Όσοι πιστέψαν ότι ο κ. Τσίπρας διδάχθηκε κάτι από τα τρομερά λάθη του παρελθόντος, μπορούν τώρα ευχερώς να διαπιστώσουν ότι εξακολουθεί να πιστεύει πως ο εκβιασμός των άλλων κρατών, αποτελεί ορθή μέθοδο διαπραγμάτευσης.
Είναι γνωστό ότι ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ με τη στάση τους αυτή, προσπαθούν να κερδίσουν τις εντυπώσεις στο εσωτερικό της χώρας.
Μετά το κλείσιμο της περίφημης συμφωνίας στη συνεδρίαση του Eurogroup στις 15 Ιουνίου, τη στιγμή που τα περισσότερα κυβερνητικά στελέχη πανηγυρίζουν για την επιτυχία, ο κ. Τσακαλώτος φεύγει ταπεινωμένος και με κατεβασμένο το κεφάλι και μαζί μ’ αυτόν ολόκληρη η χώρα.
Όμως, η συμφωνία με τους θεσμούς για περικοπές συντάξεων και αύξηση του αφορολόγητου ορίου στη διετία 2018 - 2019, η αποδοχή πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ έως το 20022 και όλα όσα περιελήφθησαν στο νέο Μνημόνιο, έγιναν με στόχο τη ρύθμιση του χρέους και την ένταξη στο QE, το οποίο αποτελεί διαβατήριο για την έξοδο της χώρας στις αγορές.
Παρ’ όλα αυτά, ο Έλληνας πρωθυπουργός με το τηλεοπτικό του διάγγελμα μας βεβαίωσε πόσο δικαιωμένος νοιώθει, καθώς με τη συμφωνία της Πέμπτης ανοίγει ο δρόμος για τις αγορές και για το οριστικό τέλος, σε ενάμισι χρόνο, των προγραμμάτων στήριξης.
Με την ομιλία του αυτή ο κ. Τσίπρας απέδειξε ότι δεν έχει πλέον καμιά επαφή με την πραγματικότητα. Απλώς έκρινε ότι έπρεπε να «περιλούσει» με νικητήριο φως, μια δυσμενή συμφωνία.
Απόντες από τα επινίκια, ο κ. Δραγασάκης, ο οποίος είπε για τη συμφωνία ότι «απέχει από αυτό που εμείς επιθυμούσαμε» και ο κ. Τσακαλώτος, ο οποίος δήλωσε ότι «ίσως η συμφωνία να μην είναι επαρκής, αλλά φέρνει μια σαφήνεια».
Στην πραγματικότητα το μήνυμα από το Eurogroup είναι σαφές: ο αντικειμενικός σκοπός της πολύμηνης διαπραγμάτευσης, όπως τον είχε προσδιορίσει η ίδια η κυβέρνηση, δεν επετεύχθη. Και τούτο διότι:
- Όσο το ΔΝΤ δεν χαρακτηρίζει το χρέος βιώσιμο, οι Ευρωπαίοι αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο να κάνουν λίγα ή ακόμα και τίποτα για το χρέος.
- Η ΕΚΤ διαμηνύει, ότι για να περιληφθούν τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE), απαιτείται μεγαλύτερη αποσαφήνιση των μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους.
- Αποφασίστηκε ότι η μέση σταθμισμένη ωρίμανση των ομολόγων παρατείνεται από 0-15 χρόνια. Ωστόσο το «0» δεν έφυγε, αφήνοντας τους επενδυτές σε αβεβαιότητα. Δεν έφυγε επίσης η διατύπωση ότι τα μέτρα θα εφαρμοστούν «στο βαθμό που χρειάζεται».
- Η ρήτρα ανάπτυξης που έγινε δεκτή από την κυβέρνηση είναι μπούμερανγκ, διότι όσο περισσότερο αυξάνεται το εθνικό εισόδημα της Ελλάδας, το μέρισμα της ανάπτυξης δεν θα πηγαίνει στους Έλληνες πολίτες, αλλά στους δανειστές.
Επιπλέον, ο μηχανισμός αυτός ίσως αποτελέσει αντικίνητρο στις κυβερνητικές προσπάθειες για τόνωση της ανάπτυξης, προκειμένου να δοθεί μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους.
Άρα η ρήτρα ανάπτυξης είναι ιδανική μόνο για προπαγανδιστική καμπάνια, όταν βέβαια έχουν τελειώσει τα άλλα αφηγήματα.
Κατά συνέπεια, το μόνο που τελικά πήρε η κυβέρνηση από τη συνεδρίαση του Eurogroup της 15 Ιουνίου, ήταν το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, όμως μετά από πολλούς μήνες καθυστέρηση, αφού προηγουμένως φόρτωσε τους Έλληνες με άλλα 5,1 δις ευρώ μέτρα. Και αυτό υπό την προϋπόθεση ότι θα επιλυθεί το θέμα της δικαστικής περιπέτειας των ξένων εμπειρογνωμόνων του ΤΑΪΠΕΔ.
Τελικά το σχέδιο της συμφωνίας δεν μπορεί να βοηθήσει την Ελλάδα να βγει από την εποπτεία, αλλά εξασφαλίζει απλώς τη μη χρεοκοπία της χώρας τον Ιούλιο.
Επομένως γίνεται σε όλους σαφές, ότι η ομαλή πορεία των πραγμάτων σε οποιοδήποτε τομέα με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, είναι αδύνατη.
Αντίθετα, φαίνεται ότι η κυβέρνηση θεωρεί υποχρέωσή της να δημιουργεί προσδοκίες που είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα διαψευστούν και κατόπιν να προσπαθεί να βρει λύση μέσω επικοινωνιακών παιχνιδιών.
-Ο κ. Αθανάσιος Μπουρούνης είναι Επίτιμος Δ/ντής Σχολικής Μονάδας Δ. Ε.