Γράφει η Μαρίνα Κουρμπέλα
Με την απόφαση Sánchez Ruiz και Fernández Álvarez κ.λπ
(συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-103/18 και C-429/18), η οποία εκδόθηκε, από το Δικαστήριο της ΕΕ- ΔΕΕ,σήμερα,19 Μαρτίου 2020, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα κράτη μέλη και/ή οι κοινωνικοί εταίροι δε μπορούν να εξαιρούν από την έννοια των «διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου», η οποία προβλέπεται στη ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου (συμφωνίαπλαίσιο) , την περίπτωση: Εργαζόμενου, ο οποίος προσλαμβάνεται με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, δηλαδή για την κάλυψη κενής θέσης έως την οριστική πλήρωσή της, διορίζεται επανειλημμένα στην ίδια θέση την οποία καλύπτει αδιαλείπτως επί σειρά ετών και ασκεί, σταθερά και χωρίς διακοπή, τα ίδια καθήκοντα, όταν η μακροχρόνια διατήρηση του εργαζομένου στην κενή αυτή θέση αποτελεί συνέπεια της μη τήρησης εκ μέρους του εργοδότη της επιβαλλόμενης από τον νόμο υποχρέωσής του να οργανώσει, εντός της προβλεπόμενης προς τούτο προθεσμίας, διαδικασία επιλογής για την οριστική πλήρωση της ως άνω κενής θέσης και όταν, εξ αυτού του λόγου, η σχέση εργασίας παρατεινόταν σιωπηρά από έτος σε έτος.
Σχετικά με την υπόθεση
Σύμφωνα με πληροφορίες από το ΔΕΕ, εργαζόμενοι απασχολούνται προ πολλού, στο πλαίσιο σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, στην υπηρεσία υγείας της Comunidad de Madrid (Αυτόνομης Κοινότητας Μαδρίτης, Ισπανία). Οι εργαζόμενοι αυτοί ζήτησαν να τους αναγνωρισθεί η ιδιότητα των τακτικών δημοσίων υπαλλήλων ή, επικουρικώς, των δημοσίων υπαλλήλων με παρόμοιο καθεστώς, πράγμα το οποίο η Comunidad de Madrid αρνήθηκε να πράξει. Το Juzgado Contencioso-Administrativo n o 8 de Madrid (διοικητικό πρωτοδικείο Μαδρίτης υπ’ αριθ. 8) και το Juzgado Contencioso-Administrativo n o 14 de Madrid (διοικητικό πρωτοδικείο Μαδρίτης υπ’ αριθ. 14), επιληφθέντα προσφυγών τις οποίες άσκησαν οι εργαζόμενοι κατά των απορριπτικών αποφάσεων της Αυτόνομης Κοινότητας, υπέβαλαν στο Δικαστήριο ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία, ιδίως, της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου. . ( Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999, η οποία περιέχεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43).
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ,που προαναφέρθηκε,αφού υπενθύμισε, κατ’ αρχάς, ότι ένας από τους σκοπούς της συμφωνίας-πλαισίου είναι η δημιουργία ορισμένου πλαισίου για τη διαδοχική χρησιμοποίηση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία θεωρείται δυνητική πηγή καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων, και ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη και/ή στους κοινωνικούς εταίρους να καθορίζουν, σεβόμενα το αντικείμενο, τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου, τις συνθήκες υπό τις οποίες οι συμβάσεις ή οι σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται «διαδοχικές». Περαιτέρω, έκρινε ότι αντίθετη ερμηνεία θα καθιστούσε δυνατή την επί πολλά έτη προσωρινή απασχόληση των εργαζομένων και θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνον να αποκλειστεί στην πράξη ένας μεγάλος αριθμός σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου από το ευεργέτημα της προστασίας των εργαζομένων που επιδιώκουν η οδηγία 1999/70 και η συμφωνία-πλαίσιο, καθιστώντας εν πολλοίς άνευ ουσίας τον σκοπό τους, αλλά και να καταστεί δυνατή η καταχρηστική χρησιμοποίηση τέτοιων σχέσεων εργασίας.