Τρίτη
23 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4965RSS FEED
Η Ιστορία του Μακεδονικού Ζητήματος
17/12/2018

Γράφει ο Νίκος Βασιλάτος

Μόλις η Ελλάδα απέκτησε την ανεξαρτησία της, από τις τρείς εγγυήτριες δυνάμεις, η Ρωσία έδειξε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το νεαρό κράτος.

Ανέλαβε την ανακαίνιση εκκλησιών και μοναστηριών, ενώ στήριξε οικονομικά και πολλά φιλανθρωπικά ιδρύματα. Η πρεσβεία της στην Αθήνα ήταν η μεγαλύτερη και πολυπληθέστερη των άλλων πρεσβειών.

Βέβαια, η Ρωσία βασιζόμενη στο ομόδοξο των δυο λαών αλλά και στις στενές ιστορικές σχέσεις, ευελπιστούσε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει η γέφυρα για να βγει στην Μεσόγειο Θάλασσα, την πλέον εμπορική θάλασσα του κόσμου της εποχής εκείνης.

0 Όθωνας ακολούθησε φιλορωσική πολιτική, ακολουθώντας την συμπάθεια του λαού του προς τους Ρώσους. Ενδεχόμενα αυτή του η φιλορωσική στάση να υπήρξε και ένας από τους λόγους έξωσης του.

Μετά την έξωση του, οι Ρώσοι περίμεναν να επιλεγεί ένας ρώσος πρίγκιπας για τον ελληνικό θρόνο.

Όταν, όμως, είδαν να επιλέγεται ο ευνοούμενος της βασίλισσας Βικτωρίας της Μεγάλης Βρετανίας, Γεώργιος, δευτερότοκος υιός του βασιλιά Χριστιανού Β' της Δανίας, κατάλαβαν ότι οι Αγγλογάλλοι δεν θα άφηναν ποτέ τη Ρωσία να βγει στη Μεσόγειο.

Βέβαια, ο Γεώργιος παντρεύτηκε Ρωσίδα, τη μεγα- δούκισσα Όλγα, στα πλαίσια των πολιτικών ισορροπιών, όμως αυτό δεν ήταν αρκετό.

Η Ρωσία εγκατέλειψε μετά απ' αυτά το ελληνικό άρμα και έστρεψε την προσοχή της, μέσα στα πλαίσια του πανσλαβισμού, στον πιο καταπιεσμένο χριστιανικό λαό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τον Βουλγαρικό.

Οι Βούλγαροι, στην πλειοψηφία τους, ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι στα τσιφλίκια των μεγαλογαιοκτημόνων της Βουλγαρίας, οι οποίοι ήταν κυρίως οι γόνοι της παλιάς βουλγαρικής αριστοκρατίας που είχε αλλαξοπιστήσει για να κρατήσει τα προνόμιά της, αλλά και οι απόγονοι των Οθωμανών της κατάκτησης.

Το εμπόριο και η ναυτιλία ήταν στα χέρια των Ελλήνων (Στενήμαχος, Φιλιππούπολη, Νοβο-Παζάρ).

Πιο ελεύθερα οικονομικά, ζούσαν οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών, κυρίως από την κτηνοτροφία και την υλοτομία.

Η πλειοψηφία των Βουλγάρων ήταν αναλφάβητοι. Οι Ρώσοι βοήθησαν να ανοίξουν σχολεία, ενώ πήραν και πολλούς Βούλγαρους στη Ρωσία για καλύτερη εκπαίδευση.

Υπολόγιζαν πλέον ότι μέσω των Βουλγάρων θα μπορούσαν να βγουν στη Μεσόγειο και γιατί όχι να ελέγξουν τα στενά της Προποντίδας, αφού η Βουλγαρία γειτνιάζει με την Κωνσταντινούπολη.

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, βλέποντας τους χριστιανικούς λαούς των ευρωπαϊκών επαρχιών της να ισχυροποιούνται επικίνδυνα, έλαβε ένα πολύ έξυπνο μέτρο για να οξύνει τη μεταξύ τους αντιπαλότητα.

Με σουλτανικό φιρμάνι, το 1870, ανεξαρτητοποίησε την βουλγαρική εκκλησία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, γεγονός που δημιούργησε μεγάλη αναταραχή μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων.

Το 1876 οι Βούλγαροι επαναστάτησαν κατά των Οθωμανών. Ήταν μια άσχημα σχεδιασμένη επανάσταση, η οποία καταστάληκε εύκολα από τον τουρκικό στρατό. Οι Βαζιβουζούκοι, που ακολουθούσαν τον τουρκικό στρατό, προέβησαν σε πολλές βαρβαρότητες κατά του πληθυσμού

Αυτές οι βαρβαρότητες ξεσήκωσαν έντονες διαμαρτυρίες στη χριστιανική Ευρώπη.

Το γεγονός αυτό ήταν μια καλή ευκαιρία για την Ρωσία, για να κηρύξει τον επόμενο χρόνο τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Οι Ρώσοι έδιναν πολύ μεγάλη σημασία στον πόλεμο αυτό, μέχρι και η αυτοκρατορική φρουρά πολέμησε στην πρώτη γραμμή.

Πριν περάσει χρόνος, οι Τούρκοι είχαν συντρίβει και οι Ρώσοι βρίσκονταν πολύ κοντά στην Κωνσταντινούπολη!

 

0 σουλτάνος δεν είχε άλλη λύση και ζήτησε ειρήνη. Η συνθήκη μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπογράφηκε στον Άγιο Στέφανο, μεταξύ του Ρώσου πρέσβη και φανατικού πανσλαβιστή Ιγνάτιεφ και του Τούρκου υπουργού των Εξωτερικών το 1878.

Με βάση την συνθήκη αυτή ιδρυόταν η «Μεγάλη Βουλγαρία», η οποία περιελάμβανε την Βουλγαρία, την Μακεδονία, και τμήματα της Θράκης, της Σερβίας και της Ρουμανίας. Οι Ρώσοι θα έβγαιναν επιτέλους στη Μεσόγειο. Μόνο την Θεσσαλονίκη κράτησαν πεισματικά οι Οθωμανοί Τούρκοι.

Η «Μεγάλη Βουλγαρία» ήταν πλέον μια πραγματικότητα!

Οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, όμως, δεν ήταν δυνατόν, να δεχθούν μια μεγάλη Βουλγαρία υπό την άμεση επιρροή της Ρωσίας. Έτσι, δεν δέχθηκαν την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και ζήτησαν να γίνει νέα Συνθήκη.

Ως τόπος της νέας διάσκεψης ορίστηκε το Βερολίνο.

Μετά το τέλος της διάσκεψης του Βερολίνου, η Σερβία και η Ρουμανία έπαψαν να έχουν οποιαδήποτε εξάρτηση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Ελλάδα απέκτησε την Θεσσαλία, ενώ δημιουργήθηκαν δύο μικρές βουλγαρικές ηγεμονίες με επικυρίαρχο τον Σουλτάνο.

Το όνειρο της Μεγάλης Βουλγαρίας είχε χαθεί, όμως οι Βούλγαροι δεν μπορούσαν να το ξεχάσουν.

Μετά την defacto ενοποίηση των δυο βουλγαρικών ηγεμονιών, την δεκαετία του 1880, οι Βούλγαροι αποφάσισαν να αξιοποιήσουν μια απόφαση της βουλγαρικής εκκλησίας που διακήρυττε ότι η αρμοδιότητα των ιερέων της θα εκτεινόταν στους οικισμούς που οι κάτοικοι κατά ποσοστό 2/3 θα ζητούσαν ιερείς της βουλγαρικής εξαρχίας.

Δημιούργησαν στη Θεσσαλονίκη μια μυστική οργάνωση, την ΕΜΕΟ, και στη συνέχεια το Μακεδονικό Κομιτάτο, το οποίο ως σκοπό είχε να πείθει τους κατοίκους της Μακεδονίας να δηλώνουν Βούλγαροι ή ότι επιθυμούσαν να έχουν στις εκκλησίες ιερείς της βουλγαρικής εξαρχίας. Αυτή η συμπεριφορά δημιούργησε την αντίδραση των ντόπιων Ελλήνων με θύματα και από τις δυο πλευρές.

Από το 1902 το βουλγαρικό κομιτάτο άρχισε να στέλνει στη Μακεδονία μεγάλες ομάδες ενόπλων για να καταστείλουν κάθε επιτόπια ελληνική αντίδραση.

Οι Έλληνες αντέταξαν αντίσταση με πρωταγωνιστή τον καπετάν Κόττα, παλαιό επαναστάτη της επανάστασης του 1896.

Μεταξύ των Βουλγάρων, την ίδια εποχή, υπήρχε διχογνωμία για τον τρόπο που θα εξασφάλιζαν την κυριαρχία τους στη Μακεδονία.

 

Η μια άποψη ζητούσε να προχωρήσουν με αργά και σίγουρα βήματα και να ισχυροποιούν την θέση τους στη Μακεδονία.

Η άλλη ήταν πιο ορμητική, πιο δυναμική και επιζητούσε έναν άμεσο ξεσηκωμό που θα ανέτρεπε την οθωμανική εξουσία. Επικράτησε η δεύτερη άποψη. Έτσι, την ημέρα της εορτής του Προφήτη Ηλία, το 1903, ξεκίνησε μια εξέγερση κατά της οθωμανικής εξουσίας από τα όρια της σημερινής Αλβανίας μέχρι τα περίχωρα της Αδριανούπολης.

Οι Έλληνες, γνωρίζοντας ότι η εξέγερση ήταν υποκινούμενη από τους Βούλγαρους προς όφελος της Βουλγαρίας, αρνήθηκαν να πάρουν μέρος σε αυτήν, εκτός από τους Έλληνες των Σατζακίων Φλώρινας, Πισοδερίου και Καστοριάς που παρασύρθηκαν.

Αυτή είναι η εξέγερση του Ίλιντεν, η οποία άσχημα σχεδιασμένη, πήρε τη μορφή ταξικού αγώνα, αφού οι χωρικοί άρχισαν να καίνε σοδιές και αρχοντόσπιτα ανεξαρτήτως θρησκείας και εθνικότητας των κυρίων τους.

Μάλιστα, η κατάσταση είχε ξεφύγει τόσο πολύ ώστε οι επικεφαλείς της εξέγερσης διέταξαν να τουφεκίζονται επιτόπου όσοι έκαιγαν σοδιές, γιατί φοβόντουσαν ότι τον επόμενο χειμώνα θα έπληττε τον τόπο λιμός και όλοι θα εστρέφονταν εναντίον τους.

Ο τουρκικός στρατός εύκολα εξουδετέρωσε την εξέγερση, η οποία δεν κράτησε παρά μερικές ημέρες. Μάλιστα, πριν από την ολοκληρωτική κατανίκησή της, ένας από τους ηγέτες της κάλεσε ευθέως την Βουλγαρία να κηρύξει τον πόλεμο στην οθωμανική αυτοκρατορία.

Οι Έλληνες, αν και είχαν αποκηρύξει την εξέγερση του Ίλιντεν, υπέστησαν και αυτοί διωγμούς, ιδιαίτερα στην περιοχή της Κλεισούρας.

Οι φόνοι από τους Βούλγαρους στη Μακεδονία, κυρίως Ελλήνων προκρίτων, δασκάλων και ιερωμένων, ξεσήκωσαν επιτέλους τους Έλληνες της ελεύθερης Ελλάδας. Στην Αθήνα, δημιουργήθηκε το ελληνο- μακεδονικό κομιτάτο με πρόεδρο τον διευθυντή της εφημερίδας «Εμπρός» Δημήτριο Καλαπαθάκη και κύριο χρηματοδότη έναν πλούσιο Έλληνα αξιωματικό από την Ρωσίας ,τον Πέτρο Σάρογλο.

Το 1904 επίσημα ξεκινάει ο Μακεδονικός Αγώνας. Μικρές ένοπλες ομάδες Ελλήνων περνούν τα σύνορα με στόχο να προστατεύσουν τους Έλληνες της Μακεδονίας από την βουλγαρική επιθετικότητα. Μεταξύ τους Έλληνες αξιωματικοί, όπως ο Γεώργιος Κονδύλης και ο Παύλος Μελάς.

Εκτός από τους Μακεδόνες, που είχαν φύγει με την επανάσταση του 1896 από την Μακεδονία και τώρα επέστρεφαν, τις ομάδες αυτές στελέχωναν Έλληνες απ' όλη την Ελλάδα, αλλά κυρίως από την Κρήτη και την Μάνη.

 

Ο Μακεδονικός αγώνας τελειώνει επίσημα το 1908 με την επανάσταση των Νεότουρκων, οι οποίοι έδωσαν αμνηστία σε όσους είχαν εμπλακεί και από τις δυο πλευρές σε αυτόν. Στην ουσία, όμως, χωρίς ιδιαίτερη ένταση τελειώνει οριστικά το 1919, λίγο μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.

Υπήρξε ένας αγώνας σκληρός, ανελέητος, αιματηρός, χωρίς κανόνες και χωρίς οίκτο.

Όλα τα μέσα χρησιμοποιήθηκαν κατά την διάρκεια του, από αληθινές μάχες μέχρι δολοφονίες και μέχρι καταδόσεις στις τουρκικές αρχές των θέσεων και λημεριών των αντίθετων αντάρτικων ομάδων. Έτσι, ο Μήτρε Βλάχος, αν και δεν ήταν Βούλγαρος, αλλά οπλαρχηγός στην υπηρεσία της Βουλγαρίας, πληροφόρησε τις οθωμανικές αρχές για την άφιξη του Παύλου Μελά στη Στάτιστα με αποτέλεσμα τον φόνο του Έλληνα Αξιωματικού, που έγινε το σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα.

Κατά την διάρκεια των πρώτων χρόνων του 20ου αιώνα, διοικητής ή επιθεωρητής Μακεδονίας υπήρξε ένας συνετός Οθωμανός αξιωματούχος, ο Χιλμί πασάς, ο οποίος φρόντισε να συνταχθεί μια στατιστική έκθεση για τους πληθυσμούς της Μακεδονίας, ώστε να γίνει σωστή διάγνωση των προβλημάτων.

Πέραν των μουσουλμάνων, τους οποίους αναφέρει στην έκθεση με βάση το θρήσκευμα και όχι την εθνότητα, για τους λοιπούς αναφέρει τα εξής.

Πληθυσμιακά πρώτοι είναι οι Έλληνες με 700.000 περίπου κατοίκους, δεύτεροι οι Βούλγαροι με 500.000 περίπου κατοίκους, τρίτοι οι Σέρβοι με μόνο 120.000 περίπου κατοίκους και ακολουθούν Βλάχοι και Εβραίοι.

Επίσης τα ελληνικά σχολεία στη Μακεδονία είναι πολλαπλάσια όλων των άλλων εθνικών κοινοτήτων.

Κατά τον πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, η Ελλάδα ελευθέρωσε το μεγαλύτερο τμήμα της Μακεδονίας. Κατά τον δεύτερό Βαλκανικό Πόλεμο, ο οποίος ήταν βραχύτερος αλλά αιματηρότερος του πρώτου, η Βουλγαρία έχασε το μεγαλύτερο τμήμα των μακεδονικών εδαφών που είχε κερδίσει στον πρώτο.

Αμέσως μετά την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, η Βουλγαρία συντάχθηκε με τις κεντρικές δυνάμεις, με σκοπό να κερδίσει την πολυπόθητη Μακεδονία και συνεισέφερε σε αυτές στο ανατολικό μέτωπο το μεγαλύτερο στρατιωτικό δυναμικό, ιδιαίτερα προς το τέλος του Πολέμου.

Τέσσερα χρόνια μετά, το φθινόπωρο του 1918, ο Γάλλος στρατηγός Φρανσέ ντ' Εσπερέ εξαπέλυσε στο ανατολικό μέτωπο τη μεγάλη επίθεση των συμμάχων κατά των κεντρικών δυνάμεων, που στην ουσία τις αποτελούσαν 400.000 άνδρες του βουλγαρικού στρατού. Οι Βούλγαροι δεν άντεξαν, το μέτωπο έσπασε και οι σύμμαχοι κατέλαβαν Μοναστήρι και Σκόπια καταδιώκοντας τους Βουλγάρους.

Η μάχη αυτή που κατέληξε στην παράδοση της Βουλγαρίας σε όλα σχεδόν τα στρατιωτικά εγχειρίδια ονομάζεται «Μάχη του Βαρδάρη», όπως ήταν το πραγματικό όνομα της περιοχής των Σκοπιών τότε και όχι της Μακεδονίας.

Είκοσι ένα χρόνια μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ξέσπασε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Η Βουλγαρία και πάλι τάχθηκε στο πλευρό της Γερμανίας και γενικότερα του Άξονα. Στόχος των Βουλγάρων ήταν πάλι η Μακεδονία. Μετά την κατάρρευση του μετώπου και την κατάληψη της Ελλάδας, οι Γερμανοί παραχώρησαν την διοίκηση της ανατολικής Μακεδονίας και μέρος της Θράκης στους Βούλγαρους. Αυτοί οι τελευταίοι, υπήρξαν ιδιαίτερα τυραννικοί και καταπιεστικοί, υποβάλλοντας του Έλληνες σε βαριά φορολογία, αγγαρείες και πιέζοντάς τους αφόρητα να αλλάζουν τα ονόματά τους σε βουλγαρικά.

Ήταν τόση η καταπίεση, ώστε πολλοί κάτοικοι έφευγαν από τους τόπους της βουλγαρικής κατοχής και κατέφευγαν στις γερμανοκρατούμενες περιοχές διότι εκεί αισθάνονταν ασφαλέστεροι.

Η προσπάθεια βουλγαροποίησης των ελληνικών περιοχών προκάλεσε εξέγερση στη Δράμα αποδιδόμενη στο Ε.Α.Μ., που πνίγηκε στο αίμα με απίστευτη αγριότητα από τους Βούλγαρους και με την καταστροφή του μαρτυρικού Δοξάτου.

Η οργάνωση ΥΒΕ που μετονομάσθηκε σε Π.Α.Ο. και η οργάνωση Ε.Σ., μετά από αυτά, δραστηριοποιήθηκαν έντονα αντιστασιακά κατά των Βουλγάρων, καθ' όλη την διάρκεια της κατοχής, προστατεύοντας τους κατοίκους και χτυπώντας στόχους ακόμα και μέσα στη Βουλγαρία.

Στην Γιουγκοσλαβία τώρα, την ίδια εποχή, ο Στάλιν έστειλε τον ευνοούμενό του Γιόσιπ Μπροζ, ο οποίος πήρε το ψευδώνυμο «Τίτο», άνθρωπος, ομολογουμένως, με πολλές ικανότητες και πολλή τύχη.

0 Τίτο, πρώην κλειδαράς και σιδεράς, κατόρθωσε να ξεσηκώσει στη Γιουγκοσλαβία μια παλλαϊκή αντίσταση κατά των Γερμανών, των Ιταλών, των Βουλγάρων και των φιλογερμανικών Κροατών, ενώ κτύπησε και τους αντικομουνιστές αντάρτες.

Παράλληλα, είχε καταφέρει να εξασφαλίσει, αν και κομμουνιστής, την αμέριστη υποστήριξη της Μεγάλης Βρετανίας, που τον τροφοδοτούσε με χρήματα και όπλα.

Τον Νοέμβριο του 1943, ο Τίτο, στην ορεινή περιοχή της Γιουγκοσλαβίας Jajce, συγκάλεσε συνέδριο στο οποίο αποφασίστηκε η κατάργηση της βασιλείας, η αναγόρευση του ίδιου στο αξίωμα του στρατάρχη και ο χωρισμός της Γιουγκοσλαβίας σε ομόσπονδες δημοκρατίες, εκ των οποίων η νοτιότερη από αυτές θα ονομαζόταν Δημοκρατία της Μακεδονίας, ενώ το μέχρι τότε όνομα της περιοχής ήταν Vardarska Banovina. Αυτό το έπραξε ο Τίτο, διότι διέβλεπε ότι με το τέλος του πολέμου θα ξέσπαγε στην Ελλάδα εμφύλιος πόλεμος από τον οποίο ο ίδιος σκόπευε να έχει εδαφικά οφέλη, εποφθαλμιώντας την Μακεδονία.

Έστειλε, μάλιστα, στη νότια Γιουγκοσλαβία έμπιστό του πρόσωπο, με το ψευδώνυμο Tempo, ως τοποτηρητή.

Την ίδια εποχή, ο ΕΛΑΣ για να αυξήσει τις δυνάμεις του στη Μακεδονία οργάνωσε μονάδες από Σλαβομακεδόνες (SNOF), γεγονός το οποίο όμως δημιούργησε αναταραχή στις τάξεις του και έντονες διαμαρτυρίες, ιδιαίτερα όταν έγινε γνωστό ότι μερικοί από αυτούς είχαν κάνει συνεννοήσεις με τους παρτιζάνους του Τίτο και ότι σκόπευαν να ανακηρύξουν ανεξάρτητη Μακεδονία, γεγονός που δεν έβρισκε σύμφωνους πολλούς άλλους που είχαν ελληνική συνείδηση.

Κατόπιν αυτού, διατάχθηκε ο αφοπλισμός τους και επακολούθησαν αψιμαχίες με άλλες αντάρτικες ομάδες του ΕΛΑΣ.

Με παρέμβαση των παρτιζάνων του Τίτο και του Tempo, οι μονάδες αυτές πέρασαν τελικά από την Ελλάδα στη Γιουγκοσλαβία.

Δυστυχώς, οι προβλέψεις του Τίτο για την Ελλάδα επαληθεύτηκαν και το 1946 ξέσπασε και επίσημα ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος ήταν ο πρώτος θερμός πόλεμος μέσα στον ψυχρό πόλεμο που είχε ξεσπάσει μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

0 Τίτο ήταν ο πλέον ένθερμος υποστηρικτής του αυτοαποκαλούμενου «Δημοκρατικού Στρατού» των ελλήνων κομμουνιστών.

Τους παρείχε κάθε είδους εφόδια, όπλα και έμψυχο δυναμικό. Παράλληλα τους παρείχε βάσεις και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη μέσα στη Γιουγκοσλαβία.

Όμως, ο Τίτο  διέπραξε ένα σοβαρό λάθος τακτικής.

Πίεσε την κομμουνιστική Βουλγαρία για μια ομοσπονδία των δυο κρατών εν αγνοία του μέντορά του Στάλιν. Αυτός ο τελευταίος, όταν το έμαθε, έγινε έξαλλος από θυμό. Κάλεσε τον Τίτο και τον Δημητρώφ της Βουλγαρίας στη Μόσχα για να δώσουν εξηγήσεις. Ο Δημητρώφ έσπευσε άμεσα στη Μόσχα, ο Τίτο όμως δεν πήγε καθόλου, στέλνοντας μόνο έναν έμπιστό του αντιπρόσωπο, τον Μίλοβαν Τζίλας και τον ΥΠΕΞ Καρντέλι. Αυτό αποτελούσε μεγάλη προσβολή για τον Στάλιν, καθώς και η άρνησή του Τίτο ν’ αποδεχθεί το 5ετές οικονομικό πρόγραμμα που του έστειλε.

Μετά από αυτό, εξεδιώχθη η Γιουγκοσλαβία από την Κομινφόρμ, η οποία είχε ιδρυθεί για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των χωρών που είχαν κομμουνιστικό καθεστώς.

Η δικαιολογία ήταν ότι η Γιουγκοσλαβία του Τίτο διατηρούσε βλέψεις και απόψεις της παλιάς βασιλικής Γιουγκοσλαβίας.

Σοβιετική Ένωση και Γιουγκοσλαβία έφθασαν στα όρια του πολέμου.

Στη Σοβιετική Ένωση συνελήφθησαν όσοι Γιουγκοσλάβοι πολίτες δεν πρόφθασαν να απομακρυνθούν και άλλοι καταδικάστηκαν σε θάνατο ως κατάσκοποι και εκτελέστηκαν, άλλοι καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές κάθειρξης.

Στη Γιουγκοσλαβία πάλι 16.000 κομμουνιστές, φιλικά προσκείμενοι προς την Σοβιετική Ένωση, συνελήφθησαν και εξορίστηκαν ή εγκλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μερικοί από αυτούς δεν επέστρεψαν ποτέ από τα στρατόπεδα αυτά.

Ο Τίτο, τότε, για να διασωθεί, άλλαξε στάση και στράφηκε προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες άρπαξαν την ευκαιρία της δημιουργίας ρήγματος στο κομμουνιστικό στρατόπεδο.

Βέβαια, η στάση του Τίτο άλλαξε και έναντι των Ελλήνων κομμουνιστών. Έπαυσε να τους υποστηρίζει και να τους παρέχει παντοειδή βοήθεια, ενώ τους ενημέρωσε ότι κλείνει τα σύνορα για αυτούς και ότι θα έπαυε να δέχεται τραυματίες στα νοσοκομεία της Γιουγκοσλαβίας.

Παράλληλα, επέστρεψε στην Ελλάδα τα παιδιά του παιδομαζώματος, που είχαν εναποθέσει στη Γιουγκοσλαβία οι Έλληνες κομμουνιστές.

Το 1950 αποκαταστάθηκαν οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας.

Το 1953 ο Τίτο κάλεσε επίσημα το ελληνικό βασιλικό ζεύγος στη Γιουγκοσλαβία και τους υποδέχτηκε με μεγάλες τιμές. Το επόμενο έτος, ο Έλληνας βασιλιάς Παύλος κάλεσε τον Τίτο στην Ελλάδα, τον οποίο υποδέχθηκε με πρωτοφανή μεγαλοπρέπεια. Μεταξύ των άλλων, στους στύλους του Ολυμπίου Διός, νέες γυναίκες ντυμένες με μακεδονικές παραδοσιακές ενδυμασίες υποδέχθηκαν με άνθη τον Γιουγκοσλάβο ηγέτη.

Στις επακολουθήσασες, στη συνέχεια, συνομιλίες, η Ελλάδα έθεσε χλιαρά το θέμα της ονομασίας της Μακεδονίας, χωρίς κάποιο αποτέλεσμα.

Η κατάσταση δεν άλλαξε μέχρι τον θάνατο του Τίτο και  την, μετά από μικρό χρονικό διάστημα, διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.

Μετά από όσα ελέχθησαν έχω να κάνω τις εξής επισημάνσεις:

1)   Τον 19° αιώνα όλοι οι χριστιανικοί λαοί των ευρωπαϊκών επαρχιών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, επαναστάτησαν κατά του οθωμανικού ζυγού.

Πρώτοι οι Σέρβοι· οι Έλληνες πιο έντονα με τρεις σημαντικές επαναστάσεις. Το 1821, μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα, με αποτέλεσμα την ολική καταστροφή της Νάουσας αλλά και την συνέχιση του αγώνα των Μακεδόνων στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Το 1878 με την ευκαιρία του Ρωσοτουρκικού πολέμου και το 1896 την ίδια εποχή με την επανάσταση της Κρήτης. Οι Βούλγαροι, όπως προαναφέρθηκε, επαναστάτησαν το 1876.

«Μακεδονική» επανάσταση δεν υπάρχει, διότι απλούστατα δεν υπήρχε μακεδονικό έθνος.

Η πολυσυζητημένη, τελευταία, εξέγερση του Ίλιντεν, το 1903, ήταν σαφώς μια εξέγερση με βουλγαρική επιρροή και υποκίνηση.

2)   Στην στατιστική έκθεση του Χιλμί πασά για την Μακεδονία, αναφέρονται εθνολογικά, πλην των Μουσουλμάνων, οι πληθυσμοί της Μακεδονίας. Πρώτοι έρχονται οι Έλληνες, δεύτεροι οι Βούλγαροι, τρίτοι οι Σέρβοι (το 1/5 περίπου των Ελλήνων), ενώ αναφέρονται και οι Βλάχοι και οι Εβραίοι. «Μακεδόνες» δεν αναφέρονται διότι δεν υπήρχαν ως εθνότητα.

Το ίδιο συμβαίνει και με τα σχολεία της Μακεδονίας που απαριθμούνται στην ίδια έκθεση.

«Μακεδονικά» σχολεία δεν υπάρχουν ακριβώς διότι δεν υπήρχε μακεδονική εθνότητα ούτε μακεδονική γλώσσα.

Το Πανεπιστήμιο της Βιέννης είχε τότε ανακοινώσει, ότι το ν' ασχοληθεί κανείς με την σλαβομακεδονική γλώσσα είναι χαμένος χρόνος.

Πράγματι, βιβλία της σλαβομακεδονικής γλώσσας κατ’ ουσίαν δεν παρουσιάζονται πριν απ’ την εποχή του Τίτο και είναι απορίας άξιον, ένα έθνος, μια κοινωνία να μην έχει γραμμένη στη γλώσσα της, τουλάχιστον, την ιστορία της. Σήμερα, βέβαια, η διάλεκτος αυτή έχει αναγνωριστεί ως γλώσσα.

Ακόμα, θέλω να επισημάνω ότι όταν ο ΕΛΑΣ οργάνωσε τα ένοπλα τμήματα των Σλαβομακεδόνων, αυτοί ονομάσθηκαν SNOF. Το πρώτο γράμμα αντιπροσωπεύει τη λέξη Slavomakedonski. Δηλαδή, μόνοι τους και αβίαστα αναγνώρισαν ότι είναι Σλαβομακεδόνες που είναι μια πραγματικότητα και όχι Μακεδόνες, όπως θέλουν σήμερα να ονομάζονται.

Κυρίες και κύριοι, έχουμε να κάνουμε αναμφισβήτητα μ' ένα νέο έθνος, το οποίο γεννήθηκε άσχημα από τις βλέψεις ενός δικτάτορα, του Τίτο, κατά των γειτόνων του.

Το νέο αυτό έθνος, το οποίο προσπαθεί να βρει τη συνοχή του και τον βηματισμό του, έχει γυρίσει την πλάτη στο ιστορικό όνομα της περιοχής Vardaska Banovina  και στο όνομα με το οποίο αυτοπροσδιορίζονταν οι πατεράδες τους slavomakedonski, ενώ έχει μετονομάσει μέσα στα όρια του κράτους του καθετί σημαντικά ελληνικό σε σλαβικό για να το αλλοιώσει.

Παράλληλα, επιδιώκει τώρα πια να ονομασθεί το κράτος του από FYROM σε βόρεια Μακεδονία.

Γιατί άραγε; το μέλλον και μάλιστα το πολύ κοντινό θα το δείξει.