Από τα πρώτα βήματα του ανθρώπου, η εμπιστοσύνη, καθόριζε τη σχέση μεταξύ των ανθρώπων στο πλαίσιο μιας κοινότητας και εγκαθιστούσε το θεμέλιο της αντοχής και διάρκειάς της στο χρόνο.
Στην πολιτική η εμπιστοσύνη είναι το υψηλότερο βάθρο, πάνω στο οποίο στέκεται το «άγαλμα» της εξουσίας στην πολυπρόσωπη εκδοχή της.
Στην εποχή μας η πηγή της εμπιστοσύνης είναι η κάλπη. Από εκεί αντλείται η νομιμότητα, δηλαδή η πολιτική δυνατότητα και η υποχρέωση της κυβέρνησης να χειριστεί και να αντιμετωπίσει τις ευθύνες της.
Σήμερα η κυβερνητική παράταξη της ΝΔ συνιστά μια πολιτική δύναμη πολύ σοβαρή, με αδιαφιλονίκητα και σημαντικά πεπραγμένα τόσο στον εκσυγχρονισμό του κράτους όσο και στη διασφάλιση πόρων για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της, στην οργάνωση του εμβολιαστικού εγχειρήματος, καθώς και στην εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση.
Η συζήτηση την Πέμπτη στη Βουλή με την επίκαιρη ερώτηση του κ. Τσίπρα στον πρωθυπουργό, ανέδειξε δύο διαφορετικούς κόσμους καθώς και τις δύο όψεις της σημερινής πολιτικής σκηνής.
Από την μια πλευρά ο πρωθυπουργός εμφανίσθηκε θεσμικός. Με προτάσεις που αφορούν στη λειτουργία της ΕΛΑΣ με μέτρα που ήδη εφαρμόζονται, στο πλαίσιο των παρατηρήσεων και των συμπερασμάτων εκθέσεων, όπως της επιτροπής Αλιβιζάτου αλλά και του Συνηγόρου του Πολίτη.
Απευθύνθηκε στους νέους όχι ως εκφραστής τους, ούτε ως υποκινητής των ακραίων ενστίκτων τους. Δήλωσε πως κατανοεί το γεγονός πως επί 1 χρόνο, όπως και όλοι οι Έλληνες άλλωστε, έχουν στερηθεί την ελευθερία τους, γεγονός που προκαλεί αγανάκτηση και θυμό.
Συμπλήρωσε όμως ότι η λύση δεν είναι αυτό που η αξιωματική αντιπολίτευση προτείνει και εύχεται, αλλά η συμβολή τους στην προσπάθεια που γίνεται για να αντιμετωπιστεί τόσο η πανδημία όσο και η επόμενη ημέρα.
Από την άλλη, ο κ. Τσίπρας στην πρωτολογία του, περιέλαβε ένα μεγάλο αριθμό «κατηγορώ», που στην ουσία επαναλάμβανε όλα όσα κατά καιρούς έχει υποστηρίξει ο ίδιος και τα στελέχη του.
Έδειξε πως δεν προτίθεται να υπαναχωρήσει στην τακτική του διχασμού, η οποία καλύπτει την ένδεια σχεδίου και προγράμματος, καθώς και προτάσεων για την πορεία της χώρας.
Φανέρωσε ότι η επιλογή του να επενδύσει στην ένταση, την πόλωση και το διχασμό, είναι πλέον δεδομένη.
Έδειξε πως ο λαϊκισμός αποτελεί κεντρική γραμμή με την οποία θα πορευτεί εν μέσω της πανδημίας και της κρίσης που πλήττει τη χώρα.
Επέλεξε το δρόμο της κινηματικής διαμαρτυρίας και της ασπίδας προστασίας όσων επιδιώκουν τη δημιουργία ενός κύματος οργής.
Έγινε φανερό ότι επιχειρεί να ξαναστήσει σκηνικό ανάλογο με αυτό που τον οδήγησε στην κυβέρνηση το 2015.
Ωστόσο, το ερώτημα που τίθεται είναι: υπάρχουν σήμερα οι κοινωνικές συνθήκες για να αναβιώσει το κίνημα της «πλατείας»;
Όταν ξεπήδησε και φούντωσε το κίνημα των «αγανακτισμένων», ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα μικρό κόμμα στο επίπεδο του 4 – 5%. Συνεπώς είναι μύθος πως ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν πίσω από τους «αγανακτισμένους».
Αυτό ήταν ένα κίνημα που ξεκίνησε αυθόρμητα από τους πολίτες που δεν μπορούσαν να αποδεχθούν την περικοπή των εισοδημάτων τους και άρχισαν να διαμαρτύρονται γι’ αυτό. Πολύ γρήγορα οι εκδηλώσεις κυριαρχήθηκαν από αντισυστημισμό.
Αυτό το κίνημα το πλαισίωσαν αμέσως στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και εκμεταλλεύτηκαν μέχρι ενός βαθμού την επιρροή τους. Συγχρόνως συναντήθηκαν και με άλλες ομάδες πολυποίκιλων ιδεολογικά χώρων, πάνω στην αντισυστημική βάση.
Σήμερα ενώ μπορεί να συναντηθούν στην πλατεία η ριζοσπαστική Αριστερά μαζί με την αντισυστημική Δεξιά και άλλα ετερόκλητα αντικοινωνικά στοιχεία, όμως τους λείπει το ουσιαστικότερο: το αίτημα.
Απεναντίας το πλειοψηφικό κομμάτι της κοινωνίας, όχι μόνο δεν παρασύρεται, αλλά επιθυμεί να τερματιστεί η άθλια και επικίνδυνη αυτή κατάσταση.
-Ο κ. Αθανάσιος Μπουρούνης είναι Επίτιμος Δ/ντής Σχολικής Μονάδας Δ.Ε.