ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα,

διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής μία ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα μπορεί να περιλαμβάνει ομάδα που βασίζεται στο κοινό χαρακτηριστικό του φύλου, της ηλικίας, της αναπηρίας ή της κατάστασης υγείας ή του σεξουαλικού προσανατολισμού. Ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεν μπορεί

να νοηθεί ότι περιλαμβάνει πράξεις θεωρούμενες αξιόποινες κατά τις ισχύουσες διατάξεις. Κατά τον καθορισμό της συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή

τον προσδιορισμό χαρακτηριστικού αυτής της ομάδας λαμβάνονται ιδιαιτέρως υπόψη πτυχές συνδεόμενες με το φύλο, συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας φύλου, ε) η έννοια των πολιτικών πεποιθήσεων περιλαμβάνει ιδίως την υποστήριξη άποψης, ιδέας ή πεποίθησης, επί ζητήματος που σχετίζεται με τους ενδεχόμενους φορείς δίωξης, και με τις πολιτικές ή τις μεθόδους τους, ανεξαρτήτως του αν ο αιτών έχει εκδηλώσει εμπράκτως την εν λόγω άποψη, ιδέα ή πεποίθηση.

2. Κατά την αξιολόγηση για το βάσιμο του φόβου του αιτούντος ότι θα υποστεί δίωξη, δεν ασκεί επιρροή εάν ο αιτών χαρακτηρίζεται πράγματι από το φυλετικό, θρησκευτικό, εθνικό, κοινωνικό ή πολιτικό στοιχείο, το οποίο προκαλεί τη δίωξη, υπό την προϋπόθεση ότι το χαρακτηριστικό αυτό του αποδίδεται από τον φορέα της δίωξης.

        Σύμφωνα και με ρητό νομοθετικό ορισμό στο ως άνω άρθρο του Ν.4636/2019, η έννοια της φυλής περιλαμβάνει ιδίως το στοιχείο του χρώματος, της καταγωγής ή του γεγονότος ότι το  άτομο ανήκει σε συγκεκριμένη εθνοτική ομάδα. Λόγω της γλωσσικής και γραμματικής διατύπωσης, γίνεται δεκτό ότι η εν λόγω έννοια είναι ευρεία. και καθιερώνεται ένα minimum στα στοιχεία που συγκροτούν την εν λόγω έννοια.

       Στην υπόθεση Calado v MIMA 1998) το δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όπως την καταλαβαίνει ο μέσος συνετός άνθρωπος, και πρέπει σίγουρα να περιλαμβάνει την φυσική εμφάνιση, το χρώμα του δέρματος και την εθνική καταγωγή ενός ατόμου. Σίγουρα πρέπει να δίνεται έμφαση στο γεγονός ότι τα άτομα ή η ομάδα  ατόμων θεωρούν τους εαυτούς τους ή θεωρούνται από την υπόλοιπη κοινωνία ότι έχουν μία ιδιαίτερη ιστορική ταυτότητα ως προς το χρώμα τους , και την εθνική ή εθνοτική καταγωγή. Περαιτέρω, πρέπει να γεννιούνται με τα χαρακτηριστικά αυτά τα συγκεκριμένα άτομα ή η ομάδα  και να είναι αναλλοίωτα. Σε μία άλλη υπόθεση (SZEGA v MIMIA [2006] FCA 3 October 2006) κρίθηκε ότι η έννοια της κάστας πρέπει να εκλαμβάνεται μόνο ως συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, και δεν έχει καμμία σχέση με την φυλετική καταγωγή.

       Σύμφωνα πάλι και με ρητό νομοθετικό ορισμό στο ως άνω άρθρο του ίδιου νόμου, η έννοια της θρησκείας περιλαμβάνει ιδίως την υιοθέτηση θεϊστικών, αγνωστικιστικών ή αθεϊστικών πεποιθήσεων, τη συμμετοχή σε τυπική λατρεία, σε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο, είτε ατομικά είτε συλλογικά, την αποχή από τη λατρεία αυτή, άλλες θρησκευτικές πράξεις ή εκδηλώσεις απόψεων ή μορφές ατομικής ή συλλογικής συμπεριφοράς που στηρίζονται σε θρησκευτικές πεποιθήσεις ή υπαγορεύονται από αυτές.

   Επειδή το νομοθετικό κείμενο χρησιμοποιεί την λέξη ιδίως, καθίσταται σαφές ότι η εν λόγω έννοια, όπως και η προηγούμενη έννοια της φυλής, είναι μία ευρεία έννοια, η οποία όμως σίγουρα περιλαμβάνει όλες αυτές τις εκδηλώσεις , οι οποίες παραθέτονται στο συγκεκριμένο εδάφιο της διάταξης του άρθρου 10 πδ 141/2013. Καθιερώνεται δηλαδή ένα minimum στα στοιχεία που συγκροτούν την εν λόγω έννοια.

  Σύμφωνα με τον σχετικό ορισμό της έννοιας στο λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (http://www.greeklanguage.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%B8%CF%81%CE%B7%CF%83%CE%BA%CE%B5%CE%AF%CE%B1&dq=), ως θρησκεία νοείται  το σύνολο των ιδεών και των αντιλήψεων που έχουν σχέση με την πίστη του ανθρώπου στην ύπαρξη μιας ανώτερης δύναμης (θεότητας) και συνοδεύονται από τελετουργικές πράξεις που σκοπό έχουν την απευθείας μεταφυσική επικοινωνία της ανθρώπινης ψυχής με τη δύναμη αυτή: . 2. (μτφ.) για κτ. προς το οποίο δείχνει κανείς μια σχεδόν θρησκευτική πίστη και αφοσίωση. [λόγ. < ελνστ. θρησκεία, αρχ. σημ.: `θρησκευτική λατρεία, τελετή΄]

   Στην υπόθεση Church of the New Faith v The Commissioner of Pay-Roll Tax (Victoria,1983) το δικαστήριο έλαβε υπόψιν του τις ενδείξεις από την εμπειρική παρατήρηση των γνωστών και αναγνωρισμένων θρησκειών για να θεωρήσει εάν η σαιεντολογία θεωρείται θρησκεία για φορολογικούς σκοπούς, όπως η πίστη για την ύπαρξη μιας ανώτερης δύναμης (θεότητας), ότι όλες οι θρησκείες αναφέρονται στην θέση του ανθρώπου στο σύμπαν και την σχέση του με την θεότητα, ότι υπάρχουν τελετουργικές πράξεις, ότι τα μέλη αποτελούν μία αναγνωρίσιμη ομάδα, και ότι εκλαμβάνουν όλο αυτό το σύστημα των ιδεών και των αντιλήψεων ότι συγκροτούν μία θρησκεία. Βέβαια, όλες αυτές οι ενδείξεις αποτελούν βοήθεια όταν αποφασίσει κανείς να θεωρήσει συγκεκριμένες ιδέες και αντιλήψεις ως θρησκεία.

    Υπάρχει πλούσια νομολογία (MIMA v Darboy (1998), Wang v MIMA (2000), Liu v MIMA [2001] FCA 16 March 2001) at [19]-[22])   στην προσπάθεια του προσδιορισμού της έννοιας της θρησκείας. Στην υπόθεση MIMA v Darboy (1998) κρίθηκε ότι μόνο όταν υπάρχει μία αληθινή-πραγματική σύνδεση των πεποιθήσεων ενός ατόμου με την πίστη του  στην ύπαρξη μιας ανώτερης δύναμης (θεότητας) και η οποία πίστη του συνοδεύεται από τελετουργικές πράξεις, ειδάλλως δεν μπορεί να θεωρηθούν οι πεπεοιθήσεις του ως θρησκεία. Στην υπόθεση Wang v MIMA, το δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η έννοια της θρησκείας όντως έχει μία ευρεία έννοια, αλλά έκρινε περαιτέρω ότι η θρησκεία περιλαμβάνει τόσο την εκδήλωση ή την πρακτική των προσωπικών πεποιθήσεων ή του δόγματος, και την εκδήλωση ή την πρακτική των προσωπικών πεποιθήσεων ή του δόγματος σε μία κοινότητα ατόμων με ίδια και κοινή ιδεολογία. Περαιτέρω έκρινε ότι είναι σημαντικό να έχει η θρησκεία μία κοινόχρηστη και δημόσια διάσταση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτή η διάσταση θα είναι σημαντική σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά η σημασία της θα εξαρτηθεί από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε περίπτωσης, εάν αυτή η διάσταση είναι σημαντική για την εν λόγω θρησκεία , και εάν είναι σημαντικό στοιχείο για την άσκηση των θρησκευτικών πεποιθήσεων ενός αιτούντος ασύλου.

       Το ερώτημα εάν ένας αιτών άσυλο έχει βάσιμο και δικαιολογημενο φόβο ατομικής δίωξης για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις μπορεί να προκύψει σε πολλές περιστάσεις, όπως αυτές περιγράφονται και στην διάταξη του άρθρου 10 πδ 141/2013. Πέραν αυτών , μπορεί να προκύψει δίωξη για αυτόν τον λόγο από την θέσπιση και την εφαρμογή νόμων με θρησκευτικό περιεχόμενο, από την αποχώρηση από ορθόδοξες θρησκευτικές πεποιθήσεις, από την παράβαση κοινωνικών ηθών, από την μεταστροφή των θρησκευτικών πεποιθήσεων, από την αποστασία χωρίς να είναι απαραίτητο να αλλάξει κανείς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, αλλά αρκεί να  εγκαταλείψει το άτομο ή να αρνηθεί την αρχική του πίστη (WZAOO v MIAC [2012] FMCA, 12 November 2012), W161/01A v MIMA [2002] FCA), και από τους μικτούς γάμους.  Πάντα ερευνάται το κίνητρο του φορέα δίωξης στην συγκεκριμένη περίπτωση, ή στην περίπτωση θέσπισης και εφαρμογής νομοθετικών μέτρων, ερευνάται εάν εφαρμόζονται ή εάν εμπεριέχουν διακρίσεις(VCAD v MIMIA [2004] FCA 4 August 2004).

   Η δίωξη για λόγους θρησκείας περιλαμβάνει απαγορεύσεις ή περιορισμούς ή και τιμωρία σε όσους ασκούν μία συγκεκριμένη θρησκευτική πρακτική (Wang v MIMA (2000), Woudneh v Inder  Federal Court of Australia, 16 September 1988); MIMA v Zheng [2000] FCA 10 February 2000).  Η έρευνα για τον βάσιμο και δικαιολογημενο φόβο εν προκειμένω απαιτεί μία συνολική αξιολόγηση όλων των πραγματικών περιστατικών, όπως και του κεντρικού δόγματος, του τρόπου που ο αιτών άσυλο θα ασκήσει τα θρησκευτικά του πιστεύω, όπως και της πιθανότητας εάν οι αρχές της χώρας του θα δράσουν με διωκτικό τρόπο κατά την έννοια της Σύμβασης του 1951(Pei Lan He v MIMA [2001] FCA  23 April 2001).

      Η  δίωξη για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις ενός ατόμου μπορεί και να λάβει χώρα και επειδή ο αιτών άσυλο δεν έχει την συγκεκριμένη θρησκεία, την οποία έχουν οι περισσότεροι από τον πληθυσμό (Prashar v MIMA [2001] FCA , 7 February 2001 ) ή και όταν η συμπεριφορά του προσβάλλει την θρησκευτική ιδεολογία των φερόμενων ως φορέων δίωξης (Prashar v MIMA [2001] FCA, 7 February 2001), Cameirao v MIMA [2000] FCΑ, 15 September 2000)  Hellman v MIMA (2000).  Στην υπόθεση Prashar v MIMA έγινε δεκτό ότι η δίωξη ατόμων επειδή προχώρησαν στην υιοθέτηση αγνωστικιστικών ή αθεϊστικών πεποιθήσεων αποτελεί δίωξη για λόγους θρησκείας, όπως και εάν είχαν προχωρήσει στην υιοθέτηση θετικών θρησκευτικών απόψεων. Η Σύμβαση του 1951 παρέχει προστασία σε όλο το φάσμα της θρησκευτικής πίστης, προατατεύει όσους πιστεύουν  και δεν αφήνει από την άλλη στο στόμα του λύκου όσους δεν πιστεύουν. Σύμφωνα με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης[1], μια προσβολή του δικαιώματος στη θρησκευτική ελευθερία μπορεί να είναι τόσο σοβαρή, ώστε να θίγει τον ενδιαφερόμενο σημαντικά και έτσι να ισοδυναμεί με δίωξη.Η έννοια της «θρησκείας» καλύπτει και τη δημόσια συμμετοχή σε λατρευτικές τελετές, κατά μόνας ή σε κοινωνία με άλλους και η απαγόρευση της συμμετοχής αυτής μπορεί να συνιστά επαρκώς σοβαρή πράξη, και άρα δίωξη, εφόσον η συμμετοχή του σε λατρευτικές πράξεις (π.χ.λειτουργία) συνεπάγεται για τον αιτούντα πραγματικό κίνδυνο να υποστεί βίαιες πράξεις. Η αξιολόγηση του κινδύνου αυτού προϋποθέτει ότι η αρμόδια αρχή θα συνεκτιμήσει σειρά στοιχείων, τόσο αντικειμενικών όσο και υποκειμενικών. Το υποκειμενικό στοιχείο, δηλαδή ότι η τήρηση ορισμένης θρησκευτικής πρακτικής δημοσίως, ενέχει ιδιαίτερη σημασία για τον ενδιαφερόμενο όσον αφορά τη διατήρηση της θρησκευτικής ταυτότητάς του, αποτελεί κρίσιμη παράμετρο κατά την εκτίμηση του βαθμού του κινδύνου στον οποίο ο αιτών θα εκτεθεί στη χώρα καταγωγής του εξαιτίας της θρησκείας του, έστω και αν η τήρηση της συγκεκριμένης θρησκευτικής πρακτικής δεν συνιστά βασικό στοιχείο για την οικεία θρησκευτική κοινότητα. Τέλος, κατά την εκτίμηση των αρχών, αν ο αιτών διακατέχεται βασίμως από τον φόβο ότι θα διωχθεί, δεν θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η δυνατότητά του να αποφύγει τυχόν κίνδυνο διώξεως, παραιτούμενος από το να θρησκεύεται εμπράκτως. Όπως είχε υποστηρίξει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου «Η ελευθερία εκδήλωσης των  θρησκευτικών πεποιθήσεων εμπεριέχει, επίσης, μία αρνητική πλευρά, ήτοι το δικαίωμα του ατόμου να μην είναι αναγκασμένο να εκδηλώσει το θρήσκευμά του ή τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και να μην είναι αναγκασμένο να ενεργεί κατά τρόπο που να είναι δυνατόν να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι έχει -ή δεν έχει- τέτοιες πεποιθήσεις. Οι κρατικές αρχές δεν έχουν το δικαίωμα να επεμβαίνουν στον τομέα της ελευθερίας συνείδησης του ατόμου και να ζητούν να μάθουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του, ή να το υποχρεώνουν να εκδηλώσει τις πεποιθήσεις του όσον αφορά το θείο. Τούτο ισχύει ακόμα περισσότερο στην περίπτωση κατά την οποία ένα πρόσωπο είναι αναγκασμένο να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο, προκειμένου να ασκήσει ορισμένα καθήκοντα»[2] Παράλληλα, δεν θα πρέπει να αναμένεται η αποκήρυξη των θρησκευτικών  πεποιθήσεων προκειμένου να προστατεύσει ο αιτών την ελευθερία ή/και τη ζωή του, γιατί κάτι τέτοιο θα συνιστούσε παραβίαση των αρχών της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας, κάτι που ορίζεται και σε σχετικές οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες καθώς και σε δικαστικές αποφάσεις[3].

       Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 10 του εν λόγω νόμου, η εθνικότητα δεν περιορίζεται μόνο στην ιθαγένεια ή την έλλειψή της, αλλά περιλαμβάνει ιδίως την ιδιότητα του μέλους μίας ομάδας, η οποία προσδιορίζεται από την πολιτιστική, εθνοτική ή γλωσσική της ταυτότητα, τις κοινές γεωγραφικές ή πολιτικές καταβολές ή τη σχέση της με τον πληθυσμό άλλης χώρας. Όπως και στην ανάλυση των προηγούμενων εννοιών, έτσι και εν προκειμένω, επειδή το νομοθετικό κείμενο χρησιμοποιεί την λέξη ιδίως, καθίσταται σαφές ότι η εν λόγω έννοια  είναι μία ευρεία έννοια και καθιερώνεται πάλι ένα minimum στα στοιχεία που συγκροτούν την εν λόγω έννοια.

   Στην υπόθεση  Su Wen Jian v MIEA (Federal Court of Australia, 24 April 1996), κρίθηκε ότι οι νόμοι της Κίνας, οι οποίοι επέβαλλαν μία σειρά από κυρώσεις σε όσους Κινέζους υπηκόους αναχωρούσαν από την χώρα χωρίς προηγούμενη άδεια δεν συνιστούν δίωξη για λόγους εθνικότητας διότι επιβάλλονται σε όλους τους Κινέζους πολίτες, και η φυλάκιση που θα επιβληθεί στον αιτούντα θα είναι διότι παρέβη το νόμο, και όχι λόγω της εθνικής του καταγωγής.

   Περαιτέρω, πρέπει για να υπάρχει δίωξη για τον συγκεκριμένο λόγο, να απευθύνεται κατά συγκεκριμένης εθνικότητας. Όπως κρίθηκε στην υπόθεση   Husein Ali Haris v MIMA (Federal Court of Australia, 12 February 1998), για να υπάρχει δίωξη για λόγους εθνικότητας πρέπει το άτομο να διαθέτει το χαρακτηριστικό   της υπηκοότητας μίας συγκεκριμένης χώρας ο οποίος να διώκεται για αυτόν τον λόγο. Χωρίς αυτό το χαρακτηριστικό δεν μπορεί να γίνεται λόγος για εφαρμογή της Σύμβασης και δεν νοείται δίωξη για λόγους εθνικότητας.

        Η έννοια της ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή ι.κ.ο εν συντομία, αποτελεί μία από τις πιο δύσκολες και αμφιλεγόμενες σε σχέση με τις προαναφερθείσες έννοιες και λόγους δίωξης υπό την Σύμβαση του 1951. Σύμφωνα με τον ορισμό της εν λόγω έννοιας στην διάταξη του άρθρου 10 Ν.4636/2019, η ομάδα θεωρείται ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα όταν μεταξύ άλλων: i) τα μέλη της ομάδας αυτής έχουν κοινό εγγενές χαρακτηριστικό ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί ή έχουν κοινά χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση, ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκαστεί να τις αποκηρύξει ή  ii) η ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα, διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής μία ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα μπορεί να περιλαμβάνει ομάδα που βασίζεται στο κοινό χαρακτηριστικό του φύλου, της ηλικίας, της αναπηρίας ή της κατάστασης υγείας ή του σεξουαλικού προσανατολισμού. Ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεν μπορεί να νοηθεί ότι περιλαμβάνει πράξεις θεωρούμενες αξιόποινες κατά τις ισχύουσες διατάξεις. Κατά τον καθορισμό της συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή τον προσδιορισμό χαρακτηριστικού αυτής της ομάδας λαμβάνονται ιδιαιτέρως υπόψη πτυχές συνδεόμενες με το φύλο, συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας φύλου.

      Πάλι, όπως και στην ανάλυση των προηγούμενων εννοιών, αν και εν προκειμένω,  το νομοθετικό κείμενο δεν χρησιμοποιεί την λέξη ιδίως ,αλλά την παραπλήσια φράση μεταξύ άλλων, καθίσταται σαφές ότι η εν λόγω έννοια  είναι μία ευρεία έννοια και καθιερώνεται πάλι ένα minimum στα στοιχεία που συγκροτούν την εν λόγω έννοια.

    Εν πάσει περιπτώσει, κάθε φορά πρέπει να ερευνάται τόσο εάν όντως υπάρχει μία ιδαίτερη κοινωνική ομάδα της οποίας αιτών άσυλο είναι μέλος, όσο και εάν η δίωξη που αυτός φοβάται ή υφίσταται είναι λόγω της συμμετοχής του στην ιδιαίτερη αυτή κοινωνική ομάδα. Σωστό είναι να ερευνάται πρώτα η ύπαρξη αυτής της ομάδας, και έπειτα εάν η δίωξή του αυτή είναι λόγω ακριβώς της συμμετοχής του σε αυτήν την ομάδα.( Dranichnikov v MIMA (2003). Κρίσιμο, κατά την υπόθεση Dranichnikov δηλ. καθίσταται πρώτα ο καθορισμός εάν η ομάδα για την οποία ισχυρίζεται ο αιτών άσυλο ότι ανήκει είναι ικανή να συνιστά μία κοινωνική ομάδα υπό το πρίσμα της Σύμβασης του 1951, και εφόσον απαντηθεί θετικά αυτό το ερώτημα, ερευνάται και πρέπει να ερευνάται εάν όντως το άτομο αυτό ανήκει σε αυτήν την ομάδα, εάν είναι μέλος της, πράγμα το οποίο εξαρτάται αποκλειστικά από τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής του. Επόμενα βήματα είναι να απαντηθούν ερωτήσεις εάν αυτός ο αιτών έχει όντως φόβο, εάν αυτός είναι βάσιμος και δικαιολογημένος, και εάν τελικά είναι φόβος για έναν από τους πέντε λόγους της Σύμβασης του 1951. Στην υπόθεση BRGAE of 2008 v MIAC [2009] FCA 26 May 2009),  το δικαστήριο έκρινε ότι από την στιγμή που δεν θεμελιώνεται ο βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος των αιτούντων ασύλου, δεν είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί η ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα στην οποία ισχυρίζονται αυτοί  ότι ανήκουν. Το γεγονός ότι οι αιτούντες άσυλο ήταν μέλη σε μία ι.κ.ο. στο παρελθόν δεν σημαίνει ότι τώρα είναι μέλη της ή ότι θα αντιμετωπίσουν δίωξη για αυτήν τους τη συμμετοχή στην ι.κ.ο. στο μέλλον (MZZFQ v MIBP [2013] FCCA 10 December 2013), εάν δεν έχουν υποστεί πράξεις δίωξης ως τώρα λόγω της πρότερης συμμετοχής τους σε αυτήν την ομάδα.

        Στην ανάλυση της ι.κ.ο. βάσει των κριτηρίων που θεσπίζονται στην εν λόγω διάταξη, αξίζει να μείνουμε και να αναλυθεί  κάθε ένα από αυτά τα θετά κριτήρια. Αυτά τα στοιχεία τα  οποία  εμπεριέχονται στον ορισμό της ι.κ.ο. στην εν λόγω διάταξη, και δεν είναι μόνο η έννοια της οικογένειας, δεν πρέπει να είναι ο κοινός φόβος δίωξης, αλλά πρέπει να διαθέτουν ή να τους αποδίδεται  ένα χαρακτηριστικό που  ενώνει  σε όλα τα μέλη αυτής της ομάδας. Πάνω από όλα, πρέπει να έχουν αυτό το ένα χαρακτηριστικό. Περαιτέρω, πρέπει να είναι κοινό και εγγενές ή ακόμη  να έχει ή να του αποδίδουν πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση, ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκαστεί να τις αποκηρύξει. Ακόμη ως ι.κ.ο θεωρείται και η κοινωνική ομάδα, η οποία έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα, διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Η πρώτη έννοια, το κοινό, αναφέρεται στην μεγάλη μάζα του πληθυσμού, στο σύνολο ανθρώπων οι οποίοι συνδέονται με χαλαρούς και άτυπους κοινωνικούς δεσμούς, σαφείς όμως ως προς τα ενδιαφέροντα και τους ευρύτερους προσανατολισμούςΗ δεύτερη έννοια, το εγγενές, αναφέρεται σε κάτι που υπάρχει από την πρώτη στιγμή της γέννησής του, της δημιουργίας του, χωρίς προηγούμενη εμπειρία. Από την άλλη θεμελιώδης σημαίνει βασικός και ουσιώδης. Τα κοινά χαρακτηριστικά ή τις πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση πρέπει να είναι κοινά και να τα μοιράζονται όλα τα μέλη της ι.κ.ο. Τέλος, η έννοια της συνείδησης αναφέρεται στις απόψεις των μελών της ομάδας για θέματα θρησκείας, πολιτικών πεποιθήσεων ή και ηθικών ιδεών και αντιλήψεων.

       Υπό την Σύμβαση του 1951 και το σχετικό εδάφιο της διάταξης του άρθρου 10 του εν λόγω νόμου, προκύπτει ότι δεν είναι δεκτική η έννοια της ι.κ.ο. σε μία περιοριστική απαρίθμηση και κάλυψη όλων των περιπτώσεων όπου μία ομάδα ανθρώπων συνιστά ι.κ.ο. Μάλιστα είναι και ανούσιο (Applicant A v MIEA (1997) . Περαιτέρω, είναι δύσκολο και να προσδιορίσουμε με απόλυτο τρόπο τις ι.κ.ο., διότι ό,τι συνιστά την ι.κ.ο. σε μία κοινωνία και σε μία εποχή, δεν σημαίνει ότι θα αποτελεί ι.κ.ο. σε μία άλλη κοινωνία σε μία άλλη χρονική περίοδο. Έμφαση πρέπει να δίνεται εάν σε μία συγκεκριμένη κοινωνία υπάρχει μία ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ( ι.κ.ο.). Όπως κρίθηκε και στην υπόθεση Morato v MILGEA (1992), αλλά και όπως προκύπτει και από την διάταξη του άρθρου 10,  η έκφραση ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα δεν θέλει μία στενή ερμηνεία, αλλά σχεδιάστηκε για να βοηθήσει μία μεγάλη ποικιλία από ομάδες με ποικίλα χαρακτηριστικά και περιγραφές σε όλο τον κόσμο, και είναι εύκαμπτη σαν έννοια, έτοιμη να εφαρμοστεί όποτε υπάρχει δίωξη εναντίον μίας ομάδας ή ενός τμήματος της ανθρώπινης κοινωνίας που δεν διώκεται για τους λοιπούς λόγους της Σύμβασης του 1951. Στην υπόθεση Applicant S v MIMA (2004), αλλά και κατά την ρητή διάταξη του άρθρου 10, η ομάδα αυτή πρέπει, πρώτον, να έχει ή να της αποδίδουν κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμα, το οποίο θα είναι κοινό σε όλα τα μέλη της ομάδας αυτής. Δεύτερον, δεν πρέπει αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα να είναι ο κοινός φόβος δίωξης και η κοινή δίωξη, και τρίτον, πρέπει αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα να κάνει διακριτή την ομάδα αυτή από την υπόλοιπη κοινωνία.  Εάν πληρούνται τα δύο πρώτα κριτήρια , αλλά όχι το τρίτο, τότε αναφερόμαστε σε κοινωνική ομάδα, και όχι σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα. Είναι ζωτικής σημασίας ο προσδιορισμός επακριβώς της ι.κ.ο. , και πάνω από όλα εάν όντως υπάρχει αυτή εν προκειμένω για τη εφαρμογή του σωστού κανόνα Δικαίου.στην υπό κρίση περίπτωση.

      Όπως προκύπτει και από τη νομολογία (Applicant A v MIEA (1997) το κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα ή οι κοινές πεποιθήσεις αλλά και το κοινό ιστορικό παρελθόν των μελών αυτών της ι.κ.ο. πρέπει να ενώνει τα άτομα-μέλη της ι.κ.ο. , και γενικά  να είναι εμφανές και αναγνωρίσιμο σε όλα τα μέλη, αλλά και να τους κάνει να ξεχωρίζουν από τους λοιπούς πολίτες. Η λέξη ιδιαίτερη  στον ορισμό της έννοιας απλά δείχνει ότι  πρέπει να υπάρχει μία αναγνωρίσιμη κοινωνική ομάδα ανθρώπων την οποία όλοι γνωρίζουν και την προσδιορίζουν ως τέτοια. Ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα μπορεί σίγουρα να ειπωθεί ότι είναι μία ομάδα ατόμων που μοιράζονται ένα συγκεκριμένο μερικό χαρακτηριστικό ή στοιχείο που τους ενώνει και τους δίνει την δυνατότητα να ξεχωρίσουν από την υπόλοιπη κοινωνία εν όλω ή και ακόμη και από οτυς φορείς δίωξής τους. Πρέπει πάντως να διαθέτουν ή να τους αποδίδουν μίας μορφής εσωτερικό σύνδεσμο μεταξύ τους ή μία ενότητα χαρακτηριστικών, δραστηριοτήτων, πεποιθήσεων, συμφερόντων ή και σκοπών, αλλά είναι απίθανο μία ομάδα ατόμων να θεωρείται ή να είναι ι.κ.ο. Πχ, όσοι αδιακρίτως σκοτώθηκαν ή ληστεύθηκαν από αντάρτες δεν μπορούν να θεωρούνται ως ι.κ.ο(Applicant A v MIEA (1997). Οι φορείς δίωξης εάν ξεχωρίσουν ένα άτομο και τον θεωρήσουν ως μέλος ι.κ.ο., στην οποία ομάδα τα μέλη τους έχουν αντικειμενικά ένα ενοποιητικό χαρακτηριστικό, τότε μιλάμε για λόγο δίωξης λόγω της συμμετοχής σε ι.κ.ο.( Applicant S v MIMA (2004).  

    Σύμφωνα με την υπόθεση Applicant S v MIMA (2004), αλλά και από την ρητή διάταξη του άρθρου 10, δεν πρέπει το χαρακτηριστικό γνώρισμα που συνδέει τα μέλη της ομάδας να είναι ο κοινός φόβος δίωξης. Στην υπόθεση Applicant A v MIEA (1997) το δικαστήριο έκρινε ότι δεν πρέπει να επιτρέπεται να εκλαμβάνεται ως ι.κ.ο  η ομάδα ατόμων που έχουν κοινό φόβο δίωξης χωρίς να διαθέτουν κανένα άλλο κοινό στοιχείο,  διότι  καταστρατηγείται το πνεύμα της Σύμβασης του 1951, καθώς η δίωξη πρέπει να γίνεται για έναν από τους πέντε λόγους και όχι το αντίστροφο.

       Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι περιπτώσεις πράξεων βίας για λόγους εκδίκησης-βεντέτα  (blood feud) στην Αλβανία, όπου το δικαστήριο (SCAL v MIMIA [2003] FCA 5 June 2003) έκρινε ότι δεν αποτελούν ι.κ.ο όσοι συμμετέχουν σε αυτές είτε ως δράστες είτε και ως θύματα ή και ως μέλη οικογένειας στην οποία υπήρξαν θύματα για αυτόν τον λόγο, διότι το μόνο που τους συνδέει όλους αυτούς τους ανθρώπους είναι ο κοινός φόβος δίωξης και η κοινή δίωξη χωρίς να διαθέτουν κανένα άλλο κοινό στοιχείο.

        Πάνω στο ίδιο θέμα, στην υπόθεση STCB v MIMIA(2006) κατά την οποία ο αιτών άσυλο φοβόταν ότι κινδύνευε για την ζωή του από μία οικογένεια, επειδή ο παππούς του παλιά είχε σκοτώσει ένα μέλος από αυτήν την  οικογένεια στην Αλβανία, και λόγω του άγραφου εθιμικού Δικαίου στην Αλβανία η έτερη αυτή οικογένεια είχε δικαίωμα να σκοτώσει ένα άρρενα μέλος της οικογένειας του παππού του στην οποία αυτός ανήκε, κρίσιμο είναι να εξεταστεί εάν όντως ο αιτών άσυλο ανήκε σε αυτήν την οικογένεια.  Πρέπει δηλ. να εξετάζει κανείς σε αυτήν την περίπτωση: α) εάν κάποιο άλλο μέλος , ζων ή μη, της οικογένειας του αιτούντος στο παρελθόν είχε διωχθεί ή εάν φοβόταν ότι θα διωκόταν λόγω της συμμετοχής του στην οικογένεια του αιτούντος, και β) εάν όντως είχε διωχθεί αυτό το μέλος , τότε πρέπει να εξακριβωθεί ότι ο λόγος της δίωξής του αυτής ήταν ακριβώς λόγω της συμμετοχής του στην οικογένεια του αιτούντος. Κρίσιμο καθίσταται και εάν είχε διωχθεί κανένα μέλος της οικογένειας του αιτούντος για άλλο λόγο πέραν από οτν προφανή και προαναφερθέντα λόγο (STXB v MIMIA (2004). Η έννοια της οικογένειας ως ι.κ.ο. προκύπτει σε πολλές υποθέσεις  στην Αλβανία με θέματα βεντέτας (blood feud). Σε όλες αυτές τις υποθέσεις ένα μέλος της οικογένειας του αιτούντος έχει σκοτώσει  ένα άλλο μέλος μίας άλλης οικογένειας, δηλ. είχε τελέσει μία παράνομη πράξη  και  φοβάται ότι το λουτρό αίματος θα συνεχιστεί και δεν φοβούνται τα μέλη της οικογένειας του αιτούντος λόγω της συμμετοχής τους σε ι.κ.ο. Επομένως ,και λόγω του κοινού φόβου δίωξης, τέτοια αιτήματα πρέπει να απορρίπτονται ( SCAL v MIMIA [2003] FCA , 5 June 2003); SCAL v MIMIA [2003] FCA 18 December 2003),  STXB v MIMIA (2004). Στην ίδια λογική, αιτήματα ασύλου που στηρίζονται στην αναγνώριση ως ι.κ.ο «άνδρες στην Αλβανία», ή «άτομα-θύματα βεντέτας υποκείμενα στο εθιμικό Δίκαιο του Kanun» πρέπει να απορρίπτονται διότι χρησιμοποιούν την συμμετοχή σε οικογένεια ως όχημα και προσπαθούν να θεωρήσουν ως πράξεις δίωξης ενέργειες οι οποίες γίνονται για λόγους μη υπαγόμενους στην Σύμβαση του 1951 (MIAC v SZCWF (2007) ,SDAR v MIMIA (2002) , SCAL v MIMIA [2003] FCAFC 18 December 2003), STCB v MIMIA [2004] FCAFC 6 October 2004), STYB v MIMIA [2004] FCAFC 12 November 2004, STXB v MIMIA (2004). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις φοβάται ο αιτών άσυλο διότι είναι μέλος της οικογένειάς του  ή εκδίκηση από την άλλη οικογένεια, και δεν φοβάται λόγω της συμμετοχής του σε ι.κ.ο. (SCAL v MIMIA [2003]).

     Σύμφωνα, από την άλλη, με την εθνική νομολογία, έχει κριθεί στην απόφαση ΣτΕ 3381/1997, ότι μόνο η αποδεδειγμένη δίωξη των μελών της οικογένειας αποδεικνύει το δικαιολογημένο φόβο του αιτούντα άσυλο, όπως αυτός αποδεικνύεται είτε με την υποβολή εγγράφων στοιχείων, είτε και με την αναφορά ότι έλαβαν αρκούντως σοβαρά συμβάντα στον πατέρα του, όπως απαιτούνται από την διάταξη του άρθρου 9 του πδ 141/2013, ώστε να μπορεί να αποδείξει ότι είναι δικαιολογημένος ο φόβος του και ότι ο ίδιος μπορεί να υποστεί δίωξη. Επιπλέον, κρίθηκε ότι ο αιτών δεν υποχρεούται να αποδείξει τους ισχυρισμούς του με τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, πρέπει όμως να παραθέσει ο ίδιος  με στοιχειώδη σαφήνεια και κατά τρόπο επαρκώς πειστικό και αναλυτικό πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικώς δικαιολογημένο, φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων, συνεπώς ικανά  να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι συντρέχουν οι προβλεπόμενες  προϋποθέσεις  υπαγωγής της στο καθεστώς προστασίας  (ΣτΕ 418/2010, Δ’ Τμήμα).Δηλαδή, για την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα δεν απαιτείται οπωσδήποτε, να διαπιστωθεί ότι ο αιτών έχει υποστεί ατομική δίωξη αλλά αρκεί και η διαπίστωση αντικειμενικώς δικαιολογημένου φόβου ατομικής διώξεως (βλ. ΣτΕ 4055/2008,3337/2005, 2666/2006).

Στην υπόθεση Applicant A v MIEA (1997), το δικαστήριο έκρινε ότι οι δραστηριότητες των φορέων δίωξης μπορεί να συντελέσουν στην δημιουργία και την σύλληψη μίας ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας στα πλαίσια της κοινωνίας, αν και η διωκτική συμπεριφορά από μόνη της δεν μπορεί να προσδιορίσει την ι.κ.ο. Οι αριστερόχειρες δεν αποτελούν μία ι.κ.ο. Ωστόσο, εάν διώκονταν επειδή είναι αριστερόχειρες και μόνο για αυτόν τον λόγο, τότε μπορεί εύκολα να ειπωθεί ότι γρήγορα θα γίνονταν αναγνωρίσιμοι από την κοινωνία ως ι.κ.ο. Αυτή η δίωξή τους θα δημιουργούσε μία δημόσια αντίληψη ότι είναι μία ι.κ.ο. Αλλά θα ήταν ι.κ.ο. λόγω του κοινού χαρακτηριστικού που θα τους αποδιδόταν από τους φορείς δίωξης που θα τους καθιστούσε ως ι.κ.ο, και όχι  από την κοινή δίωξη. Γενικά, έμφαση πρέεπι να δίνεται και να ερευνάται εάν υπάρχει ένα άλλο κοινό στοιχείο στα μέλη μίας πμάδας πέραν του κοινού φόβου δίωξης και της κοινής δίωξης.

   Η αναγνώριση της ι.κ.ο. εξαρτάται και από την θέση που παίρνει η κοινωνία απέναντι σε ορισμένα άτομα ή και από τις απόψεις τρίτων. Σίγουρα, σαν πρώτο βήμα, ερευνάται εάν η εν λόγω κοινωνία μεταχειρίζεται και αντιμετωπίζει ορισμένα άτομα ως ι.κ.ο (Applicant S v MIMA (2004).  Εάν μία  ομάδα  ατόμων αντιμετωπίζεται ως ι.κ.ο. από την χώρα καταγωγής τους , τότε τις περισσότερες φορές θα μιλάμε για την ύπαρξη μίας ι.κ.ο.( Applicant A v MIEA (1997). Η γενική αρχή είναι όχι ότι η ομάδα πρέπει να αναγνωρίζεται ή να γίνεται αντιληπτή εντός της κοινωνίας, αλλά ότι η ομάδα αυτή πρέπει να διακρίνεται από την υπόλοιπη κοινωνία (Applicant S v MIMA (2004), και δεν απαιτείται να αναγνωρίζεται ή να γίνεται αντιληπτό από την εν λόγω κοινωνία ότι μία συνάθροιση ατόμων αποτελεί ι.κ.ο. Ωστόσο, γίνεται δεκτό ότι οι αντιλήψεις της κοινωνίας είναι σχετικές και μπορούν εύκολα να χρησιμοποιηθούν ως απόδειξη ύπαρξης. και χαρακτηρισμού μίας κοινωνικής ομάδας ως αναγνωρίσιμης ι.κ.ο.(Applicant S v MIMA (2004) ,SZRAQ v MIAC [2012] FMCA 8 May 2012),SZQKS v MIAC [2012] FMCA 13 March 2012). Σε αυτόν τον χαρακτηρισμό βοηθούν πολύ και οι λέξεις ή οι πράξεις των πολιτών μίας χώρας απέναντι σε άλλους πολίτες μπορούν να χρησιμεύσουν ως επαρκό αποδεικτικό υλικό ότι αυτοί οι άλλοι πολίτες είναι μέλη μίας ι.κ.ο.(Applicant S v MIMA (2004).

      Από την άλλη, οι αντιλήψεις μίας κοινωνίας μπορεί να μην είναι χρήσιμες στον καθορισμό ύπαρξης ι.κ.ο.Μία τέτοιου είδους ομάδα είναι δυνατόν να υφίσταται παρόλο που δεν αντιμετωπίζεται ή δεν αναγνωρίζεται  ως τέτοια από την κοινωνία τους( Applicant S v MIMA (2004). Αυτό συμβαίνει όταν οι κοινωνίες αρνούνται την ύπαρξή τους διότι το κοινό αποδιδόμενο χαρακτηριστικό των μελών της ομλαδας αυτής προσβάλλει τα θρησκευτικά ή τα πολιτιστικά ιδεώδη  της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Ακόμη μπορούν να εκληφθούν από την κοινωνία τους ως ανώμαλοι, και να λάβουν ένα ιδαίτερο όνομα, χωρίς όμως η ίδια η κοινωνία να τους θεωρεί ως ι.κ.ο.( Applicant S v MIMA (2004). Όσοι ζούν έξω από την κοινωνία αυτή, αλλά σε άλλες κοινωνίες, μπορούν εύκολα να τους θεωρήσουν ως ι.κ.ο.(Applicant S v MIMA (2004).

   Στον καθορισμό και τον προσδιορισμό μίας ι.κ.ο., χρήσιμες είναι οι νομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και θρησκευτικές νόρμες μίας κοινωνίας (Applicant S v MIMA (2004). Πρέπει δηλ. να λαμβάνονται υπόψη αυτές οι κρατούσες νόρμες στον προσδιορισμό μίας ι.κ.ο.  Στην υπόθεση VTAO v MIMIA, (2004) η οποία διαπραγματευόταν με το ζήτημα των μαύρων τέκνων (black children) στην Κίνα, δηλ. όσα παιδιά κινεζικής ιθαγένειας έχουν γεννηθεί κατά παράβαση της νομοθεσίας για την πολιτική του ενός παιδιού στην Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, κρίθηκε ότι οι γονείς των παιδιών αυτών δεν αποτελούν μία ι.κ.ο. λαμβάνοντας υπόψη και τις κρατούσες νόρμες στην κινεζική κοινωνία.

    Αξίζει να τονιστεί ότι οι νόρμες αυτές κάλλιστα χρησιμεύουν στον καθορισμό της ύπαρξης μίας ι.κ.ο σε μία κοινωνία, αλλά ο καθοριστικός παράγοντας για την ύπαρξη μίας τέτοιας ομάδας σε μία κοινωνία είναι το σύνολο των περιστάσεων της εν λόγω υπόθεσης. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η ομάδα αυτή πρέπει να ξεχωρίζει από την υπόλοιπη κοινωνία και πρέπει να διαπιστώνεται σε σχέση με τις αντιλήψεις της κοινωνίας ή τρίτων.

     Είναι αλήθεια ότι η έννοια της ι.κ.ο είναι ευρεία, ευέλικτη, και όπως κρίθηκε και στην υπόθεση Morato v MILGEA (1992), εφαρμόζεται όποτε μία ομάδα ατόμων ή τμήμα της κοινωνίας δεν διώκεται για έναν από τους άλλους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους της Σύμβασης του 1951.  Κοινωνικές ομάδες, όπως οι ευγενείς, οι ιδιοκτήτες γης, οι δικηγόροι, οι συγγραφείς, τα μέλη γλωσσικών μειονοτήτων, τα μέλη κοινωνιών  είναι ορισμένα παραδείγματα ι.κ.ο. Πάντως, ερευνάται και θα πρέπει να ερευνάται εν όψει όλων των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων της υπόθεσης εάν ο συγκεκριμένος αιτών ασύλου πληροί τα κριτήρια ώστε να θεωρείται μέλος μίας ι.κ.ο., και δεν αρκεί ο ισχυρισμός του ότι είναι μέλος μίας τέτοιας ομάδας.

       Νομολογιακά έχουν κριθεί ορισμένες ομάδες ως ι.κ.ο. Παραδείγματος χάριν, στην υπόθεση Bastanipour v INS (1992) θεωρήθηκαν οι kulaks της Ρωσίας ως ι.κ.ο., ενώ στην υπόθεση Ram (1995, FCR) θεωρήθηκαν ως τέτοιοι οι δάσκαλοι , οι δικηγόροι και οι γιατροί που λόγω της παιδείας τους μπορούσαν να επηρεάσουν την κοινή γνώμη στην Καμπότζη του Pol Pot. Ως ι.κ.ο. θεωρούνται νομολογιακά η Μαφία (Kashayev v MIEA (1994),  οι Αντιρρησίες συνειδήσεως (Timic v MIMA [1998] FCA), τα παιδιά στην Κίνα που γεννήθηκαν κατά παράβαση της πολιτικής του ενός παιδιού (Chen Shi Hai v MIMA (2000), όσοι εκλαμβάνονται από  τους συμπολίτες τους ως οικονομικά εύρωστοι (Ram v MIEA (1995), ομάδες που διακρίνονται λόγω της κάστας στην οποία ανήκουν (SZEGA v MIMIA [2006] FCA), οι άρρωστοι (Denissenko v MIEA)  και οι ανάπηροι (Lo v MIEA (1995) αλλά εξαρτάται από το είδος της ασθένειας και την μεταχείριση των ατόμων αυτών από την λοιπή κοινωνία, οι ομοφυλόφιλοι (Appellant S395/2002 v MIMA και Appellant S396/2002 v MIMA (2003), οι επιχειρηματίες σε ορισμένες περιπτώσεις (Ram v MIEA (1995), σε όσους έχει απορριφθεί το αίτημα ασύλου και αναγκάζονται να επιστρέψουν (DZADC v MIAC (No.2) [2012] FMCA), σε άτομα λόγω του φύλου τους, όπως οι γυναίκες (Thalary v MIEA (1997) , MIMAvNdege(1999), MIMAvCali[2000] FCA , 3 August 2000),NAIVvMIMIA(2004).

       Περαιτέρω, ένα θέμα το οποίο απασχολεί πιο συγκεκριμένα τις γυναίκες ως ι.κ.ο., αποτελεί το ειδικό θέμα της κλειτοριδεκτομής και της σωματεμπορίας, το λεγόμενο trafficking. Ενδεικτικά αξίζει να αναφερθεί η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ( ΕΔΔΑ) , και η οποία αναγνωρίζει ότι    ο ακρωτηριασμός των γυναικείων οργάνων αποτελεί πράξη δίωξης σύμφωνα με τα κριτήρια της Σύμβασης του 1951 λόγω της συμμετοχής τους στην  ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα των γυναικών, και αν μπορεί να διαπιστωθεί ότι  τέτοια πράξη μπορεί να αφορά την αιτούσα άσυλο, σε εξατομικευμένο και προσωπικό επίπεδο, εξειδικευμένα, τότε από το πραγματικό γεγονός της διαπίστωσης, συνίσταται λόγος αναγνώρισης στο πρόσωπό της, της ιδιότητας του πρόσφυγα, και της χορήγησης σε αυτήν καθεστώς πολιτικού ασύλου, σύμφωνα με την Σύμβαση του 1951. (ECtHR -Emily Collins and Ashley Akaziebe v Sweden (Application no. 23944/05, 8th of March 2007), CJEU - C-571/10 Servet Kamberaj v Istituto per l’Edilizia sociale della Provincia autonoma di Bolzano (IPES) and Others, 24th of April 2012, Italy-Cagliari Court, 3/4/2013,No. RG 8192/2012).  Σε εθνικό συγκριτικό νομολογιακό επίπεδο, το Συμβούλιο της Επικρατείας της Γαλλίας δέχτηκε ότι η συμμετοχή σε μία ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, όπως αυτής των γυναικών, αποτελεί ένα αντικειμενικό κοινωνικό γεγονός, ανεξάρτητο από τα μέλη της ομάδας, ή, εάν δεν είναι αυτά σε θέση να δηλώνουν ότι είναι μέλη σε αυτήν την ομάδα, τότε, μπορεί ο πλησιέστερος συγγενής να το δηλώσει για λογαριασμό τους. Το δικαστήριο έκρινε ότι σε έναν πληθυσμό, όπου ο ακρωτηριασμός των γυναικείων οργάνων είναι ευρέως διαδομένη πρακτική σε σημείο που να αποτελεί μία κοινωνική νόρμα,  τα παιδιά και οι γυναίκες που δεν έχουν υποβληθεί σε αυτό, συγκροτούν μία κοινωνική ομάδα. Περαιτέρω έκρινε ότι προς επίρρωση των ισχυρισμών, ώστε η αιτούσα να μπορεί να λάβει καθεστώς πρόσφυγα, πρέπει να παρέχει λεπτομερείς πληροφορίες, ειδικά σε σχέση με την οικογένεια, την γεωγραφία, και την κοινωνιολογία, που σχετίζονται με τις πράξεις δίωξης που προσωπικά υπέστη, πάντα με την επιφύλαξη της δυνατότητας της εγχώριας προστασίας και της δυνατότητας της εσωτερικής μετεγκατάστασης, και χωρίς να εμποδίζεται στην διεθνή προστασία από το γεγονός ότι είναι ανιθαγενής.( France - Council of State, 21 December 2012, No. 332491). Επίσης , στο Βέλγιο το δικαστήριο έκρινε ότι μόνο από το γεγονός και μόνο ότι η αιτούσα είχε υποστεί ακρωτηριασμό των αναπαραγωγικών της οργάνων, αποτελούσε σοβαρή ένδειξη ενός βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης λόγω της συμμετοχής της στην ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα των γυναικών. Εν συνεχεία, το δικαστήριο οδηγήθηκε στην σκέψη ότι το ιατρικό αποδεικτικό υλικό, το οποίο περιέχεται στον φάκελο της αιτούσας, αποδεικνύει την σοβαρότητα της πράξης του ακρωτηριασμού, όσο και τις συνέπειες από αυτήν. Έκρινε τελικά το δικαστήριο ότι αυτές οι πράξεις σεξουαλικής βίας (πράξεις  ακρωτηριασμού των γυναικείων οργάνων) συνιστούν πράξη δίωξης λόγω συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, στο κοινό χαρακτηριστικό του φύλου, σύμφωνα με την Σύμβαση του 1951, και ότι δεδομένης της μεταχείρισής της από το στενό οικογενειακό της περιβάλλον, δεν θα μπορεί να λάβει επαρκούς εγχώριας προστασίας.  Περαιτέρω, από τη νομολογία των δικαστηρίων της Σουηδίας (Sweden - Migration Court of Appeal, 12 October 2012, UM 1173-12), πληροφορούμαστε ότι  μόνο από το γεγονός ότι ο ακρωτηριασμός των γυναικείων οργάνων είναι ευρέως διαδεδομένος στην χώρα καταγωγής από νεαρή ηλικία, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι γονείς αδυνατούν να προστατέψουν τα τέκνα τους, και την πίεση που αυτοί δέχονται από το στενό οικογενειακό και ευρύτερο ντόπιο κοινωνικό περιβάλλον, αρκεί , για να θεωρηθεί ότι υπάρχει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης. Το γεγονός ότι ένας γονέας  μπόρεσε και προστάτεψε το τέκνο ή τα τέκνα του, δεν σημαίνει ότι  δεν κινδυνεύουν να εκτεθούν σε φαινόμενο ακρωτηριασμού των γυναικείων οργάνων, σε περίπτωση επιστροφής στην χώρα καταγωγής, και ως εκ τούτου, αυτό αρκεί να θεωρηθούν πρόσφυγες, σύμφωνα με τα κριτήρια της Σύμβασης του 1951. Επίσης, από νομολογία των δικαστηρίων του Βελγίου (Belgium – Council for Alien Law Litigation, 19 May 2011, Nr. 61.832) πάλι πληροφορούμαστε ότι από οτ γεγονός ότι η αιτούσα προσκόμισε πιστοποιητικά που μαρτυρούν ότι έχει υποστεί σε κάποιο σημείο της ζωής της ακρωτηριασμό των γυναικείων οργάνων της, συνιστά δίωξη κατά την έννοια της Σύμβασης του 1951, και ότι η ίδια δικαιούται την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα και την χορήγηση σε αυτήν καθεστώς πολιτικού ασύλου. Το δικαστήριο, εν συνεχεία, έκρινε, ότι βάσει των εγγράφων που προσκόμισε, ότι εάν επέστρεφε στην χώρα καταγωγής της θα κινδύνευε να υποστεί και δεύτερη πράξη ακρωτηριασμού, από την στιγμή που δεν ήταν πλέον παρθένα, θα αυξανόταν ο κίνδυνος να υποστεί και δεύτερο ακρωτηριασμό, και ως εκ τούτου, είχε ένα αντικειμενικό φόβο να φοβάται δίωξη ένεκα συμμετοχής της στην ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, αυτής των γυναικών με ίδιο ιστορικό παρελθόν όπως η ίδια. Σε άλλη υπόθεση των δικαστηρίων της ίδιας χώρας, του Βελγίου(Belgium – Council for Alien Law Litigation, 29 April 2011, Nr. 60.622) κρίθηκε ότι από το γεγονός ότι η αιτούσα είχε υποστεί εν μέρει ακρωτηριασμό των γυναικείων της οργάνων, δεν σήμαινε ότι αποκλειόταν η ολοκλήρωση του ακρωτηριασμού, ή ήταν δυνατόν να της συμβούν ακόμη χειρότερα περιστατικά, όπως μία εξ αρχής πράξη ακρωτηριασμού των γυναικείων της οργάνων.

      Μέσα στα πλαίσια αυτής της επικείμενης πραγματικότητας, από την οποία η ίδια προσπαθούσε να διαφύγει, το δικαστήριο πείστηκε από τις συγκεκριμένες δηλώσεις της και από τα στοιχεία του φακέλου της. Το δικαστήριο κατέληξε ότι οι υπό κρίση πράξεις συνιστούν απειλές δίωξης, οι οποίες βασίζονται στο γεγονός  ότι η αιτούσα ανήκει σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, δηλ. την ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα των γυναικών.

    Επίσης, ως προς την παράνομη εμπορία ατόμων( τράφικιν) αξίζει να αναφερθεί η απόφαση από τον δικασητριακό κόσμο της Γαλλίας( France - CNDA, 24 March 2015, Decision No. 10012810) κατά την οποία το δικαστήριο έκρινε ότι τα θύματα του φαινομένου του trafficking όντως μοιράζονται ένα κοινό ιστορικό  παρελθόν και διακριτή, ιδιαίτερη ταυτότητα, ώστε να πληρούν τον ορισμό της ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας.  Περαιτέρω, η χρόνια εκμετάλλευση με τις απειλές που δέχονται, σε περίπτωση που επιχειρούν να φύγουν από το δίκτυο, ενισχύει το επιχείρημα ότι οι γυναίκες αυτές διαθέτουν  ένα κοινό ιστορικό παρελθόν που δεν μπορεί να μεταβληθεί. Μόνο το γεγονός ότι σε περίπτωση επιστροφής τους στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, άφραγκες, δημιουργούν τις υπόνοιες ότι είναι ή έχουν οδηγηθεί στην πορνεία, γεγονός , το οποίο δεν αντιμετωπίζεται ευνοϊκά από τις ντόπιες κοινωνίες, σε σημείο που φτάνει στην κοινωνικής αποξένωση, και στην αναγνώριση του στοιχείου της ιδιαίτερης ταυτότητας, την οποία δεν μπορούν να αποβάλλουν, ενισχύοντας την υπαγωγή τους στην έννοια της ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας. Σύμφωνα και με διεθνή νομολογία, τα θύματα του φαινομένου του trafficking, αντιμετωπίζονται ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα.

       Στα νομολογιακά παραδείγματα των ι.κ.ο., σίγουρα μπορεί να περιληφθεί και η έννοια της οικογένειας ως μία ι.κ.ο.( Chan v MIEA (1989), Mahuroof v MIMA (Federal Court of Australia, 13 March 1998) ,De Leon v MIMA [1999] FCA , 3 February 1999) , Aliparo v MIMA [1999] FCA 12 February 1999); Ali v MIMA [1999] FCA 14 May 1999), Sarrazola v MIMA [1999] FCA 19 February 1999); MIMA v Sarrazola (1999), C v MIMA (1999) , Giraldo v MIMA [2001] , (Sackville J, 23 February 2001), MIMA v Sarrazola (No. 2) (2001) , Singh v MIMA [1999] FCA 8 June 1999). Ωστόσο , εξαρτάται αποκλειστικά από τα πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε περίπτωσης εάν τα μέλη μίας οικογένειας, πληρούν τα κριτήρια της ι.κ.ο. (C v MIMA (1999), MIMA v Sarrazola (No. 2) (2001), Mahuroof v MIMA , Federal Court of Australia, 13 March 1998) ,  Aliparo v MIMA [1999] FCA 12 February 1999).  Στην υπόθεση Sarrazola κρίθηκε ότι τα χαρακτηριστικά, τα οποία ενώνουν συνήθως μία οικογένεια και την κάνουν να ξεχωρίζει και να διακρίνεται από όλες τις άλλες και την λοιπή κοινότητα θα είναι οι οικογενειακοί δεσμοί μεταξύ τους, είτε αυτοί προέρχονται από γάμο ή  εξ αίματος, και πάνω από όλα, πρέπει να εκλαμβάνονται και να αντιμετωπίζονται από την υπόλοιπη κοινότητα δημόσια ως κοινωνική ομάδα, την οποίαν την ξεχωρίζουν από την υπόλοιπη κοινωνία (MIMA v Zamora (1998), Mahuroof v MIMA  , Aliparo v MIMA [1999] FCA).

       Αξίζει πάλι να τονιστεί ότι  στην περίπτωση που αποδίδεται από την υπόλοιπη κοινωνία ο χαρακτηρισμός σε ένα άτομο της ιδιότητας του μέλους μίας ι.κ.ο., τότε και βάσει της διάταξης του άρθρου 10 παρά. 2 του εν λόγω νόμου, μπορεί αυτό το άτομο να θεωρηθεί πρόσφυγας λόγω της αποδιδόμενης ιδιότητας μέλους μίας ι.κ.ο. από τον εκάστοτε φορέα δίωξης ακόμη και εάν δεν ανήκει σε αυτήν την ι.κ.ο. διότι η αληθινή πρόθεση της Σύμβασης του 1951 και του  Ν.4636/2019 είναι ότι θεωρείται κανείς πρόσφυγας λόγω της συμμετοχής ή της αποδιδόμενης συμμετοχής σε ι.κ.ο. Αυτή ακριβώς η έννοια της συμμετοχής είναι και πρέπει να είναι ο ουσιαστικός λόγος της δίωξης  εάν θέλουμε θεωρηθεί ότι ο αιτών άσυλο φοβάται δίωξη για αυτόν τον λόγο της Σύμβασης.

       Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 10 παράγραφος 1 εδάφιο ε) του ως άνω νόμου η έννοια των πολιτικών πεποιθήσεων περιλαμβάνει ιδίως την υποστήριξη άποψης, ιδέας ή πεποίθησης, επί ζητήματος που σχετίζεται με τους ενδεχόμενους φορείς δίωξης, και με τις πολιτικές ή τις μεθόδους τους, ανεξαρτήτως του αν ο αιτών έχει εκδηλώσει εμπράκτως την εν λόγω άποψη, ιδέα ή πεποίθηση.  Επομένως, όπως και στους παραπάνω προαναφερθέντες λόγους της Σύμβασης του 1951 το νομοθετικό κείμενο χρησιμοποιεί την λέξη ιδίως, και καθίσταται σαφές ότι η εν λόγω έννοια  είναι μία ευρεία έννοια και καθιερώνεται πάλι ένα minimum στα στοιχεία που συγκροτούν την εν λόγω έννοια. Περαιτέρω, και εδώ, όπως και στους λοιπούς λόγους, και εν όψει της διάταξης του άρθρου 10 παράγραφος 2 του ίδιου νόμου, αρκεί και να αποδίδονται οι πολιτικές πεποιθήσεις από τον φορέα δίωξης στον αιτούντα άσυλο, για να θεωρηθεί ότι διώκεται αυτός λόγω των πολιτικών πεποιθήσεών του. Αυτός ο λόγος αποτελεί τον τελευταίο από τους 5 numerus clauses λόγους που θεσπίζει η Σύμβαση του 1951, και πρέπει κάθε φορά να ερευνάται με ερωτήσεις στον αιτούντα άσυλο εάν έχει υποστεί ή κινδυνεύει να υποστεί δίωξη και για τις πολιτικές του πεποιθήσεις.

    Η έννοια των πολιτικών πεποιθήσεων, αν και ευρεία ως έννοια, έχει κριθεί νομολογιακά (V v MIMA,1999)  ότι για αυτήν : α) αρκεί ένα άτομο να έχει ή να θεωρούν οι φορείς δίωξής του ότι έχει αντίθετες απόψεις με τα κυβερνητικά όργανα και τον διώκουν διότι είναι αντίθετος,β) δεν είναι απαραίτητο να είναι μέλος σε πολιτικό κόμμα ή σε άλλου είδους οργάνωση ή να είναι γνωστός τοις πάσι για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, γ) ότι οι πολιτικές πεποιθήσεις δεν περιορίζονται και δεν αναφέρονται μόνο στην ιδεολογία ενός πολιτικού κόμματος, δ) σίγουρα περιλαμβάνει την όποια αντίθετη άποψη ενός ατόμου με την κρατούσα άποψη της κυβέρνησης της χώρας καταγωγής του ατόμου αυτού σε οποιοδήποτε θέμα που απασχολεί τον κρατικό μηχανισμό εν γένει (Ramirez v MIMA (2000)

   Στην υπόθεση  Zheng v MIMA[2000] FCA), το δικαστήριο έκρινε ότι και η άρνηση ενός ατόμου να συμμετέχει σε ένα διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα και η προσπάθειά του να φέρει στην δημοσιότητα και να εκθέσει αυτό το σύστημα οδηγεί σε δίωξη λόγω πολιτικών πεποιθήσεων διότι μπορεί αυτή η στάση του ατόμου να θεωρηθεί ως πρόκληση στον κρατικό μηχανισμό. Πάντως, δίωξη λόγω πολιτικών πεποιθήσεων μπορεί να στοιχειοθετηθεί όχι μόνο για κάθε είδους δραστηριότητα, η οποία θεωρείται ως πρόκληση στην πολιτική της κυβέρνησης της χώρας καταγωγής του αιτούντος  άσυλο, αλλά και για κάθε δραστηριότητα η οποία θεωρείται ως πρόκληση στην πολιτική μίας ορισμένης ομάδας ατόμων στην χώρα καταγωγής του αιτούντος άσυλο, η οποία αντιτίθεται στην κυβερνητική πολιτική της χώρας αυτής (C v MIMA (1999), Attorney-General of Canada v Ward (1993) 103 DLR (4th) 1, Devarajan v MIMA [1999] FCA, 16 June 1999), αλλά δεν πρέπει, εν πάσει περιπτώσει να είναι αλληλένδετες οι έννοιες των πολιτικών πεποιθήσεων και της ιδεολογίας, της υποστήριξης και της συμμετοχής σε ένα πολιτικό κόμμα (C v MIMA (1999). Σημασία έχουν οι πολιτικές πεποιθήσεις του αιτούντος άσυλο τις οποίες διαθέτει ή του αποδίδουν. Επίσης, ο αιτών άσυλο πρέπει να ισχυριστεί ότι οι φορείς δίωξης είχαν πραγματική ή και υποθετική γνώση των πολιτικών του πιστεύω, και αυτός θα ήταν ο λόγος τιμώρησής του στην χώρα καταγωγής του(NAEU of 2002 v MIMIA [2002] FCAFC). Σε μία άλλη υπόθεση,(SZANB v MIMIA [2004] FMCA), το δικαστήριο θεώρησε ότι σημασία έχουν και οι πολιτικές πεποιθήσεις των φορέων δίωξης.

        Περαιτέρω βήμα στην ενδελεχή εξέταση του εάν ένας αλλοδαπός και αιτών άσυλο δικαιούται την χορήγηση πολιτικού ασύλου και την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπό του, είναι και η εξέταση εάν έχει την δυνατότητα αυτός να λάβει προστασία από την χώρα καταγωγής ή την χώρα συνήθους διαμονής του στην περίπτωση του ανιθαγενούς.

      Η έννοια της εγχώριας προστασίας, η οποία θεσπίζεται στην διάταξη του άρθρου 8 Ν.4636/2019, πρέπει να εφαρμόζεται συνδυαστικά με την διάταξη των άρθρων 6&7 του ίδιου νόμου. Από τον συνδυασμό των τριών αυτών διατάξεων, επομένως προκύπτει ότι  η προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης μπορεί να παρέχεται μόνο από:α)το κράτος ή β) ομάδες ή οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων διεθνών οργανισμών, που ελέγχουν το κράτος ή σημαντικό μέρος του εδάφους του, υπό την προϋπόθεση ότι επιθυμούν να προσφέρουν προστασία σύμφωνα με την παράγραφο 2 και είναι σε θέση να το πράξουν, και αρκεί να μην περιλαμβάνονται στους φορείς δίωξης το κράτος, οι ομάδες ή οργανώσεις, που ελέγχουν το κράτος ή σημαντικό μέρος του εδάφους του, ή οι  μη κρατικοί φορείς, αν μπορεί να καταδειχθεί ότι οι φορείς υπό α) και β), συμπεριλαμβανομένων των διεθνών οργανισμών δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμούν να παράσχουν προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 7. Η προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης πρέπει να είναι αποτελεσματική και μη προσωρινή. Η προστασία αυτή παρέχεται γενικά όταν οι φορείς της παραγράφου 1 λαμβάνουν εύλογα μέτρα για να αποτρέψουν τη δίωξη ή την πρόκληση σοβαρής βλάβης, μεταξύ άλλων με τη λειτουργία αποτελεσματικού νομικού συστήματος για τον εντοπισμό, την ποινική δίωξη και τον κολασμό πράξεων που συνιστούν δίωξη ή σοβαρή βλάβη, και όταν ο αιτών έχει πρόσβαση στην προστασία αυτή. Κατά την αξιολόγηση, αν διεθνής οργανισμός ελέγχει ένα κράτος ή σημαντικό μέρος του εδάφους του και παρέχει προστασία όπως περιγράφεται στην παράγραφο 2, λαμβάνονται υπόψη τυχόν κατευθυντήριες οδηγίες που περιέχονται σε οικείες πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς επίσης και σχετικές εκθέσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Στο πλαίσιο της αξιολόγησης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, οι αρμόδιες αρχές απόφασης αποφασίζουν ότι ο αιτών δεν χρήζει διεθνούς προστασίας, αν σε τμήμα της χώρας καταγωγής: α) δεν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί δίωξη ή δεν διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης ή β) ο αιτών έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 7, και μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και ναγίνει δεκτός σε εκείνο το τμήμα της χώρας και μπορεί λογικά να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί.  Εξετάζοντας εάν ο αιτών έχει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης ή έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης σε τμήμα της χώρας καταγωγής σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές απόφασης, κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης, λαμβάνουν υπόψη τις γενικές περιστάσεις που επικρατούν στο εν λόγω τμήμα της χώρας και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος σύμφωνα με το άρθρο 4. Για το σκοπό αυτό οι αρμόδιες αρχές απόφασης μεριμνούν για τη λήψη ακριβών και επικαιροποιημένων πληροφοριών από σχετικές πηγές, όπως η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Στήριξης για το Άσυλο.

     Είναι προφανές ότι η έννοια της εγχώριας κρατικής προστασίας έχει σημασία μόνο όταν και όπου υπάρχει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος ατομικής δίωξης για έναν τουλάχιστον από τους 5 λόγους της Σύμβασης του 1951, και όχι όποτε δεν διαπιστώνεται ένας τέτοιος φόβος (SZSHH v MIBP [2014] FCCA, 14 July 2014)). Επίσης η έννοια της εγχώριας προστασίας δεν νοείται στις περιπτώσεις όπου φορείς της δίωξης είναι όργανα του κράτους και επομένως ο φορέας της δίωξης είναι κρατικός ή όταν το κράτος είναι συνεργός. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα έχουμε δίωξη και θα δικαιολογείται η άρνηση και η αδυναμία του ατόμου να ζητήσει εγχώρια προστασία (SZSHH v MIBP [2014] FCCA, 14 July 2014).

       Στην περίπτωση όπου ένα άτομο έχει από περισσότερες από μία χώρες την ιθαγένεια, η δεύτερη παράγραφος της Σύμβασης του 1951 για τους Πρόσφυγες, δεν αναγνωρίζει το καθεστώς του πρόσφυγα εφόσον αυτοί μπορούν και να λάβουν επαρκή και αποτελεσματική εθνική προστασία σε μία από τις χώρες αυτές ( βλ. και SZIPL v MIAC(2009) 110 ALD 623 at [17και SZIPL v MIAC (2009) 112 ALD 468), και εφόσον δεν έχουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο ατομικής δίωξης για έναν από τους πέντε λόγους της Σύμβασης του 1951 από  τις δύο αυτές χώρες. Στην περίπτωση των ανιθαγενών, όπως προαναφέρθηκε στην σχετική ανάλυση, η εγχώρια προστασία θα αξιολογηθεί σε σχέση με την χώρα πρότερης συνήθους διαμονής του

         Η εγχώρια προστασία έχει δύο άκρα. Από την μία, αναφέρεται στην εσωτερική προστασία. Από την ανάγνωση της διατάξεως 7 Ν.4636/2019 βάρος δίνεται στην εσωτερική προστασία που παρέχει το κράτος και οι λοιποί φορείς προστασίας στους πολίτες μίας χώρας, αφού καθένας από αυτούς τους φορείς πρέπει να λαμβάνει εύλογα μέτρα για να αποτρέψει τη δίωξη, μεταξύ άλλων με τη λειτουργία αποτελεσματικού νομικού συστήματος για τον εντοπισμό, την ποινική δίωξη και τον κολασμό πράξεων που συνιστούν δίωξη, και όταν ο αιτών έχει πρόσβαση στην προστασία αυτή. Από την άλλη, από την γραμματική διατύπωση  στην διάταξη του άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, κατά την οποία ο πρόσφυγας πρέπει να βρίσκεται έξω από την χώρα καταγωγής του ,να μην μπορεί λόγω αυτού του φόβου να λάβει επαρκούς ή και οποιασδήποτε μορφής προστασίας από την χώρα αυτήν της καταγωγής του, έχει κριθεί νομολογιακά ότι αυτού του είδους η προστασία αναφέρεται στην διπλωματική εξωτερική προστασία που μπορεί να λάβει ένας πολίτης από τις διπλωματικές και προξενικές αρχές της χώρας καταγωγής του (MIMA v Khawar, 2002),( MIMA v Respondents S152/2003, 2004).  Στην απόφαση Applicant A v MIEA(1997), το δικαστήριο έκρινε ότι ο ορισμός του πρόσφυγα θέλει δύο σωρευτικές προυποθέσεις. Από την μία θέλει το άτομο όχι μόνο να βρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα, εξαιτίας ενός βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, θα υποστεί δίωξη για έναν από τους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους στην παραπάνω διάταξη της Σύμβασης, δηλαδή για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, αλλά και  πρέπει αυτός να μην μπορεί ή να μην θέλει λόγω αυτού του φόβου να λάβει επαρκούς ή και οποιασδήποτε μορφής προστασίας (δηλ. διπλωματική ή προξενική προστασία) από την χώρα αυτήν της καταγωγής του.

    Επίσης γίνεται αντιληπτό ότι υπάρχουν ποικίλα παραδείγματα όπου ένα άτομο  δεν μπορεί  ή δεν θέλει να λάβει επαρκούς προστασίας από την χώρα καταγωγής του. Παραδείγματος χάριν, μπορεί να μην έχει αυτή η χώρα διπλωματική αποστολή στην χώρα στην οποία βρίσκεται ο αιτών άσυλο (MIMA v Khawar (2002)), ή όταν του αρνούνται την χορήγηση εθνικού διαβατηρίου ή την ανανέωσή του, απώλεια ιθαγένειας, άρνηση από τις διπλωματικές και προξενικές αρχές να τον βοηθήσουν στην χώρα όπου και βρίσκεται (MIMA v Khawar (2002)). Εάν ανανεώσει το διαβατήριό του ο αιτών άσυλο από τις προξενικές αρχές τηςχώρας του στην τρίτη χώρα όπου βρίσκεται, αυτόματα σημαίνει ότι απολαμβάνει διπλωματική προστασία από την χώρα καταγωγής του, αλλά δεν τον αποκλείει από τον χαρακτηρισμό του πρόσφυγα δεδομένου του γεγονότος ότι ο ορισμός του πρόσφυγα θέλει δύο σωρευτικές προυποθέσεις, για τις οποίες έγινε αναφορά παραπάνω.

    Όταν δεν θέλει ο πολίτης την προστασία που του παρέχει η χώρα καταγωγής του ή συνήθους διαμονής του στην περίπτωση του ανιθαγενούς, αυτή του η άρνηση πρέπει να δίνεται για έναν από τους λόγους της Σύμβασης του 1951.

    Η απροθυμία ή και η αδυναμία παροχής διπλωματικής ή προξενικής προστασίας στο εξωτερικό μπορεί να εξηγηθεί εάν δούμε ότι και αυτή η απροθυμία ή αδυναμία συνδέεται με την ανεπαρκή και αναποτελεσματική προστασία, η οποία υπάρχει στο εσωτερικό της χώρας καταγωγής ή ακόμη και ότι η απλή αναζήτηση αυτής της προστασίας μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την επιστροφή του στην χώρα καταγωγής του, εκεί όπου είναι και οι φορείς δίωξής του(MIMA v Khawar (2002)).

   Περαιτέρω, στην περίπτωση όπου ο φορέας της δίωξης δεν είναι κρατικός, η προθυμία και η δυνατότητα του κράτους να παράσχει προστασία εν προκειμένω εξαρτάται από το γεγονός εάν ο φόβος είναι βάσιμος και δικαιολογημένος, εάν η συμπεριφορά του μη κρατικού φορέα δίωξης είναι και θεωρείται πράξη δίωξης, και εάν ο αιτών άσυλο είναι απρόθυμος ή και ανίκανος λόγω του φόβου τους να λάβουν προστασία (MIMA v Respondents S152/2003, 2004). Δηλ. εάν η χώρα καταγωγής ή η χώρα συνήθους διαμονής παρέχει στον οποιονδήποτε πολίτη της ένα ικανοποιητικό πείπεδο προστασίας, δεν υπάρχει τότε δίωξη.

         Σύμφωνα με τους σκοπούς της Σύμβασης του 1951, και του Ν.4636/2019, αυτό το οποίο πρέπει το κράτος να κάνει, είναι να λαμβάνει ή να μεριμνά για την λήψη εύλογων μέτρων για να αποτρέψει τη δίωξη ή την πρόκληση σοβαρής βλάβης, μεταξύ άλλων με τη λειτουργία αποτελεσματικού νομικού συστήματος για τον εντοπισμό, την ποινική δίωξη και τον κολασμό πράξεων που συνιστούν δίωξη ή σοβαρή βλάβη, και όταν ο αιτών έχει πρόσβαση στην προστασία αυτή. Με άλλα λόγια πρέπει το κράτος αυτό να διαθέτει και να λειτουργεί σύμφωνα με τις αρχές του Κράτους Δικαίου(A v MIMA, 1999). Στην έννοια των  εύλογων μέτρων ανήκει και η ισχυρή αστυνομική δύναμη, το αμερόληπτο δικαστικό σύστημα (MIMA v Respondents S152/2003 (2004)). Τα εύλογα αυτά μέτρα πρέπει να πληρούν διεθνή στάνταρντ (Osman v United Kingdom, 1998 ΕΔΔΑ). Επομένως, μόνο τότε δικαιολογείται η άρνηση του πολίτη να ζητήσει προστασία από την χώρα καταγωγής του, δηλ. όταν το επίπεδο προστασίας που παρέχει το κράτος δεν αναταποκρίνεται στα διεθνή στάνταρντ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Χρήσιμη πηγή πληροφόρησης για το περιεχόμενο αυτών των στάνταρντ είναι η απόφαση Osman v United Kingdom, η οποία είχε ως αντικείμενο την διάταξη του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ (νδ 53/1974) για το δικαίωμα στην ζωή ,και η οποία έκρινε ότι για την προστασία του δικαιώματος στην ζωή γίνεται με την θέσπιση αποτελεσματικών ποινικών διατάξεων για την πρόληψη την αποτροπή αλλά και την τιμώρηση της παραβατικής συμπεριφοράς, και αποτυγχάνουν οι αρχές της χώρας να προστατέψουν τον πολίτη τους όποτε είχαν λάβει γνώση ή έπρεπε να είχαν λάβει γνώση για την απειλή της ζωής ενός ατόμου από έναν άλλον και δεν έλαβαν αποτελεσματικά  μέτρα προστασίας, αν και μπορούσαν. Εάν δεν υπάρχει σχετικό υλικό ενημέρωσης, όπως πηγές πληροφόρησης για την χώρα καταγωγής δεν μπορούμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι η χώρα δεν παρέχει αποτελεσματική προστασία από πράξεις δίωξης εναντίον των πολιτών της (MIMA v Respondents S152/2003 (2004)). 

 

    Η αποτελεσματική προστασία που πρέπει να παρέχει το κράτος  και οι λοιποί φορείς προστασίας δεν σημαίνει ότι καλύπτει τις περιπτώσεις τυχαίας εγκληματικής συμπεριφοράς, η οποία παρατηρείται σε μία χώρα (Mehmood v MIMA, 2000), και η οποία τυχαία εγκληματική συμπεριφορά δεν έχει καμμία σχέση με την δίωξη υπό το φώς της Σύμβασης του 1951.

         Στο κείμενο της Σύμβασης του 1951, η εγχώρια προστασία παρέχεται αποκλειστικά από το κράτος. Μόνο στο κείμενο των άρθρων 7&8 Ν.4636/2019 αναφέρονται και άλλοι φορείς προστασίας πέραν του κράτους, το οποίο είναι όμως ο πρωταρχικός φορέας προστασίας από την δίωξη. Οι ομάδες ή οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων διεθνών οργανισμών, που ελέγχουν το κράτος ή σημαντικό μέρος του εδάφους του, είναι κυρίως ιδιωτικοί φορείς (όπως οι Hazara faction-SZQGT v MIAC [2011] FMCA 7 October 2011),Razai v MIAC [2011] FMCA, 27 October 2011),SZQKC v MIAC [2011] FMCA, 4 November 2011),SZQGU v MIAC [2012] FCA , 5 April 2012), ή συνδυασμός κυβερνητικών και φιλικών δυνάμεων, ή δυνάμεις ενός γειτονικού κράτους ή ενός σύμμαχου κράτους με το κράτος καταγωγής, οι μισθοφόροι, οι δυνάμεις των σωμάτων του ΟΗΕ, τα οποία προσκλήθηκαν για να επιβάλλουν την ειρήνη στην χώρα (Siaw v MIMA, 2001). Από την στιγμή που μία περιοχή είναι ασφαλής , ανεξάρτητα εάν η ασφάλεια αυτή παρέχεται από τα σώματα ασφαλείας του κράτους ή από τον ΟΗΕ, τότε δεν έχει ο αιτών άσυλο βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης.

Πέρα από την εξέταση της δυνατότητας της εσωτερικής μετεγκατάστασης, εξετάζεται στο ίδιο ακριβώς στάδιο μία άλλη παράλληλη δυνατότητα, αυτή της δυνατότητας και ικανότητας εσωτερικής μετεγκατάστασης.

       Η ικανότητα ενός ατόμου να μετεγκατασταθεί στα γεωγραφικά όρια της χώρας καταγωγής του εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Σύμφωνα με την ρητή γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 8 Ν.4636/2019 στο πλαίσιο της αξιολόγησης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, οι αρμόδιες αρχές απόφασης αποφασίζουν ότι ο αιτών δεν χρήζει διεθνούς προστασίας (άσυλο και επικουρική προστασία), αν σε τμήμα της χώρας καταγωγής: α) δεν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί δίωξη ή δεν διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης ή β) ο αιτών έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 7,και μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και να γίνει δεκτός σε εκείνο το τμήμα της χώρας και μπορεί λογικά να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί.

2. Εξετάζοντας εάν ο αιτών έχει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης ή έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης σε τμήμα της χώρας καταγωγής σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές απόφασης, κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης, λαμβάνουν υπόψη τις γενικές περιστάσεις που επικρατούν στο εν λόγω τμήμα της χώρας και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος σύμφωνα με το άρθρο 4. Για το σκοπό αυτό οι αρμόδιες αρχέςαπόφασης μεριμνούν για τη λήψη ακριβών και επικαιροποιημένων πληροφοριών από σχετικές πηγές, όπως η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Στήριξης για το Άσυλο.

       Κάθε φορά δηλ. πρέπει να ερευνώνται παράγοντες όπως  οι γενικές περιστάσεις στην χώρα καταγωγής του αιτούντος άσυλο, αλλά και οι προσωπικές περιστάσεις αυτού ώστε να ερευνάται εάν εφαρμόζεται η εναλλακτική λύση της εσωτερικής μετεγκατάστασης στην υπό κρίση ξεχωριστή υπόθεση. Πάνω από όλα, πρέπει ο αιτών άσυλο να πληροί τα κριτήρια του πρόσφυγα, ήτοι πρέπει να έχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο εξατομικευμένης δίωξης για έναν τουλάχιστον από τους 5 περιοριστικά αναφερόμενους στην Σύμβαση λόγους. Ο έλεγχος εάν μπορεί αυτό το άτομο να μετεγκατασταθεί είναι απαραίτητο βήμα στην έρευνα εάν ο αιτών ασύλο είναι και πρόσφυγας υπό την Σύμβαση του 1951. Στην υπόθεση SZATV v MIAC (2007) , και στην υπόθεση SZFDV v MIAC (2007), το δικαστήριο έκρινε ότι εάν ο αιτών άσυλο διέφυγε από την χώρα κααγωγής του χωρίς να ερευνήσει την πραγματική δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης όπου όντως έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης και μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και να γίνει δεκτός σε εκείνο το τμήμα της χώρας και μπορεί λογικά να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί, τότε αυτό το άτομο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης. Επομένως, εάν δεν  είναι εύλογο για τον αιτούντα άσυλο, ο οποίος έχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης κατά την Σύμβαση του 1951, να μετεγκατασταθεί σε ένα άλλο τμήμα της χώρας καταγωγής του με τα κριτήρια του άρθρου 8 πδ 141/2013, τότε αυτός μπορεί να θεωρηθεί  ότι όντως έχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης κατά τους ορισμούς της Σύμβασης του 1951(Randhawa v MILGEA (1994). Αντίστροφα, εάν ο αιτών μπορεί να μετεγκατασταθεί και να παραμείνει σε ένα άλλο τμήμα της χώρας καταγωγής του, τότε δεν έχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης. Στην υπόθεση MIBP v SZSCA  (2014),  το δικαστήριο έκρινε ότι η δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης πρέπει να εξετάζεται και ένα βήμα παραπέρα, ήτοι πρέπει να ερευνάται εάν ο αιτών άσυλο μπορεί και να παραμείνει στο τμήμα της χώρας καταγωγής του , που αναγκάζεται να μετεγκατασταθεί , και πρέπει εύλογα να αναμένεται ότι δεν θα ταξιδέψει αυτός έξω από τα γεωγραφικά όρια αυτής της περιοχής. Πάντα καλείται ο εξεταστής του αιτήματος ασύλου να ερευνήσει τι  εύλογα ο αιτών άσυλο πρέπει να κάνει κάθε φορά.

      Η αξιολόγηση του βάσιμου και δικαιολογημένου του φόβου δίωξης επικεντρώνεται  στον γεωγραφικό τόπο διαμονής του αιτούντος άσυλο. Από αυτόν το τόπο καλείται να φύγει άμεσα για να αποφύγει την δίωξη (SZRKY v MIAC (2012). Γίνεται σαφές ότι απαραίτητο στοιχείο για την εφαρμογή της μετεγκατάστασης είναι η ύπαρξη μίας πρωταρχικής και κύριας κατοικίας του αιτούντος, και ότι εκεί έχει ο αιτών ένα βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης (SZQZN v MIAC [2012] FMCA).Όποτε ο αιτών άσυλο δεν κινδυνεύει στον αρχικό τόπο κατοικίας του , τότε ερωτήματα εγείρονται εάν αυτός όντως έχει φόβο δίωξης υπό τα κριτήρια της Σύμβασης του 1951, και εάν δεν έχει, τότε δεν προβλέπεται και η δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης. Δεν εγείρεται το ζήτημα της εσωτερικής μετεγκατάστασης όταν ο αιτών έχει περισσότερες από μία περιοχές οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν ως τόποι διαμονής του. Πρέπει τότε να ερευνάται εάν ο αιτών έχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης και στον άλλο τόπο διαμονής του(SZQEN v MIAC (2012). Ο τόπος διαμονής, σαν έννοια, εξαρτάται από τα πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε υπόθεσης.

     Στην περίπτωση όπου ο αιτών έχει απλώς την καταγωγή από την χώρα καταγωγής του και δεν έχει μείνει σε αυτήν, και δεν έχει αναπτύξει δεσμούς με αυτήν την χώρα, τότε σε αυτήν την περίπτωση ερευνάται εάν έχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο στην ιδιαίτερη περιοχή καταγωγής του, και στην οποία , εάν δεν υπήρχε η δίωξη, θα αναμενόταν να ζήσει ή να μετοικήσει στο μέλλον(SZRKY v MIAC (2012). Αυτό όμως εξαρτάται και πάλι από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης.

   Επίσης, αυτό το οποίο πρέπει να κοιτάει κανείς είναι εάν ο φόβος δίωξης περιορίζεται σε μία τοποθεσία της χώρας καταγωγής και ιθαγένειας του αιτούντος άσυλο, και εάν θα ήταν εύλογο να περιμένει κανείς από τον αιτούντα να μετεγκασταθεί σε άλλη περιοχή της ίδιας χώρας (SZSRQ v MIBP [2014] FCCA). Πρέπει να κοιτάμε εάν υπάρχει, πρώτον, μία άλλη γεωγραφική περιοχή στην χώρα καταγωγής, όπου αντικειμενικά δεν υπάρχει φόβος να λάβει χώρα καμία πράξη δίωξης, και εάν το πρώτο ερώτημα απαντηθεί θετικά, το δεύτερο που πρέπει να κοιτάξουμε σε αυτήν την περίπτωση είναι εάν είναι εύλογο και πρακτικό να περιμένουμε από τον αιτούντα να μετοικήσει σε αυτήν την περιοχή.

    Το αντικειμενικό γεγονός πάνω στο οποίο βασίζεται η εναλλακτική της εσωτερικής μετεγκατάστασης είναι η ύπαρξη μίας γεωγραφικής περιοχής  όπου αυτός θα είναι ασφαλής από τους φορείς δίωξής του μέσα στην χώρα καταγωγής του. Επομένως, το θέμα της δυνατότητας αυτής εγείρεται όταν υπάρχει αντικειμενικά μία περιοχή όπου εκεί ο αιτών δεν θα υποστεί τις οποιεσδήποτε πράξεις δίωξης και επομένως μπορεί να ειπωθεί ότι η δίωξη του αυτή δεν λαμβάνει χώρα σε όλη την εδαφική επικράτεια της χώρα καταγωγής του.

    Για να δούμε εάν ο φόβος δίωξης περιορίζεται σε συγκεκριμένα εδαφικά όρια στην χώρα καταγωγής του αιτούντος άσυλο, χρήσιμες είναι οι επικαιροποιημένες πληροφορίες για αυτήν την χώρα. Επίσης, ρόλο σε αυτήν την κρίση διαδραματίζει το γεγονός εάν ο φορέας δίωξης είναι κρατικός ή μη κρατικός.

    Στην πρώτη περίπτωση, του κρατικού φορέα δίωξης, η δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης δεν είναι η προφανής επιλογή.  Όσο πιο στενός δεσμός υπάρχει μεταξύ της εν λόγω δίωξης και του κρατικού φορέα, και όσο περισσότερο έλεγχο ασκεί το κράτος στα κρατικά όργανα που προβαίνουν σε πράξεις δίωξης για λογαριασμό του κράτους, τότε ο αιτών άσυλο θα κινδυνεύει τόσο στην μία  όσο και στην άλλη γεωγραφική περιοχή του ίδιου κράτους, αν και πρέπει πάντα να ερευνώνται όλα τα πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε υπόθεσης (Januzi v SSHD [2006]).

    Στην δεύτερη περίπτωση, όπου ο φορέας δίωξης δεν είναι κρατικός, τότε η δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης δεν είναι η προφανής επιλογή μόνο εάν ο μη κρατικός φορέας δίωξης θα προβεί σε πράξεις δίωξης σε εκείνη την περιοχή. Σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να κοιτάει κανείς εάν το κράτος μπορεί και παρέχει προστασία στον αιτούντα άσυλο (Perampalam v MIMA (1999).

       Εάν ο αιτών άσυλο έχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης βασιζόμενους σε περισσότερους από έναν  λόγους , τότε πρέπει να ερευνάται η δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης για κάθε έναν από τους λόγους αυτούς (NABM of 2001 v MIMIA (2002).

     Όταν το σχετικό εδάφιο της διάταξης του άρθρου 8 αναφέρεται στο γεγονός ότι μπορεί ο αιτών άσυλο λογικά  και αντικειμενικά να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί, εννοεί ότι πρέπει να ερευνάται εάν είναι πρακτικά εύκολο και εν γένει πρακτικό εάν μπορεί να μετεγκατασταθεί εκεί. Αυτό εξαρτάται και πάλι από όλες τις πραγματικές περιστάσεις της εκάστοτε υπόθεσης.(SZATV v MIAC (2007).  Περαιτέρω, η απροθυμία ενός αιτούντος άσυλο χωρίς να υπάρχει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης σημαίνει ότι δεν δικαιούται την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα (Abdi v MIMA,2000). Το ίδιο ισχύει και όταν ο αιτών άσυλο έχει μη βάσιμο και μη δικαιολογημένο φόβο δίωξης (Kelly v MIMA, Federal Court of Australia,  9 December 1998).

         Όπως προκύπτει τόσο από το γράμμα, αλλά και από το πνεύμα της Σύμβασης του 1951 και του  Ν.4636/2019, στην δυνατότητα της εσωτερικής μετεγκατάστασης δεν ερευνώνται οι συνθήκες διαβίωσης στην περιοχή όπου αναγκάζεται να μετεγκατασταθεί ο αιτών άσυλο. Δηλ. δεν ενδιαφέρει εάν οι συνθήκες διαβίωσης σε εκείνη την περιοχή είναι καλές από άποψη ικανοποίησης των βασικών ατομικών δικαιωμάτων.(Januzi v SSHD,2006).Η δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης  έχει ως σκοπό την προστασία από κάθε είδους δίωξη υπό την έννοια της Σύμβασης του 1951μόνο, και τίποτε περισσότερο (SZATV v MIAC (2007)) Υπάρχουν άλλοι παράγοντες, οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη, όπως τα επίπεδα βίας στην περιοχή της μετεγκατάστασης.(MZYQU v MIAC (2012), και οι οποίοι αποκλείουν την δυνατότητα  για τον αιτούντα άσυλο να μπορεί λογικά να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί. Ο αιτών άσυλο δεν χρειάζεται να αποδείξει από την πλευρά του ότι υπάρχει πάντα ένας λόγος την Σύμβασης του 1951 πίσω από κάθε είδους δυσκολία ή κίνδυνος που καθιστούν την μετεγκατάσταση αδύνατη. Εάν ο αιτών προβάλλει επιχειρήματα εναντίον της μετεγκατάστασης, αυτά θα ληφθούν υπόψη (Woldie v MIMA  16 July 1998 , SZJLL v MIAC [2008] FMCA , SZHZZ v MIAC (2008)). Βέβαια, κάθε φορά λαμβάνονται υπόψη και παράγοντες όπως η γενική κατάσταση της χώρας καταγωγής του, και οι προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος άσυλο, αλλά ο εξεταστής του αιτήματος ασύλου δεν έχει υποχρέωση να κάνει τις δικές του έρευνες σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχουν προφανή κωλύματα μετεγκατάστασης (SZMZV v MIAC (2009)). Γενικά όμως, πρέπει να δίνεται προσοχή στις πραγματικές συνθήκες και δυσκολίες που επικρατούν σε μία περιοχή. Παραδείγματος χάριν, στην υπόθεση  MZZJY v MIBP [2014] FCA  το δικαστήριο έκρινε ότι αν και πρέπει να ερευνώνται σε μία υπόθεση  οι γενικές περιστάσεις που επικρατούν στο εν λόγω τμήμα της χώρας και οι προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος, μέριμνα πρέπει να δίνεται και στις δυσκολίες που αυτός ενδέχεται να αντιμετωπίσει σε εκείνη την περιοχή από την άποψη εάν κινδυνεύει από οτυς φορείς δίωξής του.

      Οι προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος άσυλο έχουν σχέση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ως άτομο και δεν είναι numerus clausus. Αναφέρονται σε ιδιότητες όπως η ηλικία του, οι εμπειρίες και τα βιώματά του, το φύλο του, η υγεία του, η τυχόν αναπηρία που μπορεί να έχει, οι οικογενειακές υποχρεώσεις και οι διαπροσωπικές του σχέσεις (AZAEHvMIBP[2015] FCA  ), αλλά και οι εθνικές και πολιτιστικές του καταβολές, τα θρησκευτικά του πιστεύω, η γλώσσα του, οι εργασιακές του εμπειρίες, η όποια παρελθούσα δίωξη και οι ψυχολογικές της επιπτώσεις στον ψυχικό του κόσμο(JanuzivSSHD[2006]), η ηλικία και οι οικογενειακοί δεσμοί του αιτούντος, το μορφωτικό του επίπεδο (AshrafvMIMA,14 November 1997), η εργασιακή εμπειρία(Montes-GranadosvMIMA[2000], 4 February 2000) η απουσία οικογενειακών δεσμών, και η προηγούμενη διαμονή του αιτούντος, η ικανότητα αυτοσυντήρησης και οι προοπτικές εργασίας(UmerleebevMIMA, 28 August 1997) η πιθανότητα επιστροφής του και επανένταξης και αποδοχής από τις λοιπές φυλές και η σταθερότητα στην περιοχή(AbdivMIMA(2000),η υγεία και η ασφάλεια του αιτούντος (NNNvMIMA[1999] FCA , 15 September 1999), η εργασιακή εμπειρία του αιτούντος και οι πολυγλωσσία του(SZHEPvMIAC[2007] ,13 August 2007), η οικογενειακή και επαγγελματική κατάσταση του αιτούντος (NAIZvMIMIA[2005] FCAFC , 11 March 2005), η κακή κατάσταση υγείας του αιτούντος άσυλο και η αδυναμία ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης (Franco-BuitragovMIMA, 27 October 2000), οι παρελθούσες βλαβες και νοητικές και ψυχολογικές συνθήκες (SYLBvMIMIA(2005) , η κακή ψυχολογική κατάσταση της υγείας του αιτούντος(MZYLHvMIAC[2011] FMCA, 17 November 2011),οι προηγούμενοι προσωρινοί τόποι  διαμονής (SZRLKvMIAC[2012] FMCA, 14 December 2012) οι η κατάθλιψη και η νευρική διαταραχή του αιτούντος (SZTJOvMIBP[2015] FCCA, 20 July 2015)        

         Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι καθήκον του εξεταστή του αιτήματος ασύλου του αιτούντος άσυλο να ερευνά εξαντλητικά και λεπτομερώς το ζήτημα της δυνατότητας εσωτερικής μετεγκατάστασης για έναν συγκεκριμένο αιτούντα και να εξηγεί για ποιο λόγο δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η δυνατότητα αυτή στην εκάστοτε υπό κρίση υπόθεση. Περαιτέρω η έρευνα πρέπει να γίνεται έχοντας υπόψη μόνο σε σχέση με τους ισχυρισμούς του αιτούντος ή προκύπτουν από το σύνολο του τυχόν αποδεικτικού υλικού(MZYQUvMIAC(2012),MZZJVvMIBP[2013] FCCA 1902, 20 November 2013) , MZZEHvMIBP[2013] FCCA, 27 September 2013) at [SZMCDvMIAC(2009),MZYSPvMIAC[2012] FMCA 447, 14 May 2012),MZYSPvMIAC[2012] FCA,7 August 2012).,AZABOvMIAC[2011] FMCA, 27 October 2011) ,SZSUYvMIAC[2014] FCCA ,31 January 2014) . Στην υπόθεση MZZQVvMIBP[2014] FCCA, 29 August 2014) το δικαστήριο έκρινε βάσει των ισχυρισμών του αιτούντος και με γνώμονα αυτούς τους συγκεκριμένους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του αιτούντος, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι θα ήταν αδύνατη η μετεγκατάσταση δεδομένης της διακριτικής μεταχείρισης που αυτός θα λάμβανε λόγω της εθνοτικής του καταγωγής .                                                       

          Οι γενικές κρατούσες συνθήκες στην χώρα καταγωγής και στο τμήμα της χώρας που μπορεί εύλογα να μετεγκατασταθεί ο αιτών ασύλο είναι ο δεύτερος παράγοντας, ο οποίος πρέπει να εξετάζεται κάθε φορά στην υπό κρίση περίπτωση. Δηλ. πρέπει να ερευνάται εάν οι συνθήκες διαβίωσης εκεί παρέχουν ασφάλεια και εάν μπορεί κανείς να βρει πρόσβαση με νόμιμο τρόπο(SZQXE v MIAC (2012)). Στην υπόθεση   SZATV v MIAC (2007)  κρίθηκε ότι η εσωτερική μετεγκατάσταση δεν είναι η λογική λύση εάν υπάρχουν εμπόδια στην πρόσβαση στην περιοχή εκείνη η οποία θεωρείται ως ασφαλής παράδεισος. Εάν υπάρχουν ενδείξεις ότι υπάρχουν άλλοι κίνδυνοι στην περιοχή εκείνη , τότε και σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι η λογική λύση. Δεν είναι η λογική λύση εάν πάλι αναγκαζόταν το άτομο να κρυφτεί για να είναι ασφαλής ή εάν δεν μπορούσε να είχε πρόσβαση ο αιτών ασύλο διότι απαιτούσε η περιοχή αυτή ταξιδιωτικά έγγραφα. Μία αδυναμία ή απροθυμία των αρχών της χώρας να παρέχει προστασία θα ήταν αρκετή απόδειξη ότι η ασφάλεια σε εκείνη την περιοχή δεν είναι βιώσιμη και διαρκής. Στην υπόθεση Januzi v SSHD (2006) το δικαστήριο έκρινε ότι στην δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης δεν πρέπει να κάνουμε συγκρίσεις  μεταξύ της περιοχής όπου διέμενε ο αιτών και της περιοχής όπου ανναγκάζεται να μετεγκατασταθεί. Αρκεί ότι υπάρχει η δυνατότητα μετεγκατάστασης. Δεν ενδιαφέρουν για την δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης οι διαφορετικές συνθήκες διαβίωσης σε άλλη περιοχή της ίδιας χώρας , είτε αυτές είναι κλιματικές, ή οικονομικές ή πολιτικές συνθήκες, αν και διαδραματίζουν ένα σημαντικό ρόλο για την αξιολόγηση τόσο το επίπεδο των ατομικών δικαιωμάτων όσο και την κακή οικονομική κατάσταση της περιοχής. Εν πάση περιπτώσει ,ερευνάται κάθε φορά εάν τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα που παραβιάζονται σε μία περιοχή είναι τόσο θεμελιωδούς σημασίας για την διαβίωση του αιτούντος ως άτομο και Υποκείμενο Δικαίου ώστε η στέρησή τους θα συνεπαγόταν βλάβη στην περιοχή της μετεγκατάστασης. Στην υπόθεση SZFDV v MIAC (2007) κρίθηκε ότι στην δυνατότητα της μετεγκατάστασης ερευνάται εάν παραβιάζονται στην περιοχή εκείνη τα δικαιώματα, τα οποία έχουν σχέση και αποτελούν λόγους της Σύμβασης του 1951.

      Ο προσδιορισμός της περιοχής της εσωτερικής μετεγκατάστασης μπορεί να γίνει μεριμνώνταςγια τη λήψη ακριβών και επικαιροποιημένων πληροφοριών από σχετικές πηγές, όπως η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Στήριξης για το Άσυλο, κατά την γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 8 του εν λόγω νόμου.  Βέβαια εξαρτάται από τις περιστάσεις του εκάστοτε αιτούντα άσυλο (SZSQH v MIAC [2013] FCCA, 15 July 2013). Βάσει αυτών των πηγών, ο εξεταστής του αιτήματος ασύλου ερευνά εάν σε μία περιοχή δεν κινδυνεύει ο αιτών να υποστεί δίωξη. Μπορεί, κατά μία άλλη προσέγγιση, να ερευνήσει ότι η δίωξη είναι γεωγραφικά απομονωμένη σε ορισμένο τμήμα της χώρας, πράγμα που θα σημαίνει ότι η υπόλοιπη χώρα είναι ασφαλής (SZSEW v MIMAC [2013] FCCA, 27 August 2013)  . Δεν απαιτείται περισσότερη έρευνα και  ακρίβεια στον προσδιορισμό της γεωγραφικής περιοχής όπου ο αιτών κινδυνεύει να υποστεί δίωξη, αλλά και ούτε όταν ερευνώνται οι περιοχές όπου δεν κινδυνεύει να υποστεί δίωξη (SZQBC v MIAC [2011] FMCA 18 July 2011). Επομένως, με βάση τις πληροφορίες για την χώρα καταγωγής, αρκεί ο προσδιορισμός γενικών περιοχών όπου ο αιτών θα είναι ασφαλής. Παραδείγματος χάριν, στην υπόθεση Umerleebe v MIMA,28 August 1997), κρίθηκε ότι δεν πρέπει, για την εσωτερική μετεγκατάσταση, να προσδιορίζεται ο ακριβής τόπος όπου ο αιτών θα έμενε ή θα έβρισκε οίκημα ή εργασία. Αυτό που είναι εύλογο σε αυτήν την περίσταση, είναι να ερευνάται η ρεαλιστική, πραγματική  και εύλογη δυνατότητα διαβίωσης ενός ατόμου σε άλλη περιοχή εντός της εδαφικής  επικράτειας στην χώρα καταγωγής του, από εκείνη στην οποία έχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης.

       Πολύ κρίσιμο, και εξαιρετικά σημαντικό είναι το στάδιο εξέτασης και πλήρωσης ή μη των ρητρών αποκλεισμού. Είναι κρίσιμες αυτές οι ασφαλιστικές δικλείδες προκειμένου να μην απολαύσουν τα προνόμια που αναγνωρίζονται και χορηγούνται με την διαδικασία αναγνώρισης στο πρόσωπο ενός αιτούντος διεθνούς προστασίας της ιδιότητας του πρόσφυγα και του καθεστώτος ασύλου, ο οποίος δικαιωματικά δεν δικαιούται , και αντίθετα καταχράται αυτήν την δυνατότητα διεθνούς προστασίας.

       Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 Γ ,1 Δ, 1 Ε & 1 ΣΤ της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 από την μία, και  2, 13 και 18 Ν.4636/2019 αντίστοιχα από την άλλη,  δικαιούχος διεθνούς προστασίας είναι το άτομο, το οποίο  πληροί τις θετές προϋποθέσεις για την αναγνώρισή του ως πρόσφυγας ή δικαιούχος καθεστώτος επικουρικής προστασίας. Μέριμνα πρέπει να δίνεται στις διατάξεις των άρθρων 11, 12 και 16&17 Ν.4636/2019, οι οποίες ρυθμίζουν τις περιπτώσεις εκείνες όπου το άτομο δεν δικαιούται την χορήγηση των παραπάνω καθεστώτων, είτε επειδή πλέον έπαυσε να θεωρείται πρόσφυγας ή δεν δικαιούνταν εξ αρχής την αναγνώριση τους ως δικαιούχος μίας από τις δύο ιδιότητες, επειδή θα είχε τελέσει κάποιο συγκεκριμένο αδίκημα, ή θα χαρακτηριζόταν ως επικίνδυνος για την δημόσια τάξη της Ελλάδας.

       Σε αυτό το κεφάλαιο θα γίνει ανάλυση τόσο στην έννοια του αποκλεισμού όσο και στην έννοια της παύσης του καθεστώτος του πρόσφυγα , ενώ οι αντίστοιχες ρυθμίσεις για τον δικαιούχο επικουρικής προστασίας, ο οποίος θεωρείται πρόσφυγας υπό την ευρεία έννοια στο Διεθνές Δίκαιο, θα αναλυθούν στο σχετικό κεφάλαιο.

       Ο ορισμός του πρόσφυγα στην διάταξη του άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 υπόκειται σε ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες αποκλείουν αιτούντες άσυλο , οι οποίοι, αν και πληρούν τα κριτήρια του ορισμού του πρόσφυγα, δεν έχουν ανάγκη την προστασία που τους παρέχει η ιδιότητα αυτή, για τον λόγο ότι απολαμβάνουν προστασία από ορισμένα όργανα των Ηνωμένων Εθνών, ή  από τρίτη ξένη χώρα ή ακόμη  θεωρούνται και ως ανάξιοι αυτής της προστασίας επειδή τέλεσαν ορισμένα πολύ σοβαρά αδικήματα. Στην θεωρητική ανάλυση των δύο εννοιών, χρήζουν αναφοράς οι διατάξεις των άρθρων 32 και 33 της Σύμβασης του 1951, οι οποίες κάνουν λόγο για την απέλαση των προσφύγων επί τη βάσει  της εθνικής ασφάλειας ή και της δημόσιας τάξης, ή όταν θεωρούνται κίνδυνος για την κοινότητα.

     Υπάρχουν ορισμένες ρήτρες στην Σύμβαση του 1951 από τις οποίες εξαρτάται εάν το οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέλος της Σύμβασης έχει υποχρεώσεις να προστατεύει όποιον αιτούντα άσυλο αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας., βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951(NAGV and NAGW of 2002 v MIMIA (2005), MIMIA v QAAH of 2004 (2006)). Οι σχετικές ρήτρες είναι στα σημεία Γ, Δ, Ε, ΣΤ του άρθρου 1.  Σύμφωνα με αυτά τα σημεία:. Γ.Η παρούσα Σύμβασις παύει εφαρμοζομένη επί προσώπων εμπιπτόντων εις τας διατάξεις της ως άνω παραγρ. Α εις τας κατωτέρω περιπτώσεις : 1. Εαν έκαμον εκ νέου οικειοθελώς χρήσιν της προστασίας της χώρας ης έχουν την υπηκοότητα, ή

2. εάν μετά την απώλειαν της υπηκοότητος αυτών, οικειοθελώς επανέκτησαν

ταύτην, ή 3. εάν απέκτησαν νέαν υπηκοότητα και απολαύουν της υπό της χώρας της

νέας αυτών υπηκοότητος παρεχομένης προστασίας, ή 4. εάν επέστρεψαν οικειοθελώς προς εγκατάστασιν εις την χώραν ή είχον εγκαταλείψει ή εκτός των συνόρων της οποίας παρέμενον φοβούμενοι διωγμόν, ή 5. εάν δεν δύνανται πλέον να εξακολουθούν αποποιούμενα την υπό της χώρας της υπηκοότητας αυτών παρεχομένην προστασίαν, δεδομένου ότι έχουν παύσει υφιστάμεναι αι προϋποθέσεις συνεπεία των οποίων ανεγνωρίσθησαν.- Σημειωτέον πάντως ότι αι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζονται εις την περίπτωσιν πρόσφυγος εμπίπτοντος εις την παράγραφον Α του άρθρου τούτου και δυναμένου να επικαλεσθή επιτακτικούς λόγους αναφερομένους εις προγενεστέρας διώξεις, ίνα αρνηθή να απολαύση της υπό της χώρας της υπηκοότητας αυτού παρεχομένης προστασίας. 6. Εάν προκειμένου περί προσώπων μη κεκτημένων υπηκοότητα τινά δύνανται ταύτα να επιστρέψουν εις την χώραν ένθα είχον την συνήθη αυτών διαμονήν, δεδομένου ότι αι προϋποθέσεις συνεπεία των οποίων ανεγνωρίσθησαν ως Πρόσφυγες, έχουν παύσει υφιστάμεναι. Σημειωτέον πάντως ότι αι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζονται εις την περίπτωσιν πρόσφυγος εμπίπτοντος εις την παράγραφον Α του άρθρου τούτου και δυναμένου να επικαλεσθή επιτακτικούς λόγους αναφερομένους εις προγενεστέρας διώξεις ίνα αρνηθή να επιστρέψη εις την χώραν ένθα είχε την συνήθη αυτού διαμονήν.

Δ. Η Σύμβασις αύτη δεν εφαρμόζεται επί προσώπων άτινα απολαύουν σήμερον της προστασίας ή συνδρομής παρεχομένης ουχί υπό του Υπατου Αρμοστού των Ηνωμένων Εθνών.- Οταν η ως άνω προστασία ή συνδρομή παύση παρεχομένη δι' οιανδήποτε αιτίαν χωρίς συγχρόνως να έχη οριστικώς ρυθμισθή η τύχη των προσώπων τούτων, συμφώνως προς τας υπό της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωμένων Εθνών ληφθείσας σχετικάς αποφάσεις, τα πρόσωπα ταύτα θα απολαύουν αυτομάτως των εκ της Συμβάσεως ταύτης απορρεόντων ευεργετημάτων.

Ε. Η Σύμβασις αύτη δεν εφαρμόζεται επί προσώπου όπερ αναγνωρίζεται υπό των αρμοδίων αρχών της χώρας ένθα έχει εγκατασταθή ως έχον τα συναφή προς την κτήσιν της υπηκοότητος της χώρας ταύτης δικαιώματα και υποχρεώσεις.

ΣΤ. Αι διατάξεις της Συμβάσεως ταύτης δεν εφαρμόζονται επί προσώπων δια

τα οποία υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύη τις ότι : α) έχουν διαπράξει εγκλήματα κατά της ειρήνης, έγκλημα πολέμου ή έγκλημα κατά της ανθρωπότητος εν τη εννοία των διεθνών συμφωνιών αίτινες συνήφθησαν επί σκοπώαντιμετωπίσεως των αδικημάτων τούτων.- β) έχουν διαπράξει σοβαρόν αδίκηματου κοινού ποινικού δικαίου ευρισκόμενα εκτός της χώρας της εισδοχής πριν ή  γίνουν ταύτα δεκτά ως πρόσφυγες υπό της χώρας ταύτης.- γ) είναι ένοχαενεργειών αντιθέτων προς τους σκοπούς και τας αρχάς των Ηνωμένων Εθνών.

    Περαιτέρω, στις διατάξεις των άρθρων 11,12&14 Ν.4636/2019, οι οποίες πρέπει να διαβάζονται και να εφαρμόζονται συνδυαστικά με τις παραπάνω ρήτρες του άρθρου 1 της Σύμβασης του 1951, βρίσκουμε όμοια διατύπωση. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 11 του ως άνω νόμου«1. Ο αλλοδαπός ή ο ανιθαγενής παύει να είναι πρόσφυγας, εάν: α) εξασφαλίσει εκ νέου οικειοθελώς την προστασία της χώρας της ιθαγένειάς του ή β) ανακτήσει οικειοθελώς την ιθαγένεια που απώλεσε κατά το παρελθόν ή γ) αποκτήσει νέα ιθαγένεια και απολαύει της προστασίας της χώρας που του χορήγησε τη νέα ιθαγένεια ή δ) έχει εγκατασταθεί εκ νέου οικειοθελώς στη χώρα που είχε εγκαταλείψει ή εκτός της οποίας είχε παραμείνει, εξαιτίας του φόβου ότι θα υποστεί δίωξη ή ε) δεν μπορεί πλέον να εξακολουθεί να αρνείται την προστασία που του παρέχει η χώρα της ιθαγένειας, διότι έχουν παύσει να υφίστανται οι συνθήκες που οδήγησαν στην αναγνώρισή του ως πρόσφυγα ή στ) στην περίπτωση ανιθαγενούς, αυτός αποκτήσει τη δυνατότητα να επιστρέψει στη χώρα της πρώην συνήθους διαμονής του, διότι έχουν παύσει να υφίστανται οι συνθήκες που οδήγησαν στην αναγνώρισή του ως πρόσφυγα. 2. Για την εφαρμογή των περιπτώσεων ε΄ και στ΄ της παραγράφου 1, εξετάζεται κατά πόσον η μεταβολή των συνθηκών είναι τόσο ουσιαστικής και μη προσωρινής φύσεως, ώστε ο φόβος του πρόσφυγα ότι θα υποστεί διώξεις να μην μπορεί πλέον να θεωρείται βάσιμος. 3. Τα στοιχεία ε΄ και στ΄ της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζονται σε πρόσφυγα, ο οποίος είναι σε θέση να επικαλεστεί επιτακτικούς λόγους που απορρέουν από προηγούμενη δίωξη για να αρνηθεί την προστασία που του παρέχει η χώρα ιθαγένειας ή στην περίπτωση ανιθαγενούς, η χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του.»

      Σύμφωνα, από την άλλη, με την διάταξη του άρθρου 12 Ν.4636/2019, «1. Αλλοδαπός ή ανιθαγενής αποκλείεται από το καθεστώς του πρόσφυγα εφόσον: α) εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου 1Δ της Σύμβασης της Γενεύης, το οποίο αφορά την παροχή προστασίας ή συνδρομής από όργανα ή Οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών, εκτός της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες. Σε περίπτωση που η εν λόγω προστασία ή συνδρομή έχει παύσει για οποιοδήποτε λόγο, χωρίς να έχει διευθετηθεί οριστικά η κατάσταση των προσώπων αυτών με σχετικό ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, τα πρόσωπα αυτά δικαιούνται αυτοδικαίως τα ευεργετήματα του παρόντος, β) αναγνωρίζεται από τις αρμόδιες αρχές της χώρας όπου έχει εγκατασταθεί ότι έχει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την κατοχή της ιθαγένειας της εν λόγω χώρας ή δικαιώματα και υποχρεώσεις αντίστοιχα προς αυτά. 2. Αλλοδαπός ή ανιθαγενής αποκλείεται από το καθεστώς του πρόσφυγα όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να θεωρείται ότι: α) έχει διαπράξει έγκλημα κατά της ειρήνης, έγκλημα πολέμου ή έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, όπως τα εγκλήματα αυτά ορίζονται στις οικείες διεθνείς συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί με σκοπό τη θέσπιση διατάξεων σχετικών με τα εγκλήματα αυτά, β) έχει διαπράξει σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα πριν την είσοδό του στην ελληνική επικράτεια. Ως σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα μπορεί να χαρακτηριστούν και εγκλήματα που η αντικειμενική τους υπόσταση συνίσταται σε αποτρόπαιη πράξη έστω και αν φέρεται ότι διαπράχθηκε με πολιτικό στόχο,γ) είναι ένοχος πράξεων που αντιβαίνουν προς τους σκοπούς και τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών όπως ορίζονται στο προοίμιο και στα άρθρα 1 και 2 του καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

3. Η παράγραφος 2 έχει εφαρμογή και σε άτομα τα οποία είναι ηθικοί αυτουργοί ή συμμετέχουν άλλως στη διάπραξη των προβλεπόμενων στην εν λόγω παράγραφο εγκλημάτων ή πράξεων. Σε κάθε περίπτωση εκτιμάται η βαρύτητα της συμμετοχής.»

    Τέλος, δεν πρέπει να παραλείπεται και η διάταξη του άρθρου 14 του ως άνω νόμου, «1. Το καθεστώς πρόσφυγα ανακαλείται ή δεν ανανεώνεται από την αποφαινόμενη αρχή, εφόσον το πρόσωπο αυτό παύσει να είναι πρόσφυγας σύμφωνα με το άρθρο 11.

2. Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης του πρόσφυγα να αποκαλύπτει κάθε σχετικό στοιχείο και να προσκομίζει κάθε σχετικό έγγραφο το οποίο έχει στη διάθεσή του, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1, η αποφαινόμενη αρχή καταδεικνύει σε εξατομικευμένη βάση ότι ο ενδιαφερόμενος έχει παύσει να είναι πρόσφυγας ή δεν υπήρξε ποτέ πρόσφυγας.

3. Η αποφαινόμενη αρχή ανακαλεί ή αρνείται να ανανεώσει το καθεστώς πρόσφυγα αν, μετά τη χορήγησή του, θεμελιώσει ότι: α) το εν λόγω πρόσωπο θα έπρεπε να είχε αποκλεισθεί ή αποκλείεται από το καθεστώς πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 12,

β) η εκ μέρους του ενδιαφερομένου παραποίηση ή παράλειψη γεγονότων, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης πλαστών εγγράφων, υπήρξε αποφασιστική για τη

χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα.

4. Η αποφαινόμενη αρχή ανακαλεί, τερματίζει ή αρνείται να ανανεώσει το καθεστώς που χορηγήθηκε σε πρόσφυγα όταν: α) ευλόγως θεωρείται ότι το πρόσωπο αυτό συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια της χώρας, β) το πρόσωπο αυτό, συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία της χώρας, λόγω τελεσίδικης καταδίκης του για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος.

5. Τα πρόσωπα στα οποία έχει εφαρμογή η παράγραφος 4, απολαμβάνουν των δικαιωμάτων που προβλέπονται ή είναι ανάλογα εκείνων που προβλέπονται στα άρθρα 3, 4, 16, 22, 31, 32 και 33 της Σύμβασης της Γενεύης, εφόσον βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια.»

       Από την διάταξη του άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 προκύπτουν οι βασικές προυποθέσεις για να αναγνωριστεί  ο αιτών άσυλο ως πρόσφυγας. Με τις παραπάνω ρήτρες βλέπουμε εάν η Ελλάδα έχει διεθνείς υποχρεώσεις απέναντι σε αυτά τα άτομα, και χωρίς να εξετάζουμε προηγουμένως και ξεχωριστά εάν το άτομο ή τα άτομα πληρούν τα κριτήρια του ορισμού του πρόσφυγα. Εάν δούμε ότι πληρούται μία από αυτές τις ρήτρες, τότε δεν χρειάζεται να προχωρήσουμε σε περαιτέρω εξέταση του αιτήματος ασύλου (MIMA v Thiyagarajah (1997), MIMA v Singh (2002)).

 

     Αξίζει να τονιστεί ότι πρωταρχικός στόχος της Σύμβασης του 1951 είναι η προστασία του ατόμου από τις απειλές που αυτό δέχεται στην χώρα καταγωγής του. Η Σύμβαση δεν απαιτεί ότι η προστασία θα είναι αναγκαία και συνεχόμενη όταν περάσει η απειλή (MIMIA v QAAH of 2004 (2006)). Η  πρώτη διάταξη του άρθρου 1 Γ της Σύμβασης, αναφέρεται στα άτομα, τα οποία αν και είχαν λάβει προστασία υπό την έννοια της Σύμβασης, δεν την χρειάζονται άλλο. Στην σύλληψη της έννοιας του Προσφυγικού Δικαίου υπάρχει η αρχή της μη μονιμότητας του προσφυγικού καθεστώτος.  Λόγω αυτής της αρχής μπορούσε ένα κράτος να απαλλαγεί από το καθήκον προστασίας όταν δεν είναι αναγκαία πλέον η διεθνής προστασία ((UNHCR, Discussion Note on the Application of the ‘ceased circumstances’ Cessation Clauses in the 1951 Convention, 20 December 1991 (EC/SCP/1992/CRP.1, J Fitzpatrick, Current Issues in Cessation of Protection Under Article 1C of the 1951 Refugee Convention and Article 1.4 of the 1969 OAU Convention, Background Paper for UNHCR‟s Lisbon expert roundtable, May 2001; UNHCR ‘Cessation of Status’ Executive Committee Conclusion No. 69 (9 October 1992); UNHCR, Guidelines on International Protection No. 3: Cessation of Refugee Status under Article 1C(5) and (6) of the 1951 Convention relating to the Status of Refugees (the "Ceased Circumstances" Clauses), 10 February 2003, HCR/GIP/03/03(„Ceased Circumstances Guidelines, 2003’)).

    Οι περιπτώσεις που αναφέρονται στην διάταξη αυτή ανατικατοπτρίζουν και τους αρχικούς λόγους για τους οποίους χορηγήθηκε το καθεστώς του πρόσφυγα σε συγκεκριμένο αιτούντα ασύλου. Οι τέσσερις πρώτες περιπτώσεις αναφέρονται σε αλλαγές τις οποίες έκαναν οι ίδιοι οι πρόσφυγες. Οι ρήτρες υπ’αριθμό 5&6 αναφέρονται στο γεγονός ότι δεν είναι δικαιολογημένη η διεθνή προστασία επειδή έπαυσαν να υπάρχουν οι λόγοι στην χώρα του, είτε οι γενικές συνθήκες είτε και οι προσωπικές περιστάσεις, για τους οποίους αναγνωρίστηκε ένα άτομο ως πρόσφυγας (UNHCR, Handbook on Procedures and Criteria for Determining Refugee Status, (UNHCR, επανέκδοση του  2011)).

       Αν  και το ενδιαφέρον της διάταξη αυτής είναι μεγάλο (J Fitzpatrick and R Bonoan, „Cessation of refugee protection‟ in E Feller, V Turk and F Nicholson (eds), RefugeeProtectioninInternationalLaw: UNHCRsGlobalConsultationsonInternationalProtection(UNHCR, 2003) , ωστόσο στην πράξη, στην διεθνή κοινότητα, δεν έχει τύχει μεγάλης εφαρμογής (G Goodwin-Gill and J McAdam, TheRefugeeinInternationalLaw(Oxford University Press, 3rd edition, 2007) και δεν υπάρχει συγκριτική νομολογία των συμβαλλομένων Κρατών που μπορεί να χρησμιεύσει ως  σχετική πυξίδα (R (Hoxha) v Special Adjudicator, UNHCR Policy and Practice, 5/01/2005).

     Από την γραμματική διατύπωση των πρώτων περιπτώσεων της διάταξης του άρθρου 1 Γ, προκύπτει ότι το ίδιο το άτομο , το οποίο αναγνωρίστηκε ως πρόσφυγας, κινεί την διαδικασία για να παύσει να θεωρείται ως τέτοιος.

      Η πρώτη ρύθμιση της εν λόγω διάταξης, αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία οι πρόσφυγες, οι οποίοι είχαν την υπηκοότητα της χώρας καταγωγής τους και παρέμεναν έξω από την χώρα αυτή για έναν από τους λόγους της Σύμβασης, εκ νέου οικειοθελώς έκαναν χρήση της προστασίας της χώρας της  οποίας έχουν την υπηκοότητα. Η προστασία της χώρας της υπηκοότητάς τους σε αυτό το πλαίσιο σημαίνει ότι  δημιούργησαν οι πρόσφυγες ομαλές σχέσεις με τις αρχές στην χώρα τους με δικές τους ενέργειες όπως με την καταγραφή τους στις προξενικές αρχές της χώρας τους, με την ανανέωση των διαβατηρίων τους ή άλλων εγγράφων δηλωτικών των στοιχείων τους (Goodwin-Gill and McAdam, UNHCR, NoteontheCessationClauses 1997, MIMAvKhawar(2002)).   Το παρόν εδάφιο στο εν λόγω άρθρο όμως δεν αναφέρεται στους πρόσφυγες που επέστρεψαν στην χώρα καταγωγής τους. Βέβαια, η ανανέωση και η χρήση του εθνικού τους διαβατηρίου με επισκέψεις στην χώρα καταγωγής τους μπορεί να παρέχει πειστικές αποδείξεις περί παύσης του καθεστώτος του πρόσφυγα ((Goodwin-Gill and McAdam, The Concept of the Refugee in International Law,136). Ανάλογα με τις ατομικές περιστάσεις του εκάστοτε πρόσφυγα, το ταξίδι στην χώρα καταγωγής  με ταξιδιωτικό έγγραφο εκδοθέν από την χώρα υποδοχής δεν σημαίνει και παύση του καθεστώτος του πρόσφυγα (Katz J in A v MIMA, 1999).

   Τα σωρευτικά κριτήρια που θέτει το παρόν εδάφιο στην διάταξη του άρθρου 1 Γ είναι: α) πρέπει ο πρόσφυγας να δρα οικειοθελώς, με την θέλησή του όταν αιτείται ξανά την προστασία από την χώρα καταγωγής του, β) πρέπει επίσης οι αρχές του κράτους του να είναι πρόθυμες να τον βοηθήσουν,  και γ) πρέπει  ο πρόσφυγας να λαμβάνει πραγματική προστασία (JC Hathaway and M Foster, The Law of Refugee Status,Cambridge University Press, 2nd edition, 2014), σελ 465-466, Goodwin-Gill and McAdam, , P Weis, „The Concept of the Refugee in International Law‟ (1960) 87 Journaldudroitinternational).

    Στην περίπτωση του πρώτου εδαφίου στην διάταξη του άρθρου 1Γ πρέπει να λαμβάνονται όλες οι συνθήκες της επικοινωνίας του πολίτη-πρόσφυγα με το κράτος του, όπως εάν αυτή η επικοινωνία ήταν επιτυχής, εάν έφερε θετικά αποτελέσματα για τον πρόσφυγα (Goodwin-Gill and McAdam, The Concept of the Refugee in International Law  137).  Η φυσική παρουσία ενός πρόσφυγα στην χώρα καταγωγής του ή σε τμήμα της δεν σημαίνει ότι αυτόματα και την παύση του καθεστώτος του πρόσφυγα. Αυτό που έχει σημασία στο εν λόγω εδάφιο είναι η πρόθεση των κρατικών αρχών να προστατέψουν ξανά τον πολίτη τους και να ομαλοποιήσουν τις μεταξύ τους σχέσεις (Rezaei v MIMA [2001] FCA)

        Το δεύτερο εδάφιο του εν λόγω άρθρου (Άρθρο 1 Γβ) αναφέρεται στην εκούσια επανάκτηση της ιθαγένειάς του  που απώλεσε κατά το παρελθόν. Και στην προκείμενη περίπτωση οι ενέργειες του πρόσφυγα οι οποίες οδηγούν στην επανάκτηση πρέπει να είναι εκούσιες, και χρησιμοποιώντας την γραμματική διατύπωση του εδαφίου στο άρθρο, οικειοθελείς. Πρέπει να είναι μόνο οικειοθελής, να έχει γνώση ότι επανακτά την απωλεσθείσα ιθαγένεια, ακολουθώντας τη νόμιμη διαδικασία και ως εκ τούτου αποκλείονται οι περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες το άτομο εξαναγκάζεται , ακούσια, και με τη χρήση βίας ή απατηλών μέσων να μετοικήσει στην χώρα καταγωγής του από την χώρα υποδοχής.

       Το τρίτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου (Άρθρο 1 Γγ) αναφέρεται στους πρόσφυγες εκείνους οι οποίοι αποκτούν μία νέα υπηκοότητα και απολαμβάνουν την προστασία, η οποία τους παρέχεται από την νέα αυτή χώρα.Σε αντίθεση με τα δύο προηγούμενα εδάφια,το συγκεκριμένο δεν χρειάζεται οικειοθελή συμπεριφορά από τον πρόσφυγα (JC Hathaway and M Foster, The Law of Refugee Status,Cambridge University Press, 2nd edition, 2014, σελ. 497), αλλά πρέπει αυτή η νέα υπηκοότητα να παρέχει αποτελεσματική προστασία στον πρόσφυγα, όπως να του αναγνωρίζονται τα δικαιώματα της επιστροφής και της διαμονής (Goodwin-Gill and McAdam, UNHCR, NoteontheCessationClauses 1997).

        Το τέταρτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου (Άρθρο 1 Γ δ) αποτελεί απόρροια του κριτηρίου στον ορισμό του πρόσφυγα, το οποίο απαιτεί από τον πρόσφυγα να βρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα ή της προτέρας συνήθους διαμονής (A Grahl-Madsen, The Status of Refugees in International Law (Sijthoff Leyden, 1966)). Εφαρμόζεται τόσο στους ανιθαγενείς πρόσφυγες όσο και σε όσους έχουν μία υπηκοότητα, οι οποίοι εκούσια διαμένουν ξανά στην χώρα από την οποία διέφυγαν. Από τα ενδεικτικό γεγονός της επαναγκατάστασής τους προκύπτει ότι το άτομο που έχει αναγνωριστεί ως πρόσφυγας δεν επιθυμεί την προστασία που του παρέχει μία άλλη χώρα, πέρα από την χώρα καταγωγής του (JC Hathaway and M Foster, The Law of Refugee Status, (Cambridge University Press, 2nd edition, 2014).

   Σίγουρα δεν αρκεί το απλό γεγονός της φυσικής επιστροφής, αλλά ούτε και η απλή επίσκεψη ή η απλή παρουσία στην χώρα αυτή. Εγκατάσταση επί μονιμότερης βάσης με καμμία αποδεδειγμένη πρόθεση αναχώρησης από την χώρα καταγωγής, ή ακόμη και παρατεταμένες και τακτικές επισκέψεις μπορούν να οδηγούν στην σκέψη ότι  υπάρχει σε αυτές τις περιπτώσεις επανεγκατάσταση, ή ότι ο πρόσφυγας δεν έχει περαιτέρω ανάγκη από διεθνή προστασία (JC Hathaway and M Foster, The Law of Refugee Status, (Cambridge University Press, 2nd edition, 2014). Σαν νομολογιακό παράδειγμα επανεγκατάστασης μπορεί να ληφθεί από την υπόθεση (Rezaei v MIMA 2001), κατά την οποία η υιοθεσία ενός παιδιού στο Ιράν μέσω της Ιρανικής νομοθεσίας και η απραμονή εκεί για 2 έτη.

      Το πέμπτο και έκτο εδάφια του εν λόγω άρθρου (Άρθρο 1 Γ ε&στ) εφαρμόζονται και σε αυτήν την περίπτωση τόσο στους έχοντες υπηκοόητα, όσο και στους ανιθαγενείς, και αποτελούν παράλληλες ρήτρες. Το άρθρο 1Γ(ε) εφαρμόζεται στους πολίτες μίας χώρας, οι οποίοι, λόγω της αλλαγής των συνθηκών, δεν μπορούν άλλο να αρνούνται την προστασία που τους παρέχει το κράτος του οποίου φέρουν ητν υπηκοότητα.

    Από την άλλη, το άρθρο 1Γ(στ) εφαρμόζεται στους ανιθαγενείς πρόσφυγες, οι οποίοι, για τον ίδιο λόγο με το προηγούμενο εδάφιο, λόγω δηλ. της αλλαγής των συνθηκών, μπορούν να γυρίοουν στην χώρα της πρότερης συνήθους διαμονής τους. Από την γραμματική διατύπωση του άρθρου στα δύο αυτά εδάφια , δηλ. από το γεγονός ότι «δεδομένου ότι έχουν παύσει υφιστάμεναι αι προϋποθέσεις συνεπεία των οποίων ανεγνωρίσθησαν» και «δεδομένου ότι αι προϋποθέσεις συνεπεία των οποίων ανεγνωρίσθησαν ως Πρόσφυγες, έχουν παύσει υφιστάμεναι», προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις μπορούν να αλλάξουν  από στιγμή σε στιγμή για έναν πρόσφυγα στην χώρα καταγωγής του (MIMIA v QAAH of 2004 (2006)). Αυτό που έχει σημασία εν προκειμένω είναι ότι τα δύο αυτά εδάφια αναφέρονται όχι μόνο στην γενική κατάσταση που επικρατεί στην χώρα καταγωγής του πρόσφυγα αλλά και στις ατομικές συνθήκες του εκάστοτε πρόσφυγα, δηλ. εάν άλλαξε η αντιμετώπιση στην χώρα καταγωγής των ατόμων εκείνων από τους φορείς δίωξης ως προς τους λόγους που τους οδήγησαν να αναχωρήσουν εξ αρχής από την χώρα τους και οι οποίοι αποτελούν και λόγους της Σύμβασης του 1951, τότε έχουμε αλλαγή των προϋποθέσεων συνεπεία των οποίων αναγνωρίσθηκαν αυτοί ως πρόσφυγες. Επίσης, έχει κριθεί νομολογιακά , και αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της ΥΑΟΗΕ, ότι δεν έχει σημασία εάν  η αλλαγή στις προϋποθέσεις είναι ουσιώδης, βιώσιμη, αποτελεσματική, και δεν φέρει κανένα βάρος απόδειξης ο εξεταστής του αιτήματος ασύλου του για να αποδείξει ότι είναι τέτοιου είδους και ποιότητας η αλλαγή αυτή (QAAH v MIMIA (2005), NBGM v MIMIA (2006)). Γενικά όμως η αλλαγή στις  προϋποθέσεις πρέπει να είναι πραγματική και βελτιωτική και αδύνατον να ανατραπεί στο προσεχές μέλλον. Ειδάλλως οι υποχρεώσεις προστασίας του πρόσφυγα από την χώρα υποδοχής δεν παύουν(MIMIA v QAAH of 2004 (2006)). Ο εξεταστής του αιτήματος ασύλου του αιτούντος πρέπει να αξιολογεί το σύνολο των συνθηκών που υπάρχουν σε μία άλλη χώρα (MIMIA v QAAH of 2004 (2006)).

 

    Η διάταξη του άρθρου 1 Γ (ε&στ) περιέχει εξαιρέσεις από την παύση του καθεστώτος του πρόσφυγα μόνο εάν ο πρόσφυγας μπορεί, είναι σε θέση να επικαλστεί επιτακτικούς λόγους , και οι οποίοι αναφέρονται σε προγενέστερες διώξεις, δηλ εδώ αναφερόμαστε στους πρόσφυγες της διάταξης του άρθρου 1Α(1) της Σύμβασης (P Weis, „The Concept of the Refugee in International Law‟ (1960) 87 Journaldudroitinternational), και όχι στους πρόσφυγες της διάταξης του άρθρου 1Α(2), δηλ. στους πρόσφυγες της εποχής μας ((R (Hoxha) v Special Adjudicator [2005] , QAAH v MIMIA (2005) 145 FCR ,SZCDM v MIMIA[2006] FMCA, 24 February 2006). Έχει γίνει δεκτό ότι το εν λόγω εδάφιο τυγχάνει μίας ευρείας εφαρμογής, διότι δεν είναι ανθρώπινο να περιμένει κανείς από άτομα τα οποία έχουν τραυματιστεί από προγενέστερες διώξεις ή και από απώλεια των μελών της οικογενείας τους να επιστρέψουν στην χώρα εκείνη της καταγωγής τους όπου έλαβαν χώρα αυτές οι διώξεις (Fitzpatrick and R Bonoan, „Cessation of refugee protection‟ in E Feller, V Turk and F Nicholson (eds), Refugee Protection in International Law, : G Goodwin-Gill and J McAdam, The Refugee in International Law (Oxford University Press, 3rd edition, 2007).

        Η διάταξη του άρθρου 1Δ της Σύμβασης του 1951 χρησιμοποιείται για να αποκλείσει από την προστασία που παρέχει η σύμβαση αυτή τα άτομα εκείνα τα οποία λαμβάνουν προστασία ή συνδρομή από ένα όργανο ή από μία υπηρεσία του ΟΗΕ, άλλον από τον Ύπατο Αρμοστή των Η.Ε.  Κατά την γραμματική διατύπωση του εν λόγω εδαφίου: «Η Σύμβασις αύτη δεν εφαρμόζεται επί προσώπων άτινα απολαύουν σήμερον της προστασίας ή συνδρομής παρεχομένης ουχί υπό του Υπατου Αρμοστού των Ηνωμένων Εθνών.- Οταν η ως άνω προστασία ή συνδρομή παύση παρεχομένη δι' οιανδήποτε αιτίαν χωρίς συγχρόνως να έχη οριστικώς ρυθμισθή η τύχη των προσώπων τούτων, συμφώνως προς τας υπό της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωμένων Εθνών ληφθείσας σχετικάς αποφάσεις, τα πρόσωπα ταύτα θα απολαύουν αυτομάτως των εκ της Συμβάσεως ταύτης απορρεόντων ευεργετημάτων.»

    Αξίζει να τονιστεί ότι στην κωδικοποιημένη μορφή του ορισμού του πρόσφυγα, η οποία απαντά στην διάταξη του άρθρου 2 Ν.4636/2019, γίνεται έμμεση αναφορά στην διάταξη του άρθρου 1Δ, η οποία επαναλαμβάνεται ως η πρώτη περίπτωση αποκλεισμού ενός ατόμου από το  καθεστώς του πρόσφυγα στην διάταξη του άρθρου 12 Ν.4636/2019. Ιστορικά, η διάταξη αυτή καλύπτει την περίπτωση των Παλαιστινίων στα πρώτα χρόνια δημιουργίας του κράτους του Ισραήλ και την προστασία τους από τον ΟΗΕ, και κρίθηκε νομολογιακά (MIMA v WABQ (2002), ότι το σώμα του ΟΗΕ που τέθηκε για να προστατέψει τους Παλαιστηνίους, η UNCCP, ήταν η μόνη που παρείχε προστασία υπό το φως του άρθρου 1 Δ.

        Στην απόφαση  MIMA v WABQ (2002), το δικαστήριο δέχτηκε ότι η εν λόγω διάταξη αναφέρεται σε ομάδες ατόμων, δηλ. ομάδες φυσικών προσώπων, παρά σε άτομα σε ατομικό, εξατομικευμένο επίπεδο. Μάλιστα, εάν μία ομάδα ατόμων λάμβανε προστασία ή συνδρομή, η εν λόγω διάταξη θα εφαρμοζόταν σε όλα τα μέλη αυτής της ομάδας, ακόμη και εάν ένα μέλος από την ομάδα αυτή δεν λάμβανε μέχρι πρότινος αυτήν την προστασία ή συνδρομή.

      Στην  ίδια απόφαση,  MIMA v WABQ (2002), το δικαστήριο έκρινε ότι η λέξη σήμερον  στο εν λόγω εδάφιο αναφέρεται στο έτος 1951, δηλ. στο έτος που υπογράφηκε η Σύμβαση της Γενεύης για τους Πρόσφυγες, και στις κρατούσες συνθήκες της εποχής εκείνης όσο και στις συνθήκες μετά το 1951, όποτε παρουσιαστεί η ανάγκη να εφαρμοστεί η εν λόγω διάταξη.

     Στην απόφαση Abou-Loughod v MIMA [2001] το δικαστήριο έκρινε ότι η λέξη απολαύουν μπορεί να σημαίνει τόσο την πραγματική κατάσταση όσο και το δικαίωμα να απολαύσουν, αλλά δεν έχει πρακτική σημασία η διάκριση αυτή, αφού η εν λόγω διάταξη αναφέρεται σε ομάδες ατόμων, διότι η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται σε όλα τα μέλη αυτής της ομάδας, ακόμη και εάν ένα μέλος από την ομάδα αυτή δεν λάμβανε μέχρι πρότινος αυτήν την προστασία ή συνδρομή.

   Στην απόφαση MIMA v WABQ (2002)  το δικαστήριο, από την άλλη, έκρινε ότι η προστασία και η συνδρομή είναι δύο ισοδύναμες έννοιες.

    Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 1 Δ,  δηλ. όταν η ως άνω προστασία ή συνδρομή παύση παρεχομένη δι' οιανδήποτε αιτίαν χωρίς συγχρόνως να έχη οριστικώς ρυθμισθή η τύχη των προσώπων τούτων, συμφώνως προς τας υπό της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωμένων Εθνών ληφθείσας σχετικάς αποφάσεις, τα πρόσωπα ταύτα θα απολαύουν αυτομάτως των εκ της Συμβάσεως ταύτης απορρεόντων ευεργετημάτων, αναφέρεται, όπως και το όλο άρθρο 1Δ σε μία ομάδα ατόμων για την οποία όμως έχει παύσει η προστασία ή η συνδρομή, και δεν αναφέρεται όταν έχει παύσει η προστασία για ένα συγκεκριμένο άτομο, το οποίο π.χ. έχει φύγει από την περιοχή όπου η προστασία ή η συνδρομή παρεχόταν (MIMA v WABQ (2002)) Επομένως, θα ήταν λάθος να  θεωρήσουμε ότι η διάταξη του άρθρου 1 Δ δεν καταλαμβάνει την περίπτωση του Παλαιστηνίου, ο οποίος δεν ήταν παρών στην Παλαιστίνη ή δεν αναζήτησε την προστασία ή την συνδρομή, η οποία παρεχόταν από τα όργανα του ΟΗΕ .Η λέξη αυτομάτως, ή  ipsofacto στο πρωτότυπο κείμενο, κατά το οποίο θα απολαμβάνουν τα αππορρέοντα ευεργετήματα, σημαίνει ότι για αυτά τα άτομα θα αξιολογηθεί η περίπτωσή τους υπό το άρθρο 1 Α (2) , και δεν σημαίνει ότι είναι δικαιούχοι αυτομάτως των υποχρεώσεων προστασίας που παρέχει η Σύμβαση. Πρέπει τα άτομα αυτά να πληρούν τα κριτήρια για να είναι πρόσφυγες σύμφωνα με το άρθρο 1 Α(2) (WACG v MIMA [2002] FCAFC,8 November 2002), WAED v MIMA [2002] FCAFC 333,WAEIvMIMA[2002] FCAFC, 8 November 2002) WACHvMIMA[2002] FCAFC 338, 8 November 2002).

        Η διάταξη του άρθρου 1Ε της Σύμβασης του 1951, και 12 παρά 1 του ως άνω νόμου, ρυθμίζουν τις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες όταν τα άτομα έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις , τα οποία σχετίζονται με την κτήση της υπηκοότητας, δεν απολαμβάνουν την προστασία της Σύμβασης του 1951. Παραθέτοντας την ρητή διάταξη του άρθρου  διαβάζουμε ότι: «Η Σύμβασις αύτη δεν εφαρμόζεται επί προσώπου όπερ αναγνωρίζεται υπότων αρμοδίων αρχών της χώρας ένθα έχει εγκατασταθή ως έχον τα συναφή προς την κτήσιν της υπηκοότητος της χώρας ταύτης δικαιώματα και υποχρεώσεις».

   Ιστορικά, η διάταξη της Σύμβασης τέθηκε για να ρυθμίσει την περίπτωση των Γερμανών προσφύγων από την Ανατολική και την Κεντρική Ευρώπη, οι οποίοι διέμεναν νόμιμα στην Γερμανία κατά την διάρκεια, αλλά και την περίοδο που ακολούθησε τον Β’ΠΠ. Αυτά τα άτομα είχαν αποτελεσματική υπηκότητα σε μία τρίτη χώρα (G Goodwin-Gill and J McAdam, The Refugee in International Law (Oxford University Press, 3rd edition, 2007, JC Hathaway and M Foster, The Law of Refugee Status, (Cambridge University Press, 2nd edition, 2014)).

     Προκειμένου να αποκλειστεί ένας πρόσφυγας σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1Ε της Σύμβασης και 12 παρά 1 Ν.4636/2019, θα πρέπει να έχει αναγνωριστεί από τις αρμόδιες αρχές στην χώρα όπου έχει εγκατασταθεί  ότι έχει όντως τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, που σχετίζονται με την κτήση της υπηκοότητας. Από την γραμματική διατύπωση πληροφορούμαστε ότι δύο είναι τα βασικά συστατικά εν προκειμένω, τα οποία πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά. Από την μία, πρέπει να έχει εγκατασταθεί στην τρίτη χώρα, και από την άλλη πρέπει να έχει αναγνωριστεί ως υπήκοος αυτής της χώρας και ο οποίος έχει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, που σχετίζονται με την κτήση της υπηκοότητας.

    Σύμφωνα, λοιπόν, με το πρώτο συστατικό στοιχείο, θα πρέπει το άτομο αυτό να έχει εγκατασταθεί σε μία τρίτη χώρα. Η έννοια της εγκατάστασης νοείται με την έννοια της νόμιμης διαμονής, και όχι ως η απλή επίσκεψη. Στην θεωρία του Προσφυγικού Δικαίου, έχει γίνει δεκτό ότι αυτή εγκατάσταση θέλει μία εν τοις πράγμασι προγενέστερη υπηκότητα στην χώρα όπου διέμενε ο αιτών άσυλο(G Goodwin-Gill and J McAdam, TheRefugeeinInternationalLaw(Oxford University Press, 3rd edition, 2007, JC Hathaway and M Foster, TheLawofRefugeeStatus, (Cambridge University Press, 2nd edition, 2014)).

   Σύμφωνα με το δεύτερο συστατικό στοιχείο, το άλλο το οποίο απαιτείται, είναι η αναγνώριση του ατόμου αυτού ως υπήκοος αυτής της χώρας και πρέπει να έχει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, που σχετίζονται με την κτήση της υπηκοότητας. Αυτό το συστατικό είναι θέμα που ρυθμίζει το κάθε κράτος στην εσωτερική νομοθεσία του, και δεν υπάρχει αντίστοιχη ρύθμιση και πρόβλεψη στην Σύμβαση (Nagalingam v MILGEA (1992)).

   Αυτό το οποίο πρέπει να έχουμε υπόψη είναι ότι η διάταξη του άρθρου 1Ε καλύπτει τις περιπτώσεις εκείνες που το άτομο έχει κάτι λιγότερο από επίσημη υπηκοότητα (Nagalingam v MILGEA (1992)), υπάρχει διάσταση απόψεων ως προς τι περιλαμβάνουν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που θέλει η εν λόγω διάταξη.

     Στην απόφαση Barzideh v MIEA,(1996), το δικαστήριο δέχτηκε ότι αυτά τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις πρέπει να περιλαμβάνουν όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ενός υπηκόου, που απορρέουν από τους νόμους ή τις γενικές αρχές του  Δικαίου. Περαιτέρω, στην ίδια απόφαση κρίθηκε ότι το άτομο που αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας δεν έχει ορισμένα πολιτικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα ψήφου, δεν σημαίνει ότι αυτός δεν έχει και την εν τοις πράγμασι υπηκοότητα.

    Ακόμη και στην περίπτωση, κατά την οποία θεωρήσουμε ότι ο αιτών άσυλο έχει τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις σε μία τρίτη χώρα με  έναν υπήκοο αυτής της χώρας, πρέπει να ερευνηθεί εάν αυτός ο υπήκοος θα είχε την δυνατότητα να λάβει προστασία από την δίωξη από τις αρχές της χώρας αυτής, οι οποίες θα ήταν και οι φορείς δίωξής του. Νομολογιακά (Nagalingam v MILGEA (1992)),  έχει κριθεί ότι η διάταξη του άρθρου 1 Ε δεν εφαρμόζεται σε αυτήν την περίπτωση.

 

    Σύμφωνα με την διάταξη Άρθρου 1 ΣΤ, «Αι διατάξεις της Συμβάσεως ταύτης δεν εφαρμόζονται επί προσώπων δια τα οποία υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύη τις ότι : α) έχουν διαπράξει εγκλήματα κατά της ειρήνης, έγκλημα πολέμου ή έγκλημα κατά της ανθρωπότητος εν τη εννοία των διεθνών συμφωνιών αίτινες συνήφθησαν επί σκοπώ αντιμετωπίσεως των αδικημάτων τούτων.- β) έχουν διαπράξει σοβαρόν αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου ευρισκόμενα εκτός της χώρας της εισδοχής πριν ή γίνουν ταύτα δεκτά ως πρόσφυγες υπό της χώρας ταύτης.- γ) είναι ένοχα ενεργειών αντιθέτων προς τους σκοπούς και τας αρχάς των Ηνωμένων Εθνών

Επομένως γίνεται σαφές ότι η εν λόγω διάταξη  ρυθμίζει τις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες υπάρχουν σοβαροί λόγοι ότι  οι αιτούντες άσυλο α) έχουν διαπράξει εγκλήματα κατά της ειρήνης, έγκλημα πολέμου ή έγκλημα κατά της ανθρωπότητος εν τη εννοία των διεθνών συμφωνιών αίτινες συνήφθησαν επί σκοπώ αντιμετωπίσεως των αδικημάτων τούτων. ή β) έχουν διαπράξει σοβαρόν αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου ευρισκόμενα εκτός της χώρας της εισδοχής πριν ή γίνουν ταύτα δεκτά ως πρόσφυγες υπό της χώρας ταύτης. ή γ) είναι ένοχα ενεργειών αντιθέτων προς τους σκοπούς και τας αρχάς των Ηνωμένων Εθνών.

   Πρωταρχικός στόχος της διάταξης του άρθρου 1 ΣΤ της Σύμβασης είναι να προστατέψει  την τάξη και την ασφάλεια των κρατών υποδοχής  και να στερήσει την διεθνή προστασία από ανάξια για αυτήν άτομα, αλλά και για να προλάβει την κατάχρηση των δικαιωμάτων της Σύμβασης από τους φυγάδες της Δικαιοσύνης (UNHCR, Guidelines on International Protection: Application of the Exclusion Clauses: Article 1F of the 1951 Convention relatingtotheStatusofRefugeesHCR/GIP/03/05, 4 September 2003 („Article 1FGuidelines 2003‟). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 12 πδ 141/2013 περιλαμβάνει όμοιες περιπτώσεις , και η ανάλυση που ακολουθεί καλύπτει σε θεωρητικό και νομολογιακό επίπεδο την ερμηνεία των ίδιων όρων και στις δύο διατάξεις.

       Τόσο στην διάταξη του άρθρου 1 ΣΤ της Σύμβασης , όσο και στην διάταξη του άρθρου 12 παρά 2& 3  Ν.4636/2019, η οποία περιέχει αντίστοιχη διατύπωση, απαραίτητο κριτήριο είναι να  υπάρχουν σοβαροί λόγοι να θεωρούμε ότι ο αιτών άσυλο έχει διαπράξει την σχετική άδικη και καταλογιστή πράξη ή παράλειψη των άρθρων 14&15 ΠΚ. Δεν απαιτείται βέβαια να υπάρχει επίσημη κατηγορία ή καταδικαστική αποόφαση(Ovcharuk v MIMA (1998)).Αρκούν και οι σοβαρές αποδείξεις περί τέλεσής του(Dhayakpa v MIEA (1995),Ovcharuk v MIMA (1998), Arquita v MIMA (2000)). Παρόλο που το αποδεικτικό υλικό πρέπει να είναι δυνατό, δεν χρειάζεται να είναι τέτοιας βαρύτητας που να πείθει περί της ενοχής του αιτούντος άσυλο (FTZK v MIAC [2014]). Δηλ. δεν θεσπίζει η εν λόγω διάταξη νόμιμο βάρος απόδειξης υπό την έννοια του εσωτερικού Δικαίου των Κρατών-Μελών. Κάθε φορά πρέπει να γίνεται διεξοδική έρευνα και να προσδιορίζονται επακριβώς οι όροι του φερόμενου αδικήματος (SRYYY v MIMIA (2005)). Για να θεωρήσουμε ότι σε μία προκείμενη περίπτωση υπάρχουν σοβαροί λόγοι ότι έχει τελεστεί ένα αδίκημα υπό την έννοια των 1 ΣΤ και 12 παρά. 2& 3 πδ 141/2013, θα λάβουμε υπόψη το σύνολο του αποδεικτικού υλικού(Ovcharuk v MIMA (1998)). Ενώ δεν απαιτείται, όπως ελέχθη, να υπάρχει μία επίσημη κατηγορία ή καταδικαστική αποόφαση, σίγουρα η ύπαρξη τέτοιου αποδεικτικού υλικού συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι έχει τελεστεί ένα έγκλημα. (Ovcharuk v MIMA (1998)).

       Η ομολογία ενός αιτούντος ότι ο ίδιος έχει τελέσει ένα έγκλημα υπό το φως του άρθρου 1 ΣΤ και του άρθρου 12, συνήθως αρκεί για να θεωρήσουμε ότι υπάρχουν οι σοβαροί λόγοι των παραπάνω άρθρων(NADB v MIMA (2002) 189 ALR 293; MIMA v Singh (2002)). Στην απόφαση MIMA v Singh κρίθηκε ότι δεν ενδιαφέρει εάν ο αιτών αποφάσισε να αποσυρθεί και να μην τελέσει νέα εγκλήματα, αλλά από το γεγονός ότι αποδεικνύεται η τέλεση προηγουμένων εγκλημάτων, η ρήτρα αποκλεισμού ισχύει στην περίπτωσή του.

     Η φράση υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύη τις ότι  αναφέρεται σε πραγματικά ζητήματα. Δεν καλύπτει και δεν εξετάζει εάν ορισμένες πράξεις συνιστούν εγκλήματα υπό την έννοια της Σύμβασης και του πδ 141/2013(Moreno v Canada (MEI) (1993), Gonzalez v Canada (MEI) (1994)).

     Σύμφωνα με την πρώτη περίπτωση του άρθρου 1 ΣΤ της Σύμβασης και του άρθρου 12 παρά 2 Ν.4636/2019, η ρήτρα αποκλεισμού από την προστασία της Σύμβασης καλύπτει τις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες υπάρχουν σοβαροί λόγοι τα άτομα να έχουν διαπράξει εγκλήματα κατά της ειρήνης, έγκλημα πολέμου ή έγκλημα κατά της ανθρωπότητος.

    Για να κατανοήσουμε αυτές τις έννοιες, πρέπει να αναζητήσουμε τους ορισμούς τους στα διεθνή όργανα, τα οποία θεσπίστηκαν για να δώσουν ορισμούς σε αυτά τα εγκλήματα. Στην απόφαση (SRYYY v MIMIA (2005)) κρίθηκε ότι μπορούν να αναζητηθούν οι ορισμοί αυτοί των εγκλημάτων σε αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων, στην Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1948, και αλλού, αλλά δεν περιορίζεται η αναζήτηση στις διεθνείς συμβάσεις που θεσπίστηκαν το 1951 ή το 1967, όταν υπογράφηκε είτε η Σύμβαση είτε το Πρωτόκολλο (G Goodwin-Gill and J McAdam, TheRefugeeinInternationalLaw(Oxford University Press, 3rd edition, 2007). Περαιτέρω, δεν είναι αναγκαίο να υφίσταται η διεθνής συνθήκη τον χρόνο τέλεσης του εγκλήματος για να αναζητήσουμε τον ορισμό του εγκλήματος κατά της ειρήνης, ή του εγκλήματος πολέμου ή του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητος. Αρκεί να υπάρχει μία οποιαδήποτε διεθνής συνθήκη που να θεσπίζει διατάξεις για τα εγκλήματα  αυτά(SRYYY v MIMIA (2005)).

   Αντίθετα από την διάταξη του άρθρου 1 ΣΤ, η διάταξη του άρθρου 12 παρά 2 αναφέρεται ρητά ότιτα εγκλήματα του ά εδαφίου ορίζονται στις οικείες διεθνείς συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί με σκοπό τη θέσπιση διατάξεων σχετικών με τα εγκλήματα αυτά. Χαρακτηριστικά και μη εξαντλητικά παραδείγματα για την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως και εδαφίου στο Ν.4636/2019 είναι εν προκειμένω το Καταστατικό της ιδρύσεως του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, , ο Καταστατικός Χάρτης του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης, η Σύμβαση για την Πρόληψη και την Καταστολή της Γενοκτονίας της 09/12/1948, τα Καταστατικά ιδρύσεως των Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία και για την Ρουάντα).

   Τα εγκλήματα που υπάγονται στην πρώτη περίπτωση του άρθρου 1 ΣΤ της Σύμβασης του 1951 ορίζονται σε μία πληθώρα διεθνών συμβάσεων, όπως αυτά στην περίπτωση του 12 πδ 141/2013. Αυτό το οποίο έχει σημασία είναι ότι δεν υπάρχει αποδεκτός ορισμός των εν λόγω εγκλημάτων και  δημιουργείται ζήτημα όποτε τα διεθνή συμβατικά κείμενα περιέχουν αντιφατικούς ορισμούς των σχετικών εγκλημάτων. Ο σωστός ορισμός εξαρτάται από τα πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε υπόθεσης, αλλά πιο σωστό είναι να χρησιμοποιείται το πιο πρόσφατο διεθνές συμβατικό κείμενο με την τελευταία ανάλυση που αυτό έχει δεχθεί(SRYYY v MIMIA (2005)).

       Αν και δεν υπάρχει διεθνώς συμφωνία για την αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων κατά της ειρήνης, σίγουρα αρκετή βοήθεια στον ορισμό τους παρέχει η διάταξη του άρθρου 6 του Καταστατικού του Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης. Σύμφωνα με αυτήν την διάταξη στα εγκλήματα αυτά περιλαμβάνονται ο σχεδιασμός, η προετοιμασία, η έναρξη ή η διεξαγωγή επιθετικού πολέμου κατά παράβαση διεθνών συνθηκών, συμφωνιών ή διαβεβαιώσεων, η συμμετοχή σε κοινό σχέδιο ή η συνωμοσία για την επίτευξη οποιουδήποτε από τα παραπάνω. Από την άλλη, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ έχει θεωρήσει στο ψήφισμα υπ’αριθμόν 3314 (XXIX), 1974 ως έγκλημα κατά της ειρήνης την χρήση ένοπλης βίας από Κράτος κατά της κυριαρχίας, εδαφικής ακεραιότητας ή πολιτικής ανεξαρτησίας άλλου Κράτους, ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ασυμβίβαστο με το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

  Αν και, όπως προελέχθη, δεν υπάρχει ορισμός σε ειδικό διεθνές συμβατικό κείμενο για τα εγκλήματα κατά της ειρήνης, αυτά συνήθως καλύπτονται από τις υπόλοιπες κατηγορίες του πρώτου εδαφίου του άρθρου 1 ΣΤ της Σύμβασης του 1951.

       Αντίθετα με την προηγούμενη κατηγορία, το έγκλημα πολέμου απαντά σε μία πληθώρα  διεθνών συμβατικών κειμένων, όπως το Καταστατικό του Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης, τα Καταστατικά των Δικαστηρίων της πρώην Γιουγκοσλαβίας και της Ρουάντας. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 6(β) του Καταστατικού του Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης τα εγκλήματα πολέμου περιλαμβάνουν παραβιάσεις του δικαίου του πολέμου και των συνηθειών του πολέμου. Τέτοιες παραβιάσεις θα περιλαμβάνουν, αλλά δεν θα περιορίζονται, τη δολοφονία, κακομεταχείριση ή εκτόπιση με σκοπό την καταναγκαστική εργασία ή για οποιοδήποτε άλλο σκοπό του αμάχου πληθυσμού μίας κατεχόμενης περιοχής, τη δολοφονία αιχμαλώτων πολέμου ή ανθρώπων στην θάλασσα, το φόνο ομήρων τη λεηλασία δημόσιας ή ιδιωτικής περιουσίας, την αδικαιολόγητη καταστροφή πόλεων και χωριών, ή την καταστροφή που δεν δικαιολογείται από στρατιωτική αναγκαιότητα.

    Ο εν λόγω ορισμός δεν είναι σταθερός και δεν είναι εξαντλητική η απαρίθμηση των περιπτώσεων που συνιστούν έγκλημα πολέμου. Χρήσιμα συμβατικά κείμενα είναι το άρθρο 8 του Καταστικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, το οποίο παραπέμπει στις Τέσσερις Συμβάσεις της Γενεύης του 1949  και το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο του 1977, όπου περιγράφουν στο άρθρο 147 τις σοβαρές παραβάσεις στο πλαίσιο των διεθνών ένοπλων συγκρούσεων, στις οποίες παραβάσεις ανήκουν  ο εκ προθέσεως φόνος ή βάσανος ή άλλη απάνθρωπος μεταχείρισις, περιλαμβανομένων των βιολογι­κών πειραμάτων, εκ προθέσεως πρόκλησις μεγάλης οδύνης ή σοβαρά προσβολή κατά της σωματικής ακε­ ραιότητος ή της υγείας, παράνομος εξορία ή μεταφορά ή παράνομος περιορισμός, εξαναγκασμός προστα­ τευομένου τινός προσώπου όπως υπηρετήση εις τα ενόπλους δυνάμεις εχθρικής Δυνάμεως ή εκ προθέσε­ως στέρησις του δικαιώματος του εκδικάζεσθαι κατά τρόπον κανονικόν και αμερόληπτον κατά τα οριζόμε­ να εις την παρούσαν Σύμβασιν, σύλληψις ομήρων, καταστροφή ή ιδιοποίησις αγαθών μη δικαιολογούμε­ νη υπό των στρατιωτικών αναγκών και λαμβάνουσα χώραν εις μεγάλην κλίμακα κατά τρόπον παράνομον και αυθαίρετον.

  Στην περίπτωση των ενόπλων συρράξεων μη διεθνούς χαρακτήρα (armed conflict not of an international character), το κοινό άρθρο 3 των Συμβάσεων της Γενεύης και του άρθρου 4 του Δεύτερου Προσθέτου Πρωτοκόλλου απαγορεύει τις ακόλουθες πράξεις που τελέσθηκαν σε άτομα που δεν έλαβαν μέρος στις εχθροπραξίες: α) προσβολαί κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητος, ιδίως ο φόνος υφ’ όλους αυτούς τους τύπους, ο ακρωτηριασμός, η σκληρά μεταχείρισις και τα παντός είδους βασανιστήρια, β) η κράτησις ομήρων, γ) αι προσβολαί κατά της ανθρωπίνης αξιοπρεπείας και ειδικώς η ταπεινωτική και εξευτελιστική με­ ταχείρισις, δ) αι απαγγελίαι καταδικών και αι εκτελέσεις αι γενόμεναι χωρίς να προηγηθή διεξαγωγή δίκης υπό κανονικώς συσταθέντος δικαστηρίου, παρέχοντος τα δικαστικάς εγγυήσεις τα αναγνωριζομένας ως απα­ ραιτήτους υπό των πεπολιτισμένων εθνών.

   Χρήσιμη κατέστη η παράθεση των διατάξεων των άρθρων των Συμβάσεων της Γενεύης και των Πρωτοκόλλων για να γίνει πιο κατανοητός ο ορισμός των εγκλημάτων πολέμου στην διάταξη του άρθρου 8 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (νόμος 3003/2002) . Σύμφωνα, επομένως, με αυτήν: 1. Το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία σε σχέση με εγκλήματα πολέμου ιδιαίτερα όταν δια-πράχθηκαν ως μέρος σχεδίου ή πολιτικής ή ως μέρος ευρείας κλίμακας τέλεσης τέτοιων εγκλημάτων.2. Για τους σκοπούς του παρόντος Καταστατικού, "εγκλήματα πολέμου" σημαίνει:(α) Σοβαρές παραβιάσεις των Συμβάσεων της Γενεύης της 12 Αυγούστου 1949, και συγκεκριμένα,οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις κατά προσώπων ή περιουσίας προστατευόμενων κατά τις δια-τάξεις της σχετικής Σύμβασης της Γενεύης:(i) Ανθρωποκτονία με πρόθεση.(ii) Βασανιστήρια ή απάνθρωπη μεταχείριση, συμπεριλαμβανομένων βιολογικών πειραμάτων.(iii) Με πρόθεση πρόκληση μεγάλης δοκιμασίας ή σοβαρής βλάβης, σωματικής ή ψυχικής.(iv) Εκτεταμένη καταστροφή και ιδιοποίηση περιουσίας, οι οποίες δεν δικαιολογούνται από τηστρατιωτική αναγκαιότητα και τελούνται παράνομα και αυθαίρετα.(v) Εξαναγκασμός  αιχμαλώτου πολέμου ή άλλου προστατευομένου προσώπου να υπηρετήσει στις ένοπλες δυνάμεις εχθρικής Δύναμης.(vi) Με πρόθεση αποστέρηση αιχμαλώτου πολέμου ή άλλου προστατευομένου προσώπου από τα δικαιώματα της δίκαιης και κανονικής δίκης.(vii) Παράνομη εκτόπιση ή μεταφορά ή παράνομος περιορισμός.(viii) Σύλληψη ομήρων.(β) Άλλες σημαντικές παραβιάσεις των νόμων και εθίμων που εφαρμόζονται στις διεθνείς ένοπλεςσυρράξεις εντός του καθιερωμένου πλαισίου του διεθνούς δικαίου και συγκεκριμένα οποιαδήποτε από τιςακόλουθες πράξεις:(i) Επιθέσεις με πρόθεση κατευθυνόμενες κατά του αμάχου πληθυσμού ως τέτοιου ή εναντίοναμάχων ατομικά, οι οποίοι δεν λαμβάνουν άμεσα μέρος στις εχθροπραξίες.(ii) Επιθέσεις με πρόθεση κατευθυνόμενες κατά πολιτικών αντικειμένων, δηλαδή αντικειμένων που δεν αποτελούν στρατιωτικούς στόχους(iii) Επιθέσεις με πρόθεση κατευθυνόμενες κατά προσωπικού, εγκαταστάσεων, υλικού, μονάδων ήοχημάτων που χρησιμοποιούνται σε αποστολές ανθρωπιστικής βοήθειας ή ειρηνευτικές αποστολές σύμ- 

φωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών εφόσον δικαιούνται την προστασία που χορηγείται σε αμάχουςή πολιτικά αντικείμενα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο των ενόπλωνσυρράξεων.(iv) Επίθεση επιχειρούμενη με πρόθεση, εν γνώσει ότι η επίθεση αυτή μπορεί να προκαλέσει απώλεια ζωής ή σωματική βλάβη σε αμάχους ή βλάβες σε πολιτικά αντικείμενα ή εκτεταμένες, μακροπρόθεσμες και σοβαρές ζημίες στο φυσικό περιβάλλον οι οποίες θα ήταν σαφώς δυσανάλογες σεσχέση με το επιδιωκόμενο συγκεκριμένο και άμεσο συνολικό στρατιωτικό πλεονέκτημα.(v) Επίθεση ή βομβαρδισμός, με οποιοδήποτε μέσο, κατά ανοχύρωτων πόλεων, χωριών, κατοικιών ήκτιρίων που δεν αποτελούν στρατιωτικούς στόχους.(vi) Ανθρωποκτονία ή τραυματισμός μαχίμου ο οποίος έχει παραδώσει τα όπλα ή, μη έχοντας πλέονμέσα άμυνας, έχει παραδοθεί άνευ όρων.vii) Μη προσήκουσα χρήση σημαίας ανακωχής, της σημαίας ή των στρατιωτικών διακριτικών και τηςστολής του εχθρού ή των Ηνωμένων Εθνών, καθώς επίσης και των διακριτικών εμβλημάτων των Συμβάσε-ων της Γενεύης, η οποία είχε ως αποτέλεσμα θάνατο ή βαριά σωματική βλάβη.(viii) Η μεταφορά, αμέσως ή εμμέσως, από την Κατέχουσα Δύναμη μέρους του δικού της αμάχουπληθυσμού στο έδαφος που καταλαμβάνει, ή η εκτόπιση ή μεταφορά όλου ή μέρους του πληθυσμού τουκατεχομένου εδάφους μέσα ή έξω από το έδαφος αυτό.(ix) Επιθέσεις με πρόθεση κατευθυνόμενες κατά κτιρίων αφιερωμένων στη θρησκεία, παιδεία,τέχνη, επιστήμη ή αγαθοεργούς σκοπούς, ιστορικά μνημεία, νοσοκομεία και μέρη όπου συγκεντρώνονταιοι ασθενείς και οι τραυματίες, εφόσον δεν αποτελούν στρατιωτικούς στόχους.(x) Υποβολή προσώπων που βρίσκονται υπό την εξουσία του εχθρού σε σωματικό ακρωτηριασμό ήσε ιατρικά ή επιστημονικά πειράματα οποιουδήποτε είδους που δεν δικαιολογούνται ούτε από την ιατρι-κή, οδοντιατρική ή νοσοκομειακή θεραπεία του προσώπου για το οποίο πρόκειται ούτε διεξάγονται προςτο συμφέρον του, και τα οποία προκαλούν θάνατο ή θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο την υγεία του προσώπουή των προσώπων αυτών.(xi) Ανθρωποκτονία ή τραυματισμός με δόλια τεχνάσματα ατόμων που ανήκουν στο εχθρικό έθνος ήστρατό.(xii) Δήλωση ότι δεν θα υπάρξει έλεος.(xiii) Καταστροφή ή κατάσχεση της εχθρικής περιουσίας εκτός εάν η καταστροφή ή κατάσχεση καθί-στανται απαραίτητες από τις ανάγκες του πολέμου.(xiv) Διακήρυξη ότι καταργούνται, αναστέλλονται ή είναι απαράδεκτα ενώπιον των δικαστηρίων τα δικαιώματα και οι δικαστικές πράξεις των υπηκόων του εχθρού.(xv) Εξαναγκασμός των υπηκόων του εχθρού να συμμετάσχουν στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά τηςχώρας τους έστω και αν βρίσκονταν στην υπηρεσία του αντιπάλου πριν από την έναρξη του πολέμου.(xvi) Λεηλασία πόλης ή τοποθεσίας, ακόμη και αν καταλήφθηκε με έφοδο.

(xvii) Χρησιμοποίηση δηλητηρίου ή δηλητηριωδών όπλων.(xviii) Χρησιμοποίηση ασφυξιογόνων, δηλητηριωδών ή άλλων αερίων και όλων των ανάλογωνυγρών, υλικών ή συσκευών.(xix) Χρήση σφαιρών που εκρήγνυνται και τα θραύσματα τους διασκορπίζονται εύκολα στο αν-θρώπινο σώμα, όπως σφαίρες με επικάλυψη της βολίδας από σκληρό περίβλημα που δεν καλύπτει πλή-ρως την βολίδα ή που έχει εγκοπές.(xx) Χρήση όπλων, βλημάτων, υλικών και μεθόδων πολέμου, που προορίζονται να προξενήσουνυπέρμετρη βλάβη ή μη αναγκαίο πόνο ή που επιφέρουν πλήγματα από τη φύση τους άνευ διακρίσεωςκατά παράβαση του διεθνούς δικαίου των ενόπλων συρράξεων, υπό τον όρο ότι αυτά τα όπλα, βλήματα,υλικά και μέθοδοι πολέμου αποτελούν αντικείμενο συνολικής απαγόρευσης και περιλαμβάνονται σε Παράρτημα στο παρόν Καταστατικό, μετά από τροποποίηση σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις που εκτίθε-νται στα άρθρα 121 και 123.(xxi) Προσβολές κατά της προσωπικής αξιοπρέπειας και, ιδιαιτέρως ταπεινωτική και εξευτελιστικήμεταχείριση.(xxii) Βιασμός, γενετήσια δουλεία, εξαναγκασμός σε πορνεία, εξαναγκασμός σε εγκυμοσύνη, όπωςορίζεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2 (στ), εξαναγκασμός σε στείρωση ή άλλη μορφή γενετήσιας βίας πουαποτελεί επίσης σοβαρή παραβίαση των Συμβάσεων της Γενεύης.(xxiii) Χρησιμοποίηση της παρουσίας αμάχων ή άλλων προστατευομένων προσώπων προκειμένουνα καταστούν ορισμένα σημεία, περιοχές ή στρατιωτικές δυνάμεις απρόσβλητες από στρατιωτικές επιχει-ρήσεις.(xxiv) Επιθέσεις με πρόθεση κατευθυνόμενες κατά κτιρίων, υλικού, υγειονομικών μονάδων και οχη-μάτων, καθώς και κατά προσωπικού φέροντος τα διακριτικά εμβλήματα των Συμβάσεων της Γενεύης σύμ-φωνα με το Διεθνές Δίκαιο.(xxv) Με πρόθεση χρήση της λιμοκτονίας του αμάχου πληθυσμού ως μεθόδου πολέμου με την απο-στέρηση του από αντικείμενα απαραίτητα για την επιβίωση του, συμπεριλαμβανομένης και της εσκεμ-μένης παρεμπόδισης της παροχής προμηθειών, όπως αυτή προβλέπεται από τις Συμβάσεις της Γενεύης.(xxvi) Στρατολόγηση παιδιών ηλικίας κάτω των δεκαπέντε ετών στις εθνικές ένοπλες δυνάμεις ή ηχρησιμοποίηση τους για ενεργό συμμετοχή στις εχθροπραξίες (γ) Στην περίπτωση ένοπλης σύρραξης μη διεθνούς χαρακτήρα, σημαντικές παραβιάσεις του κοινούάρθρου 3 των τεσσάρων Συμβάσεων της Γενεύης της 12ης Αυγούστου 1949, και συγκεκριμένα οποιαδήπο-τε από τις ακόλουθες πράξεις οι οποίες διαπράττονται κατά προσώπων που δεν λαμβάνουν ενεργό μέρος στις

εχθροπραξίες, συμπεριλαμβανομένων και μελώντων ενόπλων δυνάμεων που έχουν παραδώσει ταόπλα και εκείνων που ετέθησαν εκτός μάχης λόγω ασθένειας, τραυμάτων, κράτησης ή άλλης αιτίας:(i) Βία ασκούμενη κατά της ζωής και του προσώπου, ιδίως κάθε είδους ανθρωποκτονία με πρόθεση,ακρωτηριασμός, απάνθρωπη μεταχείριση και βασανιστήρια.(ii) Προσβολές κατά της προσωπικής αξιοπρέπειας, ιδιαίτερα η ταπεινωτική και εξευτελιστική μετα-χείριση.(iii) Σύλληψη ομήρων.(iv) Η επιβολή καταδικών και οι εκτελέσεις χωρίς προηγούμενη δικαστική απόφαση εκδοθείσα απόκανονικό συσταθέν δικαστήριο, η οποία θα παρέχει όλες τις δικαστικές εγγυήσεις που αναγνωρίζονται ωςαπαραίτητες.(δ) Η παράγραφος 2(γ) εφαρμόζεται επί ενόπλων συρράξεων μη διεθνούς χαρακτήρα και επομένως δεν εφαρμόζεται σε καταστάσεις εσωτερικών αναταραχών και εντάσεων, όπως ταραχές, μεμονωμένες καισποραδικές πράξεις βίας ή άλλες πράξεις παρόμοιας φύσης.(ε) Άλλες σημαντικές παραβιάσεις των νόμων και εθίμων που εφαρμόζονται σε ένοπλες συρράξειςμη διεθνούς χαρακτήρα, εντός του καθιερωμένου πλαισίου του διεθνούς δικαίου και, συγκεκριμένα,οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις:(i) Επιθέσεις με πρόθεση κατευθυνόμενες κατά του αμάχου πληθυσμού ως τέτοιου ή εναντίοναμάχων ατομικά οι οποίοι δεν λαμβάνουν άμεσα μέρος στις εχθροπραξίες.(ii) Επιθέσεις με πρόθεση κατευθυνόμενες κατά κτιρίων, υλικού υγειονομικών μονάδων και οχη μάτων, καθώς και κατά προσωπικού φέροντος τα διακριτικά εμβλήματα των Συμβάσεων της Γενεύης σύμ-φωνα με το Διεθνές Δίκαιο.(iii) Επιθέσεις με πρόθεση κατευθυνόμενες κατά προσωπικού, εγκαταστάσεων, υλικού, μονάδων ήοχημάτων που χρησιμοποιούνται σε αποστολές ανθρωπιστικής βοήθειας ή ειρηνευτικές αποστολές σύμ-φωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών εφόσον δικαιούνται την προστασία που χορηγείται σε αμάχουςή πολιτικά αντικείμενα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο των ενόπλων συρράξεων.(iv) Επιθέσειςμε πρόθεση κατευθυνόμενες κατάκτιρίων αφιερωμένων στη θρησκεία, παιδεία,τέχνη, επιστήμη ή αγαθοεργούς σκοπούς, ιστορικά μνημεία, νοσοκομεία και μέρη όπου συγκεντρώνονταιοι ασθενείς και οι τραυματίες, εφόσον δεν αποτελούν στρατιωτικούς στόχους.(v) Λεηλασία πόλης ή τοποθεσίας, ακόμη και αν καταλήφθηκε με έφοδο(vi) Βιασμός, γενετήσια δουλεία, εξαναγκασμός σε πορνεία, εξαναγκασμός σε εγκυμοσύνη, όπωςορίζεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2 (στ), εξαναγκασμός σε στείρωση ή άλλη μορφή γενετήσιας βίας πουαποτελεί επίσης σημαντική παραβίαση του κοινού άρθρου 3 των τεσσάρων Συμβάσεων της Γενεύης. vii) Στρατολόγηση παιδιών ηλικίας κάτω των δεκαπέντε ετών σε εθνικές ένοπλες δυνάμεις ήομάδες ή χρησιμοποίηση τους για ενεργό συμμετοχή τους στις εχθροπραξίες.(viii) Διαταγή μετακίνησης του αμάχου πληθυσμού για λόγους σχετικούς με την σύρραξη, εκτός αντούτο απαιτείται για την ασφάλεια του εμπλεκομένου αμάχου πληθυσμού ή από επιτακτικούς στρατιωτι-κούς λόγους.(ix) Ανθρωποκτονία ή τραυματισμός με δόλια τεχνάσματα αντιπάλων μαχίμων.(x) Δήλωση ότι δεν θα υπάρξει έλεος.(xi) Υποβολή προσώπων που βρίσκονται υπό την εξουσία του εχθρού σε σωματικό ακρωτηριασμό ήσε ιατρικά ή επιστημονικά πειράματα οποιουδήποτε είδους που δεν δικαιολογούνται ούτε από την ιατρι-κή, οδοντιατρική ή νοσοκομειακή θεραπεία του προσώπου για το οποίο πρόκειται ούτε διεξάγονται προςτο συμφέρον του, και τα οποία προκαλούν θάνατο ή θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο την υγεία του προσώπουή των προσώπων αυτών.(xii) Καταστροφή ή κατάσχεση της εχθρικής περιουσίας εκτός αν η καταστροφή ή κατάσχεση καθί-στανται απαραίτητες από τις ανάγκες του πολέμου.(στ) Η παράγραφος 2 (ε) εφαρμόζεται σε ένοπλες συρράξεις μη διεθνούς χαρακτήρα και επομένως δεν εφαρμόζεται σε καταστάσεις εσωτερικών αναταραχών και εντάσεων όπως ταραχές, μεμονωμένες καισποραδικές πράξεις βίας ή άλλες πράξεις παρόμοιας φύσης. Εφαρμόζεται σε ένοπλες συρράξεις που λαμ βάνουν χώρα στο έδαφος μιας χώρας όταν υπάρχει παρατεταμένη ένοπλη σύρραξη μεταξύ κυβερνητικώναρχών και οργανωμένων ενόπλων ομάδων ή μεταξύ τέτοιων ομάδων.3. Οι διατάξεις των παραγράφων 2(γ) και (ε) δεν θίγουν την ευθύνη μιας Κυβέρνησης να διατηρήσειή να αποκαταστήσει το νόμο και την τάξη του Κράτους ή να υπερασπίσει την ενότητα και την εδαφική ακεραιότητα του Κράτους με όλα τα νόμιμα μέσα.

     Αν και ο ορισμός των εγκλημάτων πολέμου στην διάταξη του άρθρου 8 του Κατασταικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου δεν περιορίζεται μόνο στις ένοπλες συρράξεις με διεθνή χαρακτήρα, ρητά δεν περιλαμβάνει στον ορισμό του πράξεις που λαμβάνουν χώρα σε καταστάσεις εσωτερικών αναταραχών και εντάσεων όπως οι διαδηλώσεις, οι απομονωμένες και οι σποραδικές πράξεις βίας και άλλες πράξεις όμοιας φύσεως. Έχει γίνει επίσης δεκτό ότι ένα άτομο μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι εγκληματίας πολέμου,υπεύθυνος για εγκλήματα πολέμου, χωρίς να ασκεί καμία επιρροή εάν αυτός είναι ενταγμένος στις ένοπλες δυνάμεις στην χώρα καταγωγής του (Pejic, „Article 1F(a): The Notion of International Crimes‟, (2000) 12 International Journal of Refugee Law). Επομένως, η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται τόσο στους πολίτες όσο και στους ενόπλους με την συμβατική έννοια.

        Η κατηγορία  των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας είναι και η ευρύτερη σε σχέση με τις άλλες κατηγορίες εγκλημάτων στην διάταξη του άρθρου 1 ΣΤ και 12 παρά 2&3 Ν.4636/2019. Αρχικά τέθηκε στο Καταστατικό του Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης του 1945, στα καταστατικά των δικαστηρίων της πρώην Γιουγκοσλαβίας και της Ρουάντα, αλλά και στο Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Το τελευταίο ενσωματώνει τις προηγούμενες απόπειρες οριοθέτησης των εγκλημάτων αυτών, και αξίζει να τονιστεί ότι αποκρυσταλλώνει διεθνές εθιμικό Δίκαιο, και νομολογιακά παραδείγματα των δικαστηρίων της Πρώην Γιουγκοσλαβίας και της Ρουάντα. Σύμφωνα με την γραμματική διατύπωση στο εν λόγω άρθρο: «"έγκλημα κατά της ανθρωπότητας" ση­μαίνει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις όταν διαπράττεται ως μέρος ευρείας και συστηματικής επίθεσης που κατευθύνεται κατά οποιουδήποτε αμάχου πληθυσμού, εν γνώσει της επίθεσης: α) Ανθρωποκτονία με πρόθεση β) Εξόντωση γ) Υποδούλωση δ) Εκτόπιση ή βίαιη μετακίνηση πληθυσμού ε) Φυλάκιση ή άλλη σοβαρή στέρηση της σωματικής ελευθερίας κατά παραβίαση βασικών κανόνων του διεθνούς δικαίου στ) Βασανιστήρια ζ) Βιασμός, γενετήσια δουλεία, εξαναγκασμός σε πορνεία, εξαναγκασμός σε εγκυμοσύνη, εξαναγκα­ σμός σε στείρωση ή άλλη μορφή γενετήσιας βίας παρόμοιας βαρύτητας. η) Δίωξη κατά οποιασδήποτε αναγνωρίσιμης ομάδας ή κοινότητας για λόγους πολιτικούς, φυλετι­κούς, εθνικούς, εθνοτικούς, πολιτιστικούς, θρησκευτικούς ή λόγους φύλου, όπως αυτό ορίζεται στην πα­ράγραφο 3, ή άλλους λόγους που αναγνωρίζονται παγκοσμίως ως ανεπίτρεπτοι κατά το διεθνές δίκαιο σε σχέση με οποιαδήποτε πράξη που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο ή οποιοδήποτε έγκλημα εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. θ) Βίαιη εξαφάνιση προσώπων ι) Φυλετικός Διαχωρισμός κ) Άλλες απάνθρωπες πράξεις παρόμοιου χαρακτήρα οι οποίες με πρόθεση προκαλούν μεγάλο πόνο ή βαρεία σωματική βλάβη ή βαρεία βλάβη της διανοητικής ή σωματικής υγείας. 2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1: (α) "Επίθεση κατευθυνόμενη κατά οποιουδήποτε αμάχου πληθυσμού σημαίνει συμπεριφορά που συνεπάγεται την κατά συρροή διάπραξη πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 κατά οποιουδήπο­τε αμάχου πληθυσμού, κατ' εφαρμογή ή προς εξυπηρέτηση της πολιτικής ενός κράτους ή μιας οργάνωσης που στοχεύει στη διάπραξη τέτοιας επίθεσης. (β) Η "εξόντωση" περιλαμβάνει την με πρόθεση επιβολή συνθηκών ζωής, μεταξύ άλλων στέρηση πρόσβασης σε τροφή και φάρμακα, υπολογισμένων να επιφέρουν την καταστροφή μέρους του πληθυ­σμού  (γ) "Υποδούλωση" σημαίνει την άσκηση οποιασδήποτε ή όλων των εξουσιών οι οποίες είναι σύμφυ­τες στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας επί προσώπων, και περιλαμβάνει την άσκηση τέτοιας εξουσίας κατά την εμπορία προσώπων, ιδιαίτερα γυναικών και παιδιών. (δ) "Εκτόπιση ή βίαιη μετακίνηση πληθυσμού" σημαίνει την μετακίνηση των προσώπων για τα οποία πρόκειται με απέλαση ή άλλες πράξεις εξαναγκασμού από την περιοχή στην οποία νομίμως βρίσκονται, άνευ λόγων επιτρεπτών κατά το διεθνές δίκαιο. (ε) "Βασανιστήρια" σημαίνει την με πρόθεση πρόκληση έντονου πόνου ή δοκιμασίας, σωματικών ή ψυχικών επί προσώπου που τελεί υπό την κράτηση ή υπό τον έλεγχο του κατηγορουμένου. Τα βασανιστήρια δεν περιλαμβάνουν πόνο ή δοκιμασία που προκύπτει μόνον ή είναι σύμφυτος ή είναι δυνατόν να προ­ κύψει από την επιβολή νόμιμων κυρώσεων. (στ) "Εξαναγκασμός σε εγκυμοσύνη" σημαίνει τον παράνομο περιορισμό γυναίκας που κατέστη έγκυος δια της βίας, με την πρόθεση να επηρεαστεί η εθνική σύνθεση οποιουδήποτε πληθυσμού ή να πραγματοποιηθούν άλλες σοβαρές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου. Ο ορισμός αυτός δεν μπορεί κα­ θοιονδήποτε τρόπο να ερμηνευθεί ως επηρεάζων τις εθνικές νομοθεσίες που αφορούν την εγκυμοσύνη. (ζ) "Δίωξη" σημαίνει την με πρόθεση και βαρείας μορφής στέρηση θεμελιωδών δικαιωμάτων σε αντίθεση προς το διεθνές δίκαιο εξ αιτίας της ταυτότητας της ομάδας ή κοινότητας. (η) "Φυλετικός διαχωρισμός" σημαίνει απάνθρωπες πράξεις παρόμοιου χαρακτήρα όπως οι αναφε­ ρόμενες στην παράγραφο 1, που διαπράχθηκαν στο πλαίσιο θεσμοθετημένου καθεστώτος συστηματικής καταπίεσης και κυριάρχησης μιας φυλετικής ομάδας επί οποιασδήποτε άλλης φυλετικής ομάδας ή ομάδων και διαπραττόμενες με πρόθεση τη διατήρηση του καθεστώτος αυτού. (θ) "Βίαιη εξαφάνιση προσώπου" σημαίνει τη σύλληψη, κράτηση ή αρπαγή προσώπων από ένα Κράτος ή μια πολιτική οργάνωση ή με την άδεια, υποστήριξη ή συναίνεση αυτών, οι οποίες ακολουθού­ νται από άρνηση παραδοχής αυτής της στέρησης της ελευθερίας ή της παροχής πληροφοριών για την τύχη ή τον εντοπισμό των προσώπων αυτών, με πρόθεση αποστερηθούν της προστασίας του νόμου για παρα­ τεταμένο χρονικό διάστημα. 3. Για τους σκοπούς του παρόντος Καταστατικού, εννοείται ότι ο όρος "φύλο" αναφέρεται στα δύο φύλα, αρσενικό και θηλυκό, με την έννοια που τους προσδίδει η κοινωνία. Ο όρος "φύλο" δεν έχει έννοια διαφορετική από την παραπάνω.»

    Το βασικό χαρακτηριστικό στα εγκλήματα πολέμου είναι η επιθυμία να απαγορευθούν μόνο εγκλήματα που είτε από το μέγεθός τους  και την αγριότητά τους ή από τον μεγάλο τους αριθμό ή από το γεγονός ότι εφαρμόστηκε ένα ίδιο σχέδιο έθεσαν σε κίνδυνο την διεθνή κοινότητα ή σόκαραν την ανθρωπότητα (History of the United Nations War Crimes Commission and the Development of the Laws of War 179 , UN War Crimes Commission, 1948).

     Αξίζει να τονιστεί και να επισημανθεί ότι οι λόγοι άρσης της ποινικής ευθύνης ενός δράστη αναγνωρίζονται και στην περίπτωση των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Στις διατάξεις των άρθρων 31 έως 33 του Κατ/κού του ΔΠΔ (Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο) ορίζει ότι: Άρθρο 31.- «ένα πρόσωπο δεν υπέχει ποινική ευθύνη, εάν, κατά τον χρόνο της συμπεριφοράς του: (α) υποφέρει από διανοητική νόσο ή ελάττωμα που αποκλείουν την ικανότητά του να εκτιμήσει την παρανομία ή τη φύση της συμπεριφοράς του ή την ικανότητά του να ελέγξει την συμπεριφορά του προ­ κειμένου να συμμορφωθεί προς τις επιταγές του δικαίου (β) είναι σε κατάσταση μέθης, που αποκλείει την ικανότητα του να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα ή τη φύση της συμπεριφοράς του ή χθείσα από στρατιωτικές δυνάμεις δεν αποτελεί αφ' εαυτού λόγο άρσεως της ποινικής ευθύνης κατά το παρόν εδάφιο. (δ) η συμπεριφορά, η οποία φέρεται ότι συνιστά έγκλημα υπαγόμενο στη δικαιοδοσία του Δι­ καστηρίου, προεκλήθη με εξαναγκασμό κατόπιν απειλής επικειμένου θανάτου ή συνεχιζόμενης ή επικεί­ μενης βαρείας σωματικής βλάβης εναντίον αυτού ή άλλου προσώπου, και τούτο ενεργεί αναγκαστικά και, ευλόγως για να αποφύγει την απειλή αυτή, με την προϋπόθεση ότι δεν έχει σκοπό να προκαλέσει βαρύτε­ ρη βλάβη από την απειλή που επεδίωξε να αποφύγει. Τέτοια απειλή μπορεί: (ι) είτε να προέρχεται από άλλα πρόσωπα (ιι) είτε να δημιουργείται από άλλες περιστάσεις πέραν του ελέγχου του. 2. Το Δικαστήριο αποφασίζει αν συντρέχουν οι λόγοι άρσης της ποινικής ευθύνης, που περιέχονται στο παρόν Καταστατικό, σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση ενώπιον του. 3. Στη δίκη, το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη του ως λόγο άρσης της ποινικής ευθύνης διαφο­ ρετικό λόγο από αυτούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1, όταν ο λόγος αυτός προέρχεται από το εφαρμοστέο δίκαιο, όπως ορίζεται στο άρθρο 21. Η διαδικασία εξέτασης προκειμένου να ληφθεί υπόψη ένας τέτοιος λόγος προβλέπεται στους Κανόνες Διαδικασίας και Απόδειξης.

 Άρθρο 32.-Η πραγματική πλάνη αποτελεί λόγο άρσης της ποινικής ευθύνης μόνον αν αναιρεί την πλήρωση των στοιχείων της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. 2. Η νομική πλάνη ως προς το αν συγκεκριμένο είδος συμπεριφοράς αποτελεί έγκλημα υπαγόμενο στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, δεν συνιστά λόγο άρσης της ποινικής ευθύνης. Η νομική πλάνη μπορεί, όμως, να αποτελέσει λόγο άρσης της ποινικής ευθύνης, αν αναιρεί τα στοιχεία της υποκειμενικής υπόστα­ σης που απαιτείται για την τέλεση ενός τέτοιου εγκλήματος ή αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου

Άρθρο 33.- I. Το γεγονός ότι ένα έγκλημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τελέστηκε από πρόσωπο συμμορφούμενο προς εντολή Κυβερνήσεως ή ανωτέρου, είτε στρατιωτικού είτε πολιτικού, δεν αναιρεί την ποινική του ευθύνη, εκτός αν τούτο: (α) είχε νομική υποχρέωση να υπακούει σε εντολές της Κυβερνήσεως ή του κατά περίπτωση ανω­ τέρου (β) δεν γνώριζε ότι η προσταγή ήταν παράνομη (γ) η προσταγή δεν ήταν καταφανώς παράνομη 2. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η διαταγή προς τέλεση γενοκτονίας ή εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας είναι καταφανώς παράνομη.»

         Η διάταξη του άρθρου 1 ΣΤ(β) αποκλείει τα άτομα εκείνα από την  προστασία που αναγνωρίζει η Σύμβαση του 1951 εάν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να θεωρεί κανείς ότι έχουν τελέσει σοβαρόν αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου ευρισκόμενα εκτός της χώρας της εισδοχής πριν ή γίνουν ταύτα δεκτά ως πρόσφυγες υπό της χώρας ταύτης. Περαιτέρω, και στην διάταξη του άρθρου 12 παρά 2 (β) υπάρχει αντίστοιχη διατύπωση. Σύμφωνα με αυτήν πρέπει να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να θεωρούμε ότι κάποιος έχει διαπράξει σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα πριν την είσοδό του στην ελληνική επικράτεια. Ως σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα μπορεί να χαρακτηριστούν και εγκλήματα που η αντικειμενική τους υπόσταση συνίσταται σε αποτρόπαιη πράξη έστω και αν φέρεται ότι διαπράχθηκε με πολιτικό στόχο. Σημειωτέον, ότι σκοπός των διατάξεων που προβλέπουν ρήτρες αποκλεισμού είναι η προστασία της δημόσιας τάξης του κράτους υποδοχής (Dhayakpa v MIEA (1995), Ovcharuk v MIMA (1998),MDShahidulandMIMA[1998], 8 May 1998), YYMTandMIACandFRFJandMIAC(2010)).

   Τα βασικά ζητήματα που θέτει το εν λόγω εδάφιο είναι ότι πρέπει να προσδιορίσουμε  την έννοια του σοβαρού μη πολιτικού εγκλήματος. Κατά πρώτο λόγο, αξίζει να αναφερθούν ένα ένα τα στοιχεία που υπάρχουν στο άρθρο 1 ΣΤ(β) της Σύμβασης του 1951 και 12 παρά 2(β) του ως άνω νόμου. Η έννοια του εγκλήματος στις εν λόγω διατάξεις. Η έννοια του εγκλήματος πρέπει να εκληφθεί να σημαίνει τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 14 ΠΚ επ., ως δηλ. η  άδικη και καταλογιστή πράξη στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το νόμο, και ότι  στις διατάξεις των ποινικών νόμων ο όρος "πράξη" περιλαμβάνει και τις παραλείψεις. Στην απόφαση Ovcharuk v MIMA (1998), το δικαστήριο δέχτηκε ότι η έννοια του εγκλήματος πρέπει να εξετάζεται από το Δίκαιο του Κράτους Υποδοχής, δηλ. ενδιαφέρει την ρήτρα αποκλεισμού εάν η πράξη που τέλεσε ο αιτών άσυλο είναι έγκλημα σύμφωνα με το ποινικό Δίκαιο του κράτους στο οποίο υποβάλλει ο αιτών αίτημα διεθνούς προστασίας. Επομένως, στην ελληνική έννομη τάξη η έννοια του εγκλήματος  στο άρθρο 14ΠΚ επ., έχει βαρύνουσα σημασία.

    Επόμενο βήμα είναι  να δούμε τι συνιστά η έννοια του σοβαρού στην έννοια του μη σοβαρού πολιτικού εγκλήματος. Στην απόφαση Ovcharuk v MIMA (1998) το δικαστήριο έκρινε ότι η σοβαρότητα του αδικήματος πρέπει να εξετάζεται με τα κριτήρια του κράτους υποδοχής.  Η ΥΑΟΗΕ (UNHCR, InterpretingArticle 1, 2001, at [45], Article 1FGuidelines 2003),έχει θεσπίσει κάποια κριτήρια για να κρίνουμε την σοβαρότητα ενός εγκλήματος. Αυτά είναι σίγουρα η φύση της πράξης, η πραγματική βλάβη που προκλήθηκε, η τιμώρησή του, το σύστημα εκδίκασης του, η φύση της ποινής, και εάν και άλλες ποινικές δικαιοδοσίες άλλων κρατών θα την θεωρούσαν αυτήν την πράξη ως έγκλημα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα των σοβαρών εγκλημάτων αποτελούν όσα στρέφονται εναντίον της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ελευθερίας (G Goodwin-Gill and J McAdam, TheRefugeeinInternationalLaw(Oxford University Press, 3rd edition, 2007). Παραδείγματος χάριν, η ανθρωποκτονία, ο βιασμός, η ληστεία, ο εμπρησμός, και η διακίνηση ναρκωτικών ουσιών πληρούν από μόνα τους την έννοια του σοβαρού αδικήματος, αλλά και άλλα αδικήματα, τα οποία τελούνταν με την χρήση όπλων, με τραυματισμό  ατόμων ή με καταστροφή περιουσίας θα θεωρούνταν και αυτά, με αυτές τις προυποθέσεις ως σοβαρά (G Goodwin-Gill and J McAdam, TheRefugeeinInternationalLaw, Oxford University Press, 3rd edition, 2007). Υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που διαψεύδουν την σοβαρότητα του αδικήματος είναι η ηλικία του δράστη, ο γενικός καλός χαρακτήρας του, η αυτοάμυνα ή η απλή συμμετοχή του, η πάροδος αρκετού χρόνου από την εκτέλεση της ποινής (G Goodwin-Gill and J McAdam, TheRefugeeinInternationalLaw, Oxford University Press, 3rd edition, 2007).

   Μεγάλη σημασία δίνεται και έχει δοθεί στην σύλληψη της έννοιας του μη πολιτικού αδικήματος. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 12 παρά 2(β) Ν.4636/2019, σοβαρά μη πολιτικά αδικήματα μπορεί να χαρακτηριστούν και εγκλήματα που η αντικειμενική τους υπόσταση συνίσταται σε αποτρόπαιη πράξη έστω και αν φέρεται ότι διαπράχθηκε με πολιτικό στόχο». Στην ελληνική έννομη τάξη, έχουμε έναν σχετικό ορισμό  βάσει της νομικής επιστήμης και της νομολογίας (π.χ ΣτΕ 1661/2012 του  Συμβουλίου της Επικρατείας  (τμ. Δ): «Επειδή, η από 28.7.1951 Διεθνής Σύμβαση της Γενεύης «περί της νομικής καταστάσεως των προσφύγων», η οποία κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν.δ. 3989/1959, (Α΄ 201), ορίζει στο άρθρο 1 παρ.Α περ. 2, [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 του από 31.1.1967 Πρωτοκόλλου της Νέας Υόρκης, κυρωθέντος με το άρθρο μόνο του α.ν. 389/1968 (Α΄ 125)], ότι ως πρόσφυγας νοείται, μεταξύ άλλων, κάθε πρόσωπο το οποίο «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης». Περαιτέρω, η διάταξη της παρ. ΣΤ του αυτού άρθρου 1 της Διεθνούς Συμβάσεως, στην οποία προβλέπονται περιοριστικώς οι ρήτρες αποκλεισμού από το καθεστώς του πρόσφυγα, ορίζει ειδικότερα ότι οι διατάξεις της Συμβάσεως δεν εφαρμόζονται «επί προσώπων δια τα οποία υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύη τις ότι: α)… β) έχουν διαπράξει σοβαρόν αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου ευρισκόμενα εκτός της χώρας της εισδοχής πριν  ή γίνουν ταύτα δεκτά ως πρόσφυγες υπό της χώρας ταύτης γ)…». Η ως άνω ρήτρα αποσκοπεί στον αποκλεισμό από το καθεστώς των προσφύγων προσώπων που δεν κρίνονται άξια να τύχουν της προστασίας που αυτό περιλαμβάνει καθώς και στη διαφύλαξη του καθεστώτος αυτού από την καταχρηστική λειτουργία του ως μέσου ασυλίας. Στην εν λόγω δε ρήτρα αποκλεισμού εμπίπτουν περιπτώσεις προσώπων τα οποία έχουν διαπράξει (ή για τα οποία υπάρχουν ισχυρές υπόνοιες ότι έχουν διαπράξει) σοβαρό αδίκημα του «κοινού ποινικού δικαίου», δηλαδή μη «πολιτικό» έγκλημα («non political crime» κατά τη διατύπωση του αντίστοιχου όρου στο εξίσου αυθεντικό, σύμφωνα με τη Σύμβαση, αγγλικό κείμενό της. Αντίστοιχη διατύπωση περιλαμβάνεται και στο, αναφερόμενο στον αποκλεισμό από το καθεστώς του πρόσφυγα, άρθρο 12 παρ. 2 περ. β΄ της οδηγίας 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004, EEL 304).Δεν υπερτερεί δε ενόψει των προεκτεθέντων ο πολιτικός σκοπός του ποινικού χαρακτήρα του αδικήματος, το οποίο, ως εκ τούτου, αποτελεί μη πολιτικό έγκλημα κατά την έννοια της Διεθνούς Συμβάσεως της Γενεύης.Το εννοιολογικό περιεχόμενο του «πολιτικού» εγκλήματος, όπως και του «σύνθετου» πολιτικού εγκλήματος ή του «συναφούς» προς πολιτικό έγκλημα (των οποίων, άλλωστε, δεν δίδεται ορισμός στο διεθνές ή στο εθνικό δίκαιο), δεν προσδιορίζεται βάσει κανόνων της οικείας εσωτερικής έννομης τάξης, ως χώρας παροχής ασύλου, πάντως, το διαπραχθέν από τον αιτούντα αδίκημα δεν εμπίπτει στην έννοια των εν λόγω όρων, καθόσον, κατά τη νομολογία ως «πολιτικό» μεν έγκλημα, σε αντιδιαστολή προς το έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου, νοείται το έγκλημα που στρέφεται ευθέως κατά της Πολιτείας και τείνει στην ανατροπή ή αλλοίωση της κατά το ισχύον πολίτευμα καθεστηκυίας τάξεως, δηλαδή νοείται μόνο το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας και οι προπαρασκευαστικές πράξεις αυτού. Ως «σύνθετο» δε πολιτικό έγκλημα ή «συναφές» προς πολιτικό έγκλημα θεωρείται εκείνο που τελεί σε τέτοια συνάφεια προς το πολιτικό έγκλημα, ώστε η προσβολή που επέρχεται σε κάποιο έννομο αγαθό να έχει ως αποτέλεσμα την παρασκευή των μέσων για τη διάπραξη πολιτικού εγκλήματος υπό την προεκτεθείσα  έννοια, το οποίο προϋποθέτει ως τελεσθέν. Περαιτέρω, κάθε άλλο έγκλημα το οποίο δεν έχει τέτοιο χαρακτήρα, όπως εν προκειμένω το προαναφερόμενο αδίκημα που διέπραξε ο αιτών, δεν υπάγεται στις προεκτεθείσες έννοιες εγκλήματος («πολιτικού», «σύνθετου» ή «συναφούς»), έστω και εάν τελέσθηκε από τον δράστη με αφορμή τα πολιτικά φρονήματά του ή τις αρχές του ή προς τον σκοπό τέτοιων επιδιώξεων (πρβλ. την 2661/20.12.2005 απόφαση του Α΄ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών επί της δίκης μελών της Οργανώσεως «17Νοέμβρη» και την εκεί παρατιθέμενη  εκτενή νομολογία του Α.Π. και θεωρία, καθώς και τις σχετικές αναφορές της ίδιας δικαστικής αποφάσεως σε ευρωπαϊκές και διεθνείς συμβάσεις). Όπως προκύπτει και από την απόφαση, για την αξιολόγηση της σοβαρότητας του αδικήματος, η Διοίκηση  πρέπει να συνεκτιμά την οργάνωση και τον σχεδιασμό για την πραγμάτωσή του, τις συνθήκες τελέσεώς του με την ενεργό συμμετοχή του αιτούντος στην επίτευξη του αποτελέσματος καθώς και την επιβληθείσα σε βάρος του αιτούντος ποινή , σε συνδυασμό με τον βαθμό της απειλούμενης διώξεως σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής, σταθμίζοντας επίσης και την προστασία της οποίας τυγχάνει ο αποκλειόμενος από το ειδικό προστατευτικό καθεστώς των προσφύγων βάσει της προβλεπόμενης από Διεθνείς Συμβάσεις ρήτρας μη επαναπροωθήσεως.»

       Επιπροσθέτως, σύμφωνα με άλλη διαθέσιμη πηγή (Η Εφαρμογή των Ρητρών Αποκλεισμού Άρθρο 1 ΣΤ της Σύμβασης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων(http://hosting01.vivodinet.gr/unhcr/protect/files/INTERPRETATION%20OF%20ARTICLE%201%20-%20REFUGEE%20DEFINITION/CESSATION%20-%20EXCLUSION%20-%20REVOCATION/EXCLUSION.pdf) διαπιστώνεται ότι . 40.«Σοβαρά» εγκλήματα μπορεί να είναι ο φόνος, ο βιασμός, ο εμπρησμός και η ληστεία.41. Το έγκλημα διέπεται από μη πολιτικά κίνητρα όταν δεν είναι σαφής η σχέση του με τον επιδιωκόμενο πολιτικό σκοπό ή είναι δυσανάλογο του επιδιωκόμενου πολιτικού σκοπού . Έτσι, το κίνητρο, το πλαίσιο, οι μέθοδοι και η αναλογικότητα του εγκλήματος σε σχέση με το στόχο της διάπραξής του αποτελούν σημαντικά κριτήρια αξιολόγησης της πολιτικής του φύσης. Οι αποτρόπαιες πράξεις βίας, όπως αυτές που συχνά χαρακτηρίζονται «τρομοκρατικές» εμπίπτουν αναμφισβήτητα στην προϋπόθεση αξιολόγησης του κινήτρου αφού είναι πλήρως δυσανάλογες κάθε επιδιωκόμενου πολιτικού σκοπού. 43. Για να αξιολογηθεί η πολιτική φύση ενός εγκλήματος ο πολιτικός στόχος του θα πρέπει να είναι σύμφωνος με το δίκαιο των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών. Ο πολιτικός στόχος που παραβιάζει τις θεμελιώδεις ελευθερίες του ανθρώπου δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογητική βάση για το χαρακτηρισμό ενός εγκλήματος ως πολιτικού. Η θέση αυτή συνάδει με τα κείμενα προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου που διευκρινίζουν ότι οι όροι τους δεν πρέπει να ερμηνευθούν με τρόπο που νομιμοποιεί το δικαίωμα συμμετοχής σε δραστηριότητες που επιδιώκουν την προσβολή των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών των άλλων. Η προσέγγιση αυτή αντανακλάται στη νομολογία πολλών κρατών. Στην υπόθεση Aguirre-Aguirre κατά της Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Πολιτογράφησης το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. υιοθέτησε την προσέγγιση προηγούμενης απόφασης που είχε εκδώσει το 1986 επί της υπόθεσης McMullen κατά της Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Πολιτογράφησης σύμφωνα με την οποία «σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα» είναι το έγκλημα που δεν διαπράχθηκε με «ειλικρινές πολιτικό κίνητρο», δεν στρέφεται κατά της «της πολιτικής οργάνωσης ή … της δομής του κράτους» και δεν εμπεριέχει «σχέση αιτίας και αιτιατού με τον επικαλούμενο πολιτικό σκοπό και αντικείμενο» ή που είναι δυσανάλογο του σκοπού.Στην υπόθεση T. κατά Υπουργού Εσωτερικών(1996) το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου έκρινε ότι στα πλαίσια εφαρμογής του άρθρου 1 ΣΤ (β) ένα έγκλημα θεωρείται πολιτικό όταν επιδιώκει πολιτικό σκοπό (για παράδειγμα ανατροπή της κυβέρνησης ή προτροπή για αλλαγή της κυβερνητικής πολιτικής) και υπάρχει επαρκώς στενή και άμεση σχέση μεταξύ του εγκλήματος και του επικαλούμενου σκοπού. Για την αξιολόγηση του τελευταίου αυτού στοιχείου πρέπει να εξετασθεί εάν τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη του εγκλήματος είχαν στρατιωτικό / κυβερνητικό στόχο και ήσαν ικανά να προκαλέσουν αδιάκριτη βλάβη (θάνατο ή τραυματισμό) στον πληθυσμό.Στην υπόθεση Wagner κατά του Ομοσπονδιακού Υπουργού Δικαιοσύνης και του Ομοσπονδιακού Εισαγγελέα(3.10.1980, BGE, 106 1B 309) το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Ελβετίας έκρινε ότι «μια πράξη ή ένα αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου συνιστά πολιτικό έγκλημα εάν η πράξη, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων και ειδικότερα του κινήτρου και των στόχων του αυτουργού, έχει κυρίως πολιτικό χαρακτήρα. Ο τελευταίος συνάγεται εάν το αδίκημα διαπράχθηκε στο πλαίσιο ενός αγώνα εξουσίας στους κόλπους του κράτους ή εάν διαπράχθηκε με στόχο την απομάκρυνση κρατικού αξιωματούχου που καταστέλλει κάθε αντιπολίτευση. Πρέπει να υπάρχει στενή, άμεση και σαφής σχέση μεταξύ αυτών των πράξεων και των επιδιωκόμενων πολιτικών στόχων.»  Τέλος,  από άλλη διαθέσιμη πηγή (Σύσταση (2005) 6 1Για τον αποκλεισμό από το καθεστώς του πρόσφυγα στο πλαίσιο του άρθρου 1 ΣΤ  της Σύμβασης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων,

(http://hosting01.vivodinet.gr/unhcr/protect/files/INTERPRETATION%20OF%20ARTICLE%201%20-%20REFUGEE%20DEFINITION/CoEMinistersExclusion.pdf)προκύπτει ότι δ) στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 ΣΤ (β) θα πρέπει να χαρακτηρίζεται έγκλημα του «κοινού ποινικού δικαίου» το αδίκημα που διαπράχθηκε για προσωπικούς λόγους ή όφελος και όχι για πολιτικούς και εφόσον δεν υπάρχει σαφής σχέση μεταξύ του εγκλήματος και του επιδιωκόμενου πολιτικού σκοπού ή η πράξη που τελέστηκε είναι δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο πολιτικό σκοπό. Οι πράξεις ακραίας βίας, όπως είναι για παράδειγμα οι τυφλές δολοφονίες ή άλλες προσβολές της σωματικής ακεραιότητας που πλήττουν αδιάκριτα τον πληθυσμό πρέπει επίσης να θεωρούνται εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Για να θεωρηθεί ένα έγκλημα πολιτικό ο πολιτικός σκοπός πρέπει να είναι σύμφωνος με τις αρχές των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Τα διεθνή αντι-τρομοκρατικά κείμενα που έχουν υιοθετηθεί στο πλαίσιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και του Συμβουλίου της Ευρώπης που χαρακτηρίζουν ορισμένα εγκλήματα ως μη πολιτικά αποτελούν δείκτες καθορισμού του πολιτικού στοιχείου ενός εγκλήματος, ε) όταν εξετάζεται η «σοβαρότητα» ενός αδικήματος του κοινού ποινικού δικαίου στο πλαίσιο του άρθρου 1 ΣΤ (β) πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η φύση του. Άλλα συναφή στοιχεία είναι ο χαρακτηρισμός της υπό κρίση πράξης ως σοβαρό έγκλημα από την πλειοψηφία των εννόμων τάξεων των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, η μορφή της διαδικασίας που εφαρμόζεται για τη δίωξη των αυτουργών του εγκλήματος και η σοβαρότητα της ποινής στην περίπτωση της καταδίκης, ζ) ο αποκλεισμός του καθεστώτος του πρόσφυγα δεν μπορεί να κριθεί παρά στη βάση της εξατομικευμένης ευθύνης. Ο βαθμός εμπλοκής του ενδιαφερόμενου, που λόγω της θέσης του, των πράξεων ή των παραλείψεών του, συνδέεται με κάποια τμήματα και οντότητες που διαπράττουν εγκλήματα ή που υποστηρίζουν τη βία πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο προσεκτικής ανάλυσης. Θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ελαφρυντικές περιστάσεις της ατομικής ευθύνης όπως οι ψυχολογικές ή πραγματικές καταστάσεις, στις οποίες διαπράχθηκαν τα εγκλήματα.» Τέλος, από  άλλη  πηγή (Θέσεις της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγεςπου εκδόθηκαν στο πλαίσιο των προδικαστικών ερωτημάτωντου Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου της Γερμανίαςγια την ερμηνεία του άρθρου 12 (2) (β) και (γ)της Οδηγίας για την Αναγνώριση του Καθεστώτος του Πρόσφυγα (http://www.refworld.org/cgibin/texis/vtx/rwmain/opendocpdf.pdf?reldoc=y&docid=4c2300ba2) καθίσταται σαφές ότι: ‘‘Είναι υψηλό το μέτρο της απόδειξης που απαιτεί η Σύμβαση του 1951 για να διαπιστωθεί ότι «υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται» ότι ο αιτών άσυλο τέλεσε ή συμμετείχε στην τέλεση πράξεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 ΣΤ. Η εφαρμογή της ρήτρας αποκλεισμού δεν απαιτεί τον «καθορισμό της ενοχής», κατά την έννοια του ποινικού δικαίου. Επομένως, το μέτρο της απόδειξης είναι χαμηλότερου επιπέδου από την «απόδειξη της ενοχής πέραν πάσηςαμφιβολίας». Όμως, πρέπει να είναι αρκούντως υψηλό ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν αποκλείονται εκ λάθους οι πρόσφυγες από τη διεθνή προστασία. Συνεπώς, η έκφραση «σοβαροί λόγοι να πιστεύη τις» πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τη συνήθη έννοια της και απαιτεί υψηλό μέτρο απόδειξης υπό το πρίσμα των σοβαρών συνεπειών του αποκλεισμού και της ανάγκης διαφύλαξης και συμμόρφωσης με το αντικείμενο και το σκοπό των διατάξεων του άρθρου 1 ΣΤ της Σύμβασης του 1951. Έτσι, κατά την άποψη της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες απαιτείται βάσιμα, αξιόπιστα και πειστικά στοιχεία, πέραν της απλής υποψίας ή των απλών ισχυρισμών, να αποδεικνύουν τους «σοβαρούς λόγους να πιστεύη τις» ότι ο αιτών άσυλο φέρει ατομική ευθύνη για τις κρίσιμες πράξεις. Ως εξαίρεση από τον κανόνα της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου οι ρήτρες αποκλεισμού πρέπει να εφαρμόζονται με τρόπο ανάλογο του σκοπού που επιδιώκουν. Τούτο απαιτεί την αξιολόγηση της σοβαρότητας/βαρύτητας του σχετικού αδικήματος με αντιστάθμισμα τις συνέπειες του αποκλεισμού για τον ενδιαφερόμενο.Τόσο το διεθνές δίκαιο των δικαιωμάτων του ανθρώπου όσο και το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο αναγνωρίζουν την αρχή της αναλογικότητας. Ειδικότερα, η εφαρμογή του κριτηρίου της αναλογικότητας στο πλαίσιο του άρθρου 1 ΣΤ (β) αναφέρθηκε στις διαπραγματεύσεις για την υιοθέτηση της Σύμβασης του 1951 και αναπτύχθηκε με μεταγενέστερες αποφάσεις των δικαστηρίων και τις αναλύσεις των εμπειρογνωμόνων. Όπως προαναφέρθηκε για το άρθρο 1ΣΤ (β), είναι υψηλό το επίπεδο της σοβαρότητας του μη πολιτικού εγκλήματος που προβλέπει το άρθρο 12 (2) (β) της Οδηγίας για την Αναγνώριση του Καθεστώτος του Πρόσφυγα. Τούτο προκύπτει από το γενικότερο πλαίσιο αυτής της διάταξης καθώς και από το γενικότερο σκοπό και αντικείμενο των ρητρών αποκλεισμού και επιβεβαιώνεται από την ιστορία της υιοθέτησης της Σύμβασης του 1951, της Οδηγίας για την Αναγνώριση του Καθεστώτος του Πρόσφυγα καθώς και από τις αυθεντικές ερμηνευτικές θέσεις και κατευθυντήριες οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες αλλά και από την θεωρία. Λαμβάνοντας υπόψη την προϋπόθεση της συσταλτικής ερμηνείας των ρητρών αποκλεισμού, ο χαρακτηρισμός «σοβαρό» του άρθρου 1 ΣΤ (β) υποδηλώνει ότι το έγκλημα πρέπει να είναι τουλάχιστον «κακούργημα ή πολύ σοβαρή αξιόποινη πράξη».

      Η ύπαρξη ενός εγκύρου εντάλματος σύλληψης από μία ξένη χώρα μπορεί να πληροί τα κριτήρια της διάταξης του άρθρου 12 παράγραφος 2 εδάφιο β του ν.4636/2019 και  να θεωρούνται ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι να θεωρείται ότι έχει τελεστεί ένα σοβαρό αδίκημα , όπως έχει γίνει δεκτό και από συγκριτική νομολογία, εκτός αν επικαλείται ισχυρισμούς περί πλαστότητας ή αναλήθειας του εν λόγω εγγράφου, οι οποίοι πρέπει να είναι συγκεκριμένοι, και να αφορούν τον ίδιο προσωπικά, και όχι γενικοί και αόριστοι, από κοινώς γνωστές πληροφορίες και πρέπει προς τούτο να προσκομίζει  και άλλα αποδεικτικά στοιχεία προς επίρρωση των ισχυρισμών του, των οποίων η αξιοπιστία εξετάζεται από τα δικαστήρια.( Qazi, Musawar Hussain v. M.C.I. (F.C., no. IMM-9182-04), von Finckenstein, September 2, 2005; 2005 FC, . Gurajena, George v. M.C.I. (F.C., no. IMM-4257-07), Lutfy, June 9, 2008; 2008 FC 724.) 

     Αξίζει να τονιστεί σε αυτό το σημείο η σχετικά πρόσφατη νομολογιακή εξέλιξη στην ήδη υπάρχουσα νομολογία της Σύμβασης του 1951 και της εφαρμογής των ρητρών αποκλεισμού από το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά, στην υπόθεση της 30/10/2014 Febles v Canada, όπου το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι δεν επηρεάζει την έννοια του αποκλεισμού σύμφωνα με την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 η έρευνα και το αποδεικτικό υλικό    που έχει συγκεντρωθεί για τις συνθήκες επανένταξης  και εξιλέωσης του προσφεύγοντος. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να λάβει η έρευνα γύρω από τις περιστάσεις τέλεσης ενός μη πολιτικού αδικήματος και εάν αυτό θεωρείται ως σοβαρό.  Το δικαστήριο έκρινε ότι από την γραμματική διατύπωση και μόνο της συγκεκριμένης ρήτρας επιτάσσεται ο αποκλεισμός από την στιγμή πλήρωσης των όρων της διάταξης, και ότι δεν προκύπτει από πουθενά ότι πρέπει τα Κράτη-Μέλη της Σύμβασης του 1951 να λάβουν υπό όψιν τους συνθήκες επανένταξης, εξιλέωσης και πραγματικού κινδύνου για τον προσφεύγοντα. (http://www.reflaw.org/supreme-court-of-canada-and-serious-non-political-crimes/). Περαιτέρω, στην ήδη υπάρχουσα νομολογιακή προσέγγιση (Pushpanathan v. Canada,Minister of Citizenship and Immigration) κρίθηκε ότι ενόψει των σοβαρών συνεπειών που επιφέρει ο αποκλεισμός , ο προσφεύγων δικαιούται να ασκήσει αποτελεσματικά ένδικα βοηθήματα και μέσα στην έννομη τάξη της Χώρας Υποδοχής πριν επιβληθεί η απόφαση, και πρέπει να τονιστεί ότι στην ελληνική έννομη τάξη αναγνωρίζεται νομοθετικά αυτή η δυνατότητα  σύμφωνα με την ρητή πρόβλεψη του νόμου 4636/2019.

     Έχει καταστεί σαφές ότι η έννοια του πολιτικού αδικήματος είναι στενά συνδεδεμένη με έναν πολιτικό σκοπό, είτε αυτός ο σκοπός είναι αποκλειστικός ή κυρίαρχος, όπως η αλλαγή της κυβέρνησης, ή η αλλαγή της πολιτικής γραμμής των κυβερνόντων στην χώρα τέλεσης του αδικήματος (Singh v MIMA (2002). Σύμφωνα με αυτήν την απόφαση πρέπει να λαμβάνονται και άλλοι παράγοντες υπόψη για να κρίνουμε εάν ένα αδίκημα είναι πολιτικό ή μη, όπως η χρήση όπλων,  και το είδος των χρησιμοποιούμενων μέσων τέλεσης, εάν  ο στόχος του αδικήματος ήταν ένας εκπρόσωπος της κρατικής εξουσίας, εάν τον στοχοποίησαν σε σχέση με τον υπόλοιπο άοπλο πληθυσμό, εάν υπάρχει αναλογία μεταξύ του αδικήματος και του πολιτικού σκοπού, τους στόχους και την σύνδεση του δράστη με κανέναν οργανισμό. Εάν από την άλλη, μοναδικός στόχος ήταν η ικανοποίηση της όποιας  προσωπικής έριδας με το θύμα , τότε δεν υπάρχει πολιτικό αδίκημα. Επομένως, το πολιτικό έγκλημα θέλει ότι ο ουσιαστικός, ουσιώδης ή σημαντικός σκοπός  τέλεσης ενός αδικήματος να είναι εμφορούμενος με πολιτικά κίνητρα και, κατά την ελληνική έννομη τάξη ( ΣτΕ 1661/2012,Δ΄τμήμα), πρέπει να  τείνει στην ανατροπή ή αλλοίωση της κατά το ισχύον πολίτευμα καθεστηκυίας τάξεως, δηλαδή νοείται μόνο το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας και οι προπαρασκευαστικές πράξεις αυτού.

       Η διάταξη του άρθρου 1 ΣΤ(β) και η αντίστοιχη του 12 παρα. 2(β) θέλουν να έχει τελεστεί το σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα έξω από την χώρα εισδοχής του αιτούντος άσυλο. Αυτή θα είναι η χώρα καταγωγής του αιτούντος ή η χώρα προτέρας συνήθους διαμονής του. Στην περίπτωση των διεθνών εγκλημάτων, όπως η διακίνηση των ναρκωτικών ουσιών, και άλλα αδικήματα που προβλέπονται στην διάταξη του άρθρου 8 ΠΚ, που τελούνται και στην χώρα υποδοχής, δεν αποκλείουν την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης της Σύμβασης του 1951 και του πδ 141/2013(Dhayakpa v MIEA, 1995). Σε αυτήν την περίπτωση, κατά την οποία τελούνται σοβαρά μη πολιτικά αδικήματα εφαρμόζονται οι ποινικές διατάξεις της χώρας υποδοχής, και στην περίπτωση των ιδιαιτέρως σοβαρών εγλημάτων , εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 32&33 της Σύμβασης του 1951. Στην ίδια απόφαση κρίθηκε ότι δεν έχει σημασία εάν έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή εάν δεν είναι αναγκαία η τιμώρηση του δράστη του μη σοβαρού πολιτικού αδικήματος. Η εν λόγω διάταξη θα εφαρμοστεί ακόμη και  στην περίπτωση της καταδίκης, της τιμώρησης, της αμνηστίας, κ.α.

     Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 ΣΤ(γ) και 12 παρά 2(γ) Ν.4636/2019 αντίστοιχα, αποκλείεται από την προστασία της Σύμβασης ένα άτομο ένα υπάρχουν σοβαροί λόγοι να θεωρείται ότι είναι ένοχος ενεργειών αντιθέτων προς τους σκοπούς και τας αρχάς των Ηνωμένων Εθνών όπως ορίζονται στο προοίμιο και στα άρθρα 1 και 2 του καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

  Σύμφωνα με αυτά τα άρθρα  του καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, «Άρθρο 1.Οι σκοποί των Ηνωμένων Εθνών είναι: 1.    Να διατηρούν τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια, και για να επιτευχθεί αυτό: να παίρνουν αποτελεσματικά συλλογικά μέτρα για να προλαβαίνουν και να απομακρύνουν κάθε απειλή της ειρήνης και για να καταστέλλουν κάθε επιθετική ενέργεια ή άλλης μορφής παραβίαση  της  ειρήνης  και  να  επιτυχαίνουν,  με  ειρηνικά  μέσα  και  σύμφωνα  με  τις  αρχές  της  δικαιοσύνης  και  του  διεθνούς  δικαίου,  διευθέτηση  ή  διακανονισμό  διεθνών  διαφορών  ή 

 καταστάσεων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διατάραξη της ειρήνης. 2.    Να αναπτύσσουν ανάμεσα στα έθνη φιλικές σχέσεις που θα βασίζονται  στο σεβασμό της αρχής των ίσων δικαιωμάτων και της αυτοδιαθέσεως των λαών και να παίρνουν άλλα  μέτρα κατάλληλα για την ενίσχυση της παγκόσμιας ειρήνης.

3.    Να  επιτυχαίνουν  διεθνή  συνεργασία  για  την  επίλυση  διεθνών  προβλημάτων  οικονομικής, κοινωνικής, πολιτιστικής και ανθρωπιστικής φύσεως, και για την ανάπτυξη και ενθάρρυνση του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών για όλους, χωρίς διάκριση φυλής, φύλου, γλώσσας ή θρησκείας, και  4.    Να αποτελούν ένα κέντρο που θα συντονίζει τις ενέργειες των εθνών για την επίτευξη  αυτών των κοινών σκοπών.

’Αρθρο 2. Ο Οργανισμός και τα μέλη του, κατά την επιδίωξη των Σκοπών που αναφέρονται στο Άρθρο  1, θα ενεργούν σύμφωνα με τις παρακάτω Αρχές: 1.     Ο  Οργανισμός  βασίζεται  στην  αρχή  της  κυρίαρχης  ισότητας  όλων  των  Μελών  του. 2.     Κάθε  Μέλος,  προκειμένου  να  εξασφαλίζει  για  όλα  τα  Μέλη  του  Οργανισμού  τα  δικαιώματα και τα πλεονεκτήματα που πηγάζουν από την ιδιότητα του Μέλους, πρέπει να  εκπληρώνει  με  καλή  πίστη  τις  υποχρεώσεις  που  ανέλαβε  σύμφωνα  με  τους  όρους  αυτού  του Χάρτη.        

 3.    Όλα τα Μέλη θα ρυθμίζουν τις διεθνείς διαφορές τους με ειρηνικά μέσα, έτσι ώστε να  μην  μπαίνουν  σε  κίνδυνο  η  διεθνείς  ειρήνη  και  ασφάλεια,  καθώς  και  η  δικαιοσύνη. 4.    Όλα τα Μέλη στις διεθνείς τους σχέσεις θα απέχουν από την απειλή ή τη χρήση βίας, που  εκδηλώνεται  εναντίον  της  εδαφικής  ακεραιότητας  ή  της  πολιτικής  ανεξαρτησίας  οποιουδήποτε  κράτους  είτε  με  οποιαδήποτε  άλλη  ενέργεια  ασυμβίβαστη  προς  τους  Σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών. 5.   Όλα  τα  Μέλη  θα  παρέχουν  στα  Ηνωμένα  Έθνη  κάθε  βοήθεια  σε  κάθε  ενέργεια  που  αναλαμβάνουν  σύμφωνα  με  τους  όρους  αυτού  του  Χάρτη  και  δε  θα  βοηθούν  κανένα  κράτος  εναντίον  του  οποίου  τα  Ηνωμένα  Έθνη  θα  έχουν  προχωρήσει  σε  προληπτικές  ή  εξαναγκαστικές ενέργειες.

6.   Ο Οργανισμός θα εξασφαλίζει ώστε τα κράτη που δεν είναι Μέλη των Ηνωμένων Εθνών  να  ενεργούν  σύμφωνα  μí  αυτές  τις  Αρχές,  σε  όσο  βαθμό  αυτό  θα  χρειάζεται  για  να  διατηρηθεί η διεθνείς ειρήνη και ασφάλεια. 7.   Καμιά  διάταξη  αυτού  του  Χάρτη  δε  θα  δίνει  στα  Ηνωμένα  Έθνη  το  δικαίωμα  να  επεμβαίνουν  σε  ζητήματα  που  ανήκουν  ουσιαστικά  στην  εσωτερική  δικαιοδοσία  οποιουδήποτε  κράτους  και  δε  θα  αναγκάζει  τα  Μέλη  να  υποβάλλουν τέτοια  θέματα  για  ρύθμιση  σύμφωνα  με  τους  όρους  αυτού  του  Χάρτη.  Η  αρχή  όμως  αυτή  δεν  πρέπει  να εμποδίζει την εφαρμογή των εξαναγκαστικών μέτρων που προβλέπονται από το Κεφάλαιο  7.».

       Οι ως άνω περιγραφόμενοι στόχοι και αρχές στον καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ προσφέρουν λίγη αρωγή στην διευκρίνιση του τι είδους πράξεις θα στερούσαν ένα άτομο από την προστασία της Σύμβασης του 1951 και του Ν.4636/2019. Σύμφωνα, πάλι με τις travaux preparatoires, δηλ. τις προπαρασκευαστικές εργασίες της Σύμβασης του 1951, η διάταξη αυτή τέθηκε για όσους κατείχαν κυβερνητικά πόστα, όπως αρχηγοί κρατών, υπουργοί , άτομα σε υψηλά ιστάμενες θέσεις, και για όσους συμμετείχαν ή συνεργάστηκαν στην τέλεση των σοβαρών αδικημάτων του Β’ΠΠ, όπως εγκλήματα πολέμου, γενοκτονία, ανατροπή δημοκρατικών καθεστώτων (A Grahl-Madsen, The Status of Refugees in International Law , Sijthoff Leyden, 1966), G Goodwin-Gill and J McAdam, The Refugee in International Law (Oxford University Press, 3rd edition, 2007).

   Ωστόσο, η εν λόγω διάταξη εφαρμόστηκε αρχικά στις σοβαρές παραβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων τελούμενες από αρχηγούς κρατών, αλλά σταδιακά άρχισε να περιλαμβάνει και κατώτερους στην ιεραρχία αξιωματούχους, αλλά και ιδιώτες, οι οποίοι καολουθούσαν προσταγές από ιεραρχικά ανώτερους. (Muntumosi Mpemba, CRR No.238.444 (29 October 1993)). Άλλα νομολογιακά παραδείγματα για την εν λόγω διάταξη είναι η περίπτωση κατά την οποία άτομα είχαν καταδώσει συμπολίτες τους στις Γερμανικές Αρχές Κατοχής και αυτοί οι συμπολίτες τους είχαν σκοτωθεί από αυτές τις Αρχές , το 1969, στον υπεύθυνο μίας σειράς από βομβιστικές επιθέσεις με στόχο την ένωση του Νότιου Τυρόλου με την Αυστρία (G Gilbert, „Current issues in the application of the exclusion clauses‟ and „Summary Conclusions: exclusion from refugee status, expert roundtable, Lisbon, May 2001), και το 1997 σε έναν  ο οποίος ήθελε να ανατρέψει το δημοκρατικά εκλεγμένο τότε καθεστώς στην Γεωργία (Avetisan, 303164 CRR (France, 4 April 1997)).  

    Μερικές πράξεις έχουν χαρακτηριστεί από τον ΟΗΕ ως αντίθετες στον καταστατικό χάρτη του με ορισμένα ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης, όπως τα βασανιστήρια ή άλλες πράξεις βάναυσης και απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, οι βίαιες εξαφανίσεις (Declaration on the Protection of All Persons from Being Subjected to Torture and Other Cruel, Inhuman or Degrading

Treatment or Punishment, GA Res. 3452 (XXX), 9 December 1975 Article 2 and Declaration on the Protection of All Persons from Enforced Disappearance, GA Res. 47/133, 18 December 1992, Article 1(1) ), η τρομοκρατία συνεπεία των γεγονότων της 11/09 (Ψηφίσματα 1373(2001) , 1377(2001)). Αξίζει να γίνει μνεία της απόφασης SRLLL & MIMIA του 2002, κατά την οποία εφαρμόστηκε η ρήτρα αποκλεισμού των περίπτωσεων α) έως και γ) σε ένα Ινδό υπήκοο , ο οποίος ήταν μέλος μίας εξτρεμιστικής τρομοκρατικής οργάνωσης Σιχ, για πολλά χρόνια, για την συμμετοχή του στην δολοφονία τριών αστυνομικών, η οποία θεωρείται ως τρομοκρατική δραστηριότητα και ως εκ τούτου πράξη αντίθετη με τους σκοπούς του καταστατικού χάρτη του ΟΗΕ.

 

     Η έννοια της διεθνούς προστασίας, σύμφωνα και με το νομοθετικό ορισμό στο άρθρο 2 Ν.4636/2019, δεν περιλαμβάνει μόνο την χορήγηση ασύλου. Περιλαμβάνει και την έννοια του δικαιούχου του καθεστώτος της επικουρικής προστασίας. Η εν λόγω έννοια αποτελεί τον πρόσφυγα με την ευρεία, καθομιλουμένη, έννοια, την οποία ακούμε στην σύγχρονη ειδησεογραφία. Ο πρόσφυγας με την ευρεία έννοια ρυθμίζεται στο εδάφιο γ΄ του άρθρου 15 του Ν.4636/2019, και με αυτόν τον τρόπο γίνεται αντιληπτή η έννοια του πρόσφυγα. Πάντα πρέπει να τονίζεται, όμως, ότι η εν λόγω έννοια του πρόσφυγα υπό την στενή έννοια περιλαμβάνει μόνο την δίωξη για έναν τουλάχιστον  από τους πέντε περιοριστικά αναφερόμενους λόγους της Σύμβασης του 1951.

        Σύμφωνα, λοιπόν,  με την διατάξεις των άρθρων 2 &15 Ν.4636/2019, εδάφια ζ&η, προκύπτει ότι «πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία» είναι, με την επιφύλαξη του άρθρου 17, ο αλλοδαπός ή ο ανιθαγενής που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας αλλά στο πρόσωπό του συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους προκύπτει ότι αν επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής του ή, στην περίπτωση ανιθαγενούς, στη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή βλάβη κατά την έννοια του άρθρου 15, η  οποία συνίσταται σε: α) θανατική ποινή ή εκτέλεση ή β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του ή γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, και που δεν μπορεί ή λόγω του κινδύνου αυτού δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας», και ότι  «καθεστώς επικουρικής προστασίας» είναι η αναγνώριση από την αρμόδια ελληνική αρχή ενός αλλοδαπού ή ανιθαγενούς ως δικαιούχου επικουρικής προστασίας». Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 15&18 του ως άνω νόμου προκύπτει ότι καθεστώς επικουρικής προστασίας χορηγείται από τις αρμόδιες αρχές απόφασης σε αλλοδαπούς ή ανιθαγενείς που πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα κεφάλαια Β΄ και Ε΄, δηλ. όταν έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενες διατάξεις που ρυθμίζουν την αξιολόγηση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, στην οποία περιλαμβάνεται και η επικουρική προστασία, σύφωνα με το άρθρο 2 του εν λόγω νόμου, και οι διατάξεις που αναγνωρίζουν ένα πρόσωπο ως δικαιπούχο επικουρικής προστασίας.

   Η έννοια της επικουρικής προστασίας γίνεται κατανοητή με την υποχρέωση ενός Κράτους να εφαρμόσει την αρχή της μη επαναπροώθησης, η οποία απορρέει από διεθνή συμβατικά κείμενα όπως το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του 1966 (νόμος 2462/1997), η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού του 1990 ( νόμος 2102/1992), η Διεθνής Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας (νόμος 1782/1988) κ.α.

    Η επικουρική προστασία που θεσπίζει ο νόμος 4636/2019, το οποίο αποτελεί μεταφορά της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου2011 (L 337) στην ελληνική έννομη τάξη, είναι το δεύτερο σκέλος της έννοιας της διεθνούς προστασίας (με την  πρώτη να είναι η χορήγηση πολιτικού ασύλου και η αναγνώριση ενός ατόμου ως πρόσφυγας), έναντι της οποίας η Ελλάδα, ως Κράτος Μέλος της ΕΕ και χώρα υποδοχής, έχει διεθνείς υποχρεώσεις σε όσους αναγνωρίζονται ως δικαιούχοι του καθεστώτος επικουρικής προστασίας.

    Όταν εξετάζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας, γίνονται ερωτήσεις από τον εξεταστή στον αιτούντα για να διακριβωθεί εάν αυτός πρώτον υπάγεται στην παραπάνω έννοια, και δεύτερον, για να εξακριβωθεί το είδος της διεθνούς προστασίας το οποίο δικαιούται να λάβει ο αιτών. Όταν ο εξεταστής δει ότι ο αιτών άσυλο δεν πληροί τα κριτήρια του πρόσφυγα, είτε διότι οι ισχυρισμοί του δεν αποτελούν λόγους δίωξης, είτε διότι συντρέχει και ρήτρα αποκλεισμού ή η δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης, επόμενο βήμα είναι να διερευνηθεί εάν ο αιτών άσυλο πληροί τα κριτήρια του δικαιούχου καθεστώτος επικουρικής προστασίας των άρθρων 2,15&18 του ίδιου νόμου. Κρίσιμοι και σε αυτήν την περίπτωση καθίστανται οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί του αιτούντος (SZSGAvMIMAC[2013] FCA, 6 August 2013), MZZDCvMIMAC[2013] FCCA, 20 September 2013), SZSJLvMIMAC[2013] FCCA, 4 September 2013), SZSQGvMIAC[2013] FCCA, 25 June 2013), SZRXFvMIAC[2013] FCCA, 27 May 2013), SZROWvMIAC[2013] FMCA, 28 March 2013), SZROWvMIAC[2013] FCA 487, 21 May 2013), SZRPNvMIAC[2013] FMCA, 18 March 2013), SZRNOvMIAC[2013] FMCA, 28 February 2013), SZRMFvMIAC[2013] FMCA, 25 February 2013), SZRNXvMIAC[2012] FMCA, 18 December 2012) , SZSRLvMIBP[2013] FCCA, 10 December 2013), MZZQEvMIBP[2014] FCCA , 19 August 2014). Πρέπει να επισημανθούν και οι απόψεις της νομικής επιστήμης για τον αιτούντα επικουρικής προστασίας. Ο ίδιος αποτελεί πρόσφυγα υπό την ευρεία έννοια, ο οποίος κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή βλάβη, αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του ή την χώρα της συνήθους διαμονής στην περίπτωση του ανιθαγενούς, συνιστάμενη στις αναφερόμενες στο άρθρο 15 του πδ 141/2013 περιπτώσεις, για λόγους που περιλαμβάνουν πόλεμο, βία, σύρραξη, και μαζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων(Goodwin-Gill, ‘Asylum: The Law and Politics of Change’, 7 IJRL 7,1995). Επομένως, κατά πρώτο λόγο,  γίνεται ευκρινές ότι η επικουρική προστασία  περιορίζεται σε όσους προστατεύονται κατά παραβιάσεων του δικαιώματος της ανθρώπινης ζωής (άρθρο 2 ΕΣΔΑ) και της προσωπικής ελευθερίας από βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία ,(άρθρο 3 ΕΣΔΑ και Πρωτόκολλα  υπ’αριθμ.  6 και 13 της ΕΣΔΑ) στην χώρα καταγωγής ή την χώρα συνήθους διαμονής τους, όπως και σε όσους κινδυνεύουν από εξατομικευμένες απειλές σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης όποτε δηλ. υπάρχει η πιθανότητα της περίπτωσης γ’ του άρθρου 15 του ως άνω νόμου, για λόγους άλλους πέραν των περιοριστικά αναφερομένων λόγων της Σύμβασης του 1951. (NEW ISSUES IN REFUGEE RESEARCH, Research Paper No. 136, Refugee status, subsidiary protection, and the right to be granted asylum under EC law, María-Teresa Gil-Bazo ,Refugee Studies Centre, Oxford University, United Kingdom, http://www.unhcr.org/455993882.html#).

           Ωστόσο, η εν λόγω έννοια της επικουρικής προστασίας επιδέχεται την ίδια βασική ανάλυση και τα ίδια στάδια εξέτασης του εν λόγω αιτήματος με την έννοια του καθεστώτος του πολιτικού ασύλου, αλλά εν προκειμένω έχουμε σοβαρή βλάβη αντί για δίωξη, και διαφορετικούς λόγους για τους οποίους φοβάται ένα άτομο να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του ή στην προηγούμενη χώρα συνήθους διαμονής του.

        Η αξιολόγηση του κινδύνου στην έννοια της σοβαρής βλάβης και κυρίως του βαθμού του κινδύνου αποτελείται από τέσσερα βήματα. Θα πρέπει α) ο εξεταστής να έχει ουσιώδεις λόγους  από τους οποίους να προκύπτει και να πιστεύει  ότι,  εάν ο αιτών επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής του ή, στην περίπτωση του ανιθαγενούς αιτούντα , στη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, β) κινδυνεύει όντως να υποστεί σοβαρή βλάβη κατά την έννοια του άρθρου 15, και αυτός ο κίνδυνος πρέπει γ) να αποτελεί την προβλεπόμενη και την αναγκαία συνέπεια  της απομάκρυνσής του από την χώρα υποδοχής και δ) δεν μπορεί ή λόγω του κινδύνου αυτού δεν επιθυμεί ο αιτών να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας (καταγωγής ή προηγούμενης συνήθους διαμονής)

   Τα παραπάνω βήματα πρέπει να λαμβάνονται σωρευτικά προκειμένου να αξιολογηθεί η έννοια και το είδος του κινδύνου του αιτούντος, ο οποίος θα πρέπει να είναι άλλος από τους λόγους της Σύμβασης του 1951.

      Για να κρίνουμε εάν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους προκύπτει ότι, αν επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής του ή, στην περίπτωση ανιθαγενούς, στη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή βλάβη του άρθρου 15 πδ 141/2013, θα πρέπει να κάνουμε μία παραπλήσια αξιολόγηση, με την αξιολόγηση που γινόταν στο αίτημα ασύλου του αιτούντος διεθνούς προστασίας του σχετικά με το εάν ο φόβος του αιτούντος είναι βάσιμος και δικαιολογημένος υπό την έννοια της Σύμβασης του 1951. Στις αποφάσεις MIAC v SZQRB(2013), MZYXSvMIAC[2013], 31 January 2013), MZYXSvMIAC[2013] FCA, 21 June 2013))  το δικαστήριο έκρινε ότι είναι ουσιαστικά ίδια η αξιολόγηση που γίνεται όταν καθορίζουμε την ύπαρξη του  βασίμου και δικαιολογημένου στοιχείου του φόβου δίωξης της Σύμβασης του 1951 με την αξιολόγηση της ύπαρξης σοβαρών λόγων στις περιπτώσεις της επικουρικής προστασίας, και σίγουρα δεν υπάρχουν οι σοβαροί λόγοι όταν είναι απόμακρη η πιθανότητα να λάβει χώρα η σοβαρή βλάβη. Οι σοβαροί λόγοι μπορούν να αντιστοιχούν και σε λιγότερο από 50% πιθανότητα να συμβούν (Chan v MIEA (1989) 169 CLR 379; MIEA v Guo (1997). 

   Αξίζει πάλι να τονιστεί ότι οι ίδιες αρχές που εφαρμόζονται όταν αξιολογούμε την σύνθετη έννοια του βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου της Σύμβασης του 1951 εφαρμόζονται και στην περίπτωση της αξιολόγησης της έννοιας των σοβαρών λόγων στην επικουρική προστασία. Η μόνη διαφορά είναι στο γεγονός ότι στην επικουρική προστασία δεν απαιτείται η ύπαρξη του υποκειμενικού στοιχείου του φόβου (SZVVE v MIBP [2015] FCA, 13 August 2015)). Επομένως, κατά αναλογική εφαρμογή  υπάρχουν οι σοβαροί λόγοι με την έννοια του άρθρου 2 πδ 141/2013 εάν υφίσταται μία πραγματική, αληθινή δυνατότητα να υποστεί ένα άτομο σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του άρθρου 15 πδ 141/2013. Στην υπόθεση Chan v MIEA κρίθηκε ότι  υπάρχουν πολλές παρόμοιες εκφράσεις στις δικαιοδοσίες των Κρατών Μελών της Σύμβασης του 1951, για να εκφράσουν την έννοια των σοβαρών λόγων, δηλ. τον φόβο εκείνο ο οποίος έχει βεβαιότητα ή πιθανότητα να πραγματοποιηθεί έστω και με πιθανότητες κάτω από το 50%, αλλά πρέπει να υπάρχει μία πραγματική ουσιαστική δυνατότητα (a real chance) να πραγματοποιηθεί η σοβαρή βλάβη, ανεξαρτήτως αν όντως λάβει αυτή χώρα. Περαιτέρω, στην έννοια των σοβαρών λόγων λαμβάνεται υπόψη και το χρονολογικό κριτήριο, το οποίο θα κρίνει για τις εν λόγω έννοιες. Επομένως, κρίσιμος καθίσταται και είναι ο χρόνος εκείνος κατά τον οποίον εξετάζεται η αίτηση του αιτούντος , και όχι ο χρόνος εκείνος κατά τον οποίον έφυγε ο αιτών από την Χώρα Καταγωγής του/χώρα προηγούμενης συνήθους διαμονής τους ή ο χρόνος υποβολής της αίτησης Διεθνούς προστασίας (MIEA v Singh (1997).

  Δεν υπάρχει ένα αναγνωρισμένο πρότυπο αξιολόγησης της ύπαρξης των ουσιωδών λόγων. Η διαδικασία καθιέρωσης  της ύπαρξης των λόγων αυτών περιλαμβάνει  την διαπίστωση πραγματικών περιστατικών βασιζόμενων στην αξιολόγηση των ισχυρισμών του αιτούντος και πληροφορίες για την  σχετική χώρα καταγωγής ή συνήθους διαμονής, πιθανολόγηση στο εύλογο προβλεπόμενο μέλλον (Mok Gek Bouy v MILGEA (1993) ,MIEA v Wu Shan Liang (1996) και διαπίστωση εάν όντως θα λάβει χώρα μάι από τις περιγραφόμενες περιπτώσεις της σοβαρής βλάβης (MIEA v Wu Shan Liang (1996) .  Ο αιτών είναι αυτός ο οποίος πρέπει να παρέχει αποδεικτικό υλικό και να προβάλλει επαρκείς ισχυρισμούς στον αρμόδιο εξεταστή για το αίτημά του. Από την άλλη, ο εξεταστής αυτός του αιτήματός του, δεν φέρει το βάρος να προβάλλει ο ίδιος ισχυρισμούς  στην θέση του αιτούντος, δηλ. δεν υποχρεούται αυτή να ωθήσει τον αιτούντα να ισχυριστεί κάτι που δεν το προέβαλλε ο ίδιος  με τους ισχυρισμούς του (Prasad v MIEA (1985) FCR  . Αντίθετα, ο εξεταστής έχει την υποχρέωση να εξετάσει διεξοδικά όλους τους ουσιώδεις και άρτιους ισχυρισμούς, τα σχετιζόμενα πραγματικά περιστατικά και τις διαθέσιμες πηγές για την χώρα προέλευσης, όπως ρητά εκφράστηκαν ή προέκυψαν από τις περιστάσεις (SZTOO v MIBP [2015] FCCA , Dranichnikov v MIMA (2003). Οι ουσιώδεις αυτοί ισχυρισμοί πρέπει να εκφράζουν φόβο στο άμεσο και επικείμενο μέλλον εάν ο αιτών αναγκαζόταν να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του (SZTOO v MIBP [2015] FCCA).

    Τις περισσότερες φορές, προκειμένου να καθορίσουμε τι θα συμβεί στο άμεσα επικείμενο μέλλον, κρίσιμο είναι να δούμε τι έχει συμβεί στο παρελθόν. Τέτοιου είδους ευρήματα παρέχουν μία εύλογη βάση για την αξιολόγηση των σοβαρπων λόγων για τον συγκεκριμένο αιτούντα. Στην υπόθεση MIEA v Guo (1997)  το δικαστήριο έκρινε ότι τα γεγονότα του παρελθόντος δεν είναι σίγουρος οδηγός για το μέλλον, αλλά σε πολλούς τομείς της ζωής αποδεικνύουν ότι μπορούν να αποτελέσουν μία αξιόπιστη βάση για τον καθορισμό της πιθανότητας να επαναληφθούν και στο μέλλον. Αυτή η έρευνα αποτελεί συστατικό στοιχείο για τον εξεταστή του σχετικού αιτήματός του όταν ερευνά το ιστρικό παρελθόν του αιτούντος επικουρικής προστασίας. Εάν ο αιτών στηρίζεται στις δικές του προηγούμενες εμπειρίες, το λογικό βήμα είναι να ερευνηθεί εάν αυτά έχουν όντως λάβει χώρα, και πολύ δε περισσότερο, εάν αυτά συνιστούν μία από τις περιγραφόμενες στην διάταξη του άρθρου 15 πδ 141/2013 περιπτώσεις της σοβαρής βλάβης. Εάν υπάρχει αποδεικτικό υλικό ότι στο παρελθό είχε υποστεί σοβαρή βλάβη του άρθρου 15 πδ 141/2013, τότε υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ότι συντρέχουν οι ουσιώδεις λόγοι του άρθρου 2(ζ) πδ 141/2013(Abebe v The Commonwealth (1999).  Σε μία άλλη υπόθεση,  Chan v MIEA (1989), κρίθηκε ότι πρώτα πρέπει να ερευνώνται οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες ο αιτών έφυγε από την χώρα του, ως εναρκτήριο σημείο για την αξιολόγηση του καθεστώτος του αλλά πρέπει να ερυνώνται και οι παρούσες συνθήκες στην χώρα καταγωγής του. Ωστόσο, μία έρευνα για το τι έχει λάβει χώρα στο παρελθόν δεν είναι αρκετό. Ενώ τα πραγματικά περιστατικά που έλαβαν χώρα στο παρελθόν  μπορούν να αποτελέσουν ένα ικανοποιητικό μέσο πρόβλεψης  μελλοντικής σοβαρής βλάβης, μία ουσιώδης αλλαγή των συνθηκών στην χώρα καταγωγής του αιτούντος (B90 of 2003 v RRT [2004] FCA) δεν θα αποτελέσει αξιόπιστο οδηγό για το μέλλον, εκτός εάν οι αλλαγές στην χώρα καταγωγής του αιτούντος/χώρα προηγούμενης συνήθους διαμονής του είναι ρευστές ή εύκολα μεταβαλλόμενες, και ως εκ τούτου αυτό θα ληφθεί υπόψη στην αξιολόγηση της ύπαρξης των σοβαρών λόγων για την αίτηση του αιτούντος (SZWCI v MIBP [2015] FCCA). Παρομοίως, εάν ο αιτών δεν είχε υποστεί βλάβη  για ένα μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα, δεν μπορεί να θεωρηθεί  ο φόβος του αξιόπιστος για έναν μελλοντικό κίνδυνο(SZSZO v MIBP [2014] FCCA). Ο αιτών δεν απαιτείται να δείξει ότι είχε υποστεί σοβαρή βλάβη και στο παρελθόν  όταν  τώρα δημιουργήθηκαν οι συνθήκες των σοβαρών λόγων για τον ίδιο (Abebe v The Commonwealth (1999). Αρκεί να έχουν αλλάξει ριζικά οι συνθήκες για τον ίδιο ακόμη και όταν αυτός απουσίαζε από την χώρα (sur place δικαιούχος διεθνούς προατασίας, άρθρο 5 πδ 141/2013). Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να αξιολογούνται σωρευτικά όλες οι περιστάσεις στην συγκεκριμένη υπόθεση, οι οποίες σωρευτικά μπορούν να στοιχειοθετήσουν ουσιώδεις λόγους ότι κινδυνεύει ο αιτών να υποστεί μία από τις περιπτώσεις της σοβαρής βλάβης, έστω και εάν κάθε μία ξεχωριστά περίσταση δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει από μόνη της  την εν λόγω έννοια (MILGEAvCheGuangXiang και WAFHvMIMIA[2002] FCAFC , W352 vMIMA[2002] FCA  και MZZEOvMIBP[2013] FCCA). Αυτό φαίνεται χρήσιμο όταν ο αιτών ισχυρίζεται ότι είχε υποστεί και σοβαρή βλάβη στο παρελθόν (SZSTR v MIBP [2014] FCCA.

       Όταν αξιολογούνται οι ισχυρισμοί του αιτούντος, κρίσιμη είναι η στάθμιση του αποδεικτικού υλικού και των ισχυρισμών του πριν την αξιολόγηση  της ύπαρξης σοβαρών λόγων (MIEA v Guo , 1997). Εάν δεν υπάρχει πειστικότητα στους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του αιτούντος, τότε υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μην  υπάρχουν οι ουσιώδεις λόγοι του άρθρου 2(ζ)πδ 141/2013(MIEA v Wu Shan Liang (1996),MIEA v Guo (1997); Abebe v The Commonwealth (1999); MIMA v Rajalingam (1999) 93 FCR 220 ). Περαιτέρω, στην υπόθεση MZAIV v MIBP(2015) το δικαστήριο δεν είδε κανένα λόγο να μην εφαρμόσει την βασική αρχή  που ισχύει όταν εξετάζεται το αίτημα ασύλου ενός αιτούντος και στην εξέταση του αιτήματος επικουρικής προστασίας. Δηλ. έκρινε ότι δεν πρέπει να απαιτείται και να ζητείται από έναν αιτούντα να συμεριφέρεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο ώστε να αποφύγει την σοβαρή βλάβη υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 15 πδ 141/2013.

       Στην  αξιολόγηση των ισχυρισμών του αιτούντος πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της περίπτωσής του. Ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχει δυσπιστία από τον εξεταστή του αιτήματός του, πρέπει να ερευνηθεί εάν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να κινδυνεύει ο αιτών στηριζόμενος σε μία άλλη βάση στην διάταξη του άρθρου 15 πδ 141/2013(MIMA v Rajalingam (1999). 

 

 

    Από την γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 2(ζ) του ως άνω νόμου προκύπτει ότι η έννοια των ουσιωδών λόγων επιβάλλει την παρουσία ενός αποδεικτικού υλικού , και η έννοια του κινδύνου θέλει μία αξιολόγηση της πιθανότητας ότι θα υποστεί ο αιτών την σοβαρή βλάβη, όπως αυτή αποτυπώνεται στην διάταξη του άρθρου 15. Η αξιοπιστία του αιτούντος θα έχει σημασία στην αξιολόγηση της ύπαρξης των σοβαρών λόγων και στην διαπίστωση του κινδύνου αυτός να υποστεί σοβαρή βλάβη (SZSHK v MIBP [2013] FCAFC 125 (Robertson, Griffiths and Perry JJ, 13 November 2013)).   

       Στην έννοια των σοβαρών λόγων της επικουρικής προστασίας, εμπεριέχεται και η έννοια της αναγκαίας και της προβλεπόμενης συνέπειας. Δηλ. για να θεωρούμε ότι υπάρχουν οι σοβαροί λόγοι του άρθρου 2(ζ)Ν.4636/2019, πρέπει να θεωρούμε ότι υπάρχει μία αληθινή δυνατότητα ότι ο κίνδυνος που θα επέλθει θα είναι η πραγματική αναγκαία και η προβλεπόμενη συνέπεια της απομάκρυνσης του αιτούντα από την χώρα υποδοχής και χώρα εξέτασης του αιτήματός του διεθνούς προστασίας. Στην απόφαση SZSKCvMIBP[2014] FCCA , 16 May 2014), το δικαστήριο έκρινε ότι δεν έχει σημασία να επέλθει ο κίνδυνος, αρκεί όμως που θεωρείται ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι ότι πράγματι θα επέλθει ο κίνδυνος με την μορφή των περιπτώσεων της σοβαρής βλάβης  του άρθρου 15, όπως π.χ η έκθεση στον κίνδυνο αυτόν θα πρέπει να είναι η αναγκαία και η προβλεπόμενη συνέπεια της επιστροφής του στην χώρα καταγωγής ή προηγούμενης συνήθους διαμονής. Στην ίδια απόφαση κρίθηκε ότι πρέπει να ερευνάται εάν υπάρχει μία αληθινή δυνατότητα, ως αναγκαία και προβλεπόμενη συνέπεια της επιστροφής, ότι θα υποστεί την σοβαρή βλάβη, και όχι εάν η βλάβη είναι μία αναγκαία και προβλεπόμενη συνέπεια της επιστροφής, δηλ. αναπόφευκτη.

     Τέλος, με μία απλή ανάγνωση, καταλαβαίνουμε περαιτέρω ότι η έννοια της αναγκαίας και προβλεπόμενης συνέπειας της επιστροφής, δηλ. της αναπόφευκτης, προϋποθέτει ένα αιτιώδες και χρονολογικό κριτήριο. Δηλ., πρέπει να υπάρχει μία χρονολογική και άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της απομάκρυνσης του αιτούντος από την χώρα υποδοχής και της αληθινής, πραγματικής δυνατότητας να υποστεί αυτός μία τουλάχιστον από τις περιγραφόμενες περιπτώσεις της σοβαρής βλάβης του άρθρου 15 Ν.4636/2019.

      Η διάταξη του άρθρου 15 του ως άνω νόμου αναφέρει εξαντλητικά (SZRSN v MIAC [2013] FCA, 6 August 2013)) και περιοριστικά τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες νοείται η σοβαρή βλάβη στην επικουρική προστασία. Σύμφωνα με αυτήν την διάταξη: «Η σοβαρή βλάβη συνίσταται σε: α) θανατική ποινή ή εκτέλεση ή β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του ή γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».  Στην διάταξη του άρθρου 6 του ως άνω νόμου  ορίζονται πέρα από τους φορείς δίωξης, και οι φορείς σοβαρής βλάβης, οι οποίοι είναι οι ίδιοι με τους φορείς δίωξης. Επομένως μπορεί να προκαλέσει την σοβαρή βλάβη είτε το κράτος,  είτε ομάδες ή οργανώσεις, που ελέγχουν το κράτος ή σημαντικό μέρος του εδάφους του,οι  μη κρατικοί φορείς, αν μπορεί να καταδειχθεί ότι οι φορείς υπό α) και β), συμπεριλαμβανομένων των διεθνών οργανισμών δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμούν να παράσχουν προστασία κατά της σοβαρής βλάβης, όπως αυτή η προστασία ορίζεται στο άρθρο 7. Από την άλλη, κρίσιμη είναι η  τελευταία διάταξη του άρθρου 7, η οποία διάταξη πρέπει να διαβάζεται με προσήλωση ως προς το ζήτημα της έννοιας της επικουρικής προστασίας, η προστασία κατά της σοβαρής βλάβης μπορεί να παρέχεται μόνο από: α) το κράτος ή β) ομάδες ή οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων διεθνών οργανισμών, που ελέγχουν το κράτος ή σημαντικό μέρος του εδάφους του, υπό την προϋπόθεση ότι επιθυμούν να προσφέρουν προστασία σύμφωνα με την παράγραφο 2 και είναι σε θέση να το πράξουν. 2. Η προστασία κατά της σοβαρής βλάβης πρέπει να είναι αποτελεσματική και μη προσωρινή. Η προστασία αυτή παρέχεται γενικά όταν οι φορείς της παραγράφου 1 λαμβάνουν εύλογα μέτρα για να αποτρέψουν την πρόκληση σοβαρής βλάβης, μεταξύ άλλων με τη λειτουργία αποτελεσματικού νομικού συστήματος για τον εντοπισμό, την ποινική δίωξη και τον κολασμό πράξεων που συνιστούν σοβαρή βλάβη, και όταν ο αιτών έχει πρόσβαση στην προστασία αυτή. 3. Κατά την αξιολόγηση, αν διεθνής οργανισμός ελέγχει ένα κράτος ή σημαντικό μέρος του εδάφους του και παρέχει προστασία όπως περιγράφεται στην παράγραφο 2, λαμβάνονται υπόψη τυχόν κατευθυντήριες οδηγίες που περιέχονται σε οικείες πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς επίσης και σχετικές εκθέσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.

        Οι έννοιες των βασανιστηρίων ή της απάνθρωπης ή της εξευτελιστικής μεταχείρισης  αναφέρονται στον  έντονο πόνο και  στις ταλαιπωρίες που μπορούν να επέλθουν , και η έννοια της εξευτελιστικής μεταχείρισης έχει σχέση με την τπαείνωση, παρά με την πρόκληση πόνου στον άλλον. Αναφέρονται όλες οι έννοιες της διάταξης του άρθρου 15 πδ 141/2013 τόσο σε πράξεις όσο και σε παραλείψεις, και δεν αφορούν τις συνέπειες μίας πράξης ή παράλειψης (SZRSN v MIAC [2013] FCA, 6 August 2013) , SZTAL v MIBP [2015] FCCA, 24 February 2015, SZSNX v MIBP [2015] FCCA 2271, 30 September 2015)). Περαιτέρω, όλες οι περιγραφόμενες περιπτώσεις της σοβαρής βλάβης θέλουν το στοιχείο του δόλου, της πρόθεσης ενός ατόμου να τις προκαλέσει σε συνανθρώπους του ή  σε συνάνθρωπό του. Μάλιστα, και κατά τον ορισμό των βασανιστηρίων κατά την διάταξη του άρθρου 137Α παρά 2  ΠΚ, απαραίτητο στοιχείο της έννοιας αυτής είναι ο ιδιαίτερος σκοπός της κάμψης της βούλησης του θύματος.

    Κάθε μία από τις περιγραφόμενες στην εν λόγω διάταξη περιπτώσεις της σοβαρής βλάβης έχει διακριτή ταυτότητα, αν και πολλές φορές υπάρχει συχνή ταύτιση εννοιών, όταν προσπαθεί ένας εξεταστής του αιτήματος επικουρικής προστασίας  να αξιολογήσει την περίπτωση του κάθε αιτούντος, αλλά όλες αφορούν την πρόκληση της σοβαρής βλάβης από ένα άτομο σε ένα άλλο, δηλ. η σοβαρή βλάβη δεν καλύπτει τις περιπτώσεις της αυτοβλάβης. Αυτό το οποίο πρέπει να ερευνάται είναι επίσης και εάν το συγκεκριμένο περιστατικό συνιστά σοβαρή βλάβη με υπαγωγή στον ορισμό της εκάστοτε έννοιας και έχοντας υπόψιν τα διδάγματα της νομολογίας και της νομικής επιστήμης για την εν λόγω έννοια. Εάν με αυτά τα διδάγματα και την υπαγωγή  ένα  περιστατικό δεν συνιστά πράξη σοβαρής βλάβης, δεν θα πρέπει ο εξεταστής υποχρεωτικά να το υπαγάγει σε μία από αυτές τις έννοιες. (SZSRX v MIBP [2014] FCCA, 24 October 2014)). Εάν ένα περιστατικό συνιστά περίπτωση σοβαρής βλάβης, αυτό εξαρτάται από τα πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε υπόθεσης (SZTAL v MIBP [2015] FCCA 64 (Judge Driver, 24 February 2015)). Επίσης, αν και ορισμένες από τις μορφές της σοβαρής βλάβης εμπεριέχουν σωματικό πόνο από την φύση τους, ωστόσο πρέπει να επισημανθεί ότι οι μορφές της σοβαρής βλάβης καλύπτουν και τον ψυχικό πόνο. Ακόμη και μία απειλή, εάν ήταν τέτοιας έντασης, άμεση και επικείμενη θα μπορούσε να θεωρηθεί ως σοβαρή βλάβη εάν συνέτρεχαν και οι λοιπές προϋποθέσεις των εννοιών αυτών (MZZES v MIBP [2014)).

       Η πρώτη περίπτωση στην διάταξη του άρθρου 15 Ν.4636/2019 αναφέρεται στην στέρηση της ζωής, με την μορφή της θανατικής ποινής ή και της εκτέλεσης. Σίγουρα, και στις δύο περιπτώσεις του εν λόγω εδαφίου αναγνωρίζεται το στοιχείο της πρόθεσης, όπως γίνεται αντιληπτή στο Ποινικό Δίκαιο (άρθρο 27 ΠΚ). Τέλος, επειδή δεν υπάρχουν ορισμοί στις παραπάνω έννοιες στο Ν.4636/2019, θα αναζητήσουμε τον ορισμό τους στην καθομιλουμένη.  Επομένως, κατά την καθομιλουμένη, η θανατική ποινή είναι η ποινή που επιβάλλεται σε έναν εγκληματία από τις αρχές ενός κράτους, και έχει να κάνει με την αφαίρεση της ζωής αυτού. Είναι η αυστηρότερη ποινή που μπορεί να επιβληθεί και συχνά ονομάζεται «η εσχάτη των ποινών».

       Στον χώρο που μας ενδιαφέρει, η επιβολή της θανατικής ποινής έχει σχέση και με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την αρχή της μη επαναπροώθησης της Σύμβασης του 1951 και των άρθρων 2&6 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα 1966 (νόμος 2462/1997). Πρέπει να τονιστεί ότι πάντα, υπό οποιαδήποτε περίσταση η επιβολή της θανατικής ποινής δεν μπορεί πότε να θεωρείται ως νόμιμη κύρωση για ένα αδίκημα που τελέσθηκε στην χώρα καταγωγής/ χώρα προηγούμενης συνήθους διαμονής  του αιτούντος, επιχείρημα το οποίο προκύπτει και από την διάταξη του άρθρου 17 παρά 3, όταν αναφέρεται στην έννοια του προφανώς δυσανάλογου στην επιβολή της ποινής. Επίσης, πάντα η επιβολή της θανατικής ποινής θα συνιστά σοβαρή βλάβη.

    Αυτό που έχει σημασία στην έννοια της θανατικής ποινής, το οποίο στοιχείο υπάρχει σε όλο το φάσμα της έννοιας της επικουρικής προστασίας,  είναι ότι πρέπει να δούμε εάν υπάρχει αληθινή, πραγματική δυνατότητα να εκτελεσθεί η θανατική ποινή στον συγκεκριμένο αιτούντα. Δεν ενδιαφέρει δηλ.  εάν το αδίκημα το οποίο τέλεσε ο αιτών τιμωρείται βάσει το νόμο με θανατική ποινή. Δεν ενδιαφέρει δηλ. εάν επιβλήθηκε η θανατική ποινή (MZYXS v MIAC , FMCA , 31 January 2013).

     Από την άλλη,  η έννοια της εκτέλεσης, δηλ. της αυθαίρετης στέρησης της ζωής μπορεί να λάβει και την μορφή της  εξωδικαιϊκής εκτέλεσης, ή η και της υπερβολικής χρήσης  αστυνομικής βίας. Στην καθομιλουμένη, εκτέλεση σημαίνει θανάτωση. Η εκτέλεση πάντως στην διάταξη του άρθρου 15 πδ 141/2013 δεν έχει καμία σχέση με την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης στον χώρο του Αστικού Δικονομικού Δικαίου. Αναφέρεται στην αφαίρεση της ζωής ενός ατόμου. Αναφέρεται στο αποτέλεσμα των ενεργειών ή και των παραλείψεων του εκάστοτε φορέα σοβαρής βλάβης εις βάρος και εναντίον ενός ατόμου. Μπορεί να είναι αποτέλεσμα δόλου ή και αμέλειας, προσωπικής έριδας ή και αποτέλεσμα τυχαίας πράξης ή παράλειψης. Και σε αυτήν την περίπτωση  σοβαρής βλάβης πρέπει να δούμε εάν υπάρχει αληθινή, πραγματική δυνατότητα να πραγματοποιηθεί η εκτέλεση στην χώρα καταγωγής/χώρα προηγούμενης συνήθους διαμονής στον συγκεκριμένο αιτούντα.

   Σε αυτό το σημείο απαραίτητη κρίνεται και η παράθεση μίας γενικής νομολογιακής θέωρησης για το δικαίωμα στην ζωή (άρθρο 2 ΕΣΔΑ), για να γίνει κατανοητό ότι  οι έννοιες της θανατικής ποινής και της εκτέλεσης στην διάταξη του άρθρου 15 είναι και το αποτέλεσμα μίας αδικαιολόγητης συμπεριφοράς ή και παράλειψης λήψης μέτρων αποφυγής του αποτελέσματος του θανάτου. Υπάρχουν,επομένως, παραβιάσεις του δικαιώματος στην ζωή, οι οποίες οδηγούν σε αυθαίρετη αφαίρεση της ζωής, και ως εκ τούτου σε εκτέλεση , όπως έχει κριθεί νομολογιακά από το ΕΔΔΑ, σε περιπτώσεις όπου δεν είναι απαραίτητη η χρήση βίας, και μάλιστα όταν αυτή είναι αδικαιολόγητη (Andreou v. Turkey 27.10.2009, Perisan and Others v. Turkey 20.05.2010, Putintseva v. Russia 10.05.2012, (Mc Cann and Others v. the United Kingdom, Nachova and Others v. Bulgaria 06.07.2005, Soare and Others v. Romania  22.02.2011, Gorovenky and Bugara v. Ukraine 12.01.2012, Sašo Gorgiev v. “The Former Yugoslav Republic of Macedonia” 19.04.2012) και μη εμπίπτουσα στις εξαιρέσεις της διάταξης του άρθρου αυτού. Περαιτέρω, έχει κριθεί ότι εάν και δεν αναφέρεται η διάταξη του άρθρου 2 ΕΣΔΑ στην αρχή της αναλογικότητας, ωστόσο έμμεσα γίνεται αναφορά στην αρχή αυτή όταν εξετάζεται εάν γίνεται παραβίαση του άρθρου 2 ΕΣΔΑ. Δηλ. υπάρχει παραβίαση του άρθρου 2 όποτε δεν δικαιολογείται σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας η χρήση βίας που οδηγεί στον θάνατο ενός ανθρώπου (Wasilewska and Kalucka v. Poland 23.02.2010, Finogenov and Others v. Russia 20.12.2011)  

     Στην υπόθεση Soering v. the United Kingdom το δικαστήριο έκρινε ότι η απέλαση μπορεί να συνιστά και παράβαση του άρθρου 2 ΕΣΔΑ, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα στην ζωή. Στην υπόθεση M.A.R. v. the United Kingdom (Application 28030/95) κρίθηκε ότι η απέλαση στο Ιράν θα συνιστούσε παράβαση του άρθρου 2 επειδή το άτομο κινδύνευε να δεχθεί την θανατική ποινή. (Human rights files No. 9 (revised) ASYLUM AND THE EUROPEAN CONVENTION ON HUMAN RIGHTS by Nuala Mole AIRE Centre, London, United Kingdom Council of Europe Publishing, 2000).

   Επίσης, η διάταξη του άρθρου 2 επιβάλλει την λήψη θετικών ή και αρνητικών μέτρων, τα οποία αποτρέπουν την δόλια και παράνομη αφαίρεση της ζωής (Kemaloglu v. Turkey 10.04.2012,  Kayak v. Turkey 10.07.2012, Sandru and Others v. Romania08.12.2009), (ECtHR Factsheet 06/2013– Right to life).

        Τα βασανιστήρια αποτελούν την τρίτη μορφή σοβαρής βλάβης που αναφέρει η διάταξη του άρθρου 15. Επειδή δεν υπάρχει ορισμός της εν λόγω έννοιας στο Ν.4636/2019, κρίσιμη είναι σε αυτό το σημείο η διάταξη του άρθρου 1 του  νόμου 1782/1988, ο οποίος ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη την Διεθνή Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Τρόπων Σκληρής, Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τι­μωρίας (ΦΕΚ 116, τ. Α΄)] ,κατά την οποία διάταξη «βασανιστήρια» σημαίνει κάθε πράξη με την οποία, σωματικός ή ψυχικός πόνος ή έντονη οδύνη επιβάλλονται με πρόθεση σ' ένα πρόσωπο, με σκοπό ιδίως να αποκτηθούν απ' αυτό ή από τρίτο πρόσωπο πληροφορίες ή ομολο­γίες, να τιμωρηθεί για μια πράξη που αυτό ή τρίτο πρόσωπο έχει διαπράξει ή είναι ύποπτο ότι την έχει διαπράξει, να εκφοβηθεί ή εξαναγκασθεί αυτός ή τρίτο πρόσωπο, ή για κάθε άλλο λόγο που βασίζεται σε διάκριση οποιασδήποτε μορφής, εφ' όσον ένας τέτοιας πόνος ή οδύνη επιβάλ­λονται από δημόσιο λειτουργό ή κάθε πρόσωπο που ενεργεί με επίσημη ιδιότητα ή με την υποκί­νηση ή τη συναίνεση ή την ανοχή του. Δεν περιλαμβάνονται ο πόνος ή η οδύνη που προέρχονται μόνον από πράξεις συμφυείς ή παρεμπίπτουσες προς νόμιμες κυρώσεις. Ο ορισμός αυτός περιέχει πολλές περιπτώσεις, κάθε μία από τις οποίες συγκροτεί ή μπορεί να συγκροτήσει την έννοια των βασανιστηρίων, και οι οποίες θυμίζουν τον αντίστοιχο ορισμό στην διάταξη του άρθρου 137Α παρά 2 ΠΚ, και πάντα σε συμφωνία με την διάταξη του άθρθρου 4 ν 1782/88, το οποίο αναγνωρίζει ητν υποχρέωση της Ελλάδας να περιλάβει νομοθετική ρύθμιση στην εσωτερική έννομη τάξη της που να απαγορεύει τα βασανιστήρια. Πάντως, μπορούν να τελεστούν με πράξεις, έχουν ως αποτέλεσμα την πρόκληση σωματικού ή ψυχικού πόνου. Επίσης, σύμφωνα με το προοίμιο της Σύμβασης κατά των βασανιστηρίων, η Σύμβαση σχεδιάστηκε  έχοντας υπόψη το άρθρο 5 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το άρθρο 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που και τα δύο προβλέπουν ότι κανένας δεν μπορεί να υποβάλλεται σε βασανιστήρια ή σε άλλους τρόπους σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας. Τέλος, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 3 της εν λόγω Σύμβασης (ν.1782/88) κανένα Κράτος Μέρος δε θα απελαύνει, δε θα επαναπροωθεί ("refouler"), ούτε θα εκδίδει πρόσωπο σε άλλο Κράτος, όπου υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτό το πρόσωπο θα κινδυνεύσει να υποστεί βασανιστήρια, και δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των βασανιστηρίων ο πόνος ή η οδύνη που προέρχονται μόνον από πράξεις συμφυείς ή παρεμπίπτουσες προς νόμιμες κυρώσεις. Τέλος, από παραδείγματα από τη νομολογία, αξίζει να αναφερθεί ότι ως βασανιστήριο ορίζεται, δε, η μεταχείριση που επιδιώκει να προκαλέσει πολύ σοβαρό και άγριο πόνο (οδύνη) και που έχει σκοπό, όπως την απόκτηση πληροφοριών ή ομολογίας ή την επιβολή τιμωρίας και συνιστά γενικά μια σοβαρή μορφή απάνθρωπης μεταχείρισης. Παρόλο που δεν υπάρχει μόνο ένα δεδομένο (standard) για το ελάχιστο επίπεδο δριμύτητας (severity), αυτό στοιχειοθετείται, όταν συντρέχει ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω στοιχεία: α) παράνομη βία  – που είναι ιδιαίτερα ταπεινωτική. β) έντονος σωματικός ή ψυχικός πόνος, γ) ταπείνωση σε βαθμό αρκετό για να «κάμψει την ηθική ή σωματική αντίσταση» δ) μεταχείριση που οδηγεί το θύμα να δρα εναντίον της βούλησής του ή της συνείδησής του[4].

      Βασικό συστατικό στοιχείο στον ορισμό των βασανιστηρίων είναι η ένταση της πράξης που προκαλεί σωματικό ή και ψυχικό πόνο. Αυτή ή ένταση είναι ένα πραγματικό ζήτημα, και θα εξαρτηθεί από τα πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε υπόθεσης. Η ένταση αυτή συνδέεται με το αποτέλεσμα της πράξης, δηλ. με τον   πόνο ή την οδύνη, παρά με την φύση της πράξης. Ορισμένοι παράγοντες καλό είναι να λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό μίας πράξης ότι εμπίπτει στην έννοια των  βασανιστηρίων, π.χ. οι ατομικές περιστάσεις του εκάστοτε αιτούντος-θύματος, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, η φύση της πράξης, η διάρκειά της, η μεθόδευσή της, η διάρκεια και η συστηματικότητά της.

    Ένα άλλο συστατικό στοιχείο του ορισμού των βασανιστηρίων είναι η εκ προθέσεως επιβολή τους σε ένα άτομο για ένα συγκεκριμένο σκοπό. Η απλή απερισκεψία και η απροσεξία μπορεί να μην ισοδυναμούν με βασανιστήρια. Στην απόφαση SZSPE v MIBP [2013] FCCA, το δικαστήριο έκρινε ότι ο πόνος και η οδύνη που προκλήθηκαν από τον συνωστισμό στις φυλακές δεν προκλήθηκαν με πρόθεση. Σε μία άλλη υπόθεση (SZTAL v MIBP [2015] FCCA  ) , η οποία πάλι είχε σχέση με τις συνθήκες κράτησης σε κατάστημα φυλακών, το δικαστήριο έκρινε ότι η εκ προθέσεως επιβολή των βασανιστηρίων θέλει μία υποκειμενική, πραγματική επιθυμία του ατόμου εκείνου που θέλει να προκαλέσει πόνο. Πάντα δηλ. πρέπει η κάθε πράξη βασανιστηρίων να γίνεται με πρόθεση να προκληθεί πόνος ή και οδύνη για τον συγκεκριμένο σκοπό που αναφέρει ο ορισμός, ο οποίος εξαιτίας  της χρήσης της λέξης ιδίως μπορεί να είναι ευρύς, και να καλύπτει πολλούς λόγους, αλλά όλες οι πράξεις αυτές πρέπει να επιβάλλονται από δημόσιο λειτουργό ή κάθε πρόσωπο που ενεργεί με επίσημη ιδιότητα ή με την υποκί­νηση ή τη συναίνεση ή την ανοχή του. Δεν θεωρούνται βασανιστήρια οι πράξεις που προκαλούν απλώς πόνο ή οδύνη ή ακόμη και όταν έχουμε μία πρόθεση να τελέσουμε μία πράξη για συγκεκριμένο λόγο, αλλά χωρίς αυτή η πράξη να γίνεται με τρόπο που να προκαλεί πόνο ή οδύνη.

    Στον ορισμό των βασανιστηρίων αναγνωρίζονται  4 τουλάχιστον λόγοι για τους οποίους μία πράξη βασανιστηρίων επιβάλλεται σε ένα τουλάχιστον άτομο. Αυτοί είναι α) για να αποκτηθούν απ' αυτό ή από τρίτο πρόσωπο πληροφορίες ή ομολο­γίες, β) για  να τιμωρηθεί για μια πράξη που αυτό ή τρίτο πρόσωπο έχει διαπράξει ή είναι ύποπτο ότι την έχει διαπράξει, γ) για να εκφοβηθεί ή εξαναγκασθεί αυτός ή τρίτο πρόσωπο, ή δ) για κάθε άλλο λόγο που βασίζεται σε διάκριση οποιασδήποτε μορφής. Εάν, από την άλλη, δεν γίνονται αυτές οι πράξεις από δημόσιο λειτουργό ή κάθε πρόσωπο που ενεργεί με επίσημη ιδιότητα ή με την υποκί­νηση ή τη συναίνεση ή την ανοχή του, τότε η πράξη πρόκλησης πόνου μπορεί να εμπίπτει στις άλλες μορφές σοβαρής βλάβης του άρθρου 15 του ως άνω νόμου. Και πάλι αυτό εξαρτάται από τις ατομικές περιστάσεις της περίπτωσης του αιτούντος.

   Οι τρεις πρώτοι λόγοι γίνονται για την απόκτηση πληροφοριών ή ομολογιών από ένα πρόσωπο ή ένα τρίτο, για την τιμωρία για μία πράξη που αυτό  ή τρίτο έχει τελέσει ή είναι  ύποπτο ότι τέλεσε, για τον εκφοβισμό ή τον εξαναγκασμό αυτού ή τρίτου. Ο τέταρτος λόγος πρέπει να διαβάζεται συνδυαστικά με την διάταξη του άρθρου 2 ΔΣΑΠΔ 1966 (νόμος 2462/1997) και από τον συνδυασμό των οποίων προκύπτει ότι μία πράξη που προκαλεί έντονο πόνο ή οδύνη μπορεί να συνιστά πράξη βασανιστηρίων εάν βασίζεται σε διάκριση οποιασδήποτε μορφής και κυρίως διάκριση φυλής, χρώματος, γένους, γλώσσας, θρησκεύματος, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης, περιουσίας, γέννησης ή κάθε άλλης κατάστασης , και ως εκ τούτου παραβιάζει και την διάταξη του άρθρου 2 ΔΣΑΠΔ. Σε αυτήν την περίπτωση μπορεί αυτή η πράξη να συνιστά προεχόντως πράξη δίωξης υπό την έννοια της Σύμβασης του 1951 και θα εμπίπτει στον ορισμό του πρόσφυγα. Τότε, δεν θα εξετάζεται το αίτημα της επικουρικής προστασίας.

        Η έννοια της απάνθρωπης ή της εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας αποτελεί την τέταρτη και την πέμπτη περίπτωση  της αναγνωρισμένης και θεσμοθετημένης σοβαρής βλάβης στην έννοια της επικουρικής προστασίας. Αν και δεν υπάρχει προβλεπόμενος ορισμός της εν λόγω έννοιας στην νομοτεχνική δομή του νόμου, χρήσιμες είναι οι πληροφορίες που μπορούμε να αντλήσουμε από τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Σύμφωνα με αυτήν (The  Greek Case, Judgement of 18 November 1969, Yearbook of the European Convention on Human Rights, No. 12 (1969) Application Nos 00003321-3/67) η έννοια της απάνθρωπης μεταχείρισης αφορά τουλάχιστον σε μεταχείριση η οποία υποβάλει  σκοπίμως  σε σοβαρή, πνευματική ή σωματική, ταλαιπωρία η οποία δεν δικαιολογείται υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Απάνθρωπη μεταχείριση είναι εκείνη που χαρακτηρίζεται από ένα ελάχιστο επίπεδο δριμύτητας και περιλαμβάνει -σύμφωνα με τα δεδομένα της παραπάνω απόφασης- αδικαιολόγητη σωματική βλάβη ή έντονο σωματικό ή ψυχικό πόνο, ενώ αρνείται τις πιο βασικές ανθρώπινες ανάγκες με πολύ σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις. Παράλληλα, ως εξευτελιστική μεταχείριση εκλαμβάνεται αυτή που προκαλεί στο θύμα συναισθήματα φόβου, άγχους και κατωτερότητας ικανά να τον ταπεινώσουν και πιθανόν να κάμψουν την ηθική και σωματική αντίσταση του.

       Αξίζει να τονιστεί ότι υπάρχουν και δύο άλλες έννοιες στην εν λόγω διάταξη, όχι σε εμφανές σημείο. Από την χρήση της διάζευξης στην διάταξη του άρθρου 15 Ν.4636/2019, προκύπτουν ως έννοιες η απάνθρωπη τιμωρία , αλλά και η εξευτελιστική τιμωρία, και δεν πρέπει να νοείται η έννοια της τιμωρίας από μόνη της χωρίς τον επιθετικό προσδιορισμό της έννοιας του εξευτελιστικού στοιχείου. Ως  απάνθρωπη τιμωρία, επομένως, συνιστά ο ακρωτηριασμός ενός μέλους του σώματος, και γίνεται δεκτό ότι απάνθρωπη τιμωρία αποτελεί μία απάνθρωπη μεταχείριση, η οποία χρησιμοποιείται ως τιμωρία ή υπάρχει προφανής δυσαναλογία μεταξύ της τελεσθείσας πράξης και της ποινής που επιβλήθηκε (Kotallav. Netherlands, No. 7994/77, 14 DR 238, 6 May 1978). Περαιτέρω, ως εξευτελιστική τιμωρία νοείται ως η εξευτελιστική μεταχείριση, η οποία επιβάλλεται ως τιμωρία, όπως η σωματική τιμωρία (corporal punishment) (Tyrerv. UnitedKingdom, Judgment 25 April 1978, Series A, Vol.. 26, παρά. 31-35) χωρίς να ασκεί επιρροή εάν αυτή είναι νόμιμη ποινή (M. Nowak, CCPR-Kommentar (1989) 140). Και στην προκείμενη περίπτωση βάρος πρέπει να δοθεί στο σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, στην φύση και στο είδος της μεταχείρισης ή της τιμωρίας, στον τρόπο και στην μέθοδο εκτελέσεως της, στην διάρκειά της, στα αποτελέσματά της στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου-θύματος, στην ηλικία ,στο φύλο, και στην κατάσταση της υγείας του (Irelandv. UnitedKingdomsupranote 16, παρά 162; Soering, supranote 3, παρά 100).

        Όπως και με την έννοια των βασανιστηρίων, και σε αυτήν την περίπτωση ενυπάρχει το στοιχείο της πρόθεσης, του δόλου στην παραγωγή του αποτελέσματος της ταλαιπωρίας του θύματος. Αντίθετα με την έννοια των βασανιστηρίων, είναι ότι η απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δεν θέλουν ένα συγκεκριμένο λόγο, δεν γίνεται για α) για να αποκτηθούν απ' αυτό ή από τρίτο πρόσωπο πληροφορίες ή ομολο­γίες, β) για  να τιμωρηθεί για μια πράξη που αυτό ή τρίτο πρόσωπο έχει διαπράξει ή είναι ύποπτο ότι την έχει διαπράξει, γ) για να εκφοβηθεί ή εξαναγκασθεί αυτός ή τρίτο πρόσωπο, ή δ) για κάθε άλλο λόγο που βασίζεται σε διάκριση οποιασδήποτε μορφής. Τέλος, δεν θέλει απαραίτητα η απάνθρωπη ή η εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία να τελούνται από δημόσιο λειτουργό ή κάθε πρόσωπο που ενεργεί με επίσημη ιδιότητα ή με την υποκί­νηση ή τη συναίνεση ή την ανοχή του, αλλά ούτε περιλαμβάνονται στην εν λόγω έννοια ο πόνος ή η οδύνη που προέρχονται μόνον από πράξεις συμφυείς ή παρεμπίπτουσες προς νόμιμες κυρώσεις.

        Η έννοια της απάνθρωπης ή της εξευτελιστικής μεταχείρισης ή της τιμωρίας είναι ένα σύνολο συμπεριφοράς, και δεν πρέπει να εξετάζονται ξεχωριστά κάθε μία από τις έννοιες στους παραπάνω ορισμούς των εν λόγω εννοιών. Το αποτέλεσμα  της απάνθρωπης μεταχείρισης πρέπει να είναι η σκόπιμη σοβαρή, πνευματική ή σωματική, ταλαιπωρία η οποία δεν δικαιολογείται υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Η κρίση για το εάν μία μεταχείριση ή μια τιμωρία ενός ατόμου είναι απάνθρωπη θα εξαρτάται από το σύνολο των ατομικών περιστάσεων, ενώ ρόλο παίζει και το γεγονός ότι πρέπει να χαρακτηρίζεται αυτή η μεταχείριση του ατόμου από ένα ελάχιστο επίπεδο δριμύτητας και πρέπει να περιλαμβάνει  αδικαιολόγητη σωματική βλάβη ή έντονο σωματικό ή ψυχικό πόνο, ενώ παράλληλα πρέπει να αρνείται τις πιο βασικές ανθρώπινες ανάγκες με πολύ σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις. Χρήσιμη είναι η νομολογία, είτε εθνική ή συγκριτική ή διεθνής πάνω στην διάταξη του άρθρου 3 ΕΣΔΑ(νδ 53/1974) και στην διάταξη του άρθρου 7 ΔΣΑΠΔ 1966 (νόμος 2462/1997)  που δέχεται πολυάριθμες περιπτώσεις να συνιστούν απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Κατά την ενδεικτική νομολογία που έχει αναπτυχθεί πάνω στην διάταξη του άρθρου 3 ΕΣΔΑ, υπάρχει απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση  και επομένως παραβίαση του άρθρου 3 ιδίως όταν υπάρχει παραβίαση των κοινωνικών και περιουσιακών δικαιωμάτων ,όπως με την παροχή ανεπαρκούς ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης ή όταν υπάρχει  στέρηση αυτής με σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία, ή  όταν υπάρχει στέρηση της στέγασης έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ή την ενίσχυση των αστέγων (υποθέσεις του ΕΔΔΑ (ECHR: Cyprusv. Turkey, 10 May 2001, no. 25781/94, ApplicationNo. 25781/94, Judgementof 10 may 2001, para. 311, ECHR 2004/1 case of Arcila Henao v. The Netherlands, 24 June 2003, no. 13669/03,

D.v.UK,http://www.equalityhumanrights.com/sites/default/files/documents/humanrights/hrr_article_3.pdf), και όταν υπάρχει  ανικανότητα ευρέσεως εργασίας σε συνδυασμό με την δυσκολία πληρωμής ιατρικών εξόδων (SZSMQvMIBP[2013] FCCA 1768 (Judge Nicholls, 31 October 2013) παρά. [114]). Η νομική επιστήμη, αναλύοντας την εν λόγω έννοια, κατέληξε ότι εφαρμόζεται η ρήτρα της μη επαναπροώθησης όταν όντως υπάρχει ένας αληθινός κίνδυνος ή και που ενδέχεται να υποστεί το άτομο στην χώρα καταγωγής του και σε περιπτώσεις όπως παρατεταμένου χρόνου αναμονής εκτέλεσης της ποινής του, αδιάκριτης βίας, εκδίκασης  της υπόθεσής του όπου δεν τηρήθηκαν οι εγγυήσεις δίκαιης δίκης, αδιάκριτης βίας, ομαδικών βιασμών, επιβλαβών πρακτικών όπως η κλειτοριδοκτομή, απάνθρωπων και εξευτελιστικών συνθηκών κράτησης, βιοτικών συνθηκών κατά τις οποίες το άτομο αδυνατεί να στηρίξει τον εαυτό του,σοβαρής ασθένειας, θανατικής καταδίκης, εξωδικαστικών εκτελέσεων, αδιάκριτης βίας, απειλών της ζωής από μη κρατικούς φορείς, επιβεβλημένων εξαφανίσεων, σε περιπτώσεις όπου προέχει το συμφέρον του τέκνου, σε περιπτώσεις  ειλωτείας και εξαναγκαστικής εργασίας, κατάφωρης στέρησης του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, και σε περιπτώσεις παραβίασης της ελευθερίας της σκέψης, της συνείδησης και της

 θρησκείας.(https://www.iom.int/files/live/sites/iom/files/What-We-Do/docs/IML-Information-Note-on-the-Principle-of-non-refoulement.pdf). Από την άλλη, κύρια χαρακτηριστικά  της έννοιας της παραβίασης του άρθρου 3 ΕΣΔΑ  αποτελούν , όπως κάνει δεκτό και η νομική επιστήμη

(http://www.equalityhumanrights.com/sites/default/files/documents/humanrights/hrr_article_3.pdf,)(http://www.echr.coe.int/LibraryDocs/DG2/HRHAND/DG2-EN-HRHAND-06(2003).pdf),http://www.icj.org/wp-content/uploads/2012/06/Non-refoulement-Europe-summary-of-the-workshop-event-2011-.pdf)

το γεγονός ότι συνιστά αναγκαστικό δίκαιο, δηλ. δίκαιο από το οποίο δεν χωρεί παρέκκλιση, ότι  έχει ευρεία εφαρμογή , ότι ποικίλοι μπορούν να είναι και οι φορείς προσβολής του εν λόγω άρθρου, ότι  η κρίση για την παραβίαση του συνίσταται από αντικειμενικά και υποκειμενικά κριτήρια και με ορισμένη διαδικασία, ότι μπορεί να προκληθεί από δόλιες ενέργειες, παραλείψεις ή και από αμέλεια κάθε τύπου, ότι διαθέτει θετικές και αρνητικές υποχρεώσεις, αλλά η βάση της παραβίασής του καλύπτει τις περιπτώσεις  των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης , όπως αυτή η αυστηρότητα προέρχεται από κρατικούς και μη  φορείς που προκαλούν ή ευθύνονται για την πρόκληση σωματικού και ψυχολογικού πόνου ως απόρροια βίαιης συμπεριφοράς εκ μέρους τους και σε συνθήκες κράτησης, σύλληψης και ανακρίσεως, περιπτώσεις απελάσεων όπου είναι πολύ βέβαιο ότι θα αντιμετωπίσουν ταπεινωτικές συνθήκες κράτησης, περιπτώσεις εξαφανίσεων, δυσμενούς διακριτικής μεταχείρισης από κρατικούς κυρίως φορείς. Αξίζει να τονιστεί ότι το ΕΔΔΑ έχει επισημάνει ότι όταν ευθύνονται μη κρατικοί φορείς ( individuals) το κράτος οφείλει να λαμβάνει θετικά μέτρα προστασίας των ευάλωτων αυτών ατόμων, στην κατηγορία των οποίων ανήκουν τα παιδιά και άλλες ομάδες  (A v. the United Kingdomjudgmentof 23 September 1998, 1998-VI, §22 και Zandothersv. theUnitedKingdom judgment of 10 May 2001.) Περαιτέρω, κατόπιν επισκόπησης της σχετικής νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αναφορικά με περιπτώσεις αλλοδαπών που κατά την απέλασή τους αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας και τον κίνδυνο να υποστούν για το λόγο αυτό απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση στη χώρα καταγωγής τους λόγω μη κατάλληλης θεραπείας (βλ σχετικά Ν κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 27/05/2008, παρ. 32-45, Husseini κατά Σουηδίας, 13/10/2011, παρ. 91-94, Samina κατά Σουηδίας, 20/10/2011, παρ. 61 και Josef κατά Βελγίου, 27/02/2014 διαθέσιμες στο http://www.echr.co e.int/Pages/home.aspx?p=home&c), διαπιστώνεται ότι μόνο όταν πληρούνται εξαιρετικές προϋποθέσεις η απέλαση ατόμου που ασθενεί επιφέρει παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, ακόμα και αν η θεραπεία που θα λάβει ο προσφεύγων στη χώρα προορισμού είναι υποδεέστερη αυτής που του παρέχεται στο καθ’ ου κράτος. Οι εξαιρετικές περιπτώσεις ορίζονται ως εξής: προϋποθέτει ο αιτών διεθνή προστασία να είναι ασθενής σε κρίσιμη κατάσταση, ώστε να διατρέχει άμεσο κίνδυνο απώλειας της ζωής του, να μην υφίσταται στοιχειώδης εγγύηση για οποιαδήποτε νοσηλευτική ή ιατρική φροντίδα στη χώρα καταγωγής του και να μην διαθέτει οικογενειακό δίκτυο πρόθυμο ή με δυνατότητα να του παράσχει βασική φροντίδα σίτισης, στέγασης ή κοινωνικής υποστήριξης.

       Η απαγόρευση που θεσπίζει η διάταξη του άρθρου 3 ΕΣΔΑ(νδ 53/1974 ,ΦΕΚ 256, τ. Α΄) είναι απόλυτη, και δεν επιτρέπει παρέκκλιση από το περιεχόμενό της. Η πρώτη φορά που αναπτύχθηκε νομολογία του ΕΔΔΑ πάνω στην διάταξη του άρθρου 3 σε σχέση με την απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ήταν στην υπόθεση Soering v. the United Kingdom 7/7/1989), κατά την οποία δεν απαλλάσσεται το οποιοδήποτε κράτος από την υποχρέωση να προστατεύει το άτομο σύμφωνα με την ΕΣΔΑ από τον κίνδυνο να εκτεθεί αυτό το άτομο σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση όταν σταλεί σε άλλο κράτος. Εκτός από αυτήν την απόφαση, στις υποθέσεις  Cruz Varas v. Sweden (20/031991, σελ. 22, παρά 70), και Vilvarajah v. the United Kingdom 30/10/1991, σελ. 32, παρά 103) κρίθηκε ότι  η διάταξη του άρθρου 3 ΕΣΔΑ εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις της απέλασης και της έκδοσης. Σε μία άλλη υπόθεση (Fadele v. the United Kingdom Appl. No. 13078/87) η διάταξη του άρθρου 3 ΕΣΔΑ μπορεί να παράσχει προστασία στα ανήλικα τέκνα από την απέλασή τους λόγω της απέλασης των γονέων τους. Υπάρχουν και άλλα νομολογιακά παραδείγματα όπου η διάταξη του άρθρου 3 ΕΣΔΑ παρέχει προστασία στα άτομα από την απέλαση. Στην υπόθεση Nasri v. France (18/1994/465/546 , Council of Europe: EΔΔΑ, 21/06/1995) κρίθηκε ότι το άρθρο 3 προστατεύει από την απέλαση την περίπτωση ενός κωφάλαλου. Στην υπόθεση  H.L.R. v. France της 29/04/1997 το άρθρο 3 κρίθηκε υπέρ ενός κατάδικου εμπόρου ναρκωτικών, ο οποίος επειδή παρείχε αρωγή στις αρχές για την δίωξη άλλων μελών του καρτέλ, θα ερχόταν αντιμέτωπος με αληθινό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη μεταχείριση εάν επέστρεφε στην χώρα του, η οποία ήταν και η έδρα του καρτέλ. Περαιτέρω, η προστασία που παρέχεται από την διάταξη του άρθρου 3 υπάρχει και όταν το άτομο κινδυνεύει από μη κρατικούς φορείς, όπως τρομοκρατικές οργανώσεις (H.L.R. v. France). Στην υπόθεση Ahmed v. Austria της 17/12/1996, το δικαστήριο έκρινε ότι δεν απελαύνεται το άτομο στις περιπτώσεις όπου η κρατική προστασία είναι μηδαμινή. Πάντως, στην περίπτωση της σύγκρουσης των  ρητρών αποκλεισμού με την διάταξη του άρθρου 3 ΕΣΔΑ, το δικαστήριο(Soering v. the United Kingdom Appl. No. 43844/98, 7 March 2000)  έκρινε ότι πρέπει να σταθμίζονται τόσο το γενικό συμφέρον της κοινωνίας από την μία ,όσο και τα θεμελιώδη δικαιώματα ενός ανθρώπου, αν και στην υπόθεση Chahal (σελ 22, παρά 102) το δικαστήριο έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 3 δεν είναι δεκτική περιορισμών, όπως αυτή της εθνικής ασφάλειας ενός κράτους. Αυτό το κράτος  όμως μπορεί να επιβάλλει στο άτομο που απειλεί την δημόσια τάξη του τις κυρώσεις που θεσπίζει το ποινικό του σύστημα.

    Στην αξιολόγηση της έννοιας της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης χρήσιμα καθίστανται τα συμπεράσματα από την υπόθεση Cruz Varas v. Sweden (20/03/1991, παρα. 75-76), κατά την οποία για την αξιολόγηση αυτή θα χρησιμεύσει το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που υπάρχει για την συγκεκριμένη περίπτωση του αιτούντος, το οποίο είναι ήδη ή θα έπρεπε να είναι ήδη γνωστό σε συνδυασμό με τις ατομικές περιστάσεις, όπως η ηλικία, το φύλο, η κατάσταση της υγείας του (Ireland v. the United Kingdom, 5310/71, 18 January 1978),  σωρευτικά με τις παρούσες συνθήκες που επικρατούν στην χώρα καταγωγής ή στην χώρα συνήθους διαμονής, και οι οποίες είναι καθοριστικές. Περαιτέρω, το είδος της μεταχείρισης αυτής πρέπει να είναι ενός μεγάλου βαθμού, δηλ. να είναι πολύ σοβαρή η απάνθρωπη ή η εξευτελιστική μεταχείριση που λαμαβάνει χώρα στην χώρα καταγωγής ή στην χώρα συνήθους διαμονής του αιτούντος (Soering v. the United Kingdom, 14038/88, 7/7/1989, Chahal,παρά. 86),. Στην υπόθεση Xv. theFederalRepublicofGermany (DR 5, σελ 137), το δικαστήριο έλαβε υπόψη του την συμπεριφορά του αιτούντος ως μία καλή ένδειξη εάν θεωρεί ότι υπάρχει αληθινός κίνδυνος να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση. Επίσης, μία απλή υποψία τέτοιας μεταχείρισης δεν ισοδυναμεί με  αληθινή δυνατότητα να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση (Vilvarajah παρά. 111) χωρίς να υπάρχουν περιστάσεις που να τον ξεχωρίζουν από τον υπόλοιπο πληθυσμό. (Human rights files No. 9 (revised) ASYLUM AND THE EUROPEAN CONVENTION ON HUMAN RIGHTS by Nuala Mole AIRE Centre, London, United Kingdom Council of Europe Publishing, 2000).

       Από την άλλη, από την ενδεικτική νομολογία (Labita v Italy, European Court of Human Rights, Application No 26772/95 (6 April 2000))  που έχει αναπτυχθεί για την διάταξη του άρθρου 7 ΔΣΑΠΔ, πληροφορούμαστε ότι για να καταλάβουμε την έννοια της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, θα πρέπει να έχουμε υπόψιν μας ότι ο βαθμός οδύνης στην εν λόγω έννοια θα πρέπει να μην γίνεται για νόμιμο λόγο ή για την  απλή τιμωρία ενός ατόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη κανείς δεν υποβάλλεται σε βασανιστήρια ούτε σε ποινές ή μεταχειρίσεις σκληρές, απάνθρωπες ή εξευτελιστικές. Ειδικότερα, απαγορεύεται η υποβολή προσώπου, χωρίς την ελεύθερη συγκατάθεσή του σε ιατρικό ή επιστημονικό πείραμα. Σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, δεν θεωρούνται ως βασανιστήρια ή ποινές ή μεταχειρίσεις σκληρές, απάνθρωπες ή εξευτελιστικές οι γενικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες σε μία χώρα, οι παραβιάσεις των κοινωνικών και των επριουσιακών δικαιωμάτων, αν και νομολογιακά (SZSMQ v MIBP [2013] FCCA , 31 October 2013)  έχει γίνει δεκτό ότι αυτό εξαρτάται από τις ατομικές περιστάσεις του αιτούντος.

      Στην παραπάνω έννοια της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης, κρίσιμη είναι και η παράθεση της νομολογίας, σχετικά με το στοιχείο του ικανού χαρακτήρα της εξευτελιστικής μεταχείρισης, η οποία  προκαλεί στο θύμα συναισθήματα φόβου, άγχους και κατωτερότητας που τον ταπεινώνουν και πιθανόν μπορούν να κάμψουν την ηθική και σωματική αντίσταση του. Πάντα, πρέπει να εξετάζονται ξεχωριστά οι δύο νομικά ισοδύναμες έννοιες διότι δεν είναι σωρευτικές έννοιες, αν και συγγενεύουν. Στην απόφαση SZRSN v MIAC [2013] FMCA, 1 March 2013)  κρίθηκε ότι η πράξη της απομάκρυνσης από μόνη της ενός αιτούντα από την οικογένειά του δεν συνιστά εξευτελιστική ματαχείριση διότι δεν υπάρχει το στοιχείο της εκ προθέσεως πρόκλησης συναισθημάτων φόβου, άγχους και κατωτερότητας που τον ταπεινώνουν και πιθανόν να μπορούν να κάμψουν την ηθική και σωματική αντίσταση του, αλλά ούτε και η έκθεση στην περιβαλλοντική μόλυνση, σύμφωνα με μία άλλη απόφαση (SZSFX v MIBP [2013] FCCA 1309 (Judge Driver, 18 October 2013).

       Πάντως, πρέπει πάλι να τονιστεί ότι όλες οι μορφές της σοβαρής βλάβης έχουν σχέση με την υποχρέωση που επιβάλλει η αρχή της  μη επαναπροώθησης ενός ατόμου στην χώρα καταγωγής του ή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του εάν αποδειχθεί ότι υπάρχει αληθινή δυνατότητα να υποστεί σοβαρή βλάβη με την έννοια της διάταξης του άρθρου 15 πδ 141/2013. Σύμφωνα και με τη νομολογιακή ανάπτυξη για την έννοια του καθεστώτος της επικουρικής προστασίας, το δικαστήριο  (http://www.asylumlawdatabase.eu/en/case-law/austria-asylum-court-29-november-2013-b1-431721-12013#content) επισήμανε ότι το καθεστώς της επικουρικής προστασίας χορηγείται μόνο στις περιπτώσεις α’ και β’ της διάταξης του άρθρου 15 πδ 141/2013, δηλαδή όταν υπάρχει ένας αληθινός φόβος παραβίασης των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ, και των Πρωτοκόλλων  υπ’αριθμ.  6 και 13 της ΕΣΔΑ, ή όποτε υπάρχει η πιθανότητα της περίπτωσης γ’ του άρθρου 15 Ν.4636/2019. Προς τούτο, πρέπει να υπάρχουν συμπαγείς λόγοι και αδιάσειστα πραγματικά περιστατικά (Theremustbecogentreasonsandconcretefactsfortherealrisk).  Η πρόβλεψη της σοβαρής βλάβης  πρέπει να συσχετίζεται συγκεκριμένα με την περίσταση του αιτούντος διεθνούς προστασίας και τις γενικές συνθήκες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην χώρα προορισμού. Όπως γίνεται δεκτό και από την σχετική ελληνική  νομολογία, οι συγκεκριμένοι και ουσιώδεις ισχυρισμοί που οφείλει ο  αιτών να επικαλεστεί ενώπιον του εξεταστή του ώστε να στηρίξει το αίτημα της διεθνούς προστασίας θα πρέπει να είναι σύμφωνα με την ΣτΕ 633/2013, και νομικά κρίσιμοι πραγματικοί ισχυρισμοί, ήτοι  αυτοί με τους οποίους επιχειρεί να θεμελιώσει το κύριο αίτημά του για την χορήγηση πολιτικού ασύλου, και οι οποίοι θα πρέπει να αναφέρονται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ,σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ ( ΣτΕ 1303/2012,και να είναι σε θέση να αποδείξουν κάθε συγκεκριμένο ισχυρισμό του ( Διοικητικό Εφετείο Αθηνών 198/2013) τόσο για  να γίνει  δεκτό το αίτημα χορήγησης πολιτικού ασύλου όσο και για να γίνει δεκτό το αίτημα χορήγησης επικουρικής προστασίας. Περαιτέρω, στην υπόθεση SZSKC v MIBP το δικαστήριο έκρινε ότι η σοβαρή βλάβη πρέπει να θεωρείται ως η αναγκαία και προβλεπόμενη συνέπεια (‘necessary and foreseeable consequence’) της επιστροφής , και ότι δεν έχει σημασία η πραγματική επέλευση της βλάβης. Ο αιτών διεθνούς προστασίας δεν  πρέπει να τοποθετείται σε μία θέση κατά την οποία θα πρέπει να αποδεικνύει την άμεση επέλευση της βλάβης άμα τη επιστροφή του, διότι αυξάνει το βάρος απόδειξης που έχει για τους ισχυρισμούς του. Το κρίσιμο στοιχείο που θα πρέπει να εξετάζεται κάθε φορά αποτελεί η ύπαρξη ενός πραγματικού ,και όχι εικαζόμενου, αιτιώδους συνδέσμου  μεταξύ της απομάκρυνσης του αιτούντος επικουρικής προστασίας και της επιστροφής στην χώρα προέλευσής του. Το συγκεκριμένο κριτήριο αποτελεί τόσο αιτιώδες όσο και χρονολογικό (causal  and  temporal). Απαιτείται να υπάρχει πρόθεση επέλευσης της σοβαρής βλάβης όσο και ενδελεχή εξέταση των πραγματικών περιστατικών της κάθε περίπτωσης. Κρίσιμο καθίσταται σε κάθε περίπτωση και η εξέταση εάν στην σοβαρή βλάβη εκτίθεται και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της χώρας προέλευσής του, διότι τότε δεν θα δικαιούται την χορήγηση καθεστώτος επικουρικής προστασίας γιατί προς τούτο απαιτείται η σοβαρή βλάβη να είναι εξατομικευμένη, και αποκλειστικά προσωπική, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, όπως κρίθηκε και από τη νομολογία  στις χαρακτηριστικές υποθέσεις SZSPT v MIBP και SZTES v MIBP του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Αυστραλίας, καθώς και ότι δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι το άτομο θα τον ξεχωρίσουν και θα τον στοχοποιήσουν (Thisgeneral/personalriskqualificationisconsistentwithjurisprudenceoftheCommitteeagainstTorturerelatingtoArticle 3 ofCATthataconsistentpatternofmassviolationsofhumanrightsdoesnotconstitutesufficientgroundsfordeterminingwhethertheparticularpersonwouldbeindangeradditionalgroundsmustbeadducedtoshowthattheindividualconcernedwouldbepersonallyatrisk’: Views, CommunicationNo 120/1998, UNDocCAT/C/22D/120/1998 (14 May 1999) at [6.4] (‘ElmivAustralia’), citedinMcAdam. ‘Australian Complementary Protection’, above n 40 at 713. The requirement of personal risk in relation to complementary protection can also be found in other jurisdictions: see for example, the EU Qualification Directive, Article 15(c) and Recital 26 (interpreted in Elgafaji v Staatssecretaris van Justice, Case C-465/07, Judgment of the European Court of Justice (Grand Chamber) 17 February 2009 at [42] and [45], cited in McAdam, ‘Australian Complementary Protection’, above n 40 at 713) and s.97(1)(b)(ii) of the Canadian Immigration and Refugee Protection Act, SC 2001 (interpreted in Surajnarain v Canada (Minister of Citizenship and Immigration) 2008 FC 1165 at [11], cited in McAdam, ‘Australian Complementary Protection’, above n 40 at 714).( SZTES v MIBP [2014] FCCA 1765 (Judge Cameron, 12 August 2014) at [23]-[24], citing SZSRY v MIBP [2013] FCCA 1284 (Judge Driver, 13 December 2013). (In SZTES v MIBP, the Court found there was no error in the Tribunal’s finding that harm from insurgent attacks in Kabul was faced by the population generally and not by the applicant personally. Α risk faced ‘personally’ is one that is particular to the individual and is not attributable to his or her membership of the population of the country, or shared by that population group in general.) (http://www.mrtrrt.gov.au/CMSPages/GetFile.aspx?guid=d09e3964-a50c-44bc-936a-4369fa312f1f)

       Η τρίτη περίπτωση αυτή είναι και η τελευταία έκφραση των αναγνωρισμένων μορφών της σοβαρής βλάβης που θεσπίζει η διάταξη του άρθρου 15 για την έννοια της επικουρικής προστασίας, και η οποία γίνεται καλύτερα κατανοητή, βάσει και της πλούσιας νομολογίας που υπάρχει εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, ξεκινώντας από  την υπόθεση Elgafaji, στο πλαίσιο της οποίας  το ΕΔΔΑ έκρινε ότι «το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ε΄, της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια ότι  η ύπαρξη σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του αιτούντος επικουρική προστασία δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση της αποδείξεως εκ μέρους του αιτούντος ότι η απειλή τον αφορά ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του –  η ύπαρξη τέτοιας απειλής μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να θεωρηθεί αποδεδειγμένη όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως, είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [5].

Όσον αφορά, από την άλλη,  στην ερμηνεία του όρου «ένοπλη σύρραξη», έχει κριθεί συναφώς από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την Πρώην Γιουγκοσλαβία, ότι «υπάρχει ένοπλη σύρραξη οποτεδήποτε υπάρχει προσφυγή στα όπλα μεταξύ των κρατών ή παρατεταμένη ένοπλη βία μεταξύ των κυβερνητικών αρχών και οργανωμένων ένοπλων ομάδων ή μεταξύ παρόμοιων ομάδων στους κόλπους ενός κράτους» και δεν αρκεί η διαπίστωση σποραδικών και μεμονωμένων περιστατικών τρομοκρατικών ενεργειών ή άλλων βίαιων επεισοδίων ούτε αυξημένης εγκληματικότητας η οποία αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο της έννομης τάξης και των μέτρων για τη δημόσια, ασφάλεια κάθε οργανωμένου κράτους[6]. Επίσης, στην σχετικά πρόσφατη υπόθεση Diakité του ΔΕΕ

(http://www.asylumlawdatabase.eu/en/journal/diakit%C3%A9-cjeu-interprets-concept-%E2%80%98internal-armed-conflict%E2%80%99-purpose-granting-subsidiary) δίνεται ο ορισμός της εσωτερικής ένοπλης σύρραξης με απώτερο στόχο την χορήγηση επικουρικής προστασίας υπό το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση: «πρέπει να αναγνωριστεί το γεγονός ότι μια εσωτερική ένοπλη σύρραξη υφίσταται, για τους σκοπούς της εφαρμογής της συγκεκριμένης διάταξης, εάν οι ένοπλες δυνάμεις ενός Κράτους έρχονται αντιμέτωπες με μία ή   περισσότερες ένοπλες δυνάμεις ή όταν δύο ή περισσότερες ένοπλες δυνάμεις έρχονται αντιμέτωπες μεταξύ τους. Δεν απαιτείται για αυτήν την σύρραξη να κατηγοριοποιείται ως ένοπλη σύρραξη μη διεθνούς χαρακτήρα υπό το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, ούτε είναι αναγκαία να διεξαχθεί  μία ξεχωριστή εκτίμηση της έντασης των ενόπλων συγκρούσεων, του επιπέδου της οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων ή της διάρκειας της σύρραξης, σε συνδυασμό με την αξιολόγηση του επιπέδου  παρούσας βίας   στην εν λόγω  περιοχή».

          Περαιτέρω, κατά την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, «ο όρος “αδιάκριτη” ή “γενικευμένη” βία σημαίνει την άσκηση βίας που δεν στοχεύει συγκεκριμένο αντικείμενο ή πρόσωπο. Ο όρος «πρόσωπα που απειλούνται από την αδιάκριτη βία» αναφέρεται σε όσους ευρισκόμενοι εκτός της χώρας καταγωγής τους (ή στην περίπτωση των ανιθαγενών εκτός της χώρας της συνήθους διαμονής τους) δεν μπορούν να επιστρέψουν σ’ αυτήν επειδή διατρέχουν πραγματικό κίνδυνο να αντιμετωπίσουν απειλές κατά της ζωής τους, της προσωπικής τους ακεραιότητας ή ελευθερίας εξαιτίας αυτής της βίας. Οι ανάγκες προστασίας που ανακύπτουν στις περιπτώσεις της αδιάκριτης βίας αποτελούν συχνά την αιτία εξαναγκαστικής μετακίνησης, αλλά μπορεί να ανακύψουν και «επί τόπου» (sur place). Επιπλέον, η έννοια της «προσωπικής» απειλής πρέπει να χρησιμοποιείται για να αποκλείονται από το πεδίο της εφαρμογής της διάταξης όσοι επικαλούνται κίνδυνο που αποτελεί μακρινή πιθανότητα, για παράδειγμα στις περιπτώσεις όπου η βία είναι περιορισμένη σε συγκεκριμένη περιοχή ή ο κίνδυνος δεν είναι «πραγματικός». Δεν πρέπει να οδηγεί στην υιοθέτηση κριτηρίων υψηλότερου επιπέδου ή επαχθέστερου βάρους απόδειξης, ακριβώς επειδή οι καταστάσεις γενικευμένης βίας χαρακτηρίζονται από την αδιάκριτη και απρόβλεπτη φύση των κινδύνων που ενέχουν»[7].

        Σύμφωνα και με την γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα  Mengozzi στην προαναφερθείσα υπόθεση Diakité, τονίζει ότι η επικουρική προστασία υπό το Διεθνές Ανθρωπιστικό και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο επιδιώκει διαφορετικούς στόχους και σκοπούς. Σύμφωνα με τις προπαρασκευαστικές εργασίες , η επικουρική προστασία βασίζεται στο  Διεθνές Δίκαιο των  ανθρωπίνων δικαιωμάτων , και ειδικά στις διατάξεις  των άρθρων 3 της ΕΣΔΑ  και 7 του ΔΣΑΠΔ, οι οποίες επιβάλλουν μία δεσμευτική υποχρέωση  στα Κράτη να παρέχουν διεθνή προστασία   σε άτομα τα οποία τρέπονται σε φυγή από καταστάσεις γενικευμένης βίας και ανασφάλειας, και να μην επαναπροωθούν αυτά τα άτομα, ειδάλλως θα παραβιαζόταν η διάταξη του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Το ΔΕΕ  δηλώνει ότι το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο σχεδιάστηκε για να «παρέχει προστασία για πολίτες  σε μία ζώνη σύρραξης με το να περιορίζει τα αποτελέσματα του πολέμου σε άτομα και περιουσία». Το ΔΕΕ συνέχισε διευκρινίζοντας ότι το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο δεν σχεδιάστηκε για να ταυτοποιεί  τα άτομα σε κατάσταση ανάγκης διεθνούς προστασίας, μετά το ξέσπασμα μίας σύρραξης, ή για να επιβάλλει μία υποχρέωση στα Κράτη να προστατέψει όσους τρέπονται σε φυγή από μία σύρραξη. Τέτοια σχέση δεν υφίσταται μεταξύ Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου και  καθεστώτος επικουρικής προστασίας, εν αντιθέσει την σχέση που υπάρχει μεταξύ  Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου, η οποία βασίζεται στην ατομική ποινική ευθύνη για ορισμένους τομείς  του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ,έχει ερμηνεύσει αυτόνομα στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικαίου για το Άσυλο την έννοια της εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Ως εκ τούτου, ένα χαμηλότερο βάρος απόδειξης επιβάλλεται στους αιτούντες επικουρικής προστασίας, αφού δεν υπάρχει ανάγκη να αποδείξουν μία εσωτερική ένοπλη σύρραξη, όπως αυτή γίνεται κατανοητή στο πλαίσιο του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης  δέχτηκε ότι  ακόμη και σε περιπτώσεις όπου οι καταστάσεις δεν αναλογούν σε εσωτερική ένοπλη σύρραξη, όπως λ.χ. σε συγκρούσεις μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών στα πλαίσια του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου, η βία μπορεί, πάντως, να εκθέσει τα άτομα  σε σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς αυτοί  απαιτείται  να φύγουν από την χώρα καταγωγής τους ή συνήθους διαμονής τους. Για αυτόν τον σκοπό η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εισάγει το καθεστώς επικουρικής προστασίας για να απευθύνεται σε αυτά τα άτομα που υπό άλλες συνθήκες θα μένανε απροστάτευτοι , και ως εκ τούτου έκλεισε ένα ‘κενό προστασίας’.

  Περαιτέρω, o εξεταστής του αιτήματος επικουρικής προστασίας πρέπει να λαμβάνει υπόψη του το σύνολο των ατομικών περιστάσεων του αιτούντος, και να ερευνά-ερωτά εάν ο αιτών ουδέποτε διέτρεξε σοβαρό και πραγματικό προσωπικό κίνδυνο εξαιτίας επιθέσεων και να συμπεραίνει εάν ο αιτών συγκεντρώνει ή μη, τις προϋποθέσεις προκειμένου να δικαιούται επικουρική προστασία, διότι κατά νομοθετική επιταγή της  περίπτωσης  γ’, της διάταξης του άρθρου 15 του Ν.4636/2019, και την σχετική, πάνω στη συγκεκριμένη θεματική ενότητα, νομολογία (UK - Upper Tribunal, HM and others (Article 15(c) Iraq CG, [2012] UKUT 409 (IAC) Slovakia - Migration Office, 21 August 2013, A.A.S. v Ministry of the Interior of the Slovak Republic,10Sža/18/2013,(http://www.asylumlawdatabase.eu/en/case-law/uk-upper-tribunal-hm-and-others-article-15c-iraq-cg-2012-ukut-409-iac#content,http://www.asylumlawdatabase.eu/en/caselaw/slovakia-migration-office-21-august-2013-aas-v-ministry-interior-slovak republic#content), κατά την οποία, για να χορηγηθεί επικουρική προστασία, ο νόμος απαιτεί βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο, αληθινό, και όχι πλασματικό (not fictional).

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 5 πδ 141/2013 «Διεθνής προστασία ( πολιτικό άσυλο και επικουρική προστασία δηλ) παρέχεται στον αιτούντα και όταν ο βάσιμος φόβος δίωξης ή ο πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης στηρίζεται σε: α) γεγονότα τα οποία επήλθαν μετά την αναχώρηση του αιτούντος από τη χώρα καταγωγής του, β) δραστηριότητες στις οποίες ο αιτών επιδόθηκε μετά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής, ιδίως αν αποδεικνύεται ότι οι δραστηριότητες τις οποίες επικαλείται αποτελούν εκδήλωση και προέκταση πεποιθήσεων ή προσανατολισμών, τις οποίες ο αιτών είχε ήδη στη χώρα καταγωγής του.

2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της Σύμβασης της Γενεύης, δεν αναγνωρίζεται καταρχήν καθεστώς διεθνούς προστασίας στον αιτούντα που  υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση, αν ο κίνδυνος δίωξης βασίζεται σε περιστάσεις που ο αιτών προκάλεσε σκόπιμα μετά την αναχώρηση από τη χώρα καταγωγής του.»

              Τέλος, στην όλη ανάλυση της  έννοιας της διεθνούς προστασίας, αξίζει να επισημανθεί μία περαιτέρω έννοια, αυτήν του sur place δικαιούχου διεθνούς προστασίας. Αυτή αναφέρεται στην διάταξη του άρθρου 5 Ν.4636/2019. Η διάταξη του άρθρου 5(α) αναφέρεται στις προσωπικές και στις κρατούσες συνθήκες της χώρας καταγωγής του ή της χώρας συνήθους διαμονής του, κατά τις οποίες εάν επιστρέψει υπάρχει πραγματική, αληθινή δυνατότητα να υποστεί δίωξη υπό το φώς της Σύμβασης του 1951 ή σοβαρή βλάβη του άρθρου 15 του ίδιου νόμου. Κινδυνεύει δηλ. να υποστεί εξατομικευμένη πράξη δίωξης ή σοβαρής βλάβης από κρατικούς και μη φορείς δίωξης, ενώ από την άλλη δεν του ανναγνωρίζεται η δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης ή και αποτελεσματικής κρατικής προστασίας. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 5(β) απαιτεί οι δραστηριότητες αυτές κυρίως να αποτελούν συνέχιση και έκφραση των πεποιθήσεων και των προσανατολισμών του, οι οποίοι είχαν ήδη εκδηλωθεί στην πατρίδα του με την συμμετοχή του σε δραστηριότητες  ή να είχε εκφράσει ρητά αυτές σε τρίτους στην χώρα καταγωγής του.( Sweden – Migration Court of Appeal, 16 September 2011, UM 4801-10).Όταν εξετάζεται ένα αίτημα επί τόπου διεθνούς προστασίας επί τόπου, πρέπει να γίνεται εκτίμηση και αξιολόγηση από το αρμόδιο όργανο της εκάστοτε δραστηριότητας, ειδάλλως προβαίνει σε σοβαρές παραβιάσεις σε μία υπόθεση διεθνούς προστασίας  sur place. (Sweden - Migration Court of Appeal, 20 December 2013, UM 5693-13). Ο αιτών διεθνούς προστασίας επί τόπου θα  πρέπει να εκδηλώνει την ανάμιξή του σε δραστηριότητες, στην χώρα στην οποία υποβάλλει την συγκεκριμένη αίτηση, οι οποίες  δραστηριότητες θα δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις , σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του να κινδυνεύει να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη, κατά την έννοια του πδ 141/2013.(Sweden - Migration Court, 1 March 2011, UM 20938-10). Απαιτείται εκ μέρους του να παρέχει επακριβώς τους λόγους για τους οποίους  έχει προβεί σε τέτοιου είδους δράση ώστε να χαρακτηριστεί ως αιτών διεθνούς προστασίας sur place (Germany - Federal Administrative Court, 18 December 2008, 10 C 27.07). Περαιτέρω, μία βασική προϋπόθεση για το αίτημα  sur place  έγκειται στο γεγονός ότι πρέπει  οι αρμόδιες αρχές εξέτασης του συγκεκριμένου αιτήματος να αξιολογήσουν τόσο εάν οι αρχές στην χώρα καταγωγής του αιτούντος μπορούν να πληροφορηθούν και να καταγράψουν την δράση του προσφεύγοντος, όσο και αν μπορούν να συνειδητοποιήσουν ή να πειστούν  ότι η δράση του ήταν ανειλικρινής και ως εκ τούτου αβάσιμος ο φόβος για την επακόλουθη δίωξη ή σοβαρή βλάβη (UK - Court of Appeal, 15 April 2008, YB (Eritrea) v Secretary of State for the Home Department, [2008] EWCA Civ 360). Ο ίδιος ο αιτών πρέπει να προβάλλει ότι  και σε περίπτωση που οι αρχές στην χώρα καταγωγής του εκτιμούσαν ότι  ήταν ή δεν ήταν γνήσια η δράση και η όλη συμπεριφορά του, εν τούτοις θα υπήρχε κάποια έκθεσή του σε κίνδυνο από αυτές (Ireland - High Court, 27 April 2012, H.M v Minister for Justice and Law Reform, [2012] IEHC 176). Περαιτέρω, οι δραστηριότητες του αυτές, βάσει των οποίων αιτείται διεθνούς προστασίας επί τόπου πρέπει να είναι κάποιας  σημαντικής έντασης, και όχι ενός χαμηλού επιπέδου.( Sweden Migration Court of Appeal, 16 September 2011 UM 4801-10).

        Σύμφωνα με την ήδη υπάρχουσα θεωρητική ανάλυση (Grahl-Madsen in The Status of Refugees in International Law Vol 1 (1966), Professor Hathaway in The Law of Refugee Status ),την  συγκριτική αλλά και την  διεθνή νομολογία πάνω σε αυτό το θέμα  (Refugee Appeal No. 75139, 18 November 2004, New Zealand Refugee Status Appeals Authority, URL:

http://www.unhcr.org/cgi-bin/texis/vtx/refworld/rwmain?docid=467908082, Refugee Appeal No. 2254/94 Re HB, no. 2254/94, New Zealand: Refugee Status Appeals Authority, 21 September 1994, available at:

http://www.refworld.org/docid/3ae6b6910.html), και τις ρητές διατάξεις των άρθρων 2 εδάφια β’ και γ’, 5 παράγραφοι 1 και 2 του Ν4636/2019, ο αιτών διεθνούς προστασίας όταν πρέπει να εξετάζεται εάν δικαιούται να αναγνωριστεί και ως   πρόσφυγας ή  ως δικαιούχος επικουρικής προστασίας surplace, πρέπει να πληροί μία βασική προϋπόθεση, αυτήν της καλοπιστίας του. Το εν λόγω κριτήριο δεν συντρέχει όποτε, προκαλεί ο ίδιος τις συνθήκες για να μπορεί να αιτηθεί την διεθνή προστασία με το να προβαίνει σε δραστηριότητες  που  τον κάνουν να μπορεί να υπαχθεί στον φόβο δίωξης για έναν από τους 5 λόγους της Σύμβασης του 1951, δηλαδή, όταν αιτείται διεθνούς προστασίας, και ενώ προβάλλει στον πρώτο βαθμό ότι έφυγε για οικονομικούς λόγους, στον δεύτερο βαθμό να προβάλλει την φυλετική του καταγωγή και την κοινή γνώση για την σημερινή διεθνή κατάσταση που επικρατεί  στην δηλωθείσα πατρίδα του, προσδοκώντας να του χορηγηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας, και ως εκ τούτου δολίως να χειραγωγεί τις περιστάσεις με μόνο στόχο την χορήγηση καθεστώτος, και δεν μπορεί να γίνει δεκτό ισχυρισμός που παραβιάζει-αμφισβητεί  την αρχή της νομιμότητας της διοικητικής δράσης και της διαδικασίας στον πρώτο βαθμό, και το αντίστοιχο πρακτικό του πρώτου βαθμού, το οποίο, αποτελεί κατά πάγια νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων δημόσιο έγγραφο με πλήρη αποδεικτική ισχύ (ΣτΕ 2947/2010,ΣτΕ 1459/2009,ΣτΕ1628/2007 ΣτΕ 2659/2004) κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρα 335,338,339,340,432,438,440,449,455) , και επομένως βεβαιώνει ως αληθή τα όσα αναγράφει και περιέχονται στο κείμενό του, όσο και επειδή είναι εξοπλισμένο με το τεκμήριο γνησιότητας βάσει του νόμου.

         Επίλογος

     Με την προαναφερθείσα ανάλυση των εννοιών αυτών της Διεθνούς Προστασίας (άσυλο και επικουρική προστασία), σε συνδυασμό με την άρνηση των ελληνικών αρχών να δεχθούν περαιτέρω αιτήματα ασύλου, επιχειρήθηκε να δοθεί απάντηση στην ερώτηση εάν οι πρόσφατες και οι τυχόν επερχόμενες ροές των μεταναστών στον Έβρο θίγουν, ή όχι, τον πυρήνα της έννοιας του πρόσφυγα σαν έννοια και λόγο ύπαρξης. Οι αρμόδιοι χειριστές-εξεταστές των αιτημάτων διεθνούς προστασίας (άσυλο και επικουρική προστασία), και κατ’ εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας, έρχονται να αντιμετωπίσουν την όποια μεγάλη ή και μικρή εισροή αλλοδαπών στην ελληνική επικράτεια. Γνώμονάς τους είναι η ορθή εφαρμογή του Δικαίου σταθμίζοντας την έννοια της δημόσιας τάξης από την μία και του αιτήματος διεθνούς προστασίας από την άλλη. Σαφής πρόθεση των αλλοδαπών, είτε κάποιος τους ονοματίσει μετανάστες ή λαθρομετανάστες ή παράτυπους μετανάστες, είναι πέρα από την σαφή είσοδο στην ελληνική επικράτεια, η οποία διαθέτει ένα σαφέστατα καλύτερο βιοτικό επίπεδο από το αντίστοιχο της πατρίδας τους, είναι η βελτίωση των συνθηκών ζωής τους για τους ιδίους και τις οικογένειές τους. Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και το πολιτικό παιχνίδι εις βάρος της ελληνικής έννομης τάξης και της ελληνικής κοινωνίας. Τόσο σε νομικό πλαίσιο όσο και σε πολιτικό, μπορεί να αντιμετωπιστεί η όποια εισροή αλλοδαπών, μαζική ή μη. Στο χώρο της έννοιας της Διεθνούς Προστασίας, η ίδια διαθέτει δύο πτυχές, οι οποίες κατ’ ορθή εφαρμογή τους περιορίζουν πολύ τον αριθμό των δικαιούχων της. Σίγουρα μπορούμε να πούμε ότι οι μετανάστες που εισρέουν στην ελληνική επικράτεια δεν θεωρούνται πρόσφυγες, και δεν μπορούν να επικαλεστούν λόγους διεθνούς προστασίας, όσο δασκαλεμένοι και εάν είναι, διότι η χορήγηση αυτού του καθεστώτος θέλει μία ορισμένη διαδικασία εξέτασης, αρχής γενομένης από τόσο τους λόγους και τη υπαγωγή ή μη των λόγω φυγής του στους λόγους διεθνούς προστασίας, όσο και του πραγματικού συμβάντος που έγινε εις βάρος τους, την ένταση του, την συστημικότητα του, την τάση επανάληψής του, την τυχόν στοχοποίηση του αιτούντος στο όλο περιστατικό. Εξετάζεται εάν η πράξη δίωξης ή σοβαρής βλάβης συνιστά όντως μία ή περισσότερες από τις προβλεπόμενες περιπτώσεις τους στο νόμο και η ακόλουθη σύνδεσή τους με τους λόγους διεθνούς προστασίας, εξετάζονται οι ακόλουθες δυνατότητες της εγχώριας προστασίας, της εσωτερικής μετεγκατάστασης, και εάν αυτές είναι αποτελεσματικές και πόσο για τον συγκεκριμένο αιτούντα. Ωστόσο, το πιο κρίσιμο μέρος της εξέτασης είναι το στάδιο εάν πληρούται  είτε η περίπτωση της νόμιμης ποινικής δίωξης ή  μία από τις προβλεπόμενες ρήτρες αποκλεισμού, ακριβώς λόγω της κυριότερης συνέπειας που επιφέρει, αυτής του ολοκληρωτικού αποκλεισμού από το συγκεκριμένο καθεστώς. Επομένως, οι ροές δεν θίγουν τον πυρήνα της έννοιας του πρόσφυγα, είτε με την στενή ή την ευρεία έννοια, και σίγουρα δεν αμφισβητούν την ύπαρξη και την σημασία της στο διεθνές επίπεδο. Αυτή η έννοια θεσμοθετήθηκε για τους συγκεκριμένους λόγους, οι οποίοι αναφέρονται και μπορεί κανείς να τους αναζητήσει στο Προοίμιο της Σύμβασης του 1951, και εάν και προσπαθούν να καταστρατηγήσουν την έννοια του, το ίδιο το συμβατικό κείμενο αλλά και το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο διαθέτουν ασφαλιστικές δικλείδες, οι οποίες προστατεύουν από την καταχρηστική και τη μη ορθή εφαρμογή του Προσφυγικού Δικαίου.

 

        ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ   ΚΑΙ    ΠΗΓΕΣ

 

EDAL

 

Επετηρίδα του Προσφυγικού Δικαίου της ΥΑΟΗΕ για τους Πρόσφυγες

 

SCC

 

Administrative Appeals Tribunal of Australia

 

(http://www.mrtrrt.gov.au/Resources/Guide-to-refugee-law.aspx)

 

K Hailbronner, Nationality in public international law and European law in R Baubock et al, (eds), Acquisition and Loss of Nationality: Policies and Trends in 15 European States, Vol 1 Amsterdam University Press, 2006, 71,Weis

 

Report of the First Ad Hoc Committee on Statelessness and Related Problems, UN Doc. E/1618 (E/AC.32/5) (17 February 1950, Annex II.

 

A Grahl-Madsen, The Status of Refugees in International Law, Vol.1 ,AW Sitjhoff-Leyden, 1966

 

UNHCR Εγχειρίδιο

J. KLABBERS, Institutional Ambivalence by Design: Soft Organizations in International Law, Nordic Journal of International Law, 2001, σ. 403 επ., Βλ. M. CHINKIN, The challenge of soft law: development and change in international law, ICLQ, 1989, σ. 850 επ.˙ J.D’ASPERMONT, Softness in International Law: A self-serving quest for new legal materials, EJIL, 2008, σ. 1075 επ.˙ A. D’AMATO, Softness in International Law: A reply to Jean d’Aspermont, EJIL,2009, σ. 897 J. D’ASPREMONT, Softness in International Law: A rejoinder to Tony d’Amato, EJIL, 2009, σ. 911 επ.˙ E. FERRAN / K.ALEXANDER, Can soft law be effective? The special case of the European Systemic Risk Board, E.L.Rev., 2010, σ. 751 επ.˙ G. ISAAC/ M. BLANQUET, Droit gιnιral de l’Union europιenne, 9e ιd.,Sirey, 2006, σ. 203 επ

 

http://www.greeklanguage.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%B8%CF%81%CE%B7%CF%83%CE%BA%CE%B5%CE%AF%CE%B1&dq=

 

ΔΕΕ απόφαση CJE/12/108, τμήμα μείζονος συνθέσεως της 5.9.2012, διαθέσιμο στη διεύθυνση http://europa.eu/rapid/press-release_CJE-12-108_el.htm

 

UNHCRGuidelinesonInternationalProtection: Religion-BasedRefugeeClaims 28.4.2004. - βλ. επίσης σκεπτικό αποφάσεων δικαστηρίων κρατών- μελών Ευρωπαϊκής Ένωσης, π.χ. Swedish Migration Court, 27 April 2011 UM 2088-10, διαθέσιμη περίληψη στην αγγλική γλώσσα σε http://www.asylumlawdatabase.eu/en/case-law/sweden-%E2%80%93-migration-court-administrative-27-april-2011-um-20800-10#content, επίσης Finland 10/08681, Helsinki Administrative Court, 29 June 2010, διαθέσιμη περίληψη στην αγγλική γλώσσα σε http://www.asylumlawdatabase.eu/en/case-law/finland-1008681-helsinki-administrative-court-29-june-2010#content

 

UNHCR, Discussion Note on the Application of the ‘ceased circumstances’ Cessation Clauses in the 1951 Convention, 20 December 1991 (EC/SCP/1992/CRP.1, J Fitzpatrick, Current Issues in Cessation of Protection Under Article 1C of the 1951 Refugee Convention and Article 1.4 of the 1969 OAU Convention, Background Paper for UNHCR‟s Lisbon expert roundtable, May 2001; UNHCR ‘Cessation of Status’ Executive Committee Conclusion No. 69 (9 October 1992); UNHCR, Guidelines on International Protection No. 3: Cessation of Refugee Status under Article 1C(5) and (6) of the 1951 Convention relating to the Status of Refugees (the "Ceased Circumstances" Clauses), 10 February 2003, HCR/GIP/03/03(„Ceased Circumstances Guidelines, 2003

 

J Fitzpatrick and R Bonoan, „Cessation of refugee protection‟ in E Feller, V Turk and F Nicholson (eds), Refugee Protection in International Law: UNHCR’s Global Consultations on International Protection (UNHCR, 2003)

 

G Goodwin-Gill and J McAdam, The Refugee in International Law (Oxford University Press, 3rd edition, 2007

JC Hathaway and M Foster, The Law of Refugee Status,Cambridge University Press, 2nd edition, 2014), σελ 465-466,

 

P Weis, „The Concept of the Refugee in International Law‟ (1960) 87 Journal du droit international

 

Fitzpatrick and R Bonoan, „Cessation of refugee protection‟ in E Feller, V Turk and F Nicholson (eds)

 

UNHCR, Guidelines on International Protection: Application of the Exclusion Clauses: Article 1F of the 1951 Convention relating to the Status of Refugees HCR/GIP/03/05, 4 September 2003 („Article 1F Guidelines 2003‟)

 

Pejic, „Article 1F(a): The Notion of International Crimes‟, (2000) 12 International Journal of Refugee Law

 

History of the United Nations War Crimes Commission and the Development of the Laws of War 179 , UN War Crimes Commission, 1948

                        

UNHCR, Interpreting Article 1, 2001, at [45], Article 1F Guidelines 2003

 

Η Εφαρμογή των Ρητρών Αποκλεισμού Άρθρο 1 ΣΤ της Σύμβασης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων

(http://hosting01.vivodinet.gr/unhcr/protect/files/INTERPRETATION%20OF%20ARTICLE%201%20-%20REFUGEE%20DEFINITION/CESSATION%20-%20EXCLUSION%20-%20REVOCATION/EXCLUSION.pdf

 

Σύσταση (2005) 6 1Για τον αποκλεισμό από το καθεστώς του πρόσφυγα στο πλαίσιο του άρθρου 1 ΣΤ  της Σύμβασης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, (http://hosting01.vivodinet.gr/unhcr/protect/files/INTERPRETATION%20OF%20ARTICLE%201%20-%20REFUGEE%20DEFINITION/CoEMinistersExclusion.pdf

 

Θέσεις της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες που εκδόθηκαν στο πλαίσιο των προδικαστικών ερωτημάτων του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου της Γερμανίας για την ερμηνεία του άρθρου 12 (2) (β) και (γ) της Οδηγίας για την Αναγνώριση του Καθεστώτος του Πρόσφυγα (http://www.refworld.org/cgibin/texis/vtx/rwmain/opendocpdf.pdf?reldoc=y&docid=4c2300ba2

 

http://www.reflaw.org/supreme-court-of-canada-and-serious-non-political-crimes/

 

G Gilbert, „Current issues in the application of the exclusion clauses‟ and „Summary Conclusions: exclusion from refugee status, expert roundtable, Lisbon, May 2001

 

Declaration on the Protection of All Persons from Being Subjected to Torture and Other Cruel, Inhuman or Degrading Treatment or Punishment, GA Res. 3452 (XXX), 9 December 1975 Article 2 and Declaration on the Protection of All Persons from Enforced Disappearance, GA Res. 47/133, 18 December 1992, Article 1(1)

 

Goodwin-Gill, ‘Asylum: The Law and Politics of Change’, 7 IJRL 7,1995

 

NEW ISSUES IN REFUGEE RESEARCH, Research Paper No. 136,Refugee status, subsidiary protection, and the right to be granted asylum under EC law, María-Teresa Gil-Bazo ,Refugee Studies Centre, Oxford University, United Kingdom, http://www.unhcr.org/455993882.html#)

 

Human rights files No. 9 (revised) ASYLUM AND THE EUROPEAN CONVENTION ON HUMAN RIGHTS by Nuala Mole AIRE Centre, London, United Kingdom Council of Europe Publishing, 2000

 

ECtHR Factsheet 06/2013– Right to life

 

http://www.equalityhumanrights.com/sites/default/files/documents/humanrights/hrr_article_3.pdf

 

https://www.iom.int/files/live/sites/iom/files/What-We-Do/docs/IML-Information-Note-on-the-Principle-of-non-refoulement.pdf

http://www.equalityhumanrights.com/sites/default/files/documents/humanrights/hrr_article_3.pdf,)(http://www.echr.coe.int/LibraryDocs/DG2/HRHAND/DG2-EN-HRHAND-06(2003).pdf),http://www.icj.org/wp-content/uploads/2012/06/Non-refoulement-Europe-summary-of-the-workshop-event-2011-.pdf

 

http://www.asylumlawdatabase.eu/en/case-law/austria-asylum-court-29-november-2013-b1-431721-12013#content

 

http://www.asylumlawdatabase.eu/en/journal/diakit%C3%A9-cjeu-interprets-concept-%E2%80%98internal-armed-conflict%E2%80%99-purpose-granting-subsidiary

 

Θέσεις της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες για την Επικουρική Προστασία της Οδηγίας της ΕΕ για την Αναγνώριση του Καθεστώτος του Πρόσφυγα στις περιπτώσεις σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας», διαθέσιμο στο: http://www.unhcr.org/cgi-bin/texis/vtx/refworld/rwmain/opendocpdf.pdf?reldoc=y&docid=4c22ffde2

 

http://www.asylumlawdatabase.eu/en/case-law/uk-upper-tribunal-hm-and-others-article-15c-iraq-cg-2012-ukut-409iac#content,http://www.asylumlawdatabase.eu/en/caselaw/slovakia-migration-office-21-august-2013-aas-v-ministry-interior-slovak republic#content

 

(Ο κ. Β. Αναγνώστου είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, LLM (Master of Laws in International Law and the Law of International Organizations-Specialization Human Rights, Rijks Universiteit Groningen, The Netherlands), Νομικός Σύμβουλος στο Υπουργείο Μετανάστευσης & Ασύλου σε αμιγώς θέματα Προσφυγικού Δικαίου, και τέως Μέλος των  Επιτροπών Προσφυγών του  ΠΔ 114/2010)

 

 

 

 

 

 



[1] ΔΕΕ απόφαση CJE/12/108, τμήμα μείζονος συνθέσεως της 5.9.2012, διαθέσιμο στη διεύθυνση http://europa.eu/rapid/press-release_CJE-12-108_el.htm

[2] Βλ., Δημητράς και λοιποί κατά Ελλάδας,  Προσφυγές αριθ. 42837/06, 3237/07, 3269/07, 35793/07 και 6099/0, 03/06/2010.  

[3]  UNHCRGuidelinesonInternationalProtection: Religion-BasedRefugeeClaims 28.4.2004. - βλ. επίσης σκεπτικό αποφάσεων δικαστηρίων κρατών- μελών Ευρωπαϊκής Ένωσης, π.χ. Swedish Migration Court, 27 April 2011 UM 2088-10, διαθέσιμη περίληψη στην αγγλική γλώσσα σε http://www.asylumlawdatabase.eu/en/case-law/sweden-%E2%80%93-migration-court-administrative-27-april-2011-um-20800-10#content, επίσης Finland 10/08681, Helsinki Administrative Court, 29 June 2010, διαθέσιμη περίληψη στην αγγλική γλώσσα σε http://www.asylumlawdatabase.eu/en/case-law/finland-1008681-helsinki-administrative-court-29-june-2010#content

[4] Βλ. ενδεικτικά A. v United Kingdom (1998) παράγραφο 20, αλλά και V v. United Kingdom (1999) παράγραφο 71.

 

[5] C-465/07 Meki Elgafaji 17.2.2009, Noor Elgafaji κατά Staatssecretaris van Justitie, σκέψη 43 διαθέσιμη στη διεύθυνση http://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?language=el&num=C-465/07 .

 

[6] Prosecutor v. Dusko Tadic aka "Dule", Decision on the Defence Motion for Interlocutory Appeal on Jurisdiction), IT-94-1, International Criminal Tribunal for the former Yugoslavia [ICTY], 2 Οκτωβρίου 1995, διαθέσιμη στη διεύθυνση: http://www.refworld.org/docid/47fdfb520.html.

[7] «Θέσεις της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες για την Επικουρική Προστασία της Οδηγίας της ΕΕ για την Αναγνώριση του Καθεστώτος του Πρόσφυγα στις περιπτώσεις σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας», διαθέσιμο στο: http://www.unhcr.org/cgi-bin/texis/vtx/refworld/rwmain/opendocpdf.pdf?reldoc=y&docid=4c22ffde2.