Παρασκευή
26 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4968RSS FEED
Βουκολικό μωσαϊκό μύθου και πραγματικότητας
Γράφει ο
Βάιος Φασούλας
Πα στις πλαγιές των Αγράφων, σ’ ένα απόμερο μικρό χωριό, ζούνε καμιά εκατοστή άνθρωποι, κτηνοτρόφοι με λίγα γιδοπρόβατα και γελάδια. Ανάμεσά τους ζει και μια πενταμελή οικογένεια: Ο πατέρας, ο Μενέλαος, ένας καλοκάγαθος και πράος τριαντάχρονος ξανθός, σαν αρχαίος θεός όμορφος άντρας, κάπου ένα και ενενήντα ύψος και δυνατός σαν γίγαντας, φτιαγμένος με πολλά μεράκια αλλά και κάμποσα χούγια, όπως έλεγε η γυναίκα του η Δέσπω.

Όμορφη εικοσιπεντάχρονη καστανομάλλα, στρουμπουλή και τραγανή με αφράτα στήθια και μητέρα τριών παιδιών. Το ένα το βυζαίνει ακόμα, το δεύτερο κάπου στα  δύο χρονών και το τρίτο κοντεύει τα τέσσερα.

Ο Μενέλαος λατρεύει την οικογένεια, τα πολλά παιδιά και αυτή η λάτρα του δημιουργεί και χούγια, έτσι που η Δέσπω, θέλει δε θέλει, έχει δεν έχει διάθεση πρέπει να κάνει τα χατίρια του άντρα της στο κρεβάτι. Αυτό πολλές φορές τους έφερνε σε καβγά γιατί ο Μενέλαος είχε μεγάλη αδυναμία στα πληθωρικά στήθη της Δέσπως και αυτή, μωρομάνα καθώς ήταν, πολλές φορές θύμωνε και ο Μενέλαος κάκιωνε.

Βέβαια η τρέχουσα κατάσταση φύλαγε τα έρμα και ο Μενέλαος απ’ τη μια είχε τα κακιώματά του με τη Δέσπω και απ’ την άλλη τη φύλαγε μην ξαναφουσκώσει πάλι η κοιλιά της. Η εποχή για πολλά παιδιά είχε περάσει.

Λίγο έξω από το χωριό ήταν το μαντρί τους φτιαγμένο με τσίγκια, πέτρες και ξύλα. Εκεί είχε ο Μενέλαος τα γιδοπρόβατά του και μια γελάδα, «Μαρούσιου» τη λέγανε, που τους έδινε το γάλα για τα παιδιά τους. Μάλιστα τώρα τελευταία η «Μαρούσιου» αναποδογύριζε την καρδάρα με το γάλα και ο Μενέλαος με δυσκολίες κατάφερνε να πηγαίνει στο σπίτι με λίγο γάλα.

Για την όμορφη κορμοστασιά του Μενέλαου έτρεμε η Δέσπω μη τον γλυκομιλήσει καμιά συγχωριανή και τον τηράξει άλλη ματιά γυναίκας, γι’ αυτό δεν τον άφηνε να πάει στη βρύση να φέρει νερό. Να όμως που μια φορά τον καλημέρισε μια αφράτη ξανθομαλλούσα συγχωριανή και η Δέσπω φαρμακώθηκε. Τρύπωσαν ιδέες στο κεφάλι της όταν είδε πως ο Μενέλαος έφερνε λίγο γάλα και η γειτόνισσα δεν είχε γελάδα. Ύστερα ο Μενέλαος δεν την πολυενοχλούσε τελευταία. Το δικό του πρόβλημα ήταν η τρέχουσα κατάσταση και η «Μαρούσιου» που του έχυνε το γάλα. Όσο για τα γαλάζια μάτια του τα είχε μόνο για τη Δέσπω, τα παιδιά του και τις δουλειές με τα ζώα του, έτσι έλεγε ση Δέσπω όταν αυτή του έκανε σκηνές ζήλειας.

Μια μέρα, κάπως ήρεμη για τη Δέσπω, αν και στην ψεσινή βραδιά χόρτασε τον Μενέλαο της και τα στήθια της τη το θυμίζουν, ωστόσο οι αμφιβολίες της ξανάρχισαν να έρχονται μπας και το γάλα το μοιράζεται με τη γειτόνισσα, γι’ αυτό και του ζήτησε να πάει να φέρει γάλα. Κι εκείνος υπακούοντας σαν μικρό παιδί ξεκίνησε για το μαντρί να αρμέξει τη γελάδα.

Κάθισε σε ένα αυτοσχέδιο καρεκλάκι, έβαλε τη καρδάρα κάτω από τα μαστάρια της γελάδας και άρχισε να τα αρμέγει: «Φραπ! Φρουπ! Φραπ! Φρουπ!» άρχισε να πέφτει το γάλα στην καρδάρα και ο Μενέλεος ευχότανε σήμερα να είχε καλλίτερη τύχη.

«Φραπ! Φρούπ!», ένα παρατεταμένο «μμμμμμουυυυυυυ! και μια κλωτσιά της γελάδας αναποδογύρισε την καρδάρα χύνοντας το γάλα. Έσφιξε τα δόντια ο Μενέλαος, πιάνει την τριχιά, δένει το πόδι της «Μαρούσιους», αρχίζει το άρμεγμα και το δεύτερο λάκτισμα στην καρδάρα έφτασε πιο δυνατό. Απτόητος ο Μενέλαος, πιάνει την καρδάρα και με μια δεύτερη τριχιά δένει και το άλλο πόδι. Με πλήρη αυτοπεποίθηση ο Μενέλαος συνέχισε τη διαδικασία του αρμέγματος μέχρι που η γελάδα με την ουρά της τίναξε την καρδάρα στον αέρα κάνοντας μούσκεμα το Μενέλαο. Ουφ! απελπίστηκε και άλλο ένα «μμμμμουυυυυ!» συμπλήρωσε την απελπισία του.

Κοίταξε στο ταβάνι τα οριζόντια ματέρια της σκεπής, τράβηξε ένα μικρό κακομούτσουνο αυτοσχέδιο τραπεζάκι πίσω ακριβώς από τη γελάδα, ανέβηκε πάνω έχοντας την ουρά στα χέρια του, έλυσε το λουρί από το πανταλόνι του δένοντας στην μια άκρη του την ουρά της «Μαρούσιους» και όπως τεντώθηκε να δέσει την άλλη άκρη του λουριού στο ματέρι, την ίδια στιγμή που ακούστηκε το βέλασμα της γελάδας και το τρίξιμο της πόρτας, του ’πεσε το παντελόνι.

-Μινέλαεεεεεε! Τι φτιαν’ σ’  αυτού αρεεεέ…, ακούστηκε στριγγιά η φωνή της Δέσπως και να σταυροκοπιέται.

Και ο Μενέλαος, αποκαμωμένος πια της απάντησε οργισμένος.

-Τι φτιάνου μαρί, δε γλεπ’σ’; Αμπδάου τη γελάδα…

Καλό υπόλοιπο καλοκαιριού και του χρόνου τέτοια εποχή ας τα λέμε


www.fasoulas.de 
vaios@fasoulas.de