Πέμπτη
9 Μαΐου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4980RSS FEED
Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα και Ατομικής Ενέργειας
Γράφει ο
Γιάννης Βασιλείου

       Η αναζήτηση μιας καρποφόρου ενεργειακής στρατηγικής έχει τις ρίζες της σχεδόν 70 χρόνια πριν, δηλαδή στη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τότε που η «Γηραιά Ήπειρος» πάσχιζε κυριολεκτικά με νύχια και με δόντια ν’ αναγεννηθεί από τις στάχτες της.

       Τότε άρχισε δειλά δειλά ν’ αχνοφαίνεται ο σπόρος που αργότερα θα οδηγούσε στην Ευρωπαϊκή Ενοποίηση. Η πυρηνική ενέργεια, ο άνθρακας και ο χάλυβας αποτέλεσαν τις βάσεις επάνω στις οποίες έλαβαν σάρκα και οστά οι πρώτες Ευρωπαϊκές Συνθήκες, δηλαδή α) η Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (Συνθήκη ΕΚΑΧ), που το 2002 μετεξελίχθηκε σε πολιτική της ΕΕ και β) η Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (Συνθήκη Ευρατόμ), η οποία ισχύει ως τις μέρες μας (Βασιλείου, 2013α, 2013β, και 2014α· Berstein και Milza, 1992· Eriksson, 2011· Εγκυκλοπαίδεια Δομή· Εγκυκλοπαίδεια «Ο Σύμβουλος των Νέων»· Ευρωπαϊκή Επιτροπή/Ενέργεια, 2015· Ιωακειμίδης, 1995· Langsdorf, 2011· Ντε Γκωλ, 1970· Nugent, 2012· Παγκόσμια Ιστορία Α΄, 1990· Παγκόσμια Ιστορία Β΄, 1990· Purnell Ιστορία του 20ου Αιώνος, 1968· Τσινισιζέλης, 1995· Χεκίμογλου, 2013).

       Η υπογραφή της Συνθήκης για την ίδρυση της ΕΚΑΧ έλαβε χώρα στο Παρίσι στις 18 Απριλίου 1951 και τέθηκε σ’ εφαρμογή στις 23 Ιουλίου 1952, για περιορισμένη διάρκεια 50 ετών. Η ισχύς της τερματίστηκε στις 23 Ιουλίου 2002. Σύμφωνα μ’ αυτήν, η Δυτική Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο, συνενώνονταν σε μια Κοινότητα με κύρια επιδίωξη την ελεύθερη κυκλοφορία άνθρακα και χάλυβα, σε συνδυασμό με μια ελεύθερη πρόσβαση στις πηγές παραγωγής. Η διαφάνεια των τιμών, η αγορά και η ορθή τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού, εποπτεύονταν από μια κοινή Ανώτατη Αρχή. Πέραν τούτου, η κοινή αγορά που προβλεπόταν από τη συνθήκη, ξεκίνησε τη λειτουργία της στις 10 Φεβρουαρίου 1953 όσον αφορά τον άνθρακα, τα παλιοσίδερα και τα σιδηρομεταλλεύματα και την 1η Μαΐου 1953 όσον αφορά το χάλυβα (Βασιλείου, 2013α, 2013β, και 2014α· Berstein και Milza, 1992· Εγκυκλοπαίδεια Δομή· Εγκυκλοπαίδεια «Ο Σύμβουλος των Νέων»· EUR-Lex/ΕΚΑΧ, 2010· Europa/Συνθήκες της ΕΕ, 2016· Ντε Γκωλ, 1970· Παγκόσμια Ιστορία Α΄, 1990· Παγκόσμια Ιστορία Β΄, 1990· Purnell Ιστορία του 20ου Αιώνος, 1968).

       Η σύσταση της ΕΚΑΧ, υποστηρίχτηκε μ’ ένθερμο τρόπο τόσο από τον πρωτοπόρο του Γαλλικού μεταπολεμικού προγραμματισμού Ζαν Μονέ, όσο και από τον Υπουργό Εξωτερικών της Γαλλίας (1948-1952) Ρομπέρ Σουμάν. Ειδικά ο τελευταίος, με τη δήλωσή του στις 9 Μαΐου 1950, πρότεινε να τεθεί η Γαλλογερμανική παραγωγή άνθρακα και χάλυβα υπό μια κοινή Ανώτατη Αρχή στα ευρύτερα πλαίσια μιας οργάνωσης ανοιχτής για τη συμμετοχή και λοιπών Ευρωπαϊκών κρατών. Βέβαια, μόνο τέσσερα κράτη ανταποκρίθηκαν (η Ιταλία και τα τρία κράτη της Μπενελούξ), αλλά η ουσία ήταν ότι η διαπραγμάτευση μιας συνθήκης είχε αισίως ξεκινήσει. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μονέ ήταν μάλλον αντίθετος για μια τέτοια συνθήκη, καθώς επιθυμούσε έναν πιο απλό μηχανισμό, θα λέγαμε τεχνοκρατικού χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, τα έξι ιδρυτικά κράτη-μέλη αρνήθηκαν την αποδοχή ενός απλού σχεδίου και τελικά κατέληξαν σε συμφωνία σε 100 περίπου άρθρα (Εγκυκλοπαίδεια Δομή· EUR-Lex/ΕΚΑΧ, 2010· Παγκόσμια Ιστορία Α΄, 1990· Παγκόσμια Ιστορία Β΄, 1990· Purnell Ιστορία του 20ου Αιώνος, 1968).

       Χρονολογικά, βρισκόμαστε λίγο μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ τονίζεται ότι ακόμα δεν έχουν λησμονηθεί οι τραγικές μνήμες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σ’ ολόκληρη την Ευρώπη υπάρχει έκδηλη ανησυχία, όχι μόνο για την ούτως ή άλλως δύσκολη οικονομική ανασυγκρότηση, αλλά και για την εξασφάλιση της ειρήνης (Berstein και Milza, 1992· Εγκυκλοπαίδεια Δομή· Εγκυκλοπαίδεια «Ο Σύμβουλος των Νέων»· EUR-Lex/ΕΚΑΧ, 2010· Ντε Γκωλ, 1970· Παγκόσμια Ιστορία Α΄, 1990· Παγκόσμια Ιστορία Β΄, 1990· Purnell Ιστορία του 20ου Αιώνος, 1968).

       Άρα, η σκέψη να τεθεί η Γαλλογερμανική παραγωγή άνθρακα και χάλυβα υπό μια κοινή αρχή δεν προέκυψε μονάχα από οικονομικούς λόγους, αλλά θα υποστηρίζαμε περισσότερο από πολιτικούς, αν σκεφτούμε ότι οι δυο αυτές πρώτες ύλες βρίσκονταν στη βάση της βιομηχανίας και σαν συνέπεια της ισχύος, τόσο της Γαλλίας, όσο και της Δυτικής Γερμανίας. Επιδίωξη καθίστατο η πολυπόθητη εδραίωση μιας Γαλλογερμανικής αλληλεγγύης, η οποία ήταν πολύ πιθανό να οδηγήσει σε διαρκή ειρήνη και να θέσει τα θεμέλια για ταχύτερη και βαθύτερη μελλοντική Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση. Επισημαίνεται ότι οι ρίζες της ΕΚΑΧ βρίσκονταν στην πεποίθηση ότι μια στενότερη αλληλεξάρτηση στους κλάδους του άνθρακα και του χάλυβα, θα μπορούσε να καταστήσει αδύνατο για ένα κράτος το να κινητοποιήσει τις ένοπλες δυνάμεις του, χωρίς να το γνωρίζουν τα υπόλοιπα κράτη (Εγκυκλοπαίδεια Δομή· EUR-Lex/ΕΚΑΧ, 2010· Europa/Συνθήκες της ΕΕ, 2016· Ντε Γκωλ, 1970· Παγκόσμια Ιστορία Α΄, 1990· Παγκόσμια Ιστορία Β΄, 1990· Purnell Ιστορία του 20ου Αιώνος, 1968).

       Την περίοδο εκείνη, οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πίστευαν ότι η από κοινού διαχείριση της παραγωγής άνθρακα και χάλυβα, θα καθιστούσε μελλοντικά ένα Γαλλογερμανικό πόλεμο «όχι μόνον αδιανόητο, αλλά και υλικά αδύνατο», σύμφωνα με τη Διακήρυξη Σουμάν. Επιπροσθέτως, επικρατούσε η αντίληψη ότι η αποτελεσματικότερη δυνατή συγχώνευση των οικονομικών συμφερόντων θα συνέβαλλε θετικά στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και θ’ αποτελούσε καίριο προωθητικό παράγοντα για το στόχο της Ενοποίησης (Europa/Η Διακήρυξη Σουμάν, 2016).

       Παρά το γεγονός ότι η ΕΚΑΧ στην αρχή συστάθηκε με στόχο τη μεγιστοποίηση της παραγωγής άνθρακα και χάλυβα, στη συνέχεια έπρεπε να διευθύνει αποτελεσματικά τους τρόπους υποχώρησης του άνθρακα, ενώπιον της προέλασης της ατομικής ενέργειας, του πετρελαίου και των φυσικών αερίων (Purnell Ιστορία του 20ου Αιώνος, 1968). Το έργο αυτό δεν ήταν εύκολο, αλλά σε καμία περίπτωση οι δυσχέρειες εκείνες δεν υποβαθμίζουν τον αξιολογότατο ρόλο της, αφού κατά γενική ομολογία υπήρξε λαμπρός πιονέρος τόσο για την ενεργειακή πολιτική, όσο και για την προαγωγή μιας καινοτόμου για την εποχή μεθόδου συνεργασίας.      

       Στα πλαίσια της Συνθήκης των Παρισίων του 1951, τα έξι προαναφερθέντα κράτη επεδίωξαν να δημιουργήσουν στην ουσία νέες αρχές, με περιορισμένες θα λέγαμε λειτουργίες, αλλά πραγματικές εξουσίες υπερεθνικού χαρακτήρα (Purnell Ιστορία του 20ου Αιώνος, 1968). Τα κυριότερα θεσμικά όργανα που δημιουργήθηκαν από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ ήταν α) η Ανώτατη Αρχή, β) η Κοινή Συνέλευση, γ) το Συμβούλιο Υπουργών και δ) το Δικαστήριο (EUR-Lex/ΕΚΑΧ, 2010· Nugent, 2012), ενώ υποστηρίζουμε ότι αυτός ακριβώς ο υπερεθνικός χαρακτήρας της ΕΚΑΧ δημιούργησε ικανοποίηση στα κράτη-μέλη και τα έκανε ν’ ατενίσουν με μεγαλύτερη αισιοδοξία το ενεργειακό μέλλον.

       Σύμφωνα με την ιδρυτική συνθήκη, η ΕΚΑΧ διέθετε εξουσίες με κύριες επιδιώξεις α) τη διατήρηση του ελεύθερου ανταγωνισμού μεταξύ κρατών-μελών (καθοριστική συνιστώσα για τη φιλοσοφία και τις λειτουργίες της) και β) τον εύρυθμο συντονισμό για την πολιτική ενεργειακής ανάπτυξης της κάθε χώρας. Η ΕΚΑΧ κατάφερε σε πρώτη φάση να καταργήσει όχι μόνο όλους τους ποσοτικούς περιορισμούς, αλλά και τους τελωνειακούς δασμούς. Επιπλέον, καθορίστηκε ένα εναρμονισμένο εξωτερικό δασμολόγιο, ενώ πραγματοποιήθηκαν σημαίνουσες συμφωνίες με τρίτες χώρες όπως α) εκείνες με την Αυστρία και την Ελβετία, σχετικά με τα τιμολόγια των διεθνών μεταφορών για τα προϊόντα της ΕΚΑΧ και β) εκείνη με τη Μεγάλη Βρετανία, με σκοπό την εξίσωση των αντίστοιχων δασμολογίων για διάφορα σιδηρουργικά προϊόντα (Εγκυκλοπαίδεια Δομή). 

       Μια άλλη αξιομνημόνευτη πρωτοβουλία υπήρξε ο καθορισμός της προσφυγής στην «αμοιβαία συνδρομή», η οποία επέτρεπε σε μια χώρα να ελέγχει τις εισαγωγές της από άλλα κράτη-μέλη. Το 1965, με τη Συνθήκη Συγχώνευσης (γνωστή και ως Συνθήκη των Βρυξελλών), επήλθε η ενοποίηση των οργάνων άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας. Η σπουδαιότητα της συνθήκης αυτής έγκειτο στο ότι η συγχώνευση των θεσμικών οργάνων της ΕΚΑΧ, της ΕΟΚ και της Ευρατόμ οδήγησε στην ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ουσιαστικά, με τη συνθήκη αυτή αντικαταστάθηκαν α) τα τρία Συμβούλια Υπουργών (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) και β) η Ανώτατη Αρχή (ΕΚΑΧ) και οι δυο Επιτροπές (ΕΟΚ, Ευρατόμ), μ’ ενιαίο Συμβούλιο και ενιαία Επιτροπή, ενώ στα πλαίσια της διοικητικής αυτής συγχώνευσης προστέθηκε ένας ενιαίος προϋπολογισμός λειτουργίας (Εγκυκλοπαίδεια Δομή· Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο/Το Κοινοβούλιο, 2016· EUR-Lex/ΕΟΚ, 2010).

       Η υπογραφή της συνθήκης έλαβε χώρα στις Βρυξέλλες στις 8 Απριλίου 1965, ενώ η έναρξη ισχύος ορίστηκε για την 1η Ιουλίου 1967 (Εγκυκλοπαίδεια Δομή· Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο/Το Κοινοβούλιο, 2016· EUR-Lex/ΕΟΚ, 2010). Έτσι λοιπόν, μετά την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης Συγχώνευσης, η Επιτροπή και το Συμβούλιο αποτελούν κοινά όργανα και για τις τρεις Κοινότητες (ΕΟΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ), ενώ επιβάλλεται και η αρχή της δημοσιονομικής ενότητας (EUR-Lex/ΕΟΚ, 2010).

       Περιγράφοντας αυτές τις μεταβολές, διαπιστώνουμε τη βαρύτητα της Συνθήκης Συγχώνευσης για τη μετέπειτα εξέλιξη της Ένωσης. Η δημιουργία ενός ενιαίου Συμβουλίου και μιας ενιαίας Επιτροπής για τις τρείς Ευρωπαϊκές Κοινότητες της περιόδου εκείνης (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ), αποτέλεσε βαθιά τομή, καθώς συνέβαλε σε μια πιο ορθολογική λειτουργία των θεσμικών οργάνων. Η Συνθήκη Συγχώνευσης καταργήθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ (Europa/Συνθήκες της ΕΕ, 2016).

       Όπως ακριβώς προβλεπόταν, η Συνθήκη ΕΚΑΧ έληξε μισό αιώνα μετά την έναρξη ισχύος της. Συνοπτικά, αναφέρουμε ότι πριν την κατάργησή της είχε υποστεί ορισμένες τροποποιήσεις με τις εξής συνθήκες: α) Συνθήκη Συγχώνευσης (Βρυξέλλες, 1965), β) συνθήκες που επέφεραν τροποποιήσεις σε δημοσιονομικές διατάξεις (1970 και 1975), γ) Συνθήκη για τη Γροιλανδία (1984), δ) Συνθήκη για την ΕΕ (ΣΕΕ, Μάαστριχτ, 1992), ε) Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1986), στ) Συνθήκη του Άμστερνταμ (1997), ζ) Συνθήκη της Νίκαιας (2001) και η) συνθήκες προσχώρησης (1972, 1979, 1985 και 1994) (EUR-Lex/ΕΚΑΧ, 2010).

       Μπορεί η ίδρυση της ΕΚΑΧ (Εγκυκλοπαίδεια Δομή· Ντε Γκωλ, 1970· Παγκόσμια Ιστορία Α΄, 1990· Παγκόσμια Ιστορία Β΄, 1990· Purnell Ιστορία του 20ου Αιώνος, 1968) να έγινε δεκτή με χαμόγελα και οι προβλέψεις για βαθύτερη ενοποίηση να φαίνονταν ευοίωνες, αλλά η αποτυχία της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας (ΕΑΚ) το 1954 μετρίασε τον ενθουσιασμό και δημιούργησε επιπλέον αμφιβολίες, όχι μόνο για το μέλλον της ΕΚΑΧ, αλλά και για τις περαιτέρω προοπτικές μιας ενωμένης Ευρώπης (EUR-Lex/Ευρατόμ, 2007).

       Σύμφωνα με τους Berstein και Milza (1992), η αποτυχία της ΕΑΚ έκανε την οικοδόμηση της Ευρώπης να μοιάζει τρόπον τινά «καταδικασμένη», όσο υπερβολικός και αν ακούγεται ο χαρακτηρισμός. Γεγονός πάντως είναι ότι μ’ εξαίρεση την ΕΚΑΧ, κάθε άλλη πρωτοβουλία ή προσπάθεια σύστασης υπερεθνικών εξουσιών απέτυχε παταγωδώς. Επίσης, οι Berstein και Milza (1992) διατυπώνουν την άποψη ότι τόσο η ίδρυση της ΕΚΑΧ, όσο και η σύναψη της ιδρυτικής συνθήκης της ΕΑΚ, διευκολύνθηκαν ακριβώς λόγω της μεγάλης έντασης που δημιουργήθηκε μεταξύ Δύσης και Ανατολής κατά τον πόλεμο της Κορέας.

       Το τεταμένο ψυχροπολεμικό διεθνές κλίμα θα ήταν αδύνατο να μην επηρεάσει τα Ευρωπαϊκά πολιτικά και οικονομικά δρώμενα. Η ματαίωση της επικύρωσης της ιδρυτικής συνθήκης της ΕΑΚ είχε τις ρίζες της στο «ξεπάγωμα» (όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι δυο προαναφερθέντες συγγραφείς), το οποίο έλαβε χώρα ύστερα από το θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν, ενώ η κρίση στο Σουέζ και τα γεγονότα της Ουγγαρίας φανέρωσαν με τον πλέον έκδηλο τρόπο την ενεργειακή εξάρτηση της «Γηραιάς Ηπείρου». Σ’ εκείνη την περίοδο εντάθηκε η πεποίθηση ότι μόνο μια ενωμένη Ευρώπη θα μπορούσε να διαθέτει βαρύνουσα οντότητα στα διεθνή δρώμενα και κατά τη γνώμη μας η άποψη αυτή απεδείχθη πέρα για πέρα αληθής (Berstein και Milza, 1992).

       Τον Ιούνιο του 1955, η Διάσκεψη της Μεσσήνης (Σικελία) προσπάθησε να ενθαρρύνει και να στηρίξει τις προσπάθειες για είσοδο σ’ ανοιχτό δρόμο προς την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση. Χαρακτηριστικό είναι ότι μετά τη διάσκεψη, ξεκίνησε ένας συστηματικός κύκλος συνεδριάσεων, όχι μόνο σ’ επίπεδο εμπειρογνωμόνων, αλλά και υπουργών. Η Διάσκεψη της Μεσσήνης αποτέλεσε νέα αφετηρία για το Ευρωπαϊκό όνειρο, που κατά μία έννοια πληγώθηκε με την αποτυχία της ΕΑΚ και ταυτόχρονα μια επανεκκίνηση για την Ενοποίηση, η οποία ναι μεν φαινόταν σαν ένα μη ανέφικτο εγχείρημα, αλλά με μεγάλες δυσκολίες. Στις αρχές του 1956 έλαβε χώρα ένα αποφασιστικό βήμα. Συγκροτήθηκε προπαρασκευαστική επιτροπή για να καταρτίσει έκθεση που θ’ αναφερόταν στη δημιουργία Ευρωπαϊκής κοινής αγοράς. Η επιτροπή εκείνη συνεδρίαζε στις Βρυξέλλες, υπό την προεδρία του Πολ-Ανρί Σπάακ, ο οποίος ήταν Υπουργός Εξωτερικών του Βελγίου και παράλληλα μια διακεκριμένη πολιτική προσωπικότητα της εποχής. Τον Απρίλιο του 1956, η επιτροπή κατέληξε στην πρόταση δυο σχεδίων, τα οποία αντιστοιχούσαν σαφώς στις δυο επιλογές των κρατών, δηλαδή τη δημιουργία μιας γενικευμένης κοινής αγοράς και μιας κοινότητας ατομικής ενέργειας. Αυτά ήταν τα βήματα που οδήγησαν στις Συνθήκες της Ρώμης. Στις 25 Μαρτίου 1957, υπεγράφησαν οι τελευταίες, με σκοπό την αποτελεσματική επέκταση της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, ώστε να περιλαμβάνει και μια γενική οικονομική συνεργασία. Η πρώτη ίδρυσε την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), ενώ η δεύτερη την Ευρατόμ. Και οι δυο συνθήκες τέθηκαν σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1958 (Εγκυκλοπαίδεια Δομή· EUR-Lex/Ευρατόμ, 2007· Europa/Συνθήκες της ΕΕ, 2016· Παγκόσμια Ιστορία Α΄, 1990· Παγκόσμια Ιστορία Β΄, 1990· Purnell Ιστορία του 20ου Αιώνος, 1968).

       Η Συνθήκη Ευρατόμ αρχικά θεσπίστηκε για το θετικό συντονισμό των ερευνητικών προγραμμάτων των χωρών, με στόχο την ορθή και κυρίως ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας. Στις μέρες μας διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο όσον αφορά την από κοινού χρήση υποδομών, γνώσεων και χρηματοδοτικών πόρων της πυρηνικής ενέργειας, ενώ παράλληλα εξασφαλίζει την πολυπόθητη (όσο και δύσκολη) ασφάλεια εφοδιασμού με ατομική ενέργεια, στα πλαίσια ενός κεντρικού συστήματος ελέγχου (Βασιλείου, 2013α, 2013β, και 2014α· Εγκυκλοπαίδεια Δομή· Εγκυκλοπαίδεια «Ο Σύμβουλος των Νέων»· EUR-Lex/Ευρατόμ, 2007· Παγκόσμια Ιστορία Α΄, 1990· Παγκόσμια Ιστορία Β΄, 1990· Purnell Ιστορία του 20ου Αιώνος, 1968).

       Ένα από τα ακανθώδη προβλήματα που αντιμετώπιζαν στη δεκαετία του ΄50 η Δυτική Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο, ήταν η έλλειψη «παραδοσιακής» ενέργειας. Στράφηκαν μάλλον αναμενόμενα στην πυρηνική ενέργεια, με σκοπό μια «ενεργειακή ανεξαρτησία». Επισημαίνεται ότι το επενδυτικό κόστος της πυρηνικής ενέργειας υπερέβαινε τις δυνατότητες των μεμονωμένων χωρών και γι’ αυτό τα έξι αυτά κράτη ένωσαν τις δυνάμεις τους για τη δημιουργία της Ευρατόμ (EUR-Lex/Ευρατόμ, 2007).

       Επιδίωξη της συνθήκης αποτελεί η καίρια συμβολή τόσο στα πλαίσια της δημιουργίας, όσο και της ανάπτυξης Ευρωπαϊκών πυρηνικών βιομηχανιών για α) να δύνανται όλα ανεξαιρέτως τα κράτη-μέλη να επωφεληθούν μ’ αποδοτικό τρόπο από την ανάπτυξη της ατομικής ενέργειας και β) την ασφάλεια εφοδιασμού, η οποία αποτελεί ως τις μέρες μας όχι μόνο ιδιαιτέρως ευαίσθητο ζήτημα, αλλά και ζωτικής σημασίας παράγοντα για επίτευξη μιας ισορροπημένης ενεργειακής πολιτικής. Ταυτόχρονα, η συνθήκη παρέχει εγγυήσεις για την ασφάλεια του πληθυσμού, ενώ αποτρέπει τη χρησιμοποίηση πυρηνικών υλικών για στρατιωτικούς σκοπούς. Όπως προαναφέρθηκε, το πεδίο της Ευρατόμ περιορίζεται στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας για «μη στρατιωτική και ειρηνική χρήση», φράση που συμπυκνώνει ολόκληρη τη φιλοσοφία της συνθήκης (EUR-Lex/Ευρατόμ, 2007). Η φράση αυτή αποτυπώνει όχι μόνο τις πληγές που άφησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά και μια υποβόσκουσα αγωνία μήπως επαναληφθούν πολεμικές συγκρούσεις με προηγμένα πυρηνικά όπλα, γεγονός που πιθανότατα θα καταδίκαζε την ανθρωπότητα σ’ αφανισμό.      

       Όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής, στόχος της συνθήκης Ευρατόμ αποτελεί η από κοινού χρήση του δυναμικού των πυρηνικών βιομηχανιών των κρατών-μελών. Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι σ’ αυτό το πλαίσιο η συνθήκη εφαρμόζεται για ορισμένες οντότητες, όπως α) τα κράτη-μέλη, β) τα φυσικά πρόσωπα και γ) οι επιχειρήσεις ή οι οργανισμοί δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, που δραστηριοποιούνται μερικώς ή συνολικώς σ’ έναν τομέα ο οποίος καλύπτεται από τη συνθήκη (ειδικά σχάσιμα υλικά, αρχικά υλικά και μεταλλεύματα από τα οποία εξάγονται τα αρχικά υλικά) (EUR-Lex/Ευρατόμ, 2007).

       Τα κυριότερα θεσμικά όργανα που προέκυψαν από τις Συνθήκες ΕΟΚ και Ευρατόμ ήταν α) η Επιτροπή, β) η Συνέλευση, γ) το Συμβούλιο Υπουργών και δ) το Δικαστήριο. Εξετάζοντας τη Συνθήκη Ευρατόμ, παρατηρούνται ομοιότητες με τη Συνθήκη ΕΟΚ όσον αφορά το θεσμικό πλαίσιο, αφού είναι βασισμένο στο τρίπτυχο Επιτροπή-Συμβούλιο-Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αυτό σημαίνει ότι η εκτέλεση των καθηκόντων, τα οποία ανατίθενται στην Κοινότητα, διασφαλίζεται, όχι μόνο από την Επιτροπή, το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά και από το Ελεγκτικό Συνέδριο και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Οι ενέργειες του εκάστοτε θεσμικού οργάνου περιορίζονται μέσα στα όρια των αρμοδιοτήτων, τα οποία του ανατίθενται από τη συνθήκη και υπογραμμίζεται ότι τόσο η Επιτροπή, όσο και το Συμβούλιο επικουρούνται από μια Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή που ασκεί συμβουλευτικό έργο. Πέραν αυτού, τα κοινοτικά θεσμικά όργανα είναι υπεύθυνα, όχι μόνο για την εφαρμογή της συνθήκης, αλλά και για τους δυο (εξέχουσας σημασίας) οργανισμούς της Ευρατόμ, δηλαδή α) τον Οργανισμό Ελέγχου Διασφαλίσεων (που είναι επιφορτισμένος με την εύρυθμη διενέργεια φυσικών και λογιστικών ελέγχων σ’ όλες τις πυρηνικές εγκαταστάσεις της Κοινότητας) και β) τον Οργανισμό Εφοδιασμού (EUR-Lex/Ευρατόμ, 2007· Nugent, 2012).

       Φαίνεται ότι η Συνθήκη ΕΚΑΧ αποτέλεσε πρότυπο για τις Συνθήκες ΕΟΚ και Ευρατόμ (όσον αφορά το θεσμικό πλαίσιο), αλλά υπήρξαν διαφοροποιήσεις και διακρίνεται στροφή από τα υπερεθνικά χαρακτηριστικά, στα περισσότερο διακυβερνητικά. Πιο συγκεκριμένα, το Συμβούλιο Υπουργών διέθετε περισσότερες εξουσίες απ’ αυτό της ΕΚΑΧ και ήταν το κυριότερο όργανο στα πλαίσια λήψης αποφάσεων, ενώ η Επιτροπή ουσιαστικά πήρε τη θέση της Ανώτατης Αρχής. Πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή διέθετε την κύρια νομοθετική πρωτοβουλία, ορισμένες αρμοδιότητες για την εφαρμογή των πολιτικών και κάποιες εξουσίες όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων. Δεν είχε όμως (και αυτό είναι πολύ σημαντικό) την εξουσία της Ανώτατης Αρχής στα πλαίσια της δυνατότητας επιβολής αποφάσεων στα κράτη-μέλη. Στις 25 Μαρτίου 1957 υπεγράφη Σύμβαση, σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο και η Συνέλευση θα ήταν κοινά όργανα και για τις τρεις Κοινότητες (EUR-Lex/Ευρατόμ, 2007· Nugent, 2012).

         

      

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βασιλείου, Ιωάννης (2013α), Ευρωπαϊκή Ενοποίηση-Μια Διαδικασία Σύγκλισης ή Απόκλισης; (Αθήνα: Historical Quest). 

Βασιλείου, Ιωάννης (2013β), «1980-1999, Ευρωπαϊκή Ένωση: Η Εποχή της Άνδρωσης και της Διεύρυνσης», Από τη Νέα Ευρώπη του Χίτλερ Στην Ευρωζώνη της Μέρκελ, Τόμος Α΄, Ιστορικό Αρχείο του «Επενδυτή», σελ. 76-95.

Βασιλείου, Ιωάννης (2014α), Ευρωπαϊκή Ενοποίηση-Μια Διαδικασία Σύγκλισης ή Απόκλισης; (Β΄ Έκδοση-Ειδική Έκδοση Για Πανεπιστήμια) (Αθήνα: Historical Quest). 

Βασιλείου, Ιωάννης (2014β), Το Παρόν και το Μέλλον της Γεωργικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Αθήνα: Historical Quest). 

Βασιλείου, Ιωάννης (2015), Η Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης-Μια Κριτική Προσέγγιση (Αθήνα: Historical Quest).

Berstein, Serge και Milza, Pierre (1992), Ιστορία της Ευρώπης 3. Διάσπαση και Ανοικοδόμηση της Ευρώπης, 1919 έως Σήμερα (Τίτλος πρωτότυπου: Histoire de l’ Europe. Déchirures et reconstruction de l’ Europe, 1919 à nos jours-Η μετάφραση έγινε από την γαλλική γλώσσα) (Παρίσι: Hatier, 1992, Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια για την ελληνική γλώσσα/πρώτη έκδοση: Απρίλιος 1997).  

Εγκυκλοπαίδεια Δομή, Τόμος 10 (Αθήνα: Εκδόσεις «Δομή»).

Εγκυκλοπαίδεια «Ο Σύμβουλος των Νέων», Τόμοι 4 και 12 (Αθήνα: Εκδόσεις Άτλας).

Eriksson, Roger (2011), “The European Energy Policy-Framing of Energy Security in the European Union”, Lund University, Department of Political Science (Spring term 2011), διαθέσιμο σε http://lup.lub.lu.se/luur/download?func=downloadFile&recordOId=2063691&fileOId=2063692 (πρόσβαση στις 30/9/16).

Ευρωπαϊκή Επιτροπή/Ενέργεια (2015), «Η Ευρωπαϊκή Ένωση με απλά λόγια-Ενέργεια-Μια βιώσιμη, ασφαλής και οικονομικά προσιτή ενέργεια για τους Ευρωπαίους» (το χειρόγραφο επικαιροποιήθηκε το Νοέμβριο του 2014), διαθέσιμο σε file:///C:/Users/user/Downloads/NA0614043ELC_002.pdf (πρόσβαση την 1/4/15).

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο/Το Κοινοβούλιο (2016), «Οι Συνθήκες και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο», διαθέσιμο σε http://www.europarl.europa.eu/aboutparliament/el/20150201PVL00022/Το-ΕΚ-και-οι-Συνθήκες-της-ΕΕ (πρόσβαση στις 21/11/16).

EUR-Lex/ΕΚΑΧ (2010), «Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, συνθήκη ΕΚΑΧ», διαθέσιμο σε http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=URISERV%3Axy0022 (πρόσβαση την 1/10/16).

EUR-Lex/ΕΟΚ (2010), «Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, συνθήκη ΕΟΚ-πρωτότυπο κείμενο (μη ενοποιημένη έκδοση)», διαθέσιμο σε http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=URISERV%3Axy0023 (πρόσβαση την 21/11/16).

EUR-Lex/Ευρατόμ (2007), «Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (Ευρατόμ)», διαθέσιμο σε http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=URISERV%3Axy0024 (πρόσβαση στις 2/10/16).

Europa/Η Διακήρυξη Σουμάν (2016), «Η Διακήρυξη Σουμάν-9 Μαΐου 1950», διαθέσιμο σε https://europa.eu/european-union/about-eu/symbols/europe-day/schuman-declaration_el (πρόσβαση στις 23/11/16).

Europa/Συνθήκες της ΕΕ (2016), «Συνθήκες της ΕΕ», διαθέσιμο σε https://europa.eu/european-union/law/treaties_el (πρόσβαση στις 2/12/16).

Ιωακειμίδης, Π.Κ. (1995), Ευρωπαϊκή Πολιτική Ένωση (Β΄ Έκδοση) (Αθήνα: Θεμέλιο).

Langsdorf, Susanne (2011), “EU Energy Policy: From the ECSC to the Energy Roadmap 2050”, Green European Foundation (December 2011), διαθέσιμο σε http://gef.eu/uploads/media/History_of_EU_energy_policy.pdf (πρόσβαση στις 30/9/16).

Ντε Γκωλ, Κάρολος (1970), Πολιτική Μεταπολεμική Ιστορία, Τόμος Α΄ (Αθήνα: Εκδοτικός Οργανισμός «Ελληνική Μορφωτική Εστία»).

Nugent, Neill (2012), Πολιτική και Διακυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Γ΄ Έκδοση) (Αθήνα: Σαββάλας).

Παγκόσμια Ιστορία Α΄ (1990), Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών).

Παγκόσμια Ιστορία Β΄ (1990), Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών).

Purnell Ιστορία του 20ου Αιώνος (1968), Τόμοι 5 και 6 (BPC Publishing Ltd, αποκλειστικά δικαιώματα μεταφράσεως στην ελληνική γλώσσα και κυκλοφορίας στην Ελλάδα «ΧΡΥΣΟΣ ΤΥΠΟΣ» Α.Ε.).

Τσινισιζέλης, Μιχάλης Ι. (1995), «Θεωρία της Διεθνούς Πολιτικής Ενοποίησης» σε Μαραβέγιας, Ναπολέων-Τσινισιζέλης, Μιχάλης (επιμ.), Η Ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Αθήνα: Θεμέλιο), σελ. 25-64.

Χεκίμογλου, Ευάγγελος (2013), «Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα-Το πρώτο βήμα για την ομοσπονδία της Ευρώπης», Από τη Νέα Ευρώπη του Χίτλερ Στην Ευρωζώνη της Μέρκελ, Τόμος Α΄, Ιστορικό Αρχείο του «Επενδυτή», σελ. 50-75.