Μέσα σε βαρύ κλίμα, λόγω της δολοφονικής επίθεσης στο Ν. Ηράκλειο, και στη σκιά των διαφωνιών με την τρόικα (αλλά και στο εσωτερικό της τρόικας) η κυβέρνηση ξεκινά αύριο το νέο γύρο διαπραγμάτευσης με τους εκπροσώπους των δανειστών.
Η επιστροφή της τρόικας αναμένεται σήμερα, ενώ οι διαφορές με την κυβέρνηση παραμένουν σημαντικές, καθώς η Αθήνα θα προσπαθήσει να πείσει τους εκπροσώπους των δανειστών ότι δεν απαιτούνται για το επόμενο έτος πρόσθετα μέτρα ύψους 2- 2,5 δις ευρώ, ενώ παράλληλα επιδιώκει, μεταξύ άλλων, να υπάρξει άμεσα αποδοχή για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους τουλάχιστον 344 εκ. ευρώ εφέτος.
Σκληρή διαπραγμάτευση αναμένεται και για το μέλλον των αμυντικών βιομηχανιών, καθώς η τρόικα επιμένει να αμφισβητεί τις παραγγελίες από το εξωτερικό και τα επιχειρήματα της ελληνικής κυβέρνησης για ανάγκη διατήρησής τους για λόγους εθνικής άμυνας.
Ενόψει της εκταμίευσης της δόσης του 1 δις ευρώ, που εκκρεμεί από τον Ιούλιο, η τρόικα επιμένει να μπει λουκέτο σε ΕΑΣ και ΕΛΒΟ, ενώ φαίνεται ότι έχει κάνει ένα βήμα πίσω όσον αφορά στη ΛΑΡΚΟ, για την οποία δέχεται να γίνει ένα είδος αναδιάρθρωσης εν λειτουργία, με ιδιωτικοποίησή της και διατήρηση μέρους των εργαζομένων της.
Ένα ακόμη προαπαιτούμενο που κατά την τρόικα παραμένει σε εκκρεμότητα είναι η διαθεσιμότητα δημοσίων υπαλλήλων, με την κυβέρνηση να θεωρεί ότι ολοκληρώθηκε το πρώτο κύμα διαθεσιμοτήτων (12.500 άτομα) και να ζητά δίμηνη παράταση για το δεύτερο.
Και επ’ αυτού υπάρχουν αμφισβητήσεις εκ μέρους τους τρόικας, η οποία ζητά να ληφθούν μέτρα ύψους 2- 2,5 δις ευρώ το 2014, καθώς το Μνημόνιο αναφέρει ότι με τον προϋπολογισμό 2014 πρέπει να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα για να υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ.
Η τρόικα ζητά επίσης να προσδιορισθούν από τώρα επακριβώς και να ψηφιστούν από τη Βουλή (πιθανόν μέσω του νέου Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου) τα συνολικά μέτρα για τη διετία 2015- 2016 (με πιθανή, πάντως, ρήτρα μη εφαρμογής τους, εάν νεώτερα στοιχεία καταδείξουν ότι δεν είναι απαραίτητα).
Η κυβέρνηση δεν επιθυμεί να ανοίξει τώρα η συζήτηση για τα μέτρα της διετίας 2015- 2016, καθώς δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί ακόμη σαφώς η επίδραση από την ανάπτυξη της οικονομίας, από τις παρεμβάσεις στο δημόσιο χρέος και από την απόδοση των μεταρρυθμίσεων από το 2015 και μετά.
Σε όλα τα θέματα υπάρχουν λύσεις, αρκεί να υπάρχει ρεαλισμός απ’ όλες της πλευρές, ευελιξία και κοινούς νους», δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας στην «Καθημερινή της Κυριακής» και πρόσθεσε:
«Απαιτείται ψυχραιμία από όλους. Και από εμάς και από τους εταίρους μας και κυρίως να εγκύψουν και να δουν την αντιστροφή της πορείας της ελληνικής οικονομίας που έχει επιτευχθεί. Γεγονός που οι αγορές αναγνωρίζουν».
Επίσης, με δήλωσή του στο «ΒΗΜΑ», ο υπουργός Οικονομικών υπογράμμισε την «κρισιμότητα των στιγμών», αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «ανεβήκαμε το Κιλιμάντζαρο και στα εκατό μέτρα που απομένουν, κινδυνεύουμε να πέσουμε», καθώς και ότι «αυτό πρέπει να το καταλάβουν οι υγιείς πολιτικές δυνάμεις πως η προσπάθεια για την οικονομία φθάνει επιτυχώς στο τέλος της».
Τι λέει το ΔΝΤ
«Η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά έχει κάνει μεγάλη πρόοδο στη μεταρρύθμιση της ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημοσιονομικών», δήλωσε από την πλευρά του το περασμένο Σάββατο ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Ντέιβιντ Λίπτον, παραπέμποντας την απάντηση στο ερώτημα εάν η Ελλάδα χρειάζεται ένα ακόμη «κούρεμα» χρέους στο μέλλον και αναγνωρίζοντας τα σφάλματα που έγιναν στο πρώτο ελληνικό πρόγραμμα.
Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Die Welt», ο κ. Λίπτον επιβεβαίωσε ότι η Ελλάδα μπορεί να υπολογίζει στη βοήθεια των εταίρων της, εάν εκπληρώσει τους όρους του προγράμματος.
«Αναμένουμε ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα τηρήσουν αυτές τις υποσχέσεις και αυτό είναι εξάλλου και προϋπόθεση για να συμμετέχουμε σε αυτά τα προγράμματα. Δεν θέλω να κάνω εικασίες. Αποφασιστικής σημασίας είναι τώρα το πρόγραμμα για το 2014 και σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα χρειάζεται επιπλέον χρήματα. Συζητάμε σχετικά με αυτό με τους Ευρωπαίους εταίρους μας και ελπίζουμε ότι αυτή η ανάγκη θα καλυφθεί. Πιο μακροπρόθεσμα προβλήματα θα διευκρινισθούν σε μία μεταγενέστερη χρονική στιγμή», δήλωσε.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το εάν οι απαιτήσεις της τρόικας ήταν πολύ υψηλές, δεδομένου ότι η Ελλάδα παραμένει σε ύφεση με μεγάλη ανεργία, ο αναπληρωτής Γεν. Διευθυντής του ΔΝΤ είπε ότι εκ των υστέρων είναι εύκολο να πει κανείς ποια απόφαση ήταν καλή και ποια κακή.
Παραδέχεται ωστόσο ότι το Ταμείο έμαθε πολλά από την Ελλάδα και από τα σφάλματα που έγιναν στο πρώτο πρόγραμμα.
«Αυτό δεν σημαίνει ότι τα λάθη που έγιναν τότε μπορούσαν να αποφευχθούν. Το πρώτο ελληνικό πακέτο φτιάχτηκε, ενώ το οικονομικό σύστημα και η παγκόσμια οικονομία βρίσκονταν σε ευάλωτη κατάσταση. Τότε κυριαρχούσε ο φόβος μετάδοσης στις άλλες χώρες της ευρωζώνης και ο κίνδυνος για χρηματοοικονομική αστάθεια. Εκτός αυτού δεν υπήρχε πρακτική εμπειρία συνεργασίας για την υποστήριξη μίας οικονομίας σε τέτοια κατάσταση. Από τότε η συνεργασία έχει βελτιωθεί κατά πολύ και τώρα είναι πολύ καλή», κατέληξε ο κ. Λίπτον.