Τρίτη
14 Μαΐου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4985RSS FEED
ΑΠΟ ΤΗΝ ECORYS ΚΑΙ ΤΗΝ CAMBRIDGE ECONOMETRICSΈκθεση για τα αποθέματα χαλκού στην Ευρωπαϊκή Ένωση
04/02/2012
Η παγκοσμιοποίηση, η οικονομική ανάπτυξη και η αύξηση του πληθυσμού συμβάλλουν στη δημιουργία ανταγωνισμού για φυσικούς πόρους σε όλους τους τομείς.

Οι Ευρωπαϊκές βιομηχανίες τηλεπικοινωνιών, μεταφορών, ενέργειας και άλλων τομέων της τεχνολογίας, αντιμετωπίζουν πλέον πιο έντονο ανταγωνισμό από τις ταχύτατα αναπτυσσόμενες οικονομίες. Για παράδειγμα, Κινέζικες και Ινδικές εταιρείες εξασφαλίζουν τη μακροπρόθεσμη προμήθεια φυσικών πόρων, αυξάνοντας τις επενδύσεις κεφαλαίου σε Αφρική και Λατινική Αμερική, όπου βρίσκονται μερικά από τα μεγαλύτερα αποθέματα ορυκτών και μετάλλων.

Ο συνεχιζόμενος μεσοπρόθεσμος και μακροπρόθεσμος ανταγωνισμός για πρόσβαση σε πρώτες ύλες αποτελεί μια πηγή ανησυχίας για τις Ευρωπαϊκές χώρες. Αυτές οι πρώτες ύλες όχι μόνο προσφέρουν άμεσα έσοδα από την εμπορία, παραγωγή και χρήση τους, αλλά επίσης εξασφαλίζουν τη συνεχή ανάπτυξη της κοινωνίας μας.

Οι πρώτες ύλες, και πιο συγκεκριμένα τα μη σιδηρούχα μέταλλα, όπως είναι ο χαλκός, το αλουμίνιο, το νικέλιο, το ασήμι και το βολφράμιο, που διαθέτουν μια ευρεία σειρά χαρακτηριστικών απόδοσης, είναι ζωτικής σημασίας στη τρέχουσα ανάπτυξη και την εμπορευματοποίηση των νέων τεχνολογιών, των υποδομών και των συσχετιζόμενων υπηρεσιών. 

Μια πρόσφατη έκθεση για τον «Ανταγωνισμό Βιομηχανιών Μη σιδηρούχων Μετάλλων», η οποία διενεργήθηκε από την ECORYS και την Cambridge Econometrics για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (με συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Χαλκού) αποδεικνύει ακριβώς αυτό το γεγονός.

Ο σκοπός της έρευνας ήταν, να παρέχει στην επιτροπή μια ενημερωμένη έκθεση σχετικά με τον ανταγωνισμό στη βιομηχανία μη-σιδηρούχων μετάλλων στην Ευρώπη, δηλαδή, την τωρινή κατάσταση, την πιθανή εξέλιξή της και συμβουλές για τη βελτίωσή της.

Παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα, σχετικά με τις προκλήσεις αλλά και τις ευκαιρίες που αντιμετωπίζει ο τομέας αυτός, καθώς και για τις βιομηχανίες εμπορίας (downstream) που εξαρτώνται από τις δραστηριότητες του κλάδου.

Ακολουθούν, συνοπτικά, τα πιο σημαντικά ευρήματα της έκθεσης σχετικά με τη βιομηχανία χαλκού. 

Η γεωγραφική διαθεσιμότητα των φυσικών πόρων

Λόγω της περιορισμένης ποσότητας γηγενών μεταλλευμάτων, η Ευρωπαϊκή βιομηχανία χαλκού εξαρτάται κατά μεγάλο βαθμό από την εισαγωγή πρώτων υλών. Συγκεκριμένα, από το 2000 έως το 2008, η Ευρωπαϊκή παραγωγή επεξεργασμένου χαλκού κάλυψε λίγο περισσότερο από το 60% της ζήτησης για τελική χρήση. 
Επιπλέον, παρόλο που η Ευρώπη είναι πλούσια σε αποθέματα ανακυκλώσιμων υλών, η βιομηχανία ανακύκλωσης χαλκού αντιμετωπίζει υψηλό ανταγωνισμό από την Κίνα και την Ινδία για να τα εξασφαλίσει. Οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν χαμηλότερο κόστος ανάκτησης χαλκού και είναι σε θέση να προσφέρουν καλύτερη τιμή για scrap. Σαν αποτέλεσμα το 2009, σχεδόν ένα εκατομμύριο τόνοι scrap χαλκού εξήχθησαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Τιμολόγηση και παράγοντες κόστους

Σε αντίθεση με άλλες βιομηχανίες, η τιμή των μη-σιδηρούχων μετάλλων καθορίζεται, όχι από τους παραγωγούς, αλλά βάσει της παγκόσμιας προσφοράς και ζήτησης, που ελέγχεται από τα χρηματιστήρια μεταλλευμάτων του Λονδίνου, της Σαγκάης και του Σικάγο.

Συνεπώς, τα επίπεδα ανταγωνιστικότητας ενός παραγωγού χαλκού διαμορφώνονται περισσότερο από τη δομή του κόστους και λιγότερο από την τιμολόγηση των προϊόντων του.

Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η βιομηχανία έχει ανάγκες κεφαλαίων, πόρων και έντασης ενέργειας, αυτό το συμπέρασμα αποτελεί  θεμελιώδη πρόκληση για τη βιομηχανία στην Ευρώπη.

Οι παραγωγοί χαλκού είναι ευάλωτοι απέναντι στις υψηλές τιμές ενέργειας και τις πολυάριθμες περιβαλλοντικές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως είναι το Σύστημα Εμπορίας Ρύπων (Emissions Trading Scheme - ETS), ο κανονισμός για την διαχείριση περιβαλλοντικών αποβλήτων και ο Κανονισμός για τη διαχείριση χημικών προϊόντων (REACH), σε αντίθεση με άλλες γεωγραφικές περιοχές όπου τα επίπεδα κοινωνικής και περιβαλλοντικής προστασίας είναι σαφώς χαμηλότερα.

Σύμφωνα με την έκθεση, αυτό το γεγονός αποτελεί μια ιδιαίτερη πρόκληση, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή βιομηχανία χαλκού διαθέτει ήδη υψηλά επίπεδα εξοικονόμησης ενέργειας, σε ποσοστά που φτάνουν το 50% από το 1996.

Οι επενδυτικές τάσεις στην πρωτογενή παραγωγή Η πραγματικότητα είναι εμφανής με την μεταφορά της πρωτογενούς παραγωγής μη-σιδηρούχων μετάλλων σε περιοχές με φθηνότερο κόστος και μακροπρόθεσμες ενεργειακές λύσεις.

Η Μέση Ανατολή, για παράδειγμα, ακολουθεί μια συγκεκριμένη πολιτική για να διαφοροποιήσει την οικονομία της, προσελκύοντας δραστηριότητες βιομηχανιών με υψηλή ένταση ενέργειας, ενώ η Κίνα κατασκευάζει γρήγορα και αποτελεσματικά χυτήρια μεγάλης κλίμακας και υψηλής αποδοτικότητας. 

Εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχουν λίγα στοιχεία σημαντικών επενδύσεων στον τομέα παραγωγής πρώτης ύλης (upstream), όπου οι αυξανόμενες δαπάνες περιβαλλοντικής συμμόρφωσης, σε συνδυασμό με την αστάθεια και την αβεβαιότητα σε θέματα ενεργειακής πολιτικής, λειτουργούν ως εμπόδια για την ανάπτυξη. 

Επισκόπηση, πλεονεκτήματα και απαραίτητες δράσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η στενή σχέση των παραγωγών χαλκού με τους πελάτες τους αποτελεί παραδοσιακά ένα δυνατό σημείο του τομέα. Τα τελευταία χρόνια, όμως, οι «αλυσίδες αξιών» έχουν αρχίσει να διασπώνται καθώς η πρωτογενής παραγωγή μεταφέρεται εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όσον αφορά στην παραγωγή μετάλλων, οι επενδύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετίζονται πλέον περισσότερο με την ανακύκλωση και τη δευτερογενή παραγωγή, με εξειδικευμένες εγκαταστάσεις επεξεργασίας πολύπλοκων υλικών στο τέλος της ζωής τους.

Η στενή προσέγγιση με μερικούς από τους πιο απαιτητικούς χρήστες προϊόντων από μη-σιδηρούχα μέταλλα σε παγκόσμιο επίπεδο (π.χ. Η Ευρωπαϊκή βιομηχανία αυτοκίνητων και αεροδιαστημικής) έχουν ωθήσει τη βιομηχανία στην ανάπτυξη και παραγωγή υψηλής ποιότητας, εξειδικευμένων και τεχνολογικά προηγμένων λύσεων.

Αυτού του τύπου η πρωτοπορία, που οδηγεί σε καλύτερης ποιότητας και μεγαλύτερης αξίας προϊόντα, είναι ζωτικής σημασίας αν η Ευρωπαϊκή βιομηχανία ευελπιστεί να ανταγωνιστεί με τις χαμηλότερου κόστους αγορές των αναπτυσσόμενων χωρών.   

Τέλος, η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ανταλλαγή, μεταξύ μιας, συνεχώς αυξανόμενης, εξάρτησης σε εισαγωγές πρώτης ύλης έναντι της διατήρησης περισσότερης πρωτογενούς παραγωγής εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα ήταν πιο ξεκάθαρη στην περίπτωση που τα μακροπρόθεσμα ζητήματα σχετικά με το Σύστημα Εμπορίας Ρύπων και τα ενεργειακά κόστη θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν έγκαιρα και αποτελεσματικά.