Σάββατο
20 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4961RSS FEED
ΜΜΕ, Δημοσιογράφοι και Δημοκρατία
Γράφει ο
Ιωάννης Κουλούρης

Είναι αναμφισβήτητο ότι σήμερα η πολιτική ζωή των χωρών, και ιδιαίτερα της δικής μας, καθορίζεται από τα ΜΜΕ και κυρίως την τηλεόραση. Αυτή ανεβάζει και κατεβάζει κυβερνήσεις, αυτή αναδεικνύει τους νέους πολιτικούς ή απαξιώνει τους παλαιότερους, αυτή προβάλει η αποσιωπά κρίσιμα τρέχοντα θέματα. Ασφαλώς και τα υπόλοιπα ΜΜΕ έχουν καθοριστικό ρόλο, όμως αυτός υπολείπεται σημαντικά από αυτόν της τηλεόρασης  γιατί το κοινό προς το οποίο απευθύνονται είναι πολύ μικρότερο.

Οι εφημερίδες π.χ. σήμερα έχουν συνολική κυκλοφορία μικρότερη από ότι είχε παλαιότερα μία μόνο εφημερίδα, εάν δε η τηλεόραση δεν πρόβαλε τα πρωτοσέλιδά τους η επιρροή τους θα ήταν ακόμα μικρότερη. Το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επίσης επηρεάζουν πολύ λιγότερους ψηφοφόρους γιατί, αφενός είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι ασχολούνται συστηματικά με αυτά, και αφετέρου όσα αναγράφονται εκεί αποκτούν σημασία μόνο όταν τα προβάλει η τηλεόραση. Πέραν τούτου η αναξιοπιστία και η ανευθυνότητα η οποία τα διακρίνει υποβαθμίζει τη σημασία τους.

Ένα άλλο σημαντικό γεγονός το οποίο αυξάνει δραματικά την επίδραση της τηλεόρασης είναι ότι αυτή απευθύνεται και σε κοινό  μειωμένης μόρφωσης και κριτικής ικανότητας, (οικοκυρές, αγρότες ηλικιωμένοι κλπ.), το οποίο εύκολα μπορεί να χειραγωγηθεί, ενώ το κοινό των άλλων μέσων είναι κατά κανόνα αυξημένης μόρφωσης και κριτικής ικανότητας, το οποίο δεν επηρεάζεται από τα μέσα αυτά αλλά απλά πληροφορείται.

Με βάση τα δεδομένα αυτά οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ, και ιδίως οι «καναλάρχες»  και οι δημοσιογράφοι που υπηρετούν σε αυτά,  αποτελούν κυρίαρχους παράγοντες της πολιτικής ζωής της χώρας και βασικούς μοχλούς της διαπλοκής με την εκάστοτε εξουσία.

Από την άποψη αυτή υπάρχει σαφές κίνητρο για την εκάστοτε κυβέρνηση να προσπαθεί να ελέγξει την τηλεόραση, τόσο για να «περάσει» στο κοινό τις απόψεις της, όσο και για να προωθήσει τη διαπλοκή της με αυτούς που επιθυμεί. Αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας είναι καταφανώς και η κίνηση της σημερινής κυβέρνησης  με τη δημοπράτηση μόνο τεσσάρων  (;;;) τηλεοπτικών σταθμών, η οποία έγινε μεν με την πρόφαση του, (επιβεβλημένου κατά τα άλλα), εξορθολογισμού του απαράδεκτου άναρχου και παράνομου τηλεοπτικού τοπίου που είχε δημιουργηθεί στη χώρα, σκηνοθετήθηκε όμως και πραγματοποιήθηκε κατά τέτοιο χονδροειδή και αντισυνταγματικό τρόπο, ώστε έπεισε και τον πλέον καλόπιστο ότι ο πραγματικός  σκοπός της ήταν να ελέγξει κατά απολυταρχικό τρόπο την ενημέρωση και να προωθήσει τη δική της διαπλοκή.

Εδώ επιθυμώ να ασχοληθώ με το ρόλο των δημοσιογράφων σε όλη αυτή την ιστορία. Χωρίς αυτούς, και κυρίως εκείνους που έρχονται σε άμεση επαφή με το κοινό (παρουσιαστές, σχολιαστές),  δεν μπορεί να λειτουργήσει το  προπαγανδιστικό σκέλος της τηλεόρασης. Αυτοί στην ουσία είναι η πρώτη και όχι η τέταρτη εξουσία όπως λέγεται. Αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά βέβαια και οι ίδιοι, που με την εξουσία αυτή εκβιάζοντας ή εξυπηρετώντας τις εκάστοτε κυβερνήσεις, έχουν αναχθεί σε μία προνομιούχο τάξη εργαζομένων, με απαράδεκτα και προκλητικά προνόμια δυσανάλογα τόσο με τα προσόντα τους όσο και με το έργο που επιτελούν.

Οι δημοσιογράφοι, όσο και εάν δεν θέλουν να το παραδεχτούν, χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Αυτούς που θεωρούν τη δημοσιογραφία ως βασικό λειτούργημα της δημοκρατίας και ως  κύριο καθήκον τους την πλήρη και αντικειμενική ενημέρωση και κριτική, και εκείνους που τη θεωρούν ως ένα ελκυστικό επάγγελμα, και έχουν ως κύριο μέλημά τους την εκτέλεση των εντολών και υποδείξεων των εργοδοτών και των προστατών τους ( κομματικών ή άλλων), ή την παροχή  εξυπηρετήσεων σε διάφορα πρόσωπα, και μέσω αυτών την επαγγελματική και οικονομική τους ανέλιξη.

Όσοι ανήκουν στην πρώτη κατηγορία, γιατί ευτυχώς υπάρχουν και μερικοί τέτοιοι, είναι συνήθως κατατρεγμένοι και αναγκάζονται να αναζητούν συνεχώς νέο εργοδότη κάθε φορά που ο παλιός  τούς υποχρεώνει να μεταδίδουν απόψεις ή ειδήσεις με τις οποίες δεν συμφωνούν.

Δυστυχώς η μεγάλη πλειοψηφία των δημοσιογράφων, και μάλιστα των πλέον προβεβλημένων, ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, τους οποίους λίαν επιεικώς θα ονομάσω πρόθυμους, και είναι προκλητικές οι οβιδιακές μεταμορφώσεις τους κάθε φορά που αλλάζουν εργοδότη ή κόμμα, ή κάθε φορά που θέλουν να αναδείξουν ή να απαξιώσουν  κάποιον. Λόγω πλήθους,  αυτοί ελέγχουν και το συνδικαλιστικό τους όργανο, του οποίου οι αντιδράσεις ή η αδράνεια κάθε φορά αποτελούν πρόκληση για την κοινωνία.

Παράλληλα με τους δημοσιογράφους τεράστια επίδραση έχουν και οι διάφοροι καλεσμένοι – μαϊντανοί των καναλιών, οι ίδιοι και οι ίδιοι πάντοτε, οι οποίοι περιβεβλημένοι με τους βαρύγδουπους τίτλους που τους αποδίδουν  οι δημοσιογράφοι που τους προσκαλούν και τους παρουσιάζουν («καταξιωμένοι», «διακεκριμένοι», «ειδικοί», «έγκυροι»,  «καθηγητές», κλπ. οικονομολόγοι, δικηγόροι, συνταγματολόγοι, εργατολόγοι,  αναλυτές , …), αποπνέουν αίσθημα γνώσης και  αντικειμενικότητας , αλλά στην πράξη δεν διστάζουν να διαστρεβλώνουν κάθε φορά την πραγματικότητα και να παραπληροφορούν τους τηλεθεατές, ανάλογα με το σκοπό που υπηρετούν.

Το πράγμα θα ήταν απλά μία ακόμα προσθήκη στις τόσες δυσλειτουργίες, στα σκάνδαλα και στην αναξιοκρατία που επικρατούν στη χώρα μας, εάν δεν έπληττε καίρια  την «καρδιά»  του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.

Το δημοκρατικό πολίτευμα ως γνωστόν βασίζεται στη βούληση και στις επιλογές της πλειοψηφίας, τόσο για τα πρόσωπα που κυβερνούν τη χώρα  όσο και για την πολιτική που εφαρμόζουν. Όταν όμως η βούληση της πλειοψηφίας καθορίζεται από το τρίγωνο εξουσία –ιδιοκτήτες ΜΜΕ– δημοσιογράφοι, το πολίτευμα παύει πλέον να είναι δημοκρατία και γίνεται δικτατορία των ΜΜΕ.

Εάν η Κυβέρνηση, η οποιαδήποτε κυβέρνηση, ήθελε , ως όφειλε,  να επιβάλει τάξη στο θέμα αυτό, θα έπρεπε να θεσπίσει συγκεκριμένους κανόνες για τα ΜΜΕ, τα πρόσωπα των ιδιοκτητών και των δημοσιογράφων, την επιλογή των καλεσμένων στις εκπομπές ειδησεογραφικού και πολιτικού περιεχομένου, και γενικά τον τρόπο λειτουργίας τους, ώστε να εξασφαλίζεται η πολυφωνία, και η αντικειμενικότητα στην πληροφόρηση του κοινού, χωρίς όμως να φθάνουμε στα όρια της λογοκρισίας. Το θέμα αυτό θα έπρεπε να είναι το κυριότερο σημείο επιδίωξης καθολικής συναίνεσης όχι μόνο του πολιτικού κόσμου της χώρας αλλά όλων των παραγόντων της δημόσιας ζωής.

Προσωπικά έχω συγκεκριμένες προτάσεις γι’ αυτό, τις οποίες για λόγους οικονομίας χώρου δεν αναφέρω εδώ, αλλά περιγράφονται στο βιβλίο μου «Αξιοκρατική Πολιτεία» (εκδόσεις ΡΗΣΟΣ τηλ. 2103628976).

Δεν ισχυρίζομαι ότι οι προτάσεις μου λύνουν το θέμα, ισχυρίζομαι όμως ότι, εάν δεν λυθεί το θέμα αυτό δεν θα υπάρξει ποτέ δημοκρατία στην Ελλάδα.