Παρασκευή
26 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4968RSS FEED
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει Τάσεις Αυτοκτονίας
Γράφει ο
Γιώργος Αγαπητός
Κάποτε η συμμετοχή στην Κοινότητα ήταν ένας σημαντικός στόχος και ένα ωραίο όνειρο πολλών ευρωπαϊκών χωρών, όπως και της χώρας μας. Δυστυχώς η πραγματική  Ευρωπαϊκή Ένωση εξελίσσεται σε ένα «όνειρο απατηλό». Αυτό συμβαίνει γιατί ορισμένες χώρες ,κυρίως του βορρά, ξεχνούν ότι όλες οι Συνθήκες προβλέπουν κι αποβλέπουν στην «ισοτιμία» όλων των χωρών- μελών κι όχι στην επιβολή των απόψεων- συμφερόντων των ισχυρότερων οικονομικά κρατών-μελών. Έτσι, διαχρονικά αποδυναμώθηκε η αλληλεγγύη και η πραγματική σύγκλιση των κρατών-μελών σε ένα ενιαίο (χωρίς σύνορα) ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο.
Οι αδυναμίες και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε χώρας ήταν γνωστά κατά την είσοδό του στην Κοινότητα και η κοινή πολιτική απέβλεπε στην ισόρροπη ανάπτυξη όλων των κρατών-μελών, ώστε να επιτευχθεί πραγματική ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Οι  κοινοτικές  πολιτικές που ασκήθηκαν τα τελευταία χρόνια  ήταν εσφαλμένες και αντιαναπτυξιακές. Επί πλέον, οι Βρυξέλλες ,πολλές φορές εσκεμμένα, έχουν παραβλέψει παραλείψεις-καθυστερήσεις, κατά την εφαρμογή των «κοινοτικών οδηγιών», εκ μέρους ορισμένων χωρών-μελών (όπως η Ελλάδα). Έτσι, η πορεία και η εξέλιξη της ευρωπαϊκής ενοποίησης ήταν ελλιπής (ανάπηρη) γιατί περιορίστηκε μόνο στη νομισματική ένωση χωρίς κοινή  οικονομική – εξωτερική- αμυντική πολιτική. Αυτό είχε σαν συνέπεια οι χώρες του βορρά να  απορροφούν όλον τον παραγωγικό δυναμισμό των χωρών του νότου οι οποίες συστηματικά αποβιομηχανοποιήθηκαν. Αυτό το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα εμφανές στην περίπτωση της Ελλάδας στην οποία επιβλήθηκε συρρίκνωση του γεωργικού τομέα και ενίσχυση της εισαγωγής κεφαλαιουχικών αγαθών και εξοπλιστικών συστημάτων (ιδίως από τη Γερμανία και τη Γαλλία). Η κοινοτική αυτή πολιτική οδήγησε στη χειροτέρευση του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, με το μηδενισμό της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και την υπερχρέωση της χώρας.

Χωρίς να υποεκτιμούμε τα λάθη και τις παραλείψεις μας, θα αναμέναμε μια εποικοδομητική  συμπαράσταση   της Ε.Ε. για να αποφευχθεί η οικονομική κατάρρευση της χώρας και η δραματική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων πολιτών.

Αντίθετα, η Ε.Ε. επέβαλλε δυσβάστακτο δανεισμό με τεράστιο κόστος εξυπηρέτησης και ενέπλεξε το ΔΝΤ σ’ αυτή τη διαδικασία, αποκαλύπτοντας τις αδυναμίες της και την παντελή έλλειψη αλληλεγγύης προς τα μέλη της. Συγκεκριμένα ,αποφάσισαν να μας δανείσουν 110 δις ευρώ σε δόσεις, ενώ η ελληνική κυβέρνηση όφειλε να επιμείνει στην εφάπαξ είσπραξη του συνολικού αυτού δανείου. 

Στη συνέχεια, η δανειακή σύμβαση περιέλαβε δυσβάστακτες οικονομικές επιβαρύνσεις, περιορισμό εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και επιβολή σκληρών μέτρων λιτότητας (μείωση μισθών-συντάξεων, απολύσεις, εφεδρεία, κατάργηση συλλογικών συμβάσεων και αύξηση φορολογιών) για την εκταμίευση κάθε δόσης του δανείου. Η επίκληση της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας με μείωση των μισθών-συντάξεων είναι ψευδοδίλλημα γιατί η οικονομία δεν έπασχε από πληθωρισμό ζήτησης και το κόστος εργασίας δεν είναι η αιτία της αύξησης των τιμών των παραγωγών ,δεδομένου ότι το 35% του εργατικού κόστους είναι φόροι και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ενώ σε άλλες χώρες είναι 9%. 

Τα σκληρά αυτά οικονομικά μέτρα περιόρισαν την ενεργό ζήτηση, τον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων, την παραγωγή-απασχόληση και τα φορολογικά έσοδα.

Άμεσες φυσικές συνέπειες είναι: Η πτώχευση των νοικοκυριών-επιχειρήσεων, το βάθεμα της ύφεσης, η δραματική αύξηση της ανεργίας και η διαιώνιση της δημοσιονομικής ανισορροπίας. Η δυσμενής αυτή εικόνα, η οποία παρατηρείται και σε άλλες χώρες του νότου, είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού.

Δυστυχώς οι μόνοι που δεν τη βλέπουν είναι οι άρχοντες των Βρυξελλών, οι οποίοι στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής είχαν την ευκαιρία με τις αποφάσεις τους να ανακόψουν την κατηφορική πορεία των ευρωπαϊκών χωρών και να φανούν αντάξιοι των περιστάσεων. 

Αντίθετα, η σύνοδος κορυφής επικεντρώθηκε στην επιβολή δεσμεύσεων στις χώρες που αντιμετωπίζουν  οικονομικά προβλήματα. Οι δεσμεύσεις αυτές αναφέρονται στη δημοσιονομική πειθαρχία και στην καθιέρωση «ποινολογίου» στα κράτη-μέλη, επιβάλλοντας προγράμματα αυστηρής λιτότητας.

Παράλληλα, προώθησε  τη διαδικασία οικονομικής διακυβέρνησης η οποία ουσιαστικά ενισχύει τον έλεγχο των ισχυρών χωρών-μελών στις χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και έχουν ανάγκη την κοινοτική συμπαράσταση.

Η Σύνοδος Κορυφής δεν ασχολήθηκε με άμεσες λύσεις των προβλημάτων της ευρωζώνης, ούτε με τη ανάπτυξη, ούτε με την ανεργία, ούτε με τη αναγκαιότητα της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και την αναγκαία οικονομική ενίσχυση ορισμένων κρατών-μελών. Δυστυχώς, οι ηγέτες της Ε.Ε. δεν αντιλαμβάνονται ότι ο αυστηρός αποικιακός έλεγχος των κρατών-μελών, τα ευρωδικαστήρια και τα δημοσιονομικά συμβόλαια  δεν πρόκειται να διασώσουν την ευρωζώνη και τελικά τη ευρωπαϊκή ένωση.

Απαιτείται ουσιαστική αλληλεγγύη ,ισχυρά κοινοτικά ταμεία και αποτελεσματική κεντρική ευρωπαϊκή τράπεζα. Αυτά θα επιτευχθούν εάν: οι αποφάσεις λαμβάνονται από όλα τα κράτη-μέλη και όχι μόνο από τη Γερμανία-Γαλλία, αυξηθούν οι πόροι του κοινοτικού προϋπολογισμού  με παράλληλη δημιουργία ενός εύρωστου Ταμείου Αρωγής, και η Ε.Κ.Τ. καταστεί γενναιόδωρη στον χρηματοπιστωτικό τομέα με χαμηλότοκα δάνεια προς τα κράτη-μέλη και την έκδοση νέου χρήματος ,όταν αυτή είναι απαραίτητη.

Ο κοινοτικός προϋπολογισμός είναι πολύ φτωχός, ενώ η Ευρώπη είναι πολύ πλούσια, γιατί οι ισχυρές χώρες αρνούνται να αυξηθεί το ποσοστό των ιδίων πόρων της Κοινότητας. Το ποσοστό αυτό είναι 1% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, ενώ το αντίστοιχο στις ΗΠΑ είναι 20%. Η αποτελεσματικότερη, συνεπώς, λύση του ευρωπαϊκού οικονομικού προβλήματος είναι η εξασφάλιση οικονομικών πόρων με την αύξηση του ποσοστού των ιδίων πόρων στο 10% και η έκδοση π.χ.  4 τρις νέου χρήματος .   

Εάν δεν ληφθούν άμεσα τολμηρές αποφάσεις από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο οι θυσίες των ευρωπαίων πολιτών κατά την περίοδο 1957-2012 θα πάνε χαμένες γιατί θα καταρρεύσει η Ε.Ε. εξαιτίας των αδύναμων ευρωπαϊκών ηγεσιών και σταδιακά θα ξεκινήσει αποχώρηση πολλών κρατών-μελών, συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι πολιτικοί μας πρέπει, χωρίς καθυστέρηση, να αναλογισθούν τις ευθύνες τους απέναντι στους νέους και την ιστορία της χώρας και να επιδιώξουν ουσιαστική εθνική συνεργασία-συνεννόηση. Η Ελλάδα μπορεί να στηριχθεί στις δυνάμεις της και στους δικούς της πόρους, αρκεί να παραμεριστεί η ιδιοτέλεια και οι μικροκομματικές σκοπιμότητες. Οι πολιτικοί οφείλουν πρώτοι να δώσουν το καλό παράδειγμα και ο λαός θα τους μιμηθεί.

Ας ξεκινήσουν με μικρές κινήσεις όπως: κατάργηση της επιχορήγησης των κομμάτων από τον κρατικό προϋπολογισμό, δημιουργία 12μελούς υπουργικού συμβουλίου (με ελάχιστους συμβούλους και μετακλητούς υπαλλήλους), απαγόρευση περαιτέρω μείωσης των μισθών-συντάξεων  και επιβολής άλλων έκτακτων   φορολογιών, δημοσιοποίηση των ονομάτων των φοροφυγάδων (φυσικών- νομικών προσώπων) και των καταθετών στις τράπεζες του εξωτερικού και προτροπή των κατόχων μεγάλου πλούτου να δωρίσουν στο κράτος το 25%  αυτού, όπως έχουν πράξει στο παρελθόν πολλοί εθνικοί ευεργέτες.

Η νέα κυβέρνηση δεν πρέπει να είναι περιορισμένης ευθύνης και χρόνου. Οφείλει να πάρει άμεσες πρωτοβουλίες (εσωτερικό-εξωτερικό), ακόμη και για ανασχηματισμό, με τη συμμετοχή μη πολιτευόμενων τεχνοκρατών με κύριο χαρακτηριστικό τα στοιχεία της οξυδέρκειας και της κοινωνικής ευαισθησίας.

Αύριο θα είναι πολύ αργά, και η κυβέρνηση  φέρει μεγάλη ευθύνη την οποία ίσως  έχει υποεκτιμήσει.

Εάν την εμποδίζουν τα συνεργαζόμενα κόμματα θα πρέπει να το γνωστοποιήσει στον ελληνικό λαό και να παραιτηθεί.


-Ο κ. Γ . Αγαπητός είναι πρώην Υπουργός Οικονομικών