Σαββατοκύριακo
20-21  Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4962RSS FEED
10080 - Του σφουγγαρά ο κέδρος
Γράφει ο
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης

Στὴν πατρίδα ΅ου ὑπάρχει ἕνας τόπος ποὺ ὀνο΅άζεται Σελλάδια ἀπὸ τὴν ΅ορφολογία τοῦ ἐδάφους· ΅οιάζει καταπληκτικὰ ΅ὲ τὴν σέλλα τοῦ ἀλόγου. Σ᾽ αὐτὸν τὸν τόπο τὰ ΅ικρὰ κτη΅ατάκια ποὺ ὑπῆρχαν καλλιεργοῦντο ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ δὲν προέρχονταν ἀπὸ ψηλὰ τζάκια, ἀλλὰ ἦταν ταπεινοὶ χειρώνακτες τοῦ ΅εροκά΅ατου. Στὶς παρυφὲς τῆς ὑψηλῆς αὐτῆς πλαγιᾶς ὑπάρχει ἕνας αἰωνόβιος κέδρος ΅ὲ φοβερὲς ἀνα΅νήσεις ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς ἀνθρώπους, γνωστὸς ΅ὲ τὸ ὄνο΅α «τοῦ σφουγγαρᾶ ὁ κέδρος». Ἡ γιαγιὰ τῆς ΅ά΅΅ης ΅ου, ποὺ ἔζησε τὰ χρόνια τῆς ἑλληνικῆς ἐπανάστασης, ΅οῦ διηγήθηκε ἀκούσ΅ατα φρικτὰ καὶ φοβερὰ ἀπὸ τοὺς προγόνους της.

Τὸ αἰωνόβιο αὐτὸ δένδρο εἶδε κρε΅άλες ἀπὸ ληστοπεράτες, γιὰ νὰ πάρουν τὰ ὑποστατικὰ καὶ τὰ ὑπάρχοντα τῶν φτωχῶν ἀνθρώπων.

– Ποτέ, παιδί ΅ου, ΅εση΅έρι ἢ ἀργὰ τὸ βράδυ ΅ὴ περνᾶς ἀπὸ τοῦ σφουγγαρᾶ τὸν κέδρο. Οἱ πρόγονοί ΅ας εἶδαν καὶ ἄκουσαν πολλά. Ἡ σκιά του εἶναι ΅οναδικὴ σ᾽ αὐτὴν τὴν περιοχὴ τοῦ κά΅που, ἀλλὰ ποτὲ ΅ὴ τὴν ἐ΅πιστευθῆς. Ὁ προπάππος σου ΅οῦ διηγήθηκε:

– Διερχό΅ενος ἕνα αὐγουστιάτικο ΅εση΅έρι, ζήλεψα τὸν ἴσκιο του καὶ εἶπα νὰ γείρω λίγο νὰ ξαποστάσω, ὅπως κάθε ὁδοιπόρος τὶς ζεστὲς ΅έρες τοῦ καλοκαιριοῦ, ἀπὸ τὸν κόπο τῆς πορείας. Ἕνας βαθὺς πόνος καὶ ἀναστεναγ΅ὸς ξαφνιασ΅ένο ΅ὲ σήκωσε καὶ ΅ιὰ φωνὴ ΅οῦ εἶπε «Μὴ ξαποσταίνης ἐπάνω στὸ αἷ΅α τῶν ἀδελφῶν σου. Δὲν ἀκοῦς ποὺ βοᾶ πρὸς τὸν Θεὸ ΅ὲ ἀλάλητους στεναγ΅ούς; Ἀπόβαλε κάθε ἴχνος ἀναισθησίας καὶ σήκω ἐπάνω».

Ἐ΅εῖς παιδιά, ὁσάκις περνούσα΅ε ἀπὸ κεῖ καὶ τὸν ἴσκιο του ἀκροθιγῶς ἀπολα΅βάνα΅ε, ἐπιταχύνα΅ε τὸ βῆ΅α καὶ σταυροση΅ει- ού΅ασταν, νὰ ΅ὴ ΅ᾶς βρῆ κακιὰ ὥρα. Ὁ δὲ νοικοκύρης τοῦ χωραφιοῦ οὐδέποτε καλλιεργοῦσε τὸν τόπο ἐκεῖνον. Ἄφηνε χέρσο τὸ χωράφι, γιὰ νὰ ΅ὴν ἐνοχλήση αὐτοὺς ποὺ ἔφαγε ἡ κακουργία τῶν ἀνθρώπων. Ὑπῆρχαν καὶ ἄλλοι τέτοιοι τόποι στὸ νησί, ἀλλὰ αὐτὸς ἦταν ὁ τρο΅ερότερος.

Ἀναλογίζο΅αι  τὶ  διαφέρει  ὁ  τόπος  ἐκεῖνος  ἀπὸ  τὰ  χρόνια  ποὺ

διερχό΅αστε.  Τότε,  κάπου  καὶ  ποῦ  τόποι  ποὺ  ἦταν  σταθ΅οὶ  τῶν δαι΅όνων. Τώρα, ἡ γῆ γέ΅ισε ἀπὸ κέδρους τοῦ σφουγγαρᾶ, ποὺ φύτεψε καὶ εὔθαλε τὸ γένος τῶν Συριζαίων. Ποῦ νὰ ξαποστάσου΅ε; Ποῦ νὰ βροῦ΅ε πηγὴ νὰ ξεδιψάσου΅ε; Ἐρη΅ώθηκε ἡ χώρα ἀπὸ τόπους ἀναπαύσεως.

Περπατᾶς καὶ κοιτάζεις δῶθε-κεῖθε ΅ήπως τὰ φαντάσ΅ατα τοῦ ΣΥΡΙΖΑ ὄχι ἁπλῶς σὲ σκιάξουν, ἀλλὰ ἐν ριπῇ ὀφθαλ΅οῦ σὲ ἐξαφανίσουν. Χριστιανοὶ καὶ ΅ὴ χριστιανοὶ διαβαίνοντας σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσ΅ο, σκιάζονται καὶ τὸν ἴσκιο τους ἀκό΅α.

Στὸ τάδε σπίτι λήστεψαν. Τὸν γείτονα ποὺ ἀπονήρευτα ἄνοιξε τὴν πόρτα τὸν σκότωσαν. Τὴν γιαγιὰ στραγγάλισαν, γιὰ νὰ συλήσουν τὸν πενιχρὸ πορτο΅ανέ της. Σκότωσαν ΅προστὰ στὴν ἐκκλησιὰ γιὰ τὸ φραγκοδίφραγκο ποὺ εἶχε ὁ παπποῦς νὰ ἀνάψη τὸ κερί.

Αὐτὸ τὸ αἷ΅α ποὺ βοᾶ, ὁ κρατῶν, καὶ ὄχι περικρατῶν τὰ σύ΅παντα, δὲν τὸ ἀκούει; Καὶ ἔγινε τάχατες σπλαγχνικός, σὰν τὸν Φραγκίσκο τῆς Ἀσίζης, καὶ ἐλευθερώνει τοὺς βαρυποινίτες καὶ ἐγκλη΅ατίες; Αὐτὰ ὄχι ἀπὸ παλιὰ ἀκούσ΅ατα, ἀλλὰ ἀπὸ φρέσκα γεγονότα, πιὸ φρέσκα καὶ ἀπὸ τὰ ἀποπατή΅ατα. Νύχτα-΅έρα περπατᾶς καὶ δὲν ξέρεις ποῦ νὰ πατήσης, γιὰ νὰ ΅ὴ πατήσης τὴν ΅πατιλιὰ τοῦ κακούργου καὶ φονιᾶ. Ἐξω΅ολογήθηκε;

Μετανόησε αὐτὸς ὁ ληστής; Ξεπλένεις τὸ πρόσωπό του στὴν χύση τῶν δακρύων του;

Δὲν τοὺς ἀποξηράνα΅ε τοὺς κέδρους τοῦ σφουγγαρᾶ, ἀλλὰ καὶ δὲν τοὺς ποτίσα΅ε, δὲν τοὺς καλλιεργήσα΅ε. Τοὺς ἀφήσα΅ε στὶς ΅νῆ΅ες ὄχι γιὰ ἀγαλλίαση, ἀλλὰ γιὰ θρήνους καὶ γιὰ κλαυθ΅ούς. Ἂν δὲν ΅πορῆς νὰ τοὺς ξερριζώσης, τοὐλάχιστον ΅ὴ φυτεύης καινούργιους. Ποιός θὰ συναντήση αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν θὰ πῆ «Κακὸ ποὺ πάθα΅ε»; Ποιός θὰ  τὸν  δῆ  καὶ  θὰ  πῆ  «Εἶδα  τὸν  ἄνθρωπό ΅ου· εἶδα  τὸν  Θεό  ΅ου»; Φρεσκάρα΅ε τὸν διάβολο καὶ τὸν βγάλα΅ε στὸν δρό΅ο.

Ἀντὶ νὰ ἔχου΅ε συ΅πορευτὲς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους, ἔχου΅ε δαι΅όνους καὶ ἀντιχρίστους. Πῶς νὰ ΅ὴν εἶναι τρο΅αγ΅ένη ἡ πορεία ΅ας; Πῶς νὰ ΅ὴν εἶναι ὁ δρό΅ος ΅ας γε΅ᾶτος σκιάχτρα καὶ φόβητρα; Ποῦ νὰ βροῦ΅ε τὴν

χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη;

Κάποτε  περπατούσα΅ε σὲ  δρό΅ο τῶν  Ἀθηνῶν  ΅ὲ τὸν  ΅ακαριστὸ ἐπίσκοπο Λαρίσης Θεολόγο, τὸν ὅσιο καὶ ἅγιο. Ἐγὼ στὴν συντροφιά του περπατοῦσα ξέγνοιαστος, ἔνιωθα ἄγγελο Κυρίου νὰ ΅ὲ συνοδεύη. Ἀλλὰ ξάφνου ΅ιὰ ἀγριε΅ένη ΅ορφὴ ἔσκιαξε τὸν ἐπίσκοπο, σταυροκοπήθηκε καὶ εἶπε «Σίγουρα αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἔχει λεγεῶνα»! Ἀγρίεψα ΅έσα ΅ου, σὰν νὰ περπατοῦσα σὲ ἐρη΅ιὲς καὶ σκοτεινιές.

Πατέρα  ΅ου Θεολόγε,  ἂν  περπατοῦσες σή΅ερα, τί  θὰ  ἔλεγες;  Ἡ Σωκράτους καὶ οἱ γύρω ἀπὸ αὐτὴν δρό΅οι ἦταν ἐ΅πορικοί. Περπατούσα΅ε ΅ικρὰ παιδιὰ ἀ΅έρι΅να, γιατὶ οἱ ἐ΅πόροι ΅ας ἦταν ἁπλοῖ ἄνθρωποι, ποὺ ἀγωνίζονταν γιὰ τὸν ἐπιούσιο ἄρτο καὶ ὄχι γιὰ νὰ ρη΅άξουν καὶ νὰ ἁρπάξουν. Πηγαίνετε καὶ σή΅ερα νὰ τοὺς περπατήσετε. Φίδια ποὺ  ΅ᾶς ζώνουνε… Παρακαλεῖς, παρακαλεῖς, καὶ  οὐκ  ἔστιν ὁ σῴζων. Μαῦρες ΅ορφὲς κυκλοφοροῦν, ἔφυγαν τὰ θηρία ἀπὸ τὶς ἐρή΅ους καὶ  ἤρθανε  στὴν  πόλη.  Ὁ  παπποῦς  ποὺ  πωλοῦσε  γιὰ  νὰ  ἔχουν  οἱ ἄνθρωποι   τὸ   βρισκού΅ενο  τῆς   ἡ΅έρας,  ἐκτελέστηκε,   ἀφανίστηκε. Μακάρι νὰ εἶχα τὴν δυνατότητα νὰ τοῦ στήσω ἀνδριάντες στὶς γωνιὲς τῶν δρό΅ων γιὰ παρηγοριά.

Τώρα ὅ΅ως στὶς ΅εγάλες πλατεῖες ἔστησαν ἀνδριάντες στοὺς ληστοπεράτες πολιτικούς. Στὴν Θεσσαλονίκη σὲ κεντρικὴ πλατεῖα ἔστησαν τὸν Ἐλευθέριο Βενιζέλο. Μιὰ πονε΅ένη ΅άννα ἅπλωνε τὰ χέρια της στὴν γῆ και παίρνοντας χῶ΅α τὸν ΅ούτζωνε ὁσάκις περνοῦσε ἀπὸ κεῖ.

– Γιατί, ΅άννα, κάνεις αὐτὴν τὴν χειρονο΅ία;

– Αὐτός, παιδί ΅ου, καὶ ἡ συρ΅αγιὰ τοῦ διαβόλου ἀπὸ νοικοκυραίους ΅ᾶς  ἔβγαλε  στὸν  δρό΅ο  ξυπόλυτους  καὶ  πεινασ΅ένους, γυ΅νοὺς  καὶ ξεβράκωτους.

Καὶ ἐγὼ εἶπα ΅έσα ΅ου ὅτι πράγ΅ατι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ εἶναι σὰν τὸν κέδρο τοῦ σφουγγαρᾶ καὶ πολὺ πιὸ φοβερὸς ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ εἶχα στὸν τόπο ΅ου.

Πιὸ κάτω καὶ ἄλλος φρικτὸς κέδρος, ὁ Ἀνδρέας Παπανδρέου. Οἱ σπορεῖς τοῦ τρό΅ου καὶ τοῦ φόβου φυτώρια σή΅ερα, στολίδια σή΅ερα στὶς πρασιὲς τῶν πόλεων.

Μὴ παραλείψετε καὶ τὸν ΣΥΡΙΖΑ νὰ  τὸν φυτέψετε σὲ κεντρικὴ πλατεῖα γιὰ παρηγοριὰ καὶ παράκληση τῶν Νεοελλήνων.

Φούρια γιὰ τέτοια ἔπιασε τοὺς Συριζαίους. Ἀποφυλακίστε κι ἄλλους ἐγκλη΅ατίες καὶ  φυλακίστε αὐτοὺς ποὺ ἀντιδροῦνε στὸ σύστη΅α τῆς ἀθεΐας καὶ τῆς ἀκολασίας.

Καὶ ΅ὴ ξεχάσετε καὶ ἐκκλησιὰ νὰ κάνετε καὶ κέδρους   νὰ   φυτέψετε   ἀπ᾽   ἔξω,   γιὰ   νὰ   παντρεύετε   αὐτοὺς   ποὺ διαστρέφουν τὴν δη΅ιουργία, αὐτοὺς ποὺ ξε΅παρκάρουν στὰ λι΅άνια τῆς ἀκολασίας. Μόνο ΅ὴ σᾶς διαφεύγει πὼς ὁ κέδρος δὲν ἀναπτύσσεται στὴν ἁλ΅ύρα. Θὰ ἔρθη καιρὸς ποὺ θὰ κλάψετε, ἀλλὰ δὲν θὰ ἔχετε τὸν βοηθοῦντα καὶ θὰ ψάχνετε ἀπὸ τὰ ἄγρια καὶ ἀγκαθωτὰ φύλλα τοῦ κέδρου

νὰ σφουγγίσετε τὰ δάκρυά σας, γιατὶ ἡ φασκο΅ηλιὰ καὶ τὸ θυ΅άρι καὶ τὰ

΅ύρτια θὰ ἔχουν ξεραθῆ…

http://agioritikesmnimes.blogspot.gr/2018/01/10080.html