Σαββατοκύριακo
20-21  Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4962RSS FEED
Δημόσιο χρέος: Αυτό το αδηφάγο τέρας
Γράφει ο
Θανάσης Μπουρούνης

Το χρέος, αυτό το αδηφάγο τέρας που υποθηκεύει τη ζωή μας, δεν ήρθε από το πουθενά. Υπήρχε και διογκωνόταν αργά αλλά σταθερά στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Είναι σαν το λάστιχο, που όσο πιο πολύ το τραβάς, τόσο πιο πολύ τεντώνει. Κάποια στιγμή δεν αντέχει άλλο και σπάει.

Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο, ευθύνονται για τη διόγκωση του χρέους και για το σημείο που φτάσαμε σήμερα, να μη μας εμπιστεύεται κανείς να μας δανείσει.

Επομένως τα επόμενα χρόνια θα μεγαλώνει, τόσο ως απόλυτο νούμερο, όσο και ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, δεδομένης της ύφεσης που σημαίνει πτώση της οικονομικής δραστηριότητας.

«Φούσκωσε», καθώς οι κυβερνήσεις εισέπρατταν λιγότερα και ξόδευαν περισσότερα απ’ αυτά που προέβλεπαν, όταν συνέτασσαν τους προϋπολογισμούς του κράτους.

Επίσης, όλες οι κυβερνήσεις έκαναν και κάτι άλλο: αναθεωρούσαν εκ των υστέρων μια και δύο φορές το έλλειμμα και κατ’ επέκταση το συνολικό χρέος. Με τον τρόπο αυτό διόγκωναν τη «μαύρη τρύπα» που αντιστοιχούσε στη θητεία της προηγούμενης κυβέρνησης και την «έκλειναν» μερικώς στη διάρκεια της δικής τους θητείας.

Η σύγκριση ευνοούσε πάντα την επόμενη κυβέρνηση, γιατί γινόταν με βάση την αναθεώρηση, δηλαδή ξεκινούσε από υψηλή βάση. Κάθε φορά που άλλαζε η κυβέρνηση, γινόταν το ίδιο. Και η χώρα έμπαινε σε φαύλο κύκλο.

Η διόγκωση αποδείχθηκε ότι δεν γινόταν εικονικά.Οι απερχόμενες κυβερνήσεις, πράγματι έκρυβαν ελλείμματα. Με αυτόν τον τρόπο οι πολιτικοί ξεγελούσαν τους ψηφοφόρους και τη Eurostat, που συχνά αδιαφορούσαν για τις περίεργες αλλαγές και τα ελληνικά τρικ. Επιπλέον είχαν ανακαλύψει τρόπους μεταφοράς του στο απώτερο μέλλον μέσω σύναψης συμφωνιών swaps με επενδυτικές τράπεζες. Τέλος βρήκαν τρόπους να μεγαλώνουν το ΑΕΠ της χώρας, για να δείχνουν ότι το έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι μικρότερο.

Το 1998 το υπουργείο Οικονομικών της Ελλάδας εξέδωσε μια μελέτη, την οποία συνέταξε ο υπηρεσιακός γενικός διευθυντής Γ. Σιδηρόπουλος. Η μελέτη αυτή αποτελεί ντοκουμέντο και παρουσιάζει την πορεία της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 1960 – 1997 μέσα από την εξέλιξη βασικών μικροοικονομικών δεικτών.

Πλεονασματικοί και ελλειμματικοί  Κρατικοί  Προϋπολογισμοί

Γενικότερα από το 1961 μέχρι και το 1972, η φτωχή Ελλάδα είχε πλεονασματικούς προϋπολογισμούς. Το πλεόνασμα των ετών αυτών, κυμαίνονταν από 0,1%, μέχρι 1,2% ετησίως. Εξαίρεση αποτέλεσε το 1968, έτος κατά το οποίο εμφανίστηκε έλλειμμα 0,2% επί του ΑΕΠ.

Από το 1973 έως το 1980, τα ελλείμματα ήταν μικρά και δεν ενέπνεαν καμιά ανησυχία. Κυμαίνονταν  από 0,2% το 1973, έως 2,6% το 1980.

Ακολουθούν οι εκλογές του 1981, τις οποίες κερδίζει για πρώτη φορά το ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου. Ο ερχομός των σοσιαλιστών στην εξουσία, φέρνει αλλαγές στην οικονομία και όχι μόνο.

Τη χρονιά αυτή το έλλειμμα κλείνει στο 9,1%. Το 1982 υποχωρεί στο 6,8% επί του  ΑΕΠ, και από τότε αυξάνεται συνεχώς έως το 11,7% του ΑΕΠ, το 1985.

Το 1985 αναλαμβάνει το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας ο Κ. Σημίτης, ο οποίος εφάρμοσε προγράμματα σταθεροποίησης, με αποτέλεσμα να περιοριστεί το έλλειμμα στο 9,5% το 1986 και 9,2% το 1987.

Η χώρα μετά το 1987, εισήλθε σε περιπέτειες με αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις. Το έλλειμμα ξαναρχίζει να ανεβαίνει στο 11,5% το 1988, 14,4% το 1989 και 16,1% το 1990.

Το 1990, η Ν.Δ. με πρωθυπουργό τον Κ. Μητσοτάκη, προώθησε διαρθρωτικές αλλαγές με σκοπό τη μείωση του δημόσιου τομέα, προκαλώντας τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης και των συνδικαλιστικών φορέων. Το έλλειμμα υποχώρησε σε 11,5% το 1991.

Το 1993, λόγω της φθίνουσας πορείας της παγκόσμιας οικονομίας, μειώθηκε το ΑΕΠ της χώρας και το έλλειμμα από 12,8% που είχε προϋπολογιστεί, έκλεισε τελικά στο 13,8%.

Τη χρονιά αυτή ανατρέπεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη και το ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου κερδίζει πάλι τις εκλογές. Το 1994 το έλλειμμα μειώνεται πάλι στο 10%, το 1996 στο 7,3% και το 1997 σε 4%.

Σημειώνουμε ότι από τον Ιανουάριο του 1996 μετά την παραίτηση του Α. Παπανδρέου, Πρωθυπουργός αναλαμβάνει, ο Κ. Σημίτης.

Η προσπάθεια « νοικοκυρέματος » του κράτους συνεχίστηκε και το έλλειμμα προβλεπόταν να κλείσει στο 2,5% το1998 και 1,2% το 2000.

Η χώρα τιθασεύει τα ελλείμματα, τουλάχιστον στα χαρτιά, και με υποτίμηση 14% της δραχμής το 1998, μπαίνει στον προθάλαμο της ΟΝΕ.

Το 2004 είναι χρονιά εκλογών και το έλλειμμα αρχίζει πάλι να ξεφεύγει.

Η Ν.Δ. του Κ. Καραμανλή κερδίζει τις εκλογές  και μετά την απογραφή του κ. Αλογοσκούφη, το έλλειμμα του 2003 από 1,2%, προσδιορίζεται σε 2,96% και σύμφωνα με την αναθεώρηση της Eurostat σε 7,5%.

Το 2007 ξεσπά η πιστωτική κρίση στις ΗΠΑ, η οποία τελικά για συγκεκριμένους λόγους, ωφέλησε τις ελληνικές τράπεζες.

Όμως με αφορμή την πιστωτική κρίση, η παγκόσμια οικονομία άρχισε να προσαρμόζεται σε χαμηλότερα επίπεδα δανεισμού. Έτσι προσγειώθηκαν απότομα ολόκληρες οικονομίες που είχαν στηθεί ή υπέρ-αναπτυχθεί με δανεικά, όπως η Ισλανδία, το Ντουμπάι και η Ιρλανδία.

Ακολούθησε η Ελλάδα. Η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή, δεν έλαβε καμιά πρόνοια για το έλλειμμα που μεγάλωνε. Το αντιλήφθηκε μόνο λίγο πριν τις εκλογές του 2009 και έλαβε κάποια μέτρα. Το έλλειμμα το 2006 από 2,9%, αποδείχθηκε ότι ήταν 3,6%, ενώ το 2008 ανεβαίνει στο 7,7%. Το 2009, το έλλειμμα όδευε στο 12%, το οποίο μετά την αναθεώρηση ανήλθε στο 13,6%.

Μετά τις εκλογές του 2009, στην εξουσία ανέρχεται το ΠΑΣΟΚ του Γ. Α. Παπανδρέου. Η νέα κυβέρνηση δεν μπόρεσε να κατανοήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης και καθυστέρησε αδικαιολόγητα στη λήψη μέτρων.

Έτσι οι διεθνείς εταιρείες αξιολόγησης του χρέους, υποβάθμισαν άμεσα την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας και στη συνέχεια των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες τόσα χρόνια χρηματοδοτούσαν το δημόσιο χρέος, αγοράζοντας ομόλογα ελληνικού δημοσίου.

Το 2010, είναι η πρώτη χρονιά του μνημονίου με τη λεγόμενη «τρόικα» και το έλλειμμα μειώθηκε σημαντικά και έκλεισε στο 10,5% του ΑΕΠ. Το 2011, έχουμε περαιτέρω μείωση του ελλείμματος, το οποίο έκλεισε τελικά στο 7.4% του ΑΕΠ, ενώ το 2012   έκλεισε στο 10% του ΑΕΠ, σύμφωνα με στοιχεία που ανακοίνωσε η Ε.Σ.Α.

Τα σκληρά δημοσιονομικά μέτρα που επέβαλλαν το 1ο και 2ο Μνημόνιο, είχαν ως βασικό στόχο να καλυφθεί το τεράστιο πρωτογενές έλλειμμα, το οποίο έκλεισε χάρη στις θυσίες του λαού.

Το 2013 επιτυγχάνεται για πρώτη φορά πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο εκτιμάτο ότι θα ήταν μεγαλύτερο το 2014. Όμως οι πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν στο τέλος του 2014 με τη μη εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας  και λόγω του χαμένου πρώτου  εξαμήνου της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ  το 2015, ανέτρεψαν τις εκτιμήσεις και επιστρέψαμε και πάλι σε πρωτογενή  ελλείμματα.

Με την επιστροφή στην ύφεση και με νέα εμπόδια στην παραγωγή και την ανάπτυξη, τα προβλήματα της οικονομίας γιγαντώνονται σε  βαθμό που απειλούν κάθε προσπάθεια εξυγίανσης και ανόρθωσης.

Η πορεία του δημόσιου χρέους στην Ελλάδα

Η υποβάθμιση οδήγησε σε ρευστοποιήσεις ελληνικών ομολόγων, προκαλώντας άνοδο των αποδόσεων. Έτσι ανέβηκαν τα επιτόκια που η χώρα είναι υποχρεωμένη  να πληρώνει, προκειμένου να πάρει νέα δάνεια. Τα παραπάνω δημιούργησαν την κρίση του ελληνικού χρέους, που μας οδήγησε  στο ΔΝΤ.

Το άνοιγμα της «ψαλίδας» ανάμεσα στα έσοδα και τα έξοδα κάθε χρόνο, διόγκωσε τις συνολικές μας υποχρεώσεις προς τρίτους, καθώς το έλλειμμα της μιας χρονιάς, συν τις δαπάνες που δεν αποτυπώνονται πουθενά, γίνεται χρέος την επόμενη χρονιά.

Με στοιχεία που προέρχονται από την ίδια μελέτη που μνημονεύσαμε παραπάνω, για το δημόσιο χρέος της χώρας μας προκύπτουν τα κάτωθι:

Από το 1932 μέχρι το 1945, δεν είχαμε εξωτερικό δανεισμό, ενώ είχε παγώσει η εξυπηρέτηση των παλαιότερων δανείων, λόγω της παγκόσμιας κρίσης και του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.

Στη συνέχεια η περίοδος μετά το 1946, ήταν από τις δυσκολότερες, λόγω του πολέμου που προηγήθηκε, της κατοχής και του εμφυλίου που ακολούθησε. Η Ελλάδα συνήψε δάνειο 406 εκ. δολαρίων, για επενδύσεις σε έργα υποδομής. Την περίοδο μέχρι το 1967, διακανονίστηκε το 97% του εξωτερικού δημόσιου χρέους. Γι’ αυτό το λόγο και λόγω της διεθνούς απομόνωσης της χώρας, ο δανεισμός σημείωσε μικρή αύξηση την περίοδο της δικτατορίας.

Το 1974, το δημόσιο χρέος ήταν 115 δις. δραχμές,  ή περίπου 23% του ΑΕΠ.

Το 1975, το δημόσιο χρέος της χώρας αναλογούσε στο 24,7% του ΑΕΠ. Το 1980 ήταν 28,6%. Όμως μια δεκαετία αργότερα, το 1990, έφτασε στο 80,7% του ΑΕΠ. Δεν πέρασαν τρία χρόνια και το χρέος ξεπερνά το 100% για πρώτη φορά και ανέρχεται στο 111,6% του ΑΕΠ, το οποίο όμως   με τα αναθεωρημένα στατιστικά στοιχεία της Ε.Ε., δεν ξεπέρασε ποτέ το 100%. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, το χρέος υπερέβη το ΑΕΠ  (101.8%) το έτος 1997.

Ένα από τα εντυπωσιακά στοιχεία, είναι ότι το χρέος συνεχίζει την ανοδική του πορεία μέχρι το 102,9%, οπότε πέφτει εντυπωσιακά στο 95,6% το 2007, για να διογκωθεί και πάλι λόγω των ετήσιων ελλειμμάτων.

H σημαντική χειροτέρευση του ελλείμματος το 2009 και η βαθύτερη ύφεση, επιδείνωσαν και τη δυναμική του χρέους, το οποίο αυξήθηκε στο 142,8% του ΑΕΠ το 2010, έναντι 127,1% το 2009 και 110,7% το 2008.

Το 2011 το δημόσιο χρέος εκτοξεύεται στο170,3% του ΑΕΠ, ενώ το 2012 μειώθηκε και έκλεισε στο 156,6% επί του ΑΕΠ.

Η παρέμβαση στο χρέος που έγινε το 2012, ήταν η μεγαλύτερη στη διεθνή οικονομική ιστορία.

Περιλάμβανε ονομαστικό «κούρεμα» του χρέους κατά 126 δις. ευρώ και επιπλέον αναδιάρθρωση με μείωση επιτοκίων, μεγάλη περίοδο χάριτος και μεγάλη επέκταση της περιόδου αποπληρωμής. Όλα αυτά συνοψίζονται σε συνολική μείωση 180 δις. ευρώ, δηλαδή 100% του σημερινού ΑΕΠ σε καθαρή αξία.

Η ετήσια έκθεση του ESM για το 2014, τονίζει ότι το 2013 η χώρα μας  επωφελήθηκε με μείωση χρέους ίσης με 49% του ΑΕΠ, δηλαδή με 100 δις ευρώ σε παρούσα αξία.

Σημειώνουμε ότι κρίσιμο ζήτημα είναι η «εξυπηρετησιμότητα» του χρέους, με κριτήριο το ετήσιο ύψος των τόκων και χρεολυσίων και άρα των χρηματοδοτικών αναγκών.

Θα πρέπει να τονίσουμε επίσης ότι τα δημόσια χρέη μειώνονται δραστικά μέσα από τους ρυθμούς ανάπτυξης και τον πληθωρισμό.  

Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους, αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη, όπως αναφέρεται και στην ανάλυση του ΔΝΤ.

Η πρόταση των τριών  Γερμανών «σοφών» που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή της Κυριακής στις 2/8/2015, αναφέρει ότι πρέπει να γίνει σύνδεση των επιτοκίων των δανείων με το ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με μια υπό όρους αναστολή των αποπληρωμών του χρέους.

Εν τω μεταξύ, μια τέτοια προσέγγιση δεν θα μείωνε τα κίνητρα για μεταρρυθμίσεις. Και αυτό, διότι το τρίτο πρόγραμμα το οποίο βρίσκεται πλέον υπό διαπραγμάτευση θα πρέπει να καταρτιστεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος να λαμβάνονται αποφάσεις ανεύθυνες και καταχρηστικές από κάποιον που ελπίζει ότι τις ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες, θα τις αναλάβουν άλλοι.

Επιπλέον σημειώνουν ότι η αναστολή πληρωμών προς τους δανειστές είναι και νομικά επιτρεπτή εντός του ευρώ. Το επιτρεπτό μιας οποιασδήποτε  αναστολής αποπληρωμών, έχει δύο προϋποθέσεις:

Πρώτον η αναδιάρθρωση πρέπει να είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της Ζώνης του Ευρώ, κάτι που το ΔΝΤ έχει αποδείξει στην περίπτωση της Ελλάδας.

Δεύτερον, πρέπει να συνοδεύεται από ένα πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με στόχο τη δημοσιονομική πειθαρχεία και την εμπέδωση αποτελεσματικών θεσμών. Αυτό οι τρεις «σοφοί», ελπίζουν ότι θα συμφωνηθεί στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος.

Είναι σημαντικό να αναφέρουμε επίσης ότι μια τέτοια λύση θα ήταν επωφελής και για τους πιστωτές, διότι εάν επανέλθει στη χώρα η ανάπτυξη, θα διεκδικήσουν περισσότερα από τα δάνειά τους σε σχέση με ότι θα ήταν δυνατόν διαφορετικά.

 

-Ο κ. Αθανάσιος Μπουρούνης είναι Επίτιμος Δ/ντής Σχολικής Μονάδας Δ.Ε.