Πέμπτη
25 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4967RSS FEED
Περί εθνικής και κοινωνικής διαπραγμάτευσης
Γράφει ο
Τάσος Μιχαηλίδης
Σε μια εποχή ισοπέδωσης πολλών οραμάτων και κεκτημένων δικαιωμάτων διαφόρων κοινωνικών ομάδων, δημιουργούνται ποικίλα ερωτήματα και για τις αιτίες μιας κατάστασης, αλλά και για τις λύσεις που μπορούν να δοθούν. Η κοινή γνώμη συνολικά στην Ευρώπη δείχνει να αγωνιά και να προσπαθεί να καταλάβει τι έχει συμβεί. Η αμηχανία και ο φόβος ειδικά στον ευρωπαϊκό νότο είναι τα διάχυτα συναισθήματα, εμποτισμένα με αρκετό θυμό ή αγανάκτηση και όχι άδικα τις περισσότερες φορές, αφού  μια μεγάλη μερίδα των πληθυσμών τους οδηγείται, για όσους ήδη δεν είναι, στα όρια της φτώχειας και στη καταβαράθρωση του βιοτικού τους επιπέδου.

Είναι περιττό να αναφέρει κανείς ότι υπάρχουν ανάγκες για αλλαγές στη νοοτροπία λαών, αναπροσδιορισμός αξιών και αντιλήψεων σε ευρύτερα σύνολα πολιτών, εύρεση ενός νέου προσανατολισμού στις σύγχρονες οικονομίες, αλλά και απόδοση ευθυνών σε πρόσωπα ή ομάδες  που καπηλεύθηκαν για δικό τους όφελος την εμπιστοσύνη πλειοψηφιών και δημοκρατικών θεσμών. Το θέμα όμως παραμένει ποιες είναι αυτές οι αλλαγές, ποιος τις ορίζει, ποιους θίγουν, ποιους ευεργετούν ή δικαιώνουν, ποιος είναι ο τελικός στόχος και το κριτήριο που τις κρίνει επιτυχημένες ή όχι και κυρίως με τι τρόπους θα διεκδικηθούν ή θα απαιτήσουν οι αιτούντες την επιθυμητή σε σχέση με τα προηγούμενα διαφοροποίηση.

Το αδιέξοδο του ασαφούς πλαισίου στην διαδικασία της διαπραγμάτευσης

Νομίζω πως ασχέτως πολιτικής και κοινωνικής θέσης, αναμφίβολα οι περισσότεροι αντιλαμβανόμαστε πως υπάρχουν θέματα που είναι διατεθειμένος κάποιος να διαπραγματευτεί ως έθνος, κοινωνική ομάδα ή άτομο με εταίρους και ζητήματα τα οποία ο καθείς εξηγεί και πρέπει να εξηγεί με σαφήνεια πως δεν δέχεται να θιγούν. Όμως το πρόβλημα βρίσκεται ακριβώς σε αυτή την έλλειψη ευκρινούς οριοθέτησης, η οποία τουλάχιστον στη χώρα μας εκτείνεται με φωτεινές αλλά ευτυχώς υπαρκτές εξαιρέσεις, από τη διαχείριση του πιο απλού ζητήματος σε μια μικρή ομάδα πολιτική, επαγγελματική, πολιτισμική ή και φιλανθρωπική μέχρι και την πιο επίσημη εκδοχή της εκπροσώπησης του πολίτη και του έθνους μας.

Επί χρόνια νιώθουμε ή απελπιζόμαστε με πολλές στενώσεις ενός συστήματος που μας περιορίζει ή έστω δεν μας εξελίσσει. Ακούσαμε και παθητικοποιηθήκαμε ο καθένας με την ευθύνη του σε άπειρες διευκρινήσεις παρεξηγήσεων για λάθη αρμοδίων, δεχτήκαμε τις ειλικρινείς ή όχι συγγνώμες τους και πιστέψαμε πολύ, λίγο ή και καθόλου στην ράθυμη πολυτέλεια στην οποία θα κατέληγε δήθεν η μικρή μας χώρα να ζει χωρίς ιδιαίτερα να παράγουμε, χωρίς ιδιαίτερα να εξάγουμε, χωρίς ιδιαίτερα και να δουλεύουμε στο τελικό στάδιο της επιτυχίας του σχεδίου. Κάποιοι τα ονειρεύτηκαν όλα αυτά δουλεύοντας, κάποιοι συνέχισαν απλώς να δουλεύουν αφού δεν τους έμενε χρόνος για να σκεφτούν και κάποιοι τελικά ελάχιστοι πρόλαβαν και εκ των προτέρων να το βιώσουν το κοινό κατά τα άλλα όνειρο. Σίγουρα οι περισσότεροι προσπάθησαν κατά το δυνατόν να καταναλώσουν, το οποίο θεωρήθηκε και κριτήριο επιτυχίας -όσο πιο πολύ, τόσο πιο επιτυχημένοι.

Η προβληματική περί ευθύνης και  δικαιοσύνης στη διαπραγμάτευση

Οι καταστάσεις που αντιμετωπίζει ο ευρωπαϊκός νότος σήμερα τόσο στο εσωτερικό τους τα κράτη, όσο και στις διπλωματικές τους σχέσεις με τα υπόλοιπα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί παράδειγμα  για το τι συμβαίνει όταν σε μια διαπραγμάτευση δεν έχεις δημιουργήσει σαφές πλαίσιο επικοινωνίας. Είναι  φυσικό επόμενο, όταν έχεις ελλιπή δεδομένα για τις προθέσεις και τις δυνατότητες των συνομιλητών σου, αδιάλλακτη συμπεριφορά και εμμονές στους στόχους σου χωρίς να έχεις συγκεκριμενοποιήσει και αναλύσει το τι σημαίνει πρόοδος και για ποιους, αλλά και τι σημαίνει επιτυχή συνεργασία και ποιοι κερδίζουν από αυτή, το σκαρί τελικά να ναυαγήσει στη πρώτη φουρτούνα.

Δεν είναι ούτε κάποιο σχέδιο συνομωσίας απαραίτητα, ούτε προκαθορισμένη από την μοίρα συντριβή, αλλά φυσιολογική φθορά και θάνατος –αν δεν παρθούν μέτρα για επισκευή- ενός ελαττωματικού σχεδιασμού-. Έφτασε λοιπόν και η στιγμή στην περίπτωση της Ελλάδας και των πιο αδύναμων εταίρων της Ευρωζώνης που αφού πουλήθηκαν αρκετά τέτοια ομόλογα υποσχέσεων ή κενόδοξων ελπίδων στον ξαφνικό απολογισμό βρεθήκαμε ενοχοποιημένοι όλοι και ως άτομα ο ένας απέναντι στον άλλο, αλλά και ως σύνολο απέναντι στην παγκόσμια κοινότητα, επειδή τάχα ζήσαμε ένα όνειρο που δεν δικαιούμαστε και μάλιστα για να το πετύχουμε καταχραστήκαμε την καλοσύνη και την αφέλεια του καθενός διπλανού μας και των ανυποψίαστων εταίρων.

Έτσι ο κάθε ανώτερος απέδιδε στους υφισταμένους του ευθύνες και εκείνος με τη σειρά του στους δικούς του υφισταμένους μέχρι να στοιβαχτούν οι ποινές στη βάση και η βάση από την μεριά της να ψάχνει τρόπους να επιστρέψει τις ζημίες στους ανώτερους της ως ηθικά και πρακτικά υπεύθυνους. Και οι όποιοι ανά βαθμίδα υπόλογοι, συνεχίζουν να υπολογίζουν πως θα μειώσουν τις επιπτώσεις  και προς τους εκάστοτε ανώτερους και στους εκάστοτε κατώτερους, παλεύοντας να επιβιώσουν.

Η διαφορά είναι απλώς πως  όσο πηγαίνουμε προς την κορυφή της πυραμίδας –βάζω και τους εταίρους μας μέσα στο σχήμα- η πάλη αφορά τη διατήρηση του βιοτικού τους επιπέδου και τα ανάλογα αξιώματα ή προνόμια, όσο όμως οδηγούμαστε προς τη βάση τόσο περισσότερο μιλάμε πιο ξεκάθαρα για πραγματική επιβίωση.

Όσον αφορά τώρα το θέμα της ανυποψίαστης κάθε φορά γνώσης του επόπτη για τη διαφθορά των συνόλων ή ατόμων που έχει υπό την εποπτεία του ή κάποιου που τελοσπάντων συνεργάζεται απλώς μαζί με άλλους σε ισότιμη σχέση, νομίζω πως είναι σαφές πως όταν δέχεσαι να ανήκεις σε ένα σύνολο, δεν είσαι άμοιρος ευθυνών αναφορικά με τον ποιον συνεργάζεσαι. Φροντίζεις και έχεις και εσύ ευθύνη να το έχεις φροντίσει, να υπάρχει ως προς κάποια κριτήρια μια ομοιογένεια ή η ετερογένεια του να λειτουργεί έτσι ώστε να αναδεικνύεται η ομάδα και οι μονάδες που την συναπαρτίζουν –είτε είναι πρόσωπα αυτά ή εθνικά σύνολα-.

Για να δεχτείς να συνεργαστείς με κάποιον είναι αναγκαίο, να  διαμορφώνεις ένα πλαίσιο εμπιστοσύνης και σταδιακής οικείωσης βασισμένο σε συγκεκριμένους όρους που έμπρακτα αποδεικνύετε ο ένας στον άλλο πως είναι σημαντικοί και βέβαια έχετε συναποφασίσει πως συμφωνείτε για την αξία τους και για τις συνέπειες της παραβίασής τους. Αν ένας από τους συμμετέχοντες, έχει κληθεί με συγκεκριμένη ταυτότητα και εσύ τον δέχθηκες, γιατί απλώς χρειαζόσουν τη συνδρομή ατόμων ή συνόλων, παραβλέποντας ποιος είναι ο νέος συνεργάτης -ακόμα και αν αυτό συνέβη επειδή έλπιζες πως θα αλλάξει- μετά σε περίπτωση που δεν το κάνει ή δεν τα κατάφερε δεν έχεις δικαίωμα να επικαλείσαι τον αθώο, αλλά στην καλύτερη περίπτωση τον λιγότερο ένοχο, αφού ήξερες με ποιον είχες να κάνεις. Προδόθηκες στα  προγνωστικά σου, όχι στην πραγματική συνεργασία σου. Η καλή λειτουργία της συνεργασίας ήταν κοινός σου στόχος τον οποίο όφειλες να βοηθήσεις να πετύχει, η αποτυχία λοιπόν αυτή δεν σε βγάζει εσένα θύμα, όχι  τουλάχιστον απαραίτητα, αλλά κακό συνομιλητή εις βάρος έστω του εαυτού σου, διότι δεν έφτιαξες το κατάλληλο πλαίσιο για ένα εποικοδομητικό διάλογο. Αυτό σε καμιά περίπτωση δεν δικαιολογεί βέβαια και την άλλη πλευρά, αφού τελικά με την προσχώρηση του σε όποιο σύνολο, δείχνει πως συμφωνεί για το στόχο και κρίνεται για το πόσο καταφέρνει να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες -πάντα μιλάμε για δημοκρατικές συνθήκες που υπάρχει ελεύθερη βούληση-.

Πιστεύω, πως αυτή η προβληματική φωτογραφίζει και επεξηγεί  πολλές καταστάσεις και αδιέξοδα του σήμερα εντός και εκτός Ελλάδας. Οι παράγοντες της ελλιπούς διασαφήνισης ορίων, αρχών και κανόνων, η ρευστότητα ή η σύγχυση έχουν διαφορετικές συχνά αιτίες. Άλλες φορές συμβαίνουν επειδή θεωρεί κάποιο από τα μέλη πως βολεύει η συσκότιση, γιατί δεν το περιορίζει ή δεν ποινικοποιεί τις πράξεις του, οι οποίες θα θεωρούσε πως με ένα πιο σαφές πλαίσιο δεν θα του επιτρέπονταν. Άλλες πάλι γιατί δίνει χρόνο σε μέλη να δουν τι τους συμφέρει να ζητήσουν ή θέλουν να διαβάσουν τις προθέσεις των άλλων για το τι είναι διατεθειμένοι να δώσουν ή να παραχωρήσουν εκείνοι. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση πλήρους ή μερικής άγνοιας για τα συμφέροντα σου ή τα κίνητρα και τη ταυτότητα των διπλανών ή και η ακραία πιθανότητα της διπλής ταυτότητας η οποία σημαίνει πως προσποιείσαι συνειδητά πως είσαι και θέλεις κάτι άλλο από αυτό που ισχύει στην πραγματικότητα.

Όπως γίνεται αντιληπτό, η καθεμιά αναφορά αναλύει διαφορετικές καταστάσεις και ανατέμνει διαφορετικού τύπου παθολογίες στην επικοινωνία, χωρίς αυτό  να σημαίνει πως δεν μπορεί συχνά να συντρέχουν δυο ή και περισσότερες κατηγοριοποιήσεις για την επιλογή της ασαφούς πληροφόρησης μεταξύ των μερών και της θολής συμπόρευσής τους.

Περί συλλογικότητας και τροπών διεκδίκησης σε εθνικό και κοινωνικό επίπεδο

Είναι ξεκάθαρο, πως βρισκόμαστε πλέον σε μια κρίσιμη καμπή ιστορικά, ευρωπαϊκά, εθνικά, ηθικά και κοινωνικά. Αν μιλήσουμε για την εσωτερική κατάσταση της χώρας, εκκρεμούν αμέτρητα προβλήματα που ψάχνουν λύση. Κοινωνικές ομάδες με μικρότερο ή μηδενικό μερίδιο ευθύνης έχουν πληγεί βαθύτατα ως οι λιγότερο ικανοί για να αντιδράσουν και να απεμπολήσουν το βάρος που τους φορτώθηκε. Δεν έχει νόημα να μιλήσουμε πάλι για την ευθύνη του καθενός και κυρίως των δυνατών, οι οποίοι στη δύσκολη στιγμή αποποιούνται το φορτίο και το μεταφέρουν σε ασθενέστερες πλάτες. Το πρόβλημα ωστόσο παραμένει καθώς  οι περισσότερο αδικημένοι, ολόκληρες δηλαδή  κοινωνικές ομάδες ή κλάδοι εργαζομένων,  παλεύουν να βρουν τον τρόπο που θα δείξουν την αντίδραση τους πειστικά και άμεσα. Αναζητούν τους τρόπους με τους οποίους θα πιέσουν τις εκάστοτε κυβερνήσεις να πιέσουν τους εταίρους να μην δεχτούν μέτρα που θίγουν την αξιοπρέπεια του πολίτη και ακυρώνουν δικαιώματα κερδισμένα ύστερα από διεκδικήσεις δεκαετιών. Είναι λένε η καταλληλότερη μέθοδος διεκδίκησης και ρωτούν λοιπόν και οι ίδιοι τους εαυτούς τους η απεργία, οι διαδηλώσεις, οι αποκλεισμοί δημόσιων δρόμων ή υπουργείων, οι σχηματισμοί νέων κομμάτων ή ομάδων πίεσης μακριά από την μέχρι τώρα συνταγή της συνδικαλιστικής δράσης των αρμόδιων οργάνων, καλλιτεχνικές εκδηλώσεις με συγκεκριμένα πολιτικά και κοινωνικά μηνύματα; Τα ερωτήματα είναι απεριόριστα και οι απαντήσεις ακόμα περισσότερες.

Όλοι σχεδόν συμφωνούν πως οτιδήποτε όμως γίνει, πρέπει να γίνει συλλογικά. Ήδη έχει συντελεστεί, νομίζω ασχέτως ιδεολογικής τοποθέτησης, ένα μεγάλο βήμα. Αδιάφορο σε πρώτη φάση σε τι συμπέρασμα έχει καταλήξει ο κάθε πολίτης είναι σημαντικό που υπάρχει ανησυχία, η κατάλληλη ενεργοποίηση για να απαιτηθεί ενημέρωση. Για να φτάσει κανείς σε συλλογικές αποφάσεις οποιασδήποτε κατεύθυνσης και αν είναι, πρώτα πρέπει να συλλέξει κανείς τα δεδομένα. Αρκετοί θα αποπειραθούν να  τρομάξουν την κοινή γνώμη, να την κατευθύνουν, να την παραπλανήσουν, όταν όμως έχεις την αναγκαία πείνα για να ψάξεις έναν επαρκή αριθμό δεδομένων –αυτόν που μπορείς πραγματικά κριτικά να αξιοποιήσεις.- σε προστατεύει από παγίδες και απλουστεύσεις ή μονομερείς διαπιστώσεις. Επομένως, είναι αναγκαίο πλέον να μιλάμε για την κοινή γνώμη όχι ως μάζα, αλλά ως σύνολο ενεργών μονάδων κατά το δυνατόν.

Από εκεί και πέρα, στους  παραπάνω τρόπους πίεσης των  όποιων κοινωνικών ομάδων δεν είναι απαραίτητα κάποιοι απαγορευτικοί ή ξεπερασμένοι και κάποιοι  άλλοι οι σωτήριες λύσεις, αρκεί να θυμάται κανείς πως η όποια κοινωνική ομάδα είναι κομμάτι ενός ευρύτερου συνόλου το οποίο ούτε πρέπει να το βάζει σε κίνδυνο, ούτε να το εξωθεί να εναντιώνεται σε αυτήν.

Είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι οι εκπαιδευτικοί, οι δικαστικοί, οι δημοσιογράφοι, οι γιατροί ή οι εργάτες ενός εργοστασίου, κάθε κλάδος, κάθε κοινωνικός και πολιτικός φορέας βρίσκεται σε ανοιχτό διάλογο και με τον εαυτό του και με την υπόλοιπη κοινωνία και όχι μόνο με την εκάστοτε κυβέρνηση ή τον όποιο καλό ή όχι εργοδότη. Άρα πρέπει να αξιοποιήσουμε αυτό το διάλογο και όχι να τον παραβλέψουμε, γιατί περιχαρακωνόμαστε σε ένα ιδεολογικό, πολιτικό ή κλαδικό αυτισμό που μας παγιδεύει σε ημίμετρα και άσκοπες φωνές. Οι συναισθηματικές κορώνες όσο βάση και αν έχουν ή αληθινή αιτιολογία, δεν μας βοηθούν να επικοινωνήσουμε με τον διπλανό και να κερδίσουμε το σύνολο των πολιτών, ειδικά αν ο χώρος τον οποίο εκπροσωπείς  έχει ταυτιστεί δίκαια ή άδικα – και σπάνια είναι εξολοκλήρου άδικα- με σκάνδαλα ή ασαφή άλυτα ζητήματα που γεννούν στους άλλους την καχυποψία για το ποιος είσαι και τι εκπροσωπείς.

Τα συνθήματα από την άλλη και τα τραγούδια είναι μια συνεπτυγμένη μορφή των αιτημάτων και η αναγκαία ψυχαγωγική παρώθηση για δράση αντίστοιχα, αλλά δεν αποτελούν αιτιολόγηση των θέσεων κανενός, ούτε αποδεικνύουν το δίκαιο ή άδικο των προτάσεων του κάθε κλάδου ή φορέα. Η καθημερινότητα δημιουργεί ευκαιρίες -ακόμα και σήμερα έστω και αν είναι λιγοστές- αλλά και νέα προβλήματα που απαιτούν λύση. Επομένως, η στατικότητα και η κυρίως η βολή σε κάτι που είναι εξαρχής άδικο, αλλά προσοδοφόρο, δεν βοηθά  ούτε ενισχύει την αξιοπιστία και την ηθική ακεραιότητα κάποιου ατόμου ή ομάδας με αποτέλεσμα αυτή η ολιγωρία να αμαυρώνει το δίκαιο άλλων αιτημάτων ή την αντίδραση σε παράλογες αποφάσεις της όποιας ηγεσίας. Ο κάθε κλάδος μόνος του κρίνεται σκόπιμο να ψάξει να βρει προτάσεις και να διαμορφώσει σχέδια που θα ωφελήσουν και τον ίδιο και την εικόνα του προς τους άλλους. Η πρόληψη είναι πιο αποτελεσματική θεραπεία από την οποιαδήποτε αγωγή ακολουθήσει ο οργανισμός βιολογικός, κοινωνικός ή πολιτισμικός, αφού αρρωστήσει. Είναι σαφές πως από αυτό πάσχει τώρα και η Ελλάδα και η Ευρώπη και οι πολιτικές ηγεσίες και οι κοινωνικές δυνάμεις, περίμεναν και περιμένουν δηλαδή να προχωρήσει η μόλυνση για να βρεθεί η κατάλληλη θεραπεία, ενώ καταλαβαίνουν πως όσο καθυστερούν το κόστος θα είναι για όλους μεγαλύτερο.

Είναι λογικό πως δεν περιμένεις να σου προτείνουν κάτι για ένα θέμα που αφορά εσένα. Καταθέτεις με επιχειρήματα τις προτάσεις σου, μιλάς, εξηγείς και σε ό,τι σου λένε αντιπροτείνεις. Φτιάχνεις και ως χώρα και ως επαγγελματικό σωματείο τις κάθετες γραμμές και αιτιολογείς γιατί είσαι σε αυτά ανυποχώρητος. Δεν απέχεις από τίποτα και αξιοποιείς, κατά τη γνώμη μου, κάθε ευκαιρία για να μιλήσεις λογικά όταν ακόμα δεν έχεις θιγεί και νιώθεις προσβεβλημένος – που λόγω συναισθηματικής φόρτισης έχεις περισσότερες πιθανότητες να κάνεις λάθη-. Προνοείς επειδή γνωρίζεις, αφού επικοινωνείς συχνά με τους συνομιλητές σου, τις διαθέσεις τους και τις στενώσεις τους. Δεν απορρίπτουμε κάθετι που προτείνεται, γιατί οι διπλανοί θα δουν την ιδεοληψία μας και μαζί με αυτή θα μας προσθέσουν  ακόμα περισσότερες από καχυποψία.

Δεν έχουμε μόνο δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις, όπως ισχύει και το αντίστροφο. Διαπραγμάτευση σημαίνει ακούω και ζητάω να με ακούσουν. Συχνά οι δυνατότεροι διαπραγματευτές είναι ανήμποροι να ακούσουν, αλλά είναι εξαιρετικά ικανοί να διαχειρίζονται προς όφελος τους την αδυναμία του συνομιλητή τους να μιλήσει και να εκμεταλλεύονται την δική του αναπηρία για να τους ακούσει κερδίζοντας τις εντυπώσεις και διασπώντας την ομοιογένεια της φωνής των απέναντι τους.

Αυτό που περιγράφω δεν είναι τακτικές πολέμου, αλλά τρόπος διαχείρισης της πολυσυνθετότητας της ειρήνης. Η βαρηκοΐα και κυρίως η επιλεκτική δεν είναι τρόπος εύρεσης λύσης. Το διέξοδο απαιτεί ελιγμούς που δεν σε πετούν έξω στις στροφές. Θέλει επιδεξιότητα, τόλμη και αποφασιστικότητα για συνέπεια. Έχω την αίσθηση πως ο αναγνώστης μπορεί να βρει σε αυτά που γράφονται αντιστοιχίες με παθογένειες του σήμερα σε ποικίλα πεδία της καθημερινότητας του.

Αυτοκριτική των παλιότερων και  ενεργοποίηση των νεότερων οι  προϋποθέσεις της λύσης

Είμαι εκπαιδευτικός που ανήκω στη νεότερη γενιά και χωρίς καμιά κομματική ένταξη, ωστόσο όσο και αν μοιάζει βολικό δεν μπορώ να καταδικάσω συνολικά πολιτικούς και συνδικαλιστές παλιότερων γενιών και νοοτροπιών, ακόμα περισσότερο κράτη ή λαούς. Στη τάξη μαθαίνεις να διαχειρίζεσαι ομάδες ως αριθμούς αυθύπαρκτων ατόμων διαφορετικών και ισότιμα σημαντικών στη συνεισφορά του στόχου των μαθημάτων. Κάθε ώρα είναι μια πάλη από την αρχή σε μια ενιαία πλεύση. Αν θες να σταθείς αξιοπρεπώς στην σχολική αίθουσα νομίζω πως δεν απαιτείται απλώς να ενδιαφέρεσαι, αλλά να το δείχνεις, όχι απλώς να γνωρίζεις και να θέλεις να μαθαίνεις, αλλά να το αποδεικνύεις. Όσο με περισσότερη σαφήνεια μιλάς και πράττεις, τόσο πιο αποτελεσματικά μπορούν να αξιολογήσουν την προσπάθεια σου, τη δική τους οι μαθητές και τη συνεργασία μας. Αυτό χωρίς να απλουστεύω, έχει γενική εφαρμογή στις καταστάσεις της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης.

Αυταπάτες δεν υπάρχουν. Χωρούν όλοι που μπορούν είτε με την πείρα τους, είτε με την ορμή τους και τις ιδέες τους να μιλήσουν και να εντοπίσουν ή να εφεύρουν δομές που θα δίνουν διαυγέστερες όψεις λειτουργίας μηχανισμών και οργανισμών. Το πρώτο μεγάλο βήμα είναι η διαχείριση αυτής της φιλομαθούς και εναργούς ανησυχίας και αμηχανίας όλων μας. Οι λύσεις θα έρθουν κατά τη διαδρομή με επίπονη ειλικρίνεια, γιατί το μέλλον παραμονεύει για το ποια εκδοχή της ιστορίας θα το γεννήσει και ποιος θα επιλεχθεί να την αφηγηθεί. Κατά τη γνώμη μου αφού η διήγηση μας αφορά όλους, οφείλουμε να βάλλουμε τη φωνή μας όχι ως συνένοχοι –όπως θα ήθελαν κάποιοι- αλλά ως συνδιαμορφωτές του καινού εαυτού μας.


-Ο κ. Τάσος Μιχαηλίδης είναι Υποψήφιος διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

tasmichailides@yahoo.gr