Πέμπτη
9 Μαΐου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4981RSS FEED
Ήξεραν όλοι από το 1990!
Όλοι ήξεραν, λέει τώρα ο κ. Γιουνκέρ. Και τότε, γιατί πέσαμε ξανά από τα σύννεφα; Δεν χρειαζόταν ο επικεφαλής του Eurogroup για να το πληροφορηθούμε. Υπάρχουν όλα γραμμένα στις εκθέσεις (αλλοδαπές και εγχώριες) από το 1990. 
 
Αν ήταν να γίνει κάτι, αυτό έπρεπε να είχε γίνει πριν από είκοσι ή και τριάντα χρόνια: Η «γνωμάτευση» του επικεφαλής του Eurogroup Ζαν – Κλοντ Γιουνκέρ περιέλαβε το σύνολο της ελληνικής πολιτικής τάξης, αλλά και το σύνολο των Ευρωπαίων εταίρων μας που παρακολουθούσαν απαθείς, ενώ ως τέλειοι γραφειοκράτες απλώς περιορίζονταν να μας επιστρέφουν τα στοιχεία που τους στέλναμε με αστερίσκους, βάζοντας παράλληλα πρόστιμα στην Ελλάδα και τελικά παρακολουθώντας ως αμέτοχοι θεατές.

Η δήλωση, εκτός από κυνική, περιείχε και την έννοια της υπεκφυγής. Και εκείνη του γενικού τσουβαλιάσματος για να μπούμε στην λογική του «φταίνε όλοι» και… επομένως δεν φταίει κανείς. Από τις εκθέσεις των αρμοδίων κοινοτικών οργάνων, όμως, προκύπτει ότι ήξεραν όλοι.

Η αλήθεια είναι πως η προετοιμασία της καταστροφής πράγματι ξεκίνησε πριν από είκοσι και τριάντα χρόνια, όταν το σύνολο της πολιτικής τάξης, παρά το γεγονός ότι είχε μεσολαβήσει η επταετής δικτατορία, συνέχισε και μεταπολιτευτικά να συμπεριφέρεται με όρους προδικτατορικούς: Επανέφερε το πελατειακό σύστημα, διατήρησε το εμφυλιοπολεμικό κλίμα με τους «δικούς μας» και τους «δικούς σας».

Το αποτέλεσμα αυτής της ανεύθυνης συμπεριφοράς που συνεχίστηκε μέχρι τις μέρες μας με τους ρουσφετολόγους να έχουν τον πρώτο λόγο, είναι η σημερινή καταστροφή.

Ήξεραν όλοι. Τον Μάρτιο του 1990 ο τότε Πρόεδρος της Κομισιόν Ζακ Ντελόρ απέστειλε στην υπό τον Ζολώτα ελληνική κυβέρνηση επιστολή με δραματικές επισημάνσεις για την ελληνική οικονομία.  Σύμφωνα με εκείνη την επιστολή η κατάσταση στην Ελλάδα επιδεινώθηκε σοβαρά το 1989.

Τα πρώτα ορατά σημάδια, όμως, φάνηκαν μετά το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου και την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ. Αλλά ούτε και τότε οι φωστήρες που μας κυβερνούν σκέφθηκαν να κάνουν κάτι για να αντιστρέψουν την τρελή πορεία προς τον γκρεμό.

Τα στοιχεία που παρουσιάζονται σ’ αυτήν την έκθεση και αφορούν στις συνέπειες αυτής της ανεύθυνης πολιτικής είναι συντριπτικά.

Το 2003, η ελληνική οικονομία βρισκόταν ήδη στο χείλος του γκρεμού, παρά τις θριαμβολογίες περί «Ισχυράς Ελλάδος». Η τότε κυβέρνηση έριξε όλα τα βάρη στον πόλεμο. Αλλά είναι ηλίου φαεινότερον ότι δεν ήταν ο πόλεμος του Ιράκ και η διεθνής κρίση, τα αίτια της ελληνικής αβελτηρίας.

Εκείνη την χρονιά – και ενώ τα σύννεφα του πολέμου πύκνωναν με την Ελλάδα να έχει την προεδρία της Ε.Ε. και τους κ.κ. Σημίτη και Παπανδρέου, πρωθυπουργό και υπουργό των Εξωτερικών αντίστοιχα, να παριστάνουν ότι έχουν τον έλεγχο της κατάστασης είχαμε:

Την έκθεση της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικών Βιομηχανιών, από την οποία προέκυπτε πως η στασιμότητα ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της αγοράς τόσο το 2001, όσο και το 2002. Πάγωμα επενδύσεων, στάσιμες οι πωλήσεις, απώλειες δήλωνε το 28% των επιχειρήσεων.

Την τριμηνιαία έκθεση Κομισιόν (17 Μαρτίου 2004). Σύμφωνα με αυτήν, η Ελλάδα ήταν τρίτη σε δημόσιο χρέος με 148 δις  ευρώ. Στην έκθεση επισημαινόταν η πτώση του χρηματιστηρίου, η έλλειψη εξυγίανσης των επιχειρήσεων επιχειρήσεων (ο περίφημος Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων, εφεύρημα των πρώτων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ έκλεισε μετά από λειτουργία δέκα χρόνων,  αφού κόστισε 1 τρις δρχ και χωρίς να ανασυγκροτήσει τίποτε), και η αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να αντιδράσει στην κρίση. 

Και μπορεί επικοινωνιακά όλα να εμφανίζονταν από την τότε κυβέρνηση ως συνέπειες του πολέμου, στην πραγματικότητα, όμως, οι παθογένειες είχαν βάθος και ήσαν ελληνικές.

Ούτε μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι δεν υπήρχε άλλο πρόβλημα πλην της διεθνούς κρίσης. «Σοκ και δέος στην ελληνική οικονομία», ήταν ο πρωτοσέλιδος τίτλος των «Νέων» (12-13 Απριλίου 2003). Και δίνονταν τα στοιχεία:  Ανάπτυξη:-150 δις  δρχ. η απώλεια στα εισοδήματα. Πληθωρισμός:+0,9 της μονάδας το 2003. Έλλειμμα: +340 δις δρχ. η υπέρβαση στον προϋπολογισμό. Χρηματιστήριο: - 2,5 τρις  δρχ. από πτώση τιμών στις μετοχές.            

Την ίδια ώρα, δίνονταν και τα στοιχεία για τον πληθωρισμό. Σύμφωνα με αυτά, η Ελλάδα ήταν δεύτερη σε πληθωρισμό στην ευρωζώνη τον Φεβρουάριο του 2003 με 4,2%, ενώ ο μέσος κοινοτικός όρος ήταν 2,4%.      

Πάντα τον Απρίλιο του 2003, η έκθεση της Γιούροστατ για την φτώχεια μας ενημέρωνε ότι ένας στους πέντε Έλληνες βρισκόταν κάτω από το ελάχιστο όριο φτώχειας. Στο ποσοστό (21%) περιλαμβάνονταν και οι κοινωνικές παροχές. Στις άλλες χώρες το ποσοστό βρισκόταν στο 24% αλλά μόλις συνυπολογίζονταν οι κοινωνικές παροχές το ποσοστό της φτώχειας κατέβαινε  στο 15%. Αυτό σημαίνει πως στην Ελλάδα οι κοινωνικές παροχές δεν έφταναν (και εξακολουθούν να μην φτάνουν) στους πραγματικούς δικαιούχους.

Πάντα σύμφωνα με την Γιούροστατ, η Ελλάδα, με ανεργία 9,9% είχε την δεύτερη χειρότερη επίδοση μετά την Ισπανία. Τον Ιανουάριο του 2003 η Ελλάδα εμφάνιζε ρεκόρ ανεργίας στην Ε.Ε. στις γυναίκες κάτω των 25 χρόνων και δεύτερη χειρότερη επίδοση στους νέους (άνεργος ένας στους 4 κάτω των 25 ετών). Σημειωνόταν επίσης πρωτιά ανεργίας (14,1%) στα νησιά του Αιγαίου.


Επίσης, οι Έλληνες έχουν τον χαμηλότερο νόμιμο ελάχιστο μισθό μαζί με Πορτογάλους και Ισπανούς, ενώ είχε μειωθεί κατά 1,1% η αγοραστική δύναμη.

Τον Ιούλιο του 2003, μελέτη της Κομισιόν έδειξε ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αξιοποιήσει αποδοτικά τα κοινοτικά κονδύλια. Για κάθε 1 ευρώ θα μπορούσαμε να είχαμε όφελος τουλάχιστον 2,5 ευρώ (από αύξηση του ΑΕΠ), όπως συνέβαινε σε Πορτογαλία και Ιρλανδία. Σύμφωνα με την πρόβλεψη της Κομισιόν, το όφελος στην Ελλάδα θα περιοριζόταν ως το 2010 στα 1,07 ευρώ.

Παράλληλα, η Τράπεζα της Ελλάδας έδινε στην δημοσιότητα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία σημειωνόταν κατακόρυφη πτώση εισροών των κοινοτικών πόρων άνω του 24%.

Η απογραφή του 2004 αποκάλυψε ότι ο ρυθμός ανάπτυξης βρισκόταν στο 4,2% και όχι στο 5% (βασιζόμενη κυρίως στις κατασκευές), το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης για το 2003 ήταν διπλάσιο από την εκτίμηση του προϋπολογισμού Δεκεμβρίου 2003, το δημόσιο χρέος στο 102,4% και όχι στο 101,7%, ενώ το βιοτικό επίπεδο στο τέλος του 2002 ήταν στο 70,9% του κοινοτικού μέσου όρου – στα ίδια επίπεδα με το 1980. Την ίδια ώρα οι εξαγωγές είχαν αυξηθεί κατά 1,6% έναντι αύξησης εισαγωγών κατά 10,2%.

Το 2003 το ταμειακό έλλειμμα του προϋπολογισμού έκλεισε στο ύψος-ρεκόρ των 12,7 δις ευρώ (8% του ΑΕΠ), το δημοσιονομικό έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης στο 3,3% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος ξεπέρασε το 103% του ΑΕΠ.

Τον Μάιο του 2004 δόθηκε στην δημοσιότητα η Έκθεση της Κομισιόν για την περίοδο  Μάρτιος 2002-Σεπτέμβριος 2002. Σύμφωνα με αυτήν, η Γιούροστατ δεν επιβεβαίωσε ή τροποποίησε μονομερώς τα στοιχεία που της απέστειλε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ σε πέντε περιπτώσεις:

Τον Μάρτιο του 2000, τον Σεπτέμβριο του 2000 και τον Μάρτιο του 2001 διότι τα στοιχεία δεν ήσαν προσαρμοσμένα με βάση τους διεθνείς λογιστικούς κανόνες.

Τον Μάρτιο του 2002, διότι ήσαν ελλιπείς οι πληροφορίες σχετικά με τα ομόλογα μετατρέψιμα σε μετοχές

Τον Σεπτέμβριο του 2002 διότι ήσαν ανεπαρκή τα στοιχεία για σειρά κυβερνητικών συναλλαγών.

Στην έκθεση υπογραμμιζόταν  ότι σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ακολούθησε αναθεώρηση στοιχείων μετά από παρέμβαση της Γιούροστατ. Παραδείγματα: Το 2000 αυξήθηκε, μετά την παρέμβαση, το δημόσιο έλλειμμα στο 2% του ΑΕΠ. Το Φθινόπωρο του 2002, το αρχικά καταγεγραμμένο πλεόνασμα για το 2001 και 2002 μετατράπηκε σε έλλειμμα 1,4% και 1,5% αντίστοιχα.

Στα τέλη Απριλίου 2004, μετά την έκτη και τελευταία παρέμβαση της Γιούροστατ, διαπιστώθηκε ότι ήσαν παράτυπες ορισμένες ενέργειες της προηγούμενης κυβέρνησης στον τομέα των εσόδων (εισπράξεις από ΦΠΑ και έσοδα από τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου), με αποτέλεσμα το έλλειμμα να εκτοξευθεί στο 3,2% από 1,7% που προέβλεπε για το 2003 το προηγούμενο οικονομικό επιτελείο.

Κατόπιν όλων αυτών, στις 19 Μαΐου 2004, η Κομισιόν υιοθέτησε έκθεση για έλλειμμα 3,2% και, στις 24 Ιουνίου, κάλεσε το Συμβούλιο Υπουργών να κηρύξει την Ελλάδα σε κατάσταση υπερβολικού δημοσίου ελλείμματος.

Στις 5 Ιουλίου το Συμβούλιο Υπουργών αποφάσισε ότι υφίσταται υπερβάλλον έλλειμμα στην Ελλάδα, απηύθυνε σύσταση και η χώρα μας πήρε παράταση μέχρι τις 5 Νοεμβρίου για την λήψη «αποτελεσματικών διαρθρωτικών μέτρων».

Απ’ όλες τις εκθέσεις προέκυψε ότι στο τέλος Μαΐου 2004, το δημόσιο χρέος βρισκόταν στα 193,4 δις ευρώ (κερδίσαμε έτσι τον επίζηλο τίτλο της πιο υπερχρεωμένης χώρας της Ευρώπης) από 117,8 δις που ήταν στο τέλος 2003. Στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού για το 2003 προβλέπονταν χρηματοδοτικές ανάγκες 26,9 δις ευρώ, ενώ κατά τη διάρκεια του έτους ο δανεισμός είχε υπερβεί τα 38 δις ευρώ. Τελικά καταλήξαμε μόνο τα τοκοχρεολύσια του 2004 να φθάσουν στα 30 δις ευρώ.

Στις 20 Μαΐου του 2004, ο τότε διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Ν. Γκαργκάνας παρουσίασε την έκθεση της Τράπεζας για την Οικονομία και παραδέχθηκε ότι έγινε προσπάθεια να μειωθούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα του 2003 «με μη προσήκοντα τρόπο» και αντίθετο στην κείμενη νομοθεσία.

Ένα από τα τρυκ που χρησιμοποιήθηκαν για να μειωθεί το έλλειμμα ήταν η παράτυπη εγγραφή στα τακτικά έσοδα του προϋπολογισμού ποσού 450 εκ ευρώ που η τότε κυβέρνηση είχε πάρει από τα διαθέσιμα του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Τα έσοδα εκείνα, μείωσαν προσωρινά το έλλειμμα, μέχρι την έλευση της Γιούροστατ, που αναγνώρισε ως εκτός νομοθεσίας τον τρόπο με τον οποίο επιχειρήθηκε η αποκλιμάκωση του ελλείμματος το 2003.

Στις 6 Σεπτεμβρίου του 2004 η συνάντηση στελεχών της Γιούροστατ με στελέχη του οικονομικού επιτελείου σφραγίστηκε από τις εκφράσεις δυσαρέσκειας των κοινοτικών. Ακούστηκαν σκληρές εκφράσεις για «στοιχεία-μαϊμού». Αποκαλύφθηκε ότι είχαν αποκρυβεί εξοπλισμοί ύψους 1,5 δις ευρώ, που δεν είχαν εγγραφεί στον προϋπολογισμό. Τα τελευταία χρόνια δαπανούσαμε κατά μέσο όρο ετησίως για εξοπλισμούς 3,5 δις ευρώ (1,5 τρις δρχ.) αλλά στον προϋπολογισμό εμφανίζονταν μόνο τα 2 δις ευρώ. Έτσι,  λογιστικά, η δαπάνη επιβάρυνε μόνο το δημόσιο χρέος, χωρίς να προσαυξάνει το έλλειμμα. Παράλληλα, οι κοινοτικοί υπογράμμισαν την υπερεκτίμηση της άσπρης τρύπας των ασφαλιστικών ταμείων κατά 1 δις ευρώ.

Το Φθινόπωρο του 2004, κατά την συνεδρίαση του Εκοφίν στο Σεβένινγκεν της Ολλανδίας, αμφισβητήθηκαν ανοικτά  όλα τα επίσημα στατιστικά στοιχεία σχετικά με την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, της οποίας το έλλειμμα βρισκόταν στο 5,3% και το δημόσιο χρέος στο 112% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με την ανακοίνωση των υπουργών Οικονομικών της Ε.Ε. «η συγκέντρωση και η παρουσίαση των στατιστικών του προϋπολογισμού δεν πρέπει να είναι ευάλωτες σε πολιτικούς και εκλογικούς κύκλους».

Στις 30 Νοεμβρίου 2004 ήλθε η επίσημη ανακοίνωση της Επιτροπής, όπου, με γερή δόση αυτοκριτικής, οι ευθύνες μοιράστηκαν μεταξύ Αθηνών, Γιούροστατ και της ίδιας της Επιτροπής. Σύμφωνα με την ανακοίνωση, από το 1997 είχε διαπιστωθεί πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τα στοιχεία. Και υπήρχε η επισήμανση ότι έκτοτε, λόγω απόστασης στοιχείων και πραγματικότητας, η ελληνική οικονομία βρέθηκε υπό επιτήρηση αυστηρότερη από εκείνη που ίσχυε για οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος.

Σ’ εκείνη την ανακοίνωση γινόταν αναφορά και στη ΔΕΚΑ, που σύμφωνα με τη Γιούροστατ, χρησιμοποιούσε έσοδα από αποκρατικοποιήσεις για να μειώνει τα ελλείμματα, να δίνει επιχορηγήσεις και να πράττει και άλλα πλην των γνωστών σε μας οδυνηρών παρεμβάσεων στο Χρηματιστήριο.

Άλλη μια απόδειξη ότι όλοι γνώριζαν, είναι τα δημοσιεύματα εφημερίδων εκείνης της περιόδου. Έγραφε η «Ελευθεροτυπία» στις 24 Αυγούστου 2004:  «Στο πρώτο εξάμηνο του έτους το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης ξεπέρασε το 119,4% του ΑΕΠ (195, 7 δις ευρώ), πάνω από τον στόχο του 111,8% που είχε θέσει ο προϋπολογισμός. Οφείλεται κυρίως στο δανεισμό στον οποίο αναγκάζεται να καταφεύγει η κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει τις υπερβάσεις. Η απελθούσα κυβέρνηση είχε δεσμευτεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, στα τέλη του 2000, για τη μείωση του χρέους της γενικής κυβέρνησης στο 90,5% του ΑΕΠ το 2003 και εμφάνιση πλεονάσματος 2% στον προϋπολογισμό. Δυο χρόνια αργότερα, το 2002, αναπροσάρμοσε την πρόβλεψή της για το χρέος του 2003 στο 100,2%, ενώ τα πρώτα στοιχεία της απογραφής το εκτόξευσαν στο 103% του ΑΕΠ».


Τα δημοσιεύματα του Τύπου


Το «Βήμα», την ίδια μέρα: «Χρέος-θηλιά στην Οικονομία. Στις 31 Ιουνίου εκτινάχθηκε στα 195,7 δις ευρώ και έφθασε στο 125% του ΑΕΠ. Οι τόκοι των δανείων θα ανέλθουν στα 11 δις ευρώ ετησίως. Η Ελλάδα είναι η πλέον υπερχρεωμένη χώρα της Ε.Ε».

Το «Έθνος», την ίδια πάντα ημέρα, με αναφορά σε στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους: «Ρεκόρ χρέους 196 δις ευρώ. Οι μεγάλες υπερβάσεις δαπανών αύξησαν το δημόσιο χρέος κατά 11,249 δις ευρώ από τον Μάρτιο και κατά 17,9 δις ευρώ από τον Ιανουάριο ως τον Ιούνιο.

Η «Ελευθεροτυπία», στις 2 Σεπτεμβρίου 2004: «Το φράγμα των 200 δις ευρώ θα σπάσει, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το δημόσιο χρέος φέτος, ξεπερνώντας το 120% του ΑΕΠ. Λόγω των υπερβάσεων και του υπερδανεισμού για να καλυφθούν οι ανάγκες των Ολυμπιακών Αγώνων».

Τον Ιούλιο του 2004, η Παγκόσμια Τράπεζα έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου: Ο συνολικός τζίρος της παραοικονομίας στην Ελλάδα στα 35 δις ευρώ ετησίως (28,6% του ΑΕΠ, αύξηση κατά 6% σε σχέση με το 1990). Το μαύρο χρήμα καταλήγει στο 60% του πληθυσμού. Για να καλυφθεί η μαύρη τρύπα της οικονομίας, οι νόμιμοι πολίτες και οι μισθωτοί πληρώνουν υπέρογκους φόρους. Η υψηλή άμεση και έμμεση φορολογία οδηγεί στην φοροδιαφυγή. Η Ελλάδα σε χειρότερη θέση από Ινδία, Κόστα Ρίκα, Υεμένη, Ν. Αφρική.

Η Παγκόσμια Τράπεζα στην έκθεσή της υπογράμμιζε πως όσο η παραοικονομία παραμένει υψηλή αυτοτροφοδοτείται: Το κράτος δεν έχει πόρους για ποιοτικές δημόσιες υπηρεσίες (υγεία, παιδεία κλπ.) και οι πολίτες καταφεύγουν στη μαύρη βιομηχανία. Δημιουργείται έτσι ένας αρρωστημένος φαύλος κύκλος.

Τον Δεκέμβριο του 2004 , η Γιούροστατ απαντούσε ως εξής στα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, που με επικεφαλής τους εκσυγχρονιστές είχαν ξεσπαθώσει: «Η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία υπενθυμίζει τις παρατυπίες που είχαν συμβεί σχετικά με την καταγραφή των δημοσιονομικών στοιχείων. Δεν εμφάνιζαν ένα σημαντικό μέρος των αμυντικών δαπανών, φούσκωναν τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων και έκαναν λανθασμένους χειρισμούς της κεφαλαιοποίησης τόκων κρατικών ομολόγων. Υπογραμμίζει ότι παρά τις διαβεβαιώσεις ότι θα κατατεθούν τα ενδεδειγμένα στοιχεία, αυτό δεν συνέβη ποτέ. Οι πληροφορίες που η Γιούροστατ είχε από τις ελληνικές αρχές δεν της επέτρεπαν να καταλήξει στα σωστά συμπεράσματα».

 

Από το 2004 μιλούσαν για διασυρμό


Την 1η Δεκεμβρίου του 2004, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε την ενεργοποίηση προδικαστικής διαδικασίας εναντίον της Ελλάδας για την παραποίηση των στοιχείων από την προηγούμενη κυβέρνηση. Σύμφωνα με τον αρμόδιο Επίτροπο Χοακίν Αλμούνια «πριν από τον Μάρτιο δεν υπήρχε εικόνα για την πραγματική δημοσιονομική κατάσταση της χώρας». Κυριότερος υπεύθυνος, όπως είπε, ήταν η προηγούμενη κυβέρνηση που δεν έδινε τα στοιχεία. Η εκπρόσωπός του Αμέλια Τόρες δήλωσε ότι δεν υπάρχουν νομικές κυρώσεις. Υπάρχουν πολιτικές που είναι ο διασυρμός της Ελλάδας και η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητάς της από τους διεθνείς οίκους.

Στις 28 Δεκεμβρίου 2004, ο τότε γενικός διευθυντής της Γιούροστατ Γκύντερ Χανράιχ, διέψευσε τον Κ. Σημίτη που προηγουμένως είχε αρθρογραφήσει στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς (αναδημοσίευση από τα «Νέα» της 23ης Δεκεμβρίου). Η επιστολή του δημοσιεύθηκε στην ίδια εφημερίδα: «Η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία δεν μπορεί να συμφωνήσει με τον κ. Σημίτη σε ορισμένες από τις επισημάνσεις του και ειδικότερα ότι η αναθεώρηση των δημοσιονομικών στοιχείων της Ελλάδας έγινε από τη νέα ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών χρησιμοποιώντας αναδρομικά τους νέους κανονισμούς.Υπενθυμίζει στον πρώην πρωθυπουργό τις παρατυπίες που είχαν συμβεί σχετικά με την καταγραφή των δημοσιονομικών στοιχείων. Δεν εμφάνιζαν ένα σημαντικό μέρος των αμυντικών δαπανών, φούσκωναν τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων και έκαναν λανθασμένους χειρισμούς της κεφαλαιοποίησης τόκων κρατικών ομολόγων. Υπογραμμίζει ότι παρά τις διαβεβαιώσεις ότι θα κατατεθούν τα ενδεδειγμένα στοιχεία, αυτό δεν συνέβη ποτέ. Οι πληροφορίες που η Γιούροστατ είχε από τις ελληνικές αρχές δεν της επέτρεπαν να καταλήξει στα σωστά συμπεράσματα.

Στις 27 Δεκεμβρίου 2004, με άρθρο του υπό τον τίτλο «Τα προβλήματα όχι οι σκιες τους», ο Αδαμάντιος Πεπελάσης επισήμαινε: «Το οικονομικό μας ζήτημα είναι και πάλιν οξύ, ενώ οι ευκαιρίες που πριν από μερικά χρόνια είχαμε έγιναν μικρότερες. Αυτές τις ευτελίσαμε, σπαταλώντας τες μέσα στην ακινησία και τις ιαχές για κατακτήσεις, τέτοιες όμως που δεν μπόρεσαν να αλλάξουν τη δομή της αδύναμης οικονομίας. Αυτής που συγκριτικά παρέμενε ουραγός στη σειρά των εταίρων ενώ η ρητορεία κάλυπτε την ουσία των πραγμάτων και αποθάρρυνε τον προβληματισμό. Ακόμη και σήμερα, που γνωρίζουμε καλύτερα, αποφεύγουμε να αναρωτηθούμε για την ουσία, την αλήθεια των πραγμάτων της αδύναμης οικονομίας. Με ελάχιστες εξαιρέσεις από δω και από κει, ακούσατε κάτι σοβαρό για τις γενεσιουργές αιτίες της εκτεταμένης δημοσιονομικής ανισορροπίας; Έχουμε ή δεν έχουμε αβυσσαλέο δημοσιονομικό πρόβλημα, τα μεγαλύτερη δημοσιονομικά ελλείμματα ανάμεσα στους 15 και το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος ανάμεσα στους 25;  Ένα χρέος που δεν συνδέεται βέβαια με το παραγωγικό σκέλος της οικονομικής δραστηριότητας αλλά είναι κυρίως δείκτης της σπάταλης, κοντόφθαλμης συμπεριφοράς ασυνεπούς οικονομικής πολιτικής και αδύναμης διοίκησης. Χρέος διαβρωτικό. Ανεργία, διευρυνόμενη ανισότητα εισοδήματος, πλούτου, ευκαιριών, παλλόμενη κοινωνική συνοχή».

Τα ήξεραν όλα. Το 2003 δεν είχαν γίνει δεκτά τα στοιχεία της Ελλάδας και ο τότε υπουργός Εθνικής Οικονομίας κ. Χριστοδουλάκης είχε, στις 4 Νοεμβρίου 2003, σπεύσει στις Βρυξέλλες για να εξομαλύνει το κλίμα. Αλλά ο προκάτοχος του κ. Αλμούνια, ο κ. Σόλμπες δεν τον είχε δεχθεί, προφασιζόμενος φόρτο εργασίας.

Και τον Οκτώβριο του 2003, κατά τον έλεγχο της Κομισιόν, ήλθε ένα άλλο χαστούκι που επιμελώς απεκρύβη: Η απειλή για αναστολή πληρωμών σε έργα που συγχρηματοδοτούνταν από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης.

Βέβαια, υπήρχαν και οι εγχώριες εκθέσεις. Όπως αυτή του Ελεγκτικού Συνεδρίου για το 2003: Μια σειρά ποσά δεν κατεγράφησαν στις δαπάνες, με αποτέλεσμα να φαίνεται μειωμένο το έλλειμμα του 2003. Παρατυπίες σχετικά με τους ειδικούς λογαριασμούς. Μη αναγραφή στρατιωτικών δαπανών με την αιτιολογία ότι η προμήθεια γίνεται σταδιακά και συνεπώς δεν είναι δυνατόν να συγκεντρωθούν τα νόμιμα δικαιολογητικά για την εμφάνιση των πληρωμών αυτών στα έξοδα του Προϋπολογισμού πριν από την ολοκλήρωση της σχετικής προμήθειας. Και ξανά η επισήμανση: Η πρακτική αντίκειται στο άρθρο 79 παρ. 2 του Συντάγματος και ενέχει περαιτέρω τον κίνδυνο της απώλειας των νομίμων δικαιολογητικών, καθιστώντας ανέφικτο τον έλεγχο.