Παρασκευή
26 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4967RSS FEED
Η Κρήτη ως αρχέτυπο της αντίστασης
05/12/2013

Από τον Γιώργο Καραμπελιά


(Από ομιλία την 1η Δεκεμβρίου για την επέτειο των εκατό χρόνων από την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα)

Η Κρήτη αποτελεί ένα μόνο μέρος μιας αποικιακής «Αυτοκρατορίας» –της πρώτης στη σύγχρονη ιστορία του αποικισμού– την οποία δημιούργησαν οι «Λατίνοι» και οι «Φράγκοι» στον χώρο του μεσαιωνικού ελληνισμού. Αυτή η «Αυτοκρατορία» εκτεινόταν από τη Θεοδοσία (Καφφά) μέχρι την Αμμόχωστο και από το Δυρράχιο έως την Πάφο. Το επίκεντρό της ήταν η «Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αδρία», η Βενετία ενώ το αποικιακό «διαμάντι του στέμματος» υπήρξε η Κρήτη, η οποία και έμεινε για καιρό υπό ενετική κυριαρχία (1211-1669).

***
Η Κρήτη αποτελεί το αρχέτυπο της αντίστασης– μιας αντίστασης που προσέλαβε όλες τις δυνατές μορφές, από τις αδιάκοπες επαναστάσεις και εξεγέρσεις έως τη θρησκευτική και πολιτισμική αντίσταση, που έδωσε τους υπέροχους καρπούς της πρώτης μεταβυζαντινής Αναγέννησης. Και βέβαια από αυτή την περιπέτεια βγήκε βαθύτατα τραυματισμένη: από 600.000 πληθυσμό, που βρήκαν οι Ενετοί όταν την κατέλαβαν, είχε μείνει με 200.000 (1) όταν την παρέδωσαν εξαντλημένη στα χέρια των Τούρκων– αποτελεί το κατ’ εξοχήν υπόδειγμα ενεργητικής απάντησης στην πρόκληση της δυτικής αποικιοκρατίας (2).

Η ενετική παρουσία διήρκεσε 465 χρόνια, και στη διάρκειά της αναφέρονται 27 επαναστάσεις –14, μόνο έως το 1365– και αναρίθμητες ανταρσίες (3). Το 1205, 31 ενετικές γαλέρες κατέφθασαν στον Χάνδακα για να καταλάβουν την ανυποψίαστη και ανέτοιμη για οποιαδήποτε αντίσταση Μεγαλόνησο. Δύο χρόνια μετά, ξέσπασε η πρώτη επανάσταση. Οι Κρητικοί, με επικεφαλής τις βυζαντινές οικογένειες των Μελισσηνών, των Χορταστών (Χορτάτζηδων), των Καλλέργηδων, των Βλαστών, συνεννοήθηκαν με τους Γενουάτες,  οι Ενετοί εξεδιώχθησαν και μόλις το 1211, αφού έστειλαν νέο στόλο και στρατό, κατόρθωσαν να καταβάλουν οριστικά την επανάσταση (4).

Οι Ενετοί, δημεύουν την περιουσία των επαναστατών και μοιράζουν τα κτήματά τους σε τρία μέρη. Το πρώτο πέρασε στο κράτος, το δεύτερο στην Καθολική Εκκλησία και το τρίτο παραχωρήθηκε σε 180, Ενετούς έποικους. Κάθε ενετικό τιμάριο διέθετε περίπου 25 Κρητικούς χωρικούς ως δουλοπάροικους (βιλλάνους). Παράλληλα, στη νήσο εγκαταστάθηκαν και πολλοί Ενετοί υπάλληλοι, στρατιωτικοί, ιερωμένοι και τυχοδιώκτες, ενώ χιλιάδες Αλβανοί, Δαλματοί και λοιποί μισθοφόροι από τις ενετικές κτήσεις απετέλεσαν τα σώματα της ενετικής «χωροφυλακής». Απαγορεύτηκαν και οι γάμοι μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων.

Η πλειοψηφία των αγροτών (οι βιλλάνοι) απέδιδαν το 1/3 της σοδειάς και ταυτόχρονα ήταν υποχρεωμένοι για 40 έως 52 μέρες τον χρόνο να δουλεύουν δωρεάν (αγγαρείες) για τον φεουδάρχη (5).

Ασκούσαν συστηματικό έλεγχο του εμπορίου, και επέβαλλαν στα κρητικά πλοία κάθε είδους απαγορεύσεις και περιορισμούς: Φθάνοντας στη Βενετία, ήταν υποχρεωμένα να περιμένουν την άδεια της Γερουσίας για να αποπλεύσουν, ενώ συχνά το φορτίο τους δημευόταν (6). Η φορολογία αφαιρούσε το 1/3 των εισοδημάτων, ενώ τα εμπορεύματα υπέκειντο σε βαρύτατους δασμούς. Επί πλέον ο Χάνδακας (το Ηράκλειο), αποτελούσε μεγάλο κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ Δύσης και Ανατολής καθώς και εμπορίου σκλάβων. Έτσι, η Βενετία είχε ετήσια καθαρή πρόσοδο από τους άμεσους και έμμεσους φόρους, ένα εκατομμύριο αργυρά δουκάτα (7).

Οι Ενετοί προσπάθησαν, ανεπιτυχώς, να ξεριζώσουν την ορθόδοξη Εκκλησία. Κατήργησαν εντελώς τις Μητροπόλεις και την Αρχιεπισκοπή, έβαλαν Λατίνους επισκόπους, ενώ επέτρεψαν μόνο «πρωτοπαπάδες» (8). Όσο για εκπαιδευτικά ιδρύματα, οι τόσο «φωτισμένοι» αποικιοκράτες, επί 450 έτη, δεν δημιούργησαν ούτε ένα.

Στην ουσία, όλος ο 13ος και το μεγαλύτερο μέρος του 14ου αιώνα αποτελεί μια ενιαία περίοδο παρατεταμένης επανάστασης (9), με μικρά διαλείμματα «ειρήνης». Μετά το 1213, βασικοί σταθμοί της, ακολούθησε η επανάσταση του 1230-1236, την οποία ενίσχυσε ο Ιωάννης Βατάτζης με 33 πλοία και στρατό (10)· η επανάσταση των αδελφών Χορτατζών το 1271, σε συνεννόηση με τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, η οποία διήρκεσε πέντε χρόνια, μέχρι το 1276, και έληξε με αιματοχυσία και τη φυγή χιλιάδων επαναστατών εκτός Κρήτης (11)· τέλος, εκείνη του Αλέξιου Καλλέργη, που κράτησε δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια (1282-1299) και έληξε με νίκη των Ελλήνων. Τότε, ορίστηκε Έλληνας επίσκοπος σε χηρεύουσα επισκοπή και ήρθη η απαγόρευση του γάμου μεταξύ Λατίνων και Ελλήνων (12).

Οι επαναστάσεις θα συνεχίζονται αδιάλειπτα και κατά τον 14ο αιώνα –σημαντικότερη εκείνη των αδελφών Ψαρομηλίγγων το 1341-1347. Μεγάλο μέρος των Ενετών ευγενών, μέσα από τις επιμιξίες, είχε ήδη προσχωρήσει στην ορθοδοξία και είχε υιοθετήσει την ελληνική γλώσσα. Το 1362, οι Ενετοί της Κρήτης μαζί με τους Έλληνες θα  δημιουργήσουν μια αυτόνομη πολιτεία, την «Δημοκρατία του Αγίου Τίτου». Στην ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, στο άρθρο Β΄, ως επίσημη θρησκεία της «Γαληνοτάτης Κρητικῆς πολιτείας» αναγνωρίζεται η «ἱερωτάτη τῶν ἰθαγενῶν Γραικική», πολλοί Λατίνοι βαφτίστηκαν ορθόδοξοι, και η Μητρόπολη, παραδόθηκε και πάλι στην ορθόδοξη Εκκλησία (13).

Όταν τα ενετικά στρατεύματα μισθοφόρων, που στάλθηκαν για να καταστείλουν την Επανάσταση, αποχώρησαν, ξεσπάει νέα επανάσταση, με έμβλημα τον βυζαντινό Αυτοκρατορικό Αετό και αρχηγούς Έλληνες και Ενετούς, η οποία επιδιώκει πλέον την ένωση της Κρήτης με το Βυζάντιο. Αυτή ήταν και η τελευταία μεγάλη επανάσταση, που αντιμετωπίστηκε με την τακτική της καμένης γης από τα ενετικά στρατεύματα (14): Γράφει μεταξύ άλλων ο ενετός προβλεπτής Παύλος Λωρεδάνος:

«Γαληνότατε δόγη, εκλαμπρότατοι και εξοχότατοι κύριοι είμαστε στην ευχάριστη θέση να σας αναγγείλουμε ότι η περιβόητη νήσος Κρήτη, υποτάχθηκε διά των όπλων σας και κα¬τέστη ανίκανη για οποιαδήποτε νέα επανάσταση.

Οι επαναστάτες δεν θα βρίσκουν στο εξής αρχηγούς, διότι οι προηγούμενοι κατέστησαν φρικτό και απευκταίο παράδειγμα για την κατατρομοκράτηση όσων θα επιθυμούσαν να συμπεριφερθούν ανάλογα στο μέλλον. Τα φρούρια που αποτελούσαν καταφύγιό τους μέχρι τώρα, οι πόλεις του Λασιθίου και της Ανώπολης, καθώς και όλα τα οχυρά χωριά, κατεδαφίσθηκαν, οι κάτοικοί τους μεταφέρθηκαν αλλού, ενώ οι αγροί που τους περιβάλλουν θα παραμένουν ακαλλιέργητοι, απαγορεύτηκε δε επί ποινή θανάτου να τους πλησιάζουν. Οι ιθαγενείς δεν θα μπορούν στο εξής να έχουν οποιαδήποτε συμμετοχή ούτε στη δημόσια οικονομία, ούτε σε αξιώματα, και η επαγρύπνηση, την οποίαν οφείλουν να δεικνύουν οι απεσταλμένοι σας, αποτελεί εγγύηση για την απόλυτη υποταγή τους» (15).

Η τελευταία μεγάλη επαναστατική απόπειρα θα λάβει χώρα αμέσως μετά την Άλωση,  ενώ πιθανότητα είχε αρχίσει να προετοιμάζεται ήδη πριν απ’ αυτή. Είναι η λεγόμενη «συνωμοσία του Σήφη Βλαστού που οργανώθηκε το 1454 στις περιοχές Χανίων και Ρεθύμνου. Οι άλλοι δύο γνωστοί συνωμότες ήταν ο Γεώργιος Καλλέργης και ο ιερεύς Παύλος Καλύβας. Η κίνηση προδόθηκε και οι πρωταίτιοι εκτελέστηκαν.

«Ενάμισης αιώνας χρειάστηκε στη Βενετία για να δαμάσει την αντίσταση των Κρητικών» (16), διαπιστώνει ο Νίκος Σβορώνος. Στο εξής, το κύριο «μέτωπο» της αντίστασης θα μεταφερθεί στα πεδία της οικονομίας, της θρησκείας, του πολιτισμού. Η άνοδος του εγχώριου στοιχείου η εντεινόμενη τουρκική απειλή και η γενικότερη υποχώρηση της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας, υποχρέωσαν τη Σύγκλητο και τον δόγη να μεταβάλουν στρατηγική. Την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι, προσπαθούν να προσεταιριστούν τους Κρητικούς.

Στον αγροτικό χώρο, τα τιμάρια είχαν σμικρυνθεί και καταστεί τελείως αντιπαραγωγικά, πολλά δε είχαν περάσει στα χέρια των Ελλήνων. Το ποσοστό των ελεύθερων αγροτών («φράγκων») έναντι των βιλάνων αυξάνεται ήδη από τις αρχές του 15ου αιώνα (17).

«Πολλοί νομίζουν ότι οι οικονομικές δραστηριότητες του ελληνικού στοιχείου κατά τη Βενετοκρατία ήταν περιορισμένες. Οι νεώτερες όμως έρευνες δίνουν πολλές αντίθετες πληροφορίες (18). Στις πόλεις, οι Κρητικοί έμποροι, βιοτέχνες και ναυτικοί κατακτούν όλο και περισσότερους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας (19).

«Πολλοί νομίζουν ότι οι οικονομικές δραστηριότητες του ελληνικού στοιχείου κατά τη Βενετοκρατία ήταν περιορισμένες.  Όμως ήδη, ανάμεσα στα καράβια που πήγαν να βοηθήσουν στα 1453 την Πόλη, υπήρχαν «καράβια τρία κρητικά», του Σγουρού, του Υαλινά και του Φιλομάτη. Ο προβλεπτής Γκαρτσόνι επιβεβαιώνει, στα 1584, τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους Έλληνες και τους Ιταλούς εμπόρους και αναφέρει καθημερινή αύξηση της ναυτιλίας και κατασκευή πλοίων στο νησί, ενώ ο Μοτσενίγο ομιλεί, στα 1589, «Ταξιδεύουν όταν είναι ειρήνη, στη Συρία, την Αλεξάνδρεια, την Κωνσταντινούπολη, το Αιγαίο και άλλους τόπους της Τουρκίας, με κάθε είδους πλοία και καΐκια» (20) . Στη ναυμαχία της Ναυπάκτου, το 1571, ο χριστιανικός στόλος με επικεφαλής τον Δον Χουάν ντ’ Αούστρια ήρθε από την Μεσσήνη της Σικελίας προς συνάντηση του τουρκικού, ενώ ανάμεσα στα καράβια υπήρχαν και πολλά ελληνικά, όπως του Αντωνίου Ευδαιμονογιάννη, του Γεωργίου Καλλέργη, του Ανδρέα Καλλέργη, του Μιχαήλ Βιραμάνου, του Δανιήλ Καλαφάτη, του Αλεξ. Βιζαμάνου, από την Κρήτη, του Χριστοφόρου Κοντοκάλη και του Πέτρου Μπούα από την Κέρκυρα, του Μαρίνου Σιγούρου από τη Ζάκυνθο κ.λπ. ενώ τα ελληνικά πληρώματα πλειοψηφούσαν και σε πολλά από τα ενετικά πλοία.

Οι καθολικοί και ιταλόφωνοι Λατίνοι είχαν μεταβληθεί στο μεγαλύτερο μέρος τους, σε ορθόδοξους ελληνόφωνους Κρητικούς. Σύμφωνα με τον Τζιάκομο Φοσκαρίνι γενικό προνοητή της Κρήτης, το 1584, δεν θα πρέπει να γίνει αποδεκτός ο διορισμός επισκόπου στην Κρήτη, διότι, «αν στο παρελθόν οι αμαθείς παπάδες κατόρθωσαν να προσηλυτίσουν 20.000 καθολικούς, μπορεί κανείς να φανταστεί τι θα μπορούσαν να κάνουν αν διέθεταν μορφωμένη ηγεσία» (21). Και συνεχίζει : «Ανάμεσα στους ευγενείς Βενετούς, πολλοί έχουν ξεχάσει εντελώς την ιταλική γλώσσα» (22) .

Το ότι η σύγκρουση καθολικισμού-ορθοδοξίας τροφοδοτούσε την ελληνική εκκλησία συνάγεται και από το γεγονός ότι οι σημαντικότερες ίσως μορφές της οικουμενικής ορθοδοξίας, κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, από τον Μελέτιο Πηγά και τον Φραγκίσκο Σκούφο, έως τον Κύριλλο Λούκαρι, κατάγονταν από την Κρήτη. Τέλος, τα μοναστήρια αποτελούσαν τα σημαντικότερα κέντρα εκπαίδευσης των Ελλήνων.

Όσο για την εκπληκτική πνευματική και καλλιτεχνική παραγωγή της Κρήτης –που επιταχύνεται μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, τη μεταφορά χειρογράφων, την εγκατάσταση αρκετών λογίων–, ίσως δεν υπάρχει ανάλογο παράδειγμα στην ιστορία ενός τόσο μικρού και σχετικά φτωχού τόπου. Η Κρήτη συμπύκνωσε, κατά κάποιον τρόπο, τις δημιουργικές δυνατότητες ολόκληρου του ελληνισμού του Βυζαντίου, σε μια εκτίναξη χωρίς προηγούμενο. Τα όρια αυτών των δυνατοτήτων θα τα σηματοδοτούν στο εξής μεγέθη όπως ο Θεοφάνης ο Κρης και ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, ο Γεώργιος Χορτάτζης και ο Βιτσέντσος Κορνάρος, ο Γεώργιος Καλλιέργης και ο Μάρκος Μουσούρος (23).

Εν τέλει με τον Κρητικό πόλεμο έλαβε τέλος η ενετική κυριαρχία και άρχισε η οθωμανική.

Ο Κρητικός πόλεμος –ο σημαντικότερος ενετοτουρκικός πόλεμος– διήρκεσε 25 χρόνια (1645-1669) και το θέατρο των επιχειρήσεων –παρ’ ότι επικεντρωμένο στην Κρήτη– αγκάλιασε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο και το Αρχιπέλαγος και επιχειρήσεις στη θάλασσα υπήρξαν ιδιαίτερα σημαντικές. Παρότι οι Τούρκοι κατόρθωσαν εν τέλει να νικήσουν ο πόλεμος εξήντλησε σε μεγάλο βαθμό και την Οθωμανική Αυτοκρατορία γι’ αυτό πολλοί τον θεωρούν, ως την αυθεντική απαρχή της παρακμής της.

Οι επιχειρήσεις άρχισαν το καλοκαίρι του 1645 και ως το 1648 κατόρθωσαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους ολόκληρο το νησί, εκτός από τον Χάνδακα και ορισμένα μικρά οχυρά (24).

Οι Έλληνες, αρχικώς, δεν τήρησαν ενιαία στάση απέναντι στα δύο στρατόπεδα. Μεγάλο μέρος των αγροτών, τηρούσε μάλλον στάση αναμονής. Αντίθετα οι κάτοικοι των πόλεων, τάχθηκαν μάλλον ενεργά με το μέρος των Ενετών και συμμετείχαν στην ντόπια πολιτοφυλακή των 14.000 ατόμων. Ο Μαρίνος Τζάνες Μπουνιαλής, συγγραφέας του έμμετρου «Κρητικού Πολέμου» , αποτυπώνει εύστοχα αυτήν την αμφιθυμία του κρητικού λαού:
Ἀπὸ κακὸ σ' χειρότερο ἐπέσασιν οἱ μαῦροι
Καὶ δεν κατέχουσι νὰ ποῦ(ν),
Τούρκοι εἶν' καλλιὰ ἢ Φράγκοι
Γι’ αυτό και από τα δύο μέρη επιχειρούνται προσπάθειες προσεταιρισμού των Ελλήνων. Οι Τούρκοι διορίζουν το 1646 τον μοναχό της μονής Αρκαδίου, Νεόφυτο Πατελλάρο, μητροπολίτη Κρήτης Οι Βενετοί καλούν στην Κρήτη τον έκπτωτο Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωαννίκιο Β΄.

Τον Μάιο του 1648 αρχίζει η πολιορκία της πρωτεύουσας, μία από τις πλέον μακροχρόνιες πολιορκίες στην παγκόσμια ιστορία (κράτησε 21 χρόνια). Στις συγκρούσεις συμμετέχουν ενεργά και οι Έλληνες κάτοικοι,. Ανάμεσά τους διακρίνεται ο λόγιος κληρικός Γεράσιμος Βλάχος, που όχι μόνο εμψυχώνει με τα κηρύγματά του τους κατοίκους του Χάνδακα, αλλά συμμετέχει και ο ίδιος στις μάχες με το σπαθί στο χέρι, με αποτέλεσμα να τον επικηρύξουν οι Τούρκοι (26).

Τελικά, οι αμυνόμενοι στις 16 Σεπτεμβρίου 1669 εγκαταλείπουν την πόλη, παίρνοντας μαζί τους την πλειοψηφία των κατοίκων της. Με δραματικούς τόνους ο Μαρίνος Τζάνες Μπουνιαλής περιγράφει την παράδοση του Χάνδακα και την εγκατάλειψή της από τους κατοίκους της, την 8 Σεπτεμβρίου του 1669:
Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα,
εἰς ἕξι μῆνες λείποντας νὰ φτάξει ἑβδομήντα,
εἰς τᾶς ὀκτώ του Σεπτεμβρίου τὸ Κάστρο τοῦ ’χαν δώσει,
τὸν φημισμένο Χάνδακα ὀποῦ χαθῆκαν τόσοι,
κ’ ἐφύγασι οἱ Χριστιανοί, τὴ Χώρα ἀρνηθῆκα,
K’ οἱ Τοῦρκοι μέσα μπήκανε κι ὁλόφκαιρη τὴ βρῆκα (27).

Η Οθωμανική κυριαρχία και η Επανάσταση του Δασκαλογιάννη

Για εκατό περίπου χρόνια, μετά την τουρκική κατάκτηση, οι Κρητικοί είχαν σιγήσει, μετά τα κύματα των εκτεταμένων εξισλαμισμών. Το γεγονός ότι ένα σημαντικό ποσοστό Κρητικών, –κάποτε εξ αιτίας της αντίθεσης προς τους καθολικούς Ενετούς και της βαρύτατης εκμετάλλευσης την οποία υφίσταντο από αυτούς– είχε στραφεί στο Ισλάμ, είχε δημιουργήσει συνθήκες υποταγής των χριστιανών Κρητικών στην Οθωμανική εξουσία.

Όλες οι μαρτυρίες συνηγορούν για την ιδιαιτερότητα της Οθωμανικής παρουσίας στο νησί, που στηριζόταν κατ’ εξοχήν στους Τουρκοκρητικούς, οι οποίοι μιλούσαν και τραγουδούσαν στα ελληνικά – ο Ερωτόκριτος ήταν από τα αγαπημένα τους ποιήματα ενώ πολλοί το απήγγειλαν από στήθους (28). Ο  V. Bernard  έγραφε το 1897 : «Ο Τούρκος κύριος, από την πρώτη γενιά αποκτούσε κρητικόπουλα που ήταν από ράτσα και γλώσσα Έλληνες. Οι γενίτσαροι της δεύτερης γενιάς δεν ήξεραν πια ούτε λέξη τούρκικη και εδώ και ενάμιση αιώνα το νησί ολόκληρο δε μιλάει παρά ελληνικά» (29). «Οι πραγματικοί τούρκοι, αυτοί που συγκρότησαν το στρατό, ο οποίος κατάλαβε το νησί, έφυγαν και όσοι απόμειναν και αυτοαποκαλούνται Τούρκοι είναι κρητικοί στην εμφάνιση και εκτός αυτού μιλούν την κρητική γλώσσα. Ελάχιστοι από τους τουρκοκρητικούς που συνάντησα ήξεραν αρκετά τουρκικά, ενώ πολλοί, ίσως οι περισσότεροι, δεν ακολουθούσαν το Κοράνι καθώς έπιναν ελεύθερα κρασί» (30).

Όμως αυτή είναι η μία πλευρά η «ειδυλλιακή» της παρουσίας και του ρόλου των Τουρκοκρητικών,. Στα μέσα του 18ου αι., οι Τουρκοκρητικοί, παρότι «Κρήτες» και παρά την κοινότητα της γλώσσας και των ηθών, εντάσσονται στο στρατόπεδο των κυριάρχων, με αποκλειστικό όχημα τη μουσουλμανική θρησκεία. Εξ αιτίας της απουσίας «αληθινών» Τούρκων στο νησί, οι Τουρκοκρητικοί, όντας ενταγμένοι στην κρητική κοινωνία, καταπιέζουν και εκμεταλλεύονται τους χριστιανούς αγριότερα.

Έτσι η επανάσταση του 1770 αποτελεί την πρώτη από μία σειρά εξεγέρσεων και επαναστάσεων που αντιπαραθέτουν όχι απλώς τους Κρητικούς με την Οθωμανική εξουσία, αλλά και με τους εγχώριους εκφραστές της, τους Τουρκοκρητικούς.

Ο Ιωάννης Βλάχος γεννήθηκε στην Ανώπολη Σφακίων, ένα ορεινό χωριό σε ύψος 600μ., μεταξύ του  1722  και του 1730. Έμεινε γνωστός στην ιστορία ως  «Δασκαλογιάννης» διότι εξ αιτίας της  μόρφωσής του τον αποκαλούσαν «δάσκαλο».

Ο Δασκαλογιάννης υπήρξε ο πρώτος Κρητικός που ξεσήκωσε τους συμπατριώτες του για να κάνει «ρωμέϊκο» την Κρήτη. Τους αγώνες και το μαρτύριο του θα καταγράψει με απαράμιλλο τρόπο ένα συναγωνιστής του, ο αγράμματος τυροκόμος μπαρμπα Μπατζελιός (Παντελής), από το Μουρί Σφακίων, που δεκαέξι χρόνια μετά το τέλος επανάστασης, θα αφηγηθεί το «Τραγούδι του Δασκαλογιάννη», ένα έπος 1034 στίχων, στον Αναγνώστη του παπά Σήφη Σκορδύλη, ο οποίος και το κατέγραψε (31) .

Ο πατέρας του Δασκαλογιάννη ήταν και ο ίδιος πλοιοκτήτης  ενώ πιθανότατα είχε στείλει το γιο του στην Ιταλία δεδομένου ότι  μιλούσε ιταλικά, αλλά και ρώσικα. Ο Ιωάννης είχε τέσσερα αδέρφια τέσσερις κόρες και δύο γιους και κατείχε τέσσερα μεγάλα σκάφη με τα οποία ταξίδευε στα λιμάνια της Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου. Μαζί με τ’ αδέρφια του είχε ναυτικά «πρακτορεία» στα κυριότερα λιμάνια.

Οι  Σφακιανοί, σε αντίθεση με τους άλλους Κρητικούς που είχαν υποχρεωθεί από την τουρκική κατοχή να εγκαταλείψουν τη μεγάλη ναυτική παράδοση της Κρήτης επί ενετοκρατίας, ήταν σχεδόν οι μόνοι που την συνέχιζαν διατηρώντας  δεκάδες καράβια, με βάση τον όρμο Λουτρό στο Λιβυκό πέλαγος, επιβεβαιώνοντας την τυπολογία που έχουμε εκθέσει αλλού, για την ανάπτυξη της ναυτιλίας σε περιοχές απρόσιτες για την τουρκική εξουσία – όπως τα Ψαρά, το Γαλαξείδι, η Κάσος, η Ύδρα κ.λπ.. Έτσι και στην Κρήτη σχεδόν το σύνολο του ελληνικού ναυτικού θα είναι συγκεντρωμένο στην απρόσιτη περιοχή των Σφακίων.                             



Ο Δασκαλογιάννης συμμετείχε πιθανότατα και στις συσκέψεις των Ελλήνων στην Τεργέστη με τους Ρώσους και τους Έλληνες προξένους των και δέχεται να συμμετάσχει στο επαναστατικό κίνημα.

Το 1769 επιστρέφει στα Σφακιά και προσπαθεί να πείσει τους συμπατριώτες του πως ήρθε ή ώρα του σηκωμού και της απελευθέρωσης. με τη συνδρομή του ξανθού γένους και θα αρχίσει να κάμπτει τους δισταγμούς των βεβαιώνοντάς τους πως οι Ρώσοι είχαν ήδη καταφθάσει στην Ελλάδα.

«Θέ μου, καὶ δώσ’ μου φώτιση, καρδιὰ σὰν τὸ καζάνι,
νὰ κάτσω νὰ συλλογιαστῶ τὸ Δάσκαλο τὸ Γιάννη, [ ]
Ὁ Μπέης ἀποὺ τὴ Βλαχιὰ κι ὁ Μπέης ’πού τὴ Μάνη
κρυφοκουβέντες εἴχασι μὲ τὸ Δασκαλογιάννη,
ὀποῦ ’τονε ξεχωριστὸς σὲ πλούτη κι ἀξιοσύνη,
μὲ τὴν καρδιὰ ντου ἤθελε τὴν Κρήτη Ρωμιοσύνη.
Κάθε Λαμπρὴ καὶ Κυριακὴ ἔβανε τὸ καπέλο
καὶ τοῦ Πρωτόπαπα ’λεγε «Τὸ Μόσκοβο θὰ φέρω,
νὰ τὰ συντράμει τὰ Σφακιά, τσὶ Τούρκους νὰ ζιγώξου
καὶ γιὰ τὴν Κόκκινη Μηλιὰ δρόμο νὰ τῶνε δώσου.
Κι ὂσ’ ἀπ’ αὐτοὺς τὸ θέλουσι στὴν Κρήτη ν’ ἀπομείνου,
σταυρὸ νὰ προσκυνήσουσι καὶ χρισθιανοὶ νὰ γίνου.» [  ]

Ο Δασκαλογιάννης συμμετέχει έτσι στον κεντρικό πυρήνα του επαναστατικού εγχειρήματος, μαζί με τον «Μπέη ἀποὺ τὴ Βλαχιὰ» και  τον «Μπέη ’πού τὴ Μάνη» και στόχος του ήταν η ανασύσταση ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους: να κάνει «τὴν Κρήτη Ρωμιοσύνη» στέλνοντας τους Τούρκους πίσω στην «Κόκκινη Μηλιά». Εξ άλλου διακρίνεται καθαρά η αναφορά στους τουρκοκρητικούς που  αν θέλουν να μείνουν στην Κρήτη  θα πρέπει να γίνουν και πάλι χριστιανοί.  Όσο για τον Μόσκοβο, αυτός αποτελεί απλώς σύμμαχο της επανάστασης «νὰ τὰ συντράμει τὰ Σφακιά»  για να μπορέσουν να ξεσηκωθούν μαζί με τους λοιπούς Έλληνες:

Δείχνει του καὶ τὰ γράμματα ποὺ ’χε ’πό τσὴ Ρωσίας
κι ἀποὺ τὸ Μπέη τοῦ Μωργιᾶ καὶ Μπέη τσὴ Βλαχῖας,
ποῦ μέσα κεῖ τοῦ λέγασι «Δάσκαλε, χαζιρεύγου,
καράβια ’πού τὸ Μόσκοβο κι ἀσκέργια θὰ κατέβου·
καὶ σὰν ἀκούσεις πόλεμο σὲ τοῦτα δὰ τὰ μέρη
νὰ ξεκινήσεις τὸ εὐτὺς μὲ οὖλο σου τ’ ἀσκέρι,
τὰ παλληκάργια τῷ Σφακιῷ στσι Τούρκους νὰ μολάρεις,
νὰ μὴν τωνὲ χωστεῖ κιανεῖς, πεζὸς γ-ἢ καβαλάρης.
καὶ τὴν Τουρκιὰ οὔλη μαζὶ νὰ τῆνε πολεμοῦμε,
λεύτερη τὴν πατρίδα μας ὀγλήγορα νὰ δοῦμε».

«Οὒλ’ οἱ Ρωμιοὶ θὰ σηκωθοὺ καὶ τὴν Τουρκιὰ θὰ φάσι», «λεύτερη τὴν πατρίδα μας ὀγλήγορα νὰ δοῦμε»: Ο αγράμματος Μπατζελιός ορίζει τον χαρακτήρα του επαναστατικού κινήματος, ήδη το 1786, πολύ πριν  τον Κοραή, τη… γαλλική Επανάσταση ή την «εθνογένεση» δια του… κράτους!

Μετά από συνελεύσεις στις οποίες ψήφισαν όλοι οι «άνδρες των αρμάτων», άρχισαν φανερά πλέον οι προπαρασκευές και στις 25 Μαρτίου 1770 δεκάδες παπάδες, πάνοπλοι και δύο χιλιάδες επαναστάτες με τους καπετάνιους τους, ύστερα από μια πανηγυρική λειτουργία και τους απαραίτητους πυροβολισμούς, κήρυξαν την επανάσταση, στην αυλή της Παναγίας της Θυμιανής, υψώνοντας την επαναστατική σημαία στην Ανώπολη. Αρχηγοί των επαναστατών, εκτός από τον Δασκαλογιάννη αναφέρονται ο Μανούσακας, ο παπα Σήφης, ο Βολούδης, ο Σκορδίλης και αρκετοί άλλοι .

Οι Τούρκοι κινητοποιούνται αμέσως και στις 7 Μαΐου του 1770 έφτασε στο Μεγάλο Κάστρο αυτοκρατορικό φιρμάνι που όριζε: «Αν εξακριβώσητε ότι πράγματι ούτοι (οι Σφακιανοί) τυγχάνουσι επαναστάτες και στασιαστές… τότε πάντες υμείς εν ομοφωνία εκστρατεύσατε εναντίον τους και προβήτε εις την σφαγήν και τον αφανισμόν αυτών…».

Στα τέλη Μαΐου άρχισαν οι μάχες. Οι τουρκικές δυνάμεις χτυπούσαν τα Σφακιά από την ανατολική διάβαση και κατά μέτωπον. Παρά την τεράστια αριθμητική υπεροχή του εχθρού, οι επαναστάτες έδωσαν φονικότατη μάχη στα στενά της Νίμπρου που κράτησε δύο ολόκληρες μέρες,. Οι επαναστάτες κερδίζουν τις πρώτες μάχες, και αιφνιδιάζουν τον εχθρό κυλώντας βράχους από τις πλαγιές των φαραγγιών.

Ωστόσο οι Τούρκοι στέλνουν 6000 στρατό στην Ανώπολη. Πάνω από το Λουτρό γίνεται άγρια μάχη στήθος με στήθος, Από τους 700-800 άνδρες του Δασκαλογιάννη, έχουν σκοτωθεί οι 300, οι δε Τούρκοι παρότι είχαν πάνω από 1000 νεκρούς κατορθώνουν να μπουν στην Ανώπολη, και κατέσφαξαν τους πάντες εκτός από εκατό γυναικόπαιδα που αιχμαλώτισαν, Πολλές γυναίκες, παιδιά και γέρους τους έριχναν σε γκρεμούς.

Οι κόρες του Δασκαλογιάννη θα πέσουν στα χέρια των Τούρκων που τις παρέδωσαν στον σερασκέρη.

Η τελευταία πράξη του δράματος παίζεται στο φαράγγι της Αράδαινας, στα Λευκά Όρη. Οι Τούρκοι στρατοπέδευσαν χαμηλά στο Φραγκοκάστελλο όπου εύρισκαν νερό γιατί οι Σφακιανοί δηλητηρίασαν όλα τα πηγάδια της περιοχής. Και από κει με επιδρομές και ενέδρες προσπαθούσαν να συλλάβουν τον Δασκαλογιάννη ενώ τους είχαν αποκόψει από πηγές ανεφοδιασμού. Οι τελάληδες φώναζαν κάθε μέρα πως αν παραδοθεί ο Δασκαλογιάννης, οι Τούρκοι θα φύγουν από τα Σφακιά και θα χορηγήσουν γενική αμνηστία.

Ο Δασκαλογιάννης αποφάσισε να δεχθεί τις επίμονες προτάσεις των πασάδων. Ο πασάς τον δέχεται, του παρουσιάζει τη κόρη του Μαρία για να τον ευχαριστήσει και μετά άρχισε να τον ανακρίνει.

Έτσι το κίνημα έλαβε τέλος και την απάντηση ανέλαβαν να τη μεταφέρουν στον πασά εβδομήντα πέντε οπλαρχηγοί, ο πρωτόπαπας κι άλλοι έξη παπάδες, στέλνοντας και 500 αιγοπρόβατα πεσκέσι. Ο Χασάν πασάς τους συνέλαβε αμέσως, και τους φυλάκισε στον Κούλε του Ηρακλείου  όπου μερικούς κρέμασε αμέσως ενώ άλλοι πέθαναν από τα βασανιστήρια.

Τον Δασκαλογιάννη μαζί με την κόρη του τον παρέδωσε βορρά  στο μαινόμενο πλήθος στις  17 Ιουνίου 1771, ημέρα Παρασκευή, αργία των Μουσουλμάνων. Αφού τον διαπόμπευσαν μέσα από τους κεντρικούς δρόμους κατέληξαν στην πλατεία της ανατολικής πύλης του Μεγάλου Κάστρου. Ἐμπηξαν τέσσερις πασσάλους στο χώμα, κάρφωσαν σανίδες κι έκαναν ένα κάθισμα ψηλό όπου τον έβαλαν να καθίσει και αφού τον έδεσαν ένας γενίτσαρος με ξυράφι στο χέρι τον άρπαξε απ’ τα μαλλιά και άρχισε να τον γδέρνει. Μπροστά του έβαλαν ένα καθρέφτη για να μεγαλώσουν την οδύνη του και έφεραν δεμένο τον αδερφό του, Χατζή Σγουρομάλλη και όταν είδε ο ένας τον άλλο, «εμουγκαλίσθησαν ως βόες δις και τρις» κατά την έκφραση του ιστορικού. Από τη στιγμή αυτή ο Σγουρομάλλης τρελάθηκε. Το πτώμα του Δασκάλου το άφησαν δυο μέρες, να το σαπίσει ο καλοκαιρινός ήλιος και μετά υποχρέωσαν δυο ραγιάδες να το θάψουν.

Η είδηση του μαρτυρικού θανάτου του Δασκαλογιάννη συγκλόνισε τα Σφακιά. Οι καπετάνιοι, που έμειναν με το τουφέκι στα χέρια πάνω στα ερείπια, ορκίστηκαν εκδίκηση. Συνέχισαν τις επιδρομές κατά των «γενιτσαραγάδων» και τρία χρόνια αργότερα εξόντωσαν και τον πανίσχυρο ενετό εξωμότη Αληδάκη και τις εκατοντάδες των ανθρώπων του, πυρπολώντας τον πύργο του και καταστρέφοντας τα υποστατικά του.  

Κρητικοί και «γενιτσαραγάδες»

Η επανάσταση του Δασκαλογιάννη δεν μαρτυρά μόνο την απαρχή των υπερτοπικών πανελλαδικών επαναστατικών κινήσεων, αλλά σηματοδοτεί μία ιστορική τομή για την Κρήτη. Πράγματι,

Στον φανταστικό διάλογο μεταξύ του πασά και του αιχμαλώτου Δασκαλογιάννη που παραθέτει ο Μπάρμπα Μπατζελιός, ο πασάς απαριθμεί τα προνόμια των Σφακιανών από την Οθωμανική εξουσία, κατηγορώντας τον «Δάσκαλο» για αναίτια εξέγερση και αιματοχυσία:  

Σὰ θέλεις, Δάσκαλε Γιαννιό, νὰ μὴν κακαποδώσεις,
πές μου, εἴντα ’το ἡ γὶ-ἀφορμὴ πόλεμο νὰ σηκώσεις;
Οἱ Σφακιανοὶ δωσίματα, χαράτσια δὲν ἐδίδα,
πές μου ποιὸς εἶναι ἀφορμὴ ποὺ ’πέσαν στὴν παΐδα [ ].
Κι ἂν εἴχετε παράπονα ἔπρεπε νὰ τὰ πεῖτε
ἐμένα, ποῦ ’μουνε Πασὰς καὶ νὰ μὴ σηκωθεῖτε
νὰ γράψω ’γώ τοῦ βασιλιὰ καὶ σεῖς εἰς τὴ Σουλτάνα,
ποῦ σᾶς ἀγάπα σὰν παιδιὰ δίχως κιανένα πράμα.
Μόνο ’σηκώθης, Δάσκαλε, μὲ τὸ Μωργιᾶν ἀντάμι
γιὰ νὰ χαθεῖ τόσος λαὸς κι ἐσὺ νὰ βγάλεις νάμι
τ’ ἀσκέργια τὰ βασιλικὰ ν’ ἀδικοσκοτωθούσι
κι ἀποὺ τσὴ Κρήτης τὴν Τουρκιὰ χιλιάδες νὰ χαθούσι
πάνω στὰ ὅρη, στὰ βουνά, εἰς τσ’ ἔρημες μαδάρες,
χιλιάδες ἀπομείνασι γιανίτσαροι κι ἀγάδες.

Ο Δασκαλογιάννης, στην απάντησή του παρότι δέχεται πως οι Σφακιανοί απολαμβάνουν όντως προνομιακό καθεστώς, αναφέρεται στο σύνολο των Κρητικών που υφίστανται τα πάνδεινα από τους «γιαννιτσαραγάδες» που τους αφήνουν  «ἀχαλίνωτους» «οἱ γὶ-ἄνομοι Πασάδες». Δηλαδή για τον Μπατζελιό/Δασκαλογιάννη  οι Τούρκοι αξιωματούχοι είναι υπεύθυνοι διότι αφήνουν τους Τουρκοκρητικούς γενιτσάρους ασύδοτους να βασανίζουν τους «Κρητικούς». Εξ άλλου δεν περνάει καν από τη σκέψη του Μπατζελιού να αναφερθεί σε «τουρκοκρητικούς». Στον κόσμο του υπάρχουν οι «Κρητικοί» και οι «Τούρκοι».  

«Καλὲ Πασά, εἴντα ’ν’ αὐτὰ ποὺ κάθεσαι καὶ λέεις
καὶ τὸ λαὸ ποῦ ’χάθηκε περίσσια τόνε κλαίεις;
Ποῦ ’πέρασαν οἱ γ-ἑκατὸ ἀποὺ ’ρθετε στὴν Κρήτη
κι ἐκάμετε τσὶ Κρητικοὺς καὶ δὲν ὁρίζου σπίτι
μουϊδὲ καὶ τσ’ ἀπατοὺς τωνε μουϊδὲ καὶ τὰ παιδιὰ ντων
μουϊδὲ καὶ τὴ ζωὴ ντωνε μουϊδὲ τὰ πράματα ντων.
Οὐλημερὶς εἰς τσ’ ἐγγαργειές, στὰ βάσανα καὶ κόπους
καὶ σὰν τὰ ’ζά τσὶ διαχνετε, δὲ τζὶ θωρείτ’ ἀθρώπους.
Πάντα γυρεύγετ’ ἀφορμὴ τὸ γ-αἷμα ντῶ νὰ πχεῖτε
καὶ νὰ σκοτώσετε Ρωμιὸ πολλά το πεθυμεῖτε
κι ἔναι κι ἡ μόνη σας χαρὰ νὰ ἰδεῖτε σκοτωμένους,
ξεκοιλιασμένους στὰ στενὰ κι αἱματοκυλισμένους[ ]
Καὶ ἡ γ-αἰτία εἶστε σεῖς, οἱ γὶ-ἄνομοι Πασάδες,
π’ ἀφῆνετ’ ἀχαλίνωτους τσὶ γιαννιτσαραγάδες
π’ ἀφήνετε τσὶ χρισθιανοὺς σὲ τέθοια τυραννία,
πλειότερη τ’ ἄγρια θεργιὰ ἔχουσιν ἐσπλαχνία.
Ἀλήθεια λές, οἱ Σφακιανοὶ δωσίματα δὲ δίδου
καὶ τ’ ἅρματα ντωνε κιανιοὺς ποτὲς δὲν παραδίδου.
Τσὴ Κρήτης τσ’ ἄλλους χρισθιανοὺς ἀποὺ ’νιαι στοῦ Σουλτάνου
δὲ τζ’ ἔχετε γιὰ τίβοτσι στὸν κόσμο τὸν ἀπάνω,
γι’ αὐτὰ κι ἐγὼ ’ποφάσισα τὴν Κρήτη νὰ σηκώσω
κι ἀποὺ τ’ ἀνύχια τῶν Τουρκῶ νὰ τῆνε λευτερώσω
πρῶτο γιὰ τὴν πατρίδα μου, δεύτερο γιὰ τὴν πίστη,
τρίτο γιὰ τσ’ ἄλλους χρισθιανοὺς ποὺ κάθουνται στὴν Κρήτη
γιατί, κι ἂν εἶμαι Σφακιανός, παιδὶ τσὴ Κρήτης εἶμαι
καὶ νὰ θωρῶ τσὶ Κρητικοὺς στὰ βάσανα πονεῖ με.»

Σε αυτά, τα προοίμια μιας διαρκούς αντίστασης θα στηριχτούν οι αγώνες των Κρητικών από το 1821 και μετά, που θα ολοκληρωθούν το 1912 με την Ένωση. Από το 1204 μέχρι το 1453 θα πασχίζουν να ενωθούν με το Βυζάντιο και από το 1770 θα συμμετέχουν σε όλους του μεγάλους επαναστατικούς αγώνες του ελληνισμού.

 

1.  Βλ. Βασίλειος Ψιλάκης, Ιστορία της Κρήτης, από της απωτάτης αρχαιότητος, μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων εις τόμους 3, τ. Β΄: Η Κρήτη υπό την των Ενετών κυριαρχίαν, Εκ του τυπογραφείου της «Νέας Ερεύνης», εν Χανίοις 1909· Στέφανος Ξανθουδίδης, Ιστορία της Κρήτης, Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία, Αθήνα 1909, σσ. 78-104.  
2. Β. Ψιλάκης, Σ. Ξανθουδίδης, ό.π.  
3. Β. Ψιλάκης, Ιστορία…, ό.π., σ. 22.  
4. Β. Ψιλάκης, Ιστορία…, ό.π., σσ. 20-23.  
5. Χαράλαμπος Γάσπαρης, Η γη και οι αγρότες στη μεσαιωνική Κρήτη, 13ος-14ος αι., ΕΙΕ/ΙΒΕ, Αθήνα 1997, σ. 186.  
6. Β. Ψιλάκης, Ιστορία…, ό.π., Παράρτημα Β΄ μέρους, σσ. 31-32.  
7. Β. Ψιλάκης, Ιστορία…, ό.π., Παράρτημα Β΄ μέρους, σ. 35· Χρύσα Μαλτέζου, «Το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο», στο David Holton (επιμ.), Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2002, σσ. 21-57.  
8. Β. Ψιλάκης, Ιστορία…, ό.π., Παράρτημα Β΄ μέρους, σσ. 44-56.
9. Στ. Ξανθουδίδης, Η Ενετοκρατία…, ό.π.
10.  Ν. Σβορώνος, Νίκος Σβορώνος, «Το νόημα και η τυπολογία των Κρητικών Επαναστάσεων του 13ου αι.», Σύμμεικτα, τ. Η΄, ΕΙΕ/ΚΒΕ, Αθήνα 1989, σ. 7· Στ. Ξανθουδίδης, Ιστορία..., ό.π., σσ. 82-83.
11.  Σπυρ. Ζαμπέλιος, Ιστορικά σκηνογραφήματα. Πάθη της Κρήτης επί των Ενετών, εκδ. Γαλαξίας - Κεραμεικός, Αθήνα 1971, σσ. 7-29· Β. Ψιλάκης, Ιστορία…, ό.π., σσ. 58-72.
12. Β. Ψιλάκης, Ιστορία…, ό.π., σσ. 73-106.
13. Β. Ψιλάκης, Ιστορία..., ό.π., σ. 146· Ζαμπέλιος, Ιστορικά..., ό.π., σσ. 97-198.
14. Β. Ψιλάκης, Ιστορία..., ό.π., σσ. 204-209.  
15. Παρατίθεται από τον Β. Ψιλάκη, ό.π., σσ. 207-208.
16. Ν. Σβορώνος, «Το νόημα…», ό.π., σ. 1.
17. Χ. Γάσπαρης, Η γη…, ό.π., σ. 59.
18. Γ.Σ. Πλουμίδης, «Λατινοκρατούμενες ελληνικές χώρες, Κρήτη», Ιστορία Ελληνικού Έθνους, ΕΑ, τόμ. Ι, σ. 208.  
19. Βλ. D. Peruccio, «Une societé coloniale du XIVe siècle: les Bourgeois de Candie», Bulletin de la Faculté des Lettres de Strasbourg, 45 (1967), σσ. 420-428.
20. Γ.Σ. Πλουμίδης, «Λατινοκρατούμενες…», ό.π., σ. 208.
21. Αγαθ. Ξηρουχάκη, «Περί της θέσεως του ελληνικού κλήρου εν Κρήτη επί βενετοκρατίας», Εκκλ. Φάρος 35 (1936), σ. 517.
22. Στ. Σπανάκης, «Η θρησκευτικο-εκκλησιαστική κατάσταση στην Κρήτη τον ΧVI αιώνα», Κρητικά Χρονικά, 21, Ηράκλειο 1969, σ. 134.
23. Επρόκειτο για τους σημαντικότερους Έλληνες εκδότες και επιμελητές της έκδοσης ελληνικών βιβλίων στα τέλη του 15ου και τις αρχές του 16ου αι. στη Βενετία. Βλ. David Holton, «Η Κρητική Αναγέννηση», στο Holton, ό.π., σσ. 7-8.   
24. Βλ .  Ιωάννης Χασιώτης, «Ο Κρητικός πόλεμος και η εποποιϊα της πολιορκίας του Χάνδακος», στο ΙΕΕ, τ. Ι. σσ. 351  Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία…, ό.π.,  τ. Γ΄, σσ. 483-525 Αγαθαγγέλος Ξηρουχάκης (εκδ.), Ο Κρητικός Πόλεμος (1645-1669) : Η συλλογή των ελληνικών ποιημάτων Ανθίμου Διακρούση, Μαρίνου Ζάνε, Τεργέστη 1908  Στεφ. Ξανθουδίδης, Επίτομος Ιστορία της Κρήτης, Αθήνα, 1909, Β. Ψιλάκης, Ιστορία της Κρήτης, τ. Α-Γ, Χανιά, 1899-1909 Θεοχάρης Δετοράκης, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο, 21990, σσ. 251-270.
 25. Βλ. Αγ. Ξηρουχάκης (εκδ.), Ο Κρητικός Πόλεμος… ό.π.
26. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία, τ. Γ΄…, ό.π., σ. 498· Κ. Μέρτζιου, «Νέαι ειδήσεις περί Κρητών», Κρητικά Χρονικά 2, 1948, σσ. 282-283, 285-287.
27.  Βλ. Αγαθαγγέλος Ξηρουχάκης (εκδ.), Ο Κρητικός Πόλεμος, ὀ.π.
28.  Βλέπε και Ι., Κονδυλάκης Άπαντα, τ. Β΄, εκδ. Αηδών, Αθήνα, σ.381  .Καλλιατάκη-Μερτικοπούλου, Ελληνικός αλυτρωτισμός και οθωμανικές μεταρρυθμίσεις. Η περίπτωση της Κρήτης (1868-1877), Εστία, Αθήνα 1988, σ. 235. 
29.  V. Bernard, Στο ΥΠΕΠΘ-Ε. Ι. Ν., Η καθημερινότητα της διαπολιτισμικής συνύπαρξης πριν 100 χρόνια και σήμερα, Χανιά-Σάπες 2000.
30.  Σύμφωνα με τον Aubyn Trevor-Battye, Camping in Crete, Witherby, Λονδίνο 1913.
31.  Εάν δεν υπήρχε αυτό το τραγούδι καθώς και το σχετικό κεφάλαιο της ιστορίας του Παπαδοπετράκη που το συνέγραψε συγκεντρώνοντας διάσπαρτα στοιχεία από την παράδοση, πιθανόν η επανάσταση του Δασκαλογιάννη να είχε λησμονηθεί εντελώς. Βλ . Βασίλη Λαούρδα, Το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη, εκδ. Μουρμέλ, Ηράκλειο 1947, Πάρι Στ. Κελαϊδή Η Επανάσταση του Δασκαλογιάννη, εκδ. «Καράβι και Τόξο», Αθήνα 1978, καθώς και την εκτενή διαδικτυακή μελέτη http://www.pare-dose.net/?p= 168#ixzz1KNf3enL2, Σάββατο, 3 Μαΐου 2008 , από όπου και πολλές από τις πληροφορίες που χρησιμοποιούμε. Το 1978 ηχογραφήθηκε και ένα μεγάλο μέρος του έπους από τον ιερέα Άγγελο Ψυλλάκη σε παραδοσιακό σκοπό, στον δίσκο Το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη (Calypso 80001).
32.  François  Pouqueville, Voyage de la Grèce, VI, Παρίσι 1827, σσ. 294-297.