Σαββατοκύριακo
20-21  Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4962RSS FEED
Η περιφερειακή πολιτική της ΕΕ 1994-1999, Δεύτερος Κύκλος ΚΠΣ
Γράφει ο
Γιάννης Βασιλείου

           Αναφορικά με τον δεύτερο Κύκλο (Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης-ΚΠΣ), προστέθηκε ένας έκτος Στόχος για την παροχή βοήθειας σε περιφέρειες με χαμηλή πυκνότητα πληθυσμού. Και πάλι η χρηματοδότηση υπό το Στόχο 1 ήταν σημαντική [94 δισεκατομμύρια ECU από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ), το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ) και το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και 14,45 δισεκατομμύρια από το Ταμείο Συνοχής, 68% του συνόλου των διαθέσιμων κεφαλαίων του], καλύπτοντας το 24,6% των περίπου 97,7 εκατομμυρίων κατοίκων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Ο καταμερισμός στις περιοχές του Στόχου 2 (60,6 εκατομμύρια) ήταν 9,4 δισεκατομμύρια ECU (10,6% του συνόλου) και των Στόχων 3 και 4 ήταν 15,2 δισεκατομμύρια ECU (9,1% του συνόλου). Ο καταμερισμός στις περιφέρειες του Στόχου 5 ήταν 13 δισεκατομμύρια ECU (7,8% του συνόλου), ενώ η Σουηδία και η Φινλανδία έλαβαν 697 εκατομμύρια ECU (0,4% του συνόλου) υπό τον καινούργιο Στόχο 6 (Inforegio Panorama, 2008).

           Η Συνθήκη για την ΕΕ (υπογράφηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1992 στο Μάαστριχτ) και τα πακέτα Ντελόρ 2, γνωστά κι ως ο λογαριασμός του Μάαστριχτ, – μια συμφωνία που επιτεύχθηκε παράλληλα με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Εδιμβούργου το Δεκέμβριο του 1992 - προσέφεραν επίσης ένα ερέθισμα για την Περιφερειακή Πολιτική της ΕΕ.

            Σύμφωνα με το Άρθρο Β του τίτλου 1 (Κοινές Διατάξεις), ένας από τους κύριους στόχους της ΕΕ θα ήταν η κοινωνικο-οικονομική πρόοδος και ανάπτυξη μέσα από την εγκαθίδρυση ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσω της κοινωνικο-οικονομικής συνοχής και της δημιουργίας της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) (Allen, 2000). Επίσης, το Άρθρο 3 τονίζει τη σημασία της δημιουργίας διευρωπαϊκών δικτύων, ενώ το Άρθρο 130δ μιλά για τους στόχους και τις εφαρμογές των Διαρθρωτικών Ταμείων, δίνοντας έμφαση στην ανάγκη ίδρυσης ενός νέου Ταμείου Συνοχής προκειμένου α) να παράσχει κεφάλαια για την Ελλάδα, την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία, και δ) να στηρίξει τη δημιουργία διευρωπαϊκών δικτύων, καθώς και περιβαλλοντικών έργων.

            Η συζήτηση σχετικά με τη Συνθήκη για την ΕΕ αφορούσε το εάν οι εθνικές κυβερνήσεις θα συμφωνούσαν στη χρηματοδότηση και την εφαρμογή των στόχων. Ορισμένες από τις κυβερνήσεις απαίτησαν ένα Πρωτόκολλο για την Οικονομική και Κοινωνική Συνοχή (το οποίο εντέλει προσαρτήθηκε στη Συνθήκη) προκειμένου η προσωρινή μεταξύ τους συμφωνία να γίνει πραγματικότητα. Το Πρωτόκολλο αυτό περιλάμβανε τις τροποποιήσεις που υποτίθεται πως είχαν συμφωνηθεί στο Εδιμβούργο και τόνιζε πως: α) «ο διπλασιασμός των κονδυλίων των Διαθρωτικών Ταμείων μεταξύ του 1988 και του 1993 περιλαμβάνει μεγάλες μετακινήσεις πόρων, ειδικά ως αναλογία του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) των λιγότερο εύπορων κρατών μελών και β) η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕ) «δανειζόταν μεγάλα και αυξανόμενα ποσά προς όφελος των φτωχότερων περιφερειών». Επίσης, υπήρχε μία «επιθυμία για μεγαλύτερη ευελιξία στις διευθετήσεις για τον καταμερισμό από τα Διαρθρωτικά Ταμεία» (Allen, 2000:5).

            Το Πρωτόκολλο τόνιζε πως το Ταμείο Συνοχής θα έπρεπε να βοηθά τα κράτη-μέλη με κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν κάτω του 90% του μέσου όρου της ΕΕ. Ένας άλλος στόχος του Ταμείου θα ήταν να υποστηρίζει αυτές τις χώρες προκειμένου να επιτευχθούν τα κριτήρια οικονομικής σύγκλισης για την ΟΝΕ. Οι στόχοι αυτοί έδειχναν ξεκάθαρα τη στενή σχέση μεταξύ της Πολιτικής Συνοχής της ΕΕ και της Ενιαίας Αγοράς (Allen, 2000).

            Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Εδιμβούργου (1992), επιτεύχθηκε μία συμφωνία, σύμφωνα με την οποία, οι εθνικές κυβερνήσεις θα έπρεπε να αυξήσουν τα κονδύλια των Διαρθρωτικών Ταμείων από 18,6 δισεκατομμύρια ECU το 1992 σε 30 δισεκατομμύρια ECU το 1999 (με τιμές του 1992). Επίσης, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο διέθεσε 15 δισεκατομμύρια ECU στο Ταμείο Συνοχής με μια αύξηση των ετήσιων δαπανών από 1,5 δισεκατομμύρια ECU το 1993 σε 2,6 δισεκατομμύρια ECU το 1999. Μέχρι το 1996, η Ισπανία θα λάμβανε μεταξύ 52% και 58% (Allen, 2000).

            Το 1994, εγκαθιδρύθηκε το Χρηματοδοτικό Μέσο Προσανατολισμού της Αλιείας (ΧΜΠΑ) (Milio, 2010). Το Μάιο του 1994, ο κανονισμός για το Ταμείο Συνοχής έγινε πραγματικότητα και περιέλαβε τη χορήγηση περίπου 15,15 δισεκατομμυρίων ECU. Το Ταμείο Συνοχής εφαρμόστηκε στα κράτη-μέλη της ΕΕ με Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν κάτω από το 90% του μέσου όρου της ΕΕ και είχε τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί έως και το 85% του κόστους των υποδομών για το περιβάλλον και τις μεταφορές, το οποίο έφτασε σε πάνω από 10 εκατομμύρια ECU. Πάντοτε υπό το Στόχο 1, το 41% των επενδύσεων κατευθύνθηκε σε επιχειρήσεις, το 29,8% σε υποδομές (μισές στις μεταφορές και ένα τέταρτο στο περιβάλλον) και το 24,5% στο ανθρώπινο δυναμικό. Ο συνολικός προϋπολογισμός ήταν 168 δισεκατομμύρια ECU, ποσό που ισοδυναμούσε με το ένα τρίτο του προϋπολογισμού της ΕΕ και το 0,4% του συνόλου του ΑΕΠ της. Το 68% ήταν προορισμένο για τις περιφέρειες του Στόχου 1 (Inforegio Panorama, 2008).

           Η αρχή της επικουρικότητας (η οποία ουσιαστικά τέθηκε σε εφαρμογή με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ) υποδηλώνει πως οι αποφάσεις σχετικά με την Περιφερειακή Πολιτική σε επίπεδο ΕΕ «δεν θα πρέπει να λαμβάνονται εκτός κι αν είναι πιο αποτελεσματικές από τις ενέργειες που γίνονται σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο» (Regional Policy Inforegio/Subsidiarity, 2010: 1). Αυτή η αρχή στοχεύει στην ενθάρρυνση της λειτουργίας της Περιφερειακής Πολιτικής της ΕΕ σε ένα πιο αποκεντρωμένο πλαίσιο, κάτω από το οποίο οι περιφέρειες θα έχουν ένα μεγαλύτερο βαθμό εξουσίας και ευθύνης, πάντα αναφορικά με την Περιφερειακή Πολιτική.

            Η Κοινοτική Πρωτοβουλία INTERREG ΙΙ ακολούθησε την INTERREG Ι του προηγούμενου Κύκλου (ΚΠΣ). Χρηματοδοτήθηκε κι αυτή από το ΕΤΠΑ και έδωσε μια σημαντική ώθηση προς τη διαπεριφερειακή συνεργασία. Επιπλέον, η URBAN Ι, επίσης χρηματοδοτούμενη από το ΕΤΠΑ, είχε στόχο την προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης σε αστικές περιοχές. Ο πληθυσμός των περιφερειών του Στόχου 1 ήταν 91,7 εκατομμύρια (24,6% του συνόλου). Τα κυρίως ωφελημένα κράτη-μέλη ήταν η Ισπανία (42,4 δισεκατομμύρια ECU), η Ιταλία (21,7 δισεκατομμύρια ECU), η Πορτογαλία (18,2 δισεκατομμύρια ECU), η Ελλάδα (17,7 δισεκατομμύρια ECU) και η Γαλλία (14,9 δισεκατομμύρια ECU). 14 δισεκατομμύρια ECU (το 8% του συνόλου) επενδύθηκαν σε 13 Κοινοτικές Πρωτοβουλίες στο πλαίσιο των «από κάτω προς τα πάνω» διασυνοριακών υπερεθνικών και καινοτόμων έργων (Inforegio Panorama, 2008).

            Το 1993, η Επιτροπή πρότεινε να απλοποιηθεί η εφαρμογή της Περιφερειακής Πολιτικής μειώνοντας τον αριθμό των Στόχων από πέντε σε τρεις και μειώνοντας την κάλυψη των Διαρθρωτικών Ταμείων από το 50% του πληθυσμού της ΕΕ στο 35-40%. Ως αποτέλεσμα, το ποσό των πόρων που διατέθηκαν μέσω Διαρθρωτικών Ταμείων μεταξύ του 2000 και του 2006 θα έπεφτε από τα 275 δισεκατομμύρια ευρώ (τιμές 1999) στα 258 δισεκατομμύρια ευρώ.

            Ένα μεγάλο βήμα προς μια λιγότερο συγκεντρωτική, περισσότερο «bottom-up» ευρωπαϊκή Περιφερειακή Πολιτική ήταν η εισαγωγή των Περιφερειακών Στρατηγικών Καινοτομίας (ΠΣΚ) υπό το ΕΤΠΑ (European Commission, 2002). Οι ΠΣΚ σχεδιάστηκαν προκειμένου να διευκολύνουν τη βελτίωση της δυνατότητας καινοτομίας των περιφερειακών επιχειρήσεων ενδυναμώνοντας τα περιφερειακά συστήματα καινοτομίας. Βασίζονταν στην «από κάτω προς τα πάνω» προσέγγιση περιφερειακής ανάπτυξης, καθώς λειτουργούσαν «εντός» των περιφερειών και προωθούσαν τη δημόσια και ιδιωτική συνεργασία, δημιουργώντας τις κατάλληλες θεσμικές συνθήκες για μια πιο αποτελεσματική χρήση των δημόσιων και ιδιωτικών πόρων υπέρ του στόχου της καινοτομίας. Εισήχθηκαν επίσης τα Πολυ-Περιφερειακά Προγράμματα Μετάδοσης Τεχνολογίας (ΠΠΜΤ) προκειμένου να προωθήσουν την καλύτερη χρήση της τεχνολογίας κυρίως στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που βρίσκονταν στις λιγότερο ευνοημένες περιφέρειες της ΕΕ (Newsletter of Pilot Projects, 1997).

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allen, David (2000), “Cohesion and the Structural Funds”, σε Wallace, Helen και Wallace, William, (επιμ.), Policy-Making in the European Union (Οξφόρδη: Oxford University Press), σελ. 243-265.

European Commission (2002), “Regional Innovation Strategies under the European Regional Development Fund, Innovative Actions 2000-2002”, European Commission, DG Regional Policy, διαθέσιμο σε http://ec.europa.eu/regional_policy/innovation/pdf/guide_ris_final.pdf (πρόσβαση στις 10/12/2011).

Inforegio Panorama (2008), EU Cohesion Policy 1988-2008: Investing in Europe’s future, En Inforegio Panorama, 26, European Union Regional Policy, διαθέσιμο σεhttp://ec.europa.eu/regional_policy/sources/docgener/panorama/pdf/mag26/mag26_en.pdf (πρόσβαση στις 4/6/2010).

Milio, Simona (2010), “Cohesion Policy: A Case Study of Implementation Variation among Member States”, in Milio, Simona (επιμ.), From Policy to Implementation in the European Union: The Challenge of a Multi-Level Governance System (Λονδίνο: Tauris Academic Studies, an imprint of I.B. Tauris Publishers), σελ. 23-30.

Newsletter of Pilot Projects (1997), “Innovative Actions under Article 10 of the ERDF”, διαθέσιμο σε http://ec.europa.eu/regional_policy/innovation/innovating/download/en_eur11.pdf (πρόσβαση στις 10/12/11).

Regional Policy Inforegio (2010), “Subsidiarity”, διαθέσιμο σε http://ec.europa.eu/regional_policy/glossary/subsidiarity_en.htm (πρόσβαση στις 4/11/2010).

 

-Από το βιβλίο «Ευρωπαϊκή Ενοποίηση-Μια Διαδικασία Σύγκλισης ή Απόκλισης;» (Β’ Έκδοση-Ειδική έκδοση για Πανεπιστήμια) (Αθήνα: Historical Quest, 2014)