Παρασκευή
26 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4968RSS FEED
«IRAN-GATE»: Το μεγαλύτερο σκάνδαλο του Λευκού Οίκου
Γράφει ο
Σπύρος Θεοδωράτος
«ΚΟΚΑ, ΠΟΥΡΑ ΚΑΙ ΤΡΕΛΕΣ ΣΦΑΙΡΕΣ...»

(μια ιστορία μυστηρίου, ίντριγκας, και μιας απίστευτης φυλάκισης...) 

Τί κοινό έχουν ένας σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, ένας πύραυλος και ένα κιλό κοκαϊνης; Και τα τρία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να πληγεί και να καταρρεύσει ένα λαϊκό-απελευθερωτικό κίνημα. Αυτό, τουλάχιστον, συνέβη στα μέσα της δεκαετίας του 1980, στην εξωτική Νικαράγουα της  Λατινικής Αμερικής. Θύμα: η επαναστατική κυβέρνηση των Σαντινίστας, μέσω της υποστήριξης και χρηματοδότησης των αντιπάλων  Κόντρας. Θύτες: ορισμένα ανώτερα στελέχη της  διοίκησης Ρήγκαν, το FBI, η CIA, ένας δαιμόνιος Ιρανός έμπορος όπλων, κάποια στελέχη της κυβέρνησης του Ισραήλ και η Λιβανέζικη Χεζμπολάχ. Ανάμεσά σε όλους αυτούς, εκτός από πυρετώδεις διαβουλεύσεις και αμοιβαία καχυποψία, βρίσκονταν 30 όμηροι και 300 εκατ. δολάρια. Ας επιχειρήσουμε να ξεμπλέξουμε το κουβάρι...
 

Οι Σαντινίστας στην εξουσία! 

Το 1956, ο Αναστάσιος Σομόζα, ένας από τους σκληρότερους δικτάτορες της Λατινικής Αμερικής, δολοφονείται. Ωστόσο, η χούντα που ο ίδιος  είχε επιβάλει στη Νικαράγουα από το 1937, δεν κλονίζεται. Τα ανώτερα στελέχη του καθεστώτος ορίζουν το γιο του, Αναστάσιο Σομόζα τον ΙΙ, ως διάδοχό του και απόλυτο ηγέτη του καθεστώτος. Οι προσπάθειες του λαού για ανατροπή του καθεστώτος παραμένουν ασυντόνιστες και αναιμικές, καταδικασμένες εκ των προτέρων σε αποτυχία, μέχρι το 1962, όταν  οργανώνεται  το «Μέτωπο των Σαντινίστας για την Ελευθερία του Έθνους», ένα μεγάλο λαϊκό-απελευθερωτικό κίνημα εναντίον της δικτατορίας. Το όνομά του αποτελούσε φόρο τιμής στον Σίζαρ Αουγκούστο Σαντίνο, εθνικό ήρωα της Νικαράγουας, που διακρίθηκε στα 1927 με 1933, όταν η χώρα του αντιστεκόταν με σθένος στον αμερικανικό επεκτατισμό.

Οι Σαντινίστας δραστηριοποιούνται αρχικά στα σχολεία και στα πανεπιστήμια. Στη συνέχεια, οργανώνουν επιδρομές εναντίον κυβερνητικών στόχων εξορμώντας από τις γειτονικές Ονδούρα και Κόστα Ρίκα. Η γενικευμένη επανάσταση εναντίον του Σομόζα ξεσπά στις 2 Σεπτεμβρίου του 1978. Με 5.000 αντάρτες-μαχητές και επικεφαλής τον Ντανιέλ Ορτέγκα, οι Σαντινίστας εξουδετερώνουν την εθνική φρουρά του Σομόζα, ο οποίος επιχειρεί να διαφύγει στο εξωτερικό. Τόν συλλαμβάνουν και τόν σκοτώνουν.  Η χούντα σχεδόν αμέσως πέφτει, και οι επαναστάτες καταλαμβάνουν την εξουσία στα 1979, εγκαθιστώντας τη δημοκρατία στη Νικαράγουα. Το 1984, ύστερα από 5 χρόνια ομαλούς πολιτικής μετάβασης και φιλολαϊκής διακυβέρνησης, ο Ορτέγκα κερδίζει τις εκλογές και επιχειρεί να κατευθύνει τη χώρα του προς ένα καλύτερο μέλλον.. 
  
Η Αμερική του Ρόναλντ Ρήγκαν παρακολουθεί τις εξελίξεις ανήσυχη. Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου. Η έχθρα μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ εκφράζεται σε κάθε ευκαιρία, και ουκ ολίγες φορές η παγκόσμια ειρήνη μοιάζει να απειλείται από συνεχείς «αιτίες ανάφλεξης» μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Οι Σαντινίστας στη Νικαράγουα ανήκουν στο κομμουνιστικό μπλοκ, όχι με το σοβιετικό αλλά με το… λατινοαμερικάνικο τρόπο. Η ιδεολογία τους είναι υπέρ της λαϊκής εξουσίας και εθνικής ανεξαρτησίας. Στην πραγματικότητα, είναι περισσότερο «γκεβαριστές», κατά το παράδειγμα της Κούβας και την εκτεταμένη δράση του «Τσε» στη Λατινική Αμερική. Έχουν πρόσφατα ανατρέψει ένα σκληρό δικτατορικό καθεστώς και μία μακρά παράδοση αντι-αμερικανισμού διαποτίζει την κουλτούρα τους. Οι Αμερικανοί αποφασίζουν να αναλάβουν δράση όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
 

Λευκός Οίκος: Ώρα για δράση…

Αιχμή του αμερικανικού παρεμβατισμού στη Νικαράγουα είναι οι αντεπαναστάτες αντάρτες Κόντρας, που αποτελούν κατάλοιπο της χούντας, και με βάση την ορολογία του Πενταγώνου αποκαλούνται «ομάδες αντίστασης». Ο Λευκός Οίκος αποφασίζει να χρηματοδοτήσει τη δράση των Κόντρας και να τούς ενισχύσει με κάθε δυνατό μέσο, ώστε να ανατρέψουν την κυβέρνηση των Σαντινίστας. Τα χρήματα που απαιτούνται βρίσκονται με δύο τρόπους: με την πώληση όπλων στο «τρομοκρατικό» Ιράν, και με την αγορά κοκαϊνης από τους Κόντρας.  


Στις 16 Μαρτίου του 1986, η «San Francisco Examiner» δημοσίευσε μία αναφορά σχετικά με την κατάσχεση 200 κιλών κοκαϊνης σε ένα φορτηγό με σημαία Κολομβίας στον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο, το 1983. Ο Κάρλος Καμπέθας, που είχε κατηγορηθεί ως ο εγκέφαλος ενός μεγάλου δικτύου διακίνησης κοκαϊνης, είχε αναφέρει στην απολογία του: «Τα κέρδη δεν ήταν δικά μου.. Ήταν για τον αγώνα των Κόντρας.. Ήθελα μόνο να φύγουν οι κομμουνιστές από τη χώρα μου».  Ένας άλλος κατηγορούμενος, ο Χούλιο Ζαβάλα, είπε: «Παρέδωσα 500.000 δολάρια σε δύο ομάδες των Κόντρας που είχαν ως έδρα τους την Κόστα Ρίκα, και τα πιο πολλά από αυτά τα χρήματα προέρχονταν από το εμπόριο κοκαϊνης στο Σαν Φρανσίσκο, το Μαϊάμι και τη Νέα Ορλεάνη» Στα 1984, Αμερικανοί αξιωματούχοι αρχίζουν να λαμβάνουν αναφορές σχετικά με τη διασύνδεση του εμπορίου κοκαϊνης και τους Κόντρας, που αξιολογούνται ως «αξιόπιστες».

Ο πρώην αναπληρωτής Υπουργός Υγείας του Παναμά, Ούγκο Σπαδαφόρα, ο οποίος είχε πολεμήσει στο πλευρό των Κόντρας, φωτογράφησε ένα υψηλόβαθμο στέλεχος της κυβέρνησης του Παναμά ως έχον ενεργό ρόλο σε μία τέτοιας φύσης επιχείρηση. Λίγες μέρες αργότερα βρέθηκε δολοφονημένος. Το 1985, ένα ηγετικό στέλεχος των Κόντρας είπε στις αμερικανικές αρχές: «Η ομάδα μου έπαιρνε κάθε φορά 50.000 δολάρια από Κολομβιανούς εμπόρους για να διευκολυνθεί ένα φορτίο 100 κιλών κοκαϊνης, και μάς έλεγαν πως ό, τι χρήματα κερδίζαμε προορίζονταν για την αγώνα μας ενάντια στην κυβέρνηση της Νικαράγουας»... 

Στις 20 Δεκεμβρίου του 1985 έρχεται στο φως ένα άρθρο του Associated Press, που προέκυψε έπειτα από μία μεγάλη έρευνα που περιελάμβανε συνεντεύξεις με στελέχη του «Οργανισμού κατά των Ναρκωτικών» (D.E.A), του υπουργείου Δημόσιας Τάξης της Κόστα Ρίκα, του F.B.I., καθώς και ανταρτών και Αμερικανών που δούλεψαν μαζί τους. Η έκθεση ανέφερε μεταξύ άλλων: «Πέντε Αμερικανοί υποστηρικτές των Κόντρας, επιβεβαίωσαν πλήρως τις κατηγορίες, σημειώνοντας πως «δύο Κουβανο-αμερικανοί χρησιμοποίησαν ένοπλες ομάδες ανταρτών για να οδηγήσουν με ασφάλεια κοκαϊνη σε μυστικούς διαδρόμους προσγείωσης στη βόρεια Κόστα Ρίκα». Οι συγκεκριμένοι Κουβανο-αμερικανοί αναγνωρίστηκαν ως μέλη της «Ταξιαρχίας 2506», ενός κινήματος κατά του Κάστρο στην Κούβα, που συμμετείχε μάλιστα στην επίθεση στον Κόλπο των Χοίρων, το 1961. Ένας από τους Αμερικανούς περιέγραψε μάλιστα πώς γινόταν κάθε φορά η επιχείρηση: «Η κοκαϊνη ξεφορτωνόταν από αεροπλάνα σε μια προστατευμένη από αντάρτες περιοχή και μεταφερόταν σε κάποιο λιμάνι του Ατλαντικού, από όπου μικρά γαριδάδικα την μετέφεραν στο Μαϊάμι...». 

Ένας πρώην πράκτορας της ΣΙΑ, ο Ντέιβιντ ΜακΜάικλ, εξήγησε την αναπότρεπτη σχέση ανάμεσα στη δράση της CIA στην Λατινική Αμερική και το εμπόριο ναρκωτικών: «Από τη στιγμή που ξεκινάς μια μυστική επιχείρηση για να προμηθεύσεις όπλα και χρήματα, είναι πολύ δύσκολο να ελέγξεις το είδος των ανθρώπων που θα θελήσουν να  εμπλακούν σε άλλου είδους εμπόριο, και συγκεκριμένα στα ναρκωτικά. Είναι ένα μικρό δίκτυο από αεροπλάνα, πιλότους και διαδρόμους προσγείωσης.. Αναπτύσσοντας ένα σύστημα ενίσχυσης των Κόντρας, οι Η.Π.Α. τελικά έχτιζαν έναν ασφαλή δρόμο για την είσοδο των ναρκωτικών στη χώρα τους». Ήταν, ωστόσο, όλο αυτό ένα ατύχημα, μία αβλεψία, όπως την περιγράφει ο πρώην μυστικός πράκτορας; Τα στοιχεία δεν συνηγορούν σε κάτι τέτοιο.


Οσμή σκανδάλου στις ΗΠΑ… 

Στις 17 Απριλίου του 1986 η κυβέρνηση Ρήγκαν έδωσε στη δημοσιότητα μια σύντομη αλλά γεμάτη νόημα αναφορά, παραδεχόμενη πως υπήρχαν σχέσεις ανάμεσα στους Κόντρας και την κοκαϊνη την περίοδο 1984-1985, με το επιχείρημα πως  εκείνο το χρονικό διάστημα οι οικονομικές ανάγκες των Κόντρας ήταν πολύ μεγάλες, και η αμερικανική βοήθεια είχε αναγκαστικά σταματήσει λόγω της περίφημης «Τροπολογίας Boland». «Υπάρχουν στοιχεία για έναν περιορισμένο αριθμό περιστατικών στα οποία γνωστοί έμποροι ναρκωτικών επεχείρησαν να δημιουργήσουν δεσμούς με αντιστασιακές ομάδες  στη Νικαράγουα», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Η αναφορά προσπαθούσε να υποβαθμίσει το εύρος της επιχείρησης, καθώς και το ρόλο των αρχηγών των Κόντρας, για τους οποίους υποστήριζε πως τίποτε δεν γινόταν εν γνώσει τους…


Στις 3 Νοεμβρίου του 1986 το λιβανέζικο περιοδικό Αλ-Σιράα φέρνει στο φως μία πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία: ένα αεροπλάνο που μετέφερε όπλα είχε καταρριφθεί ενώ πετούσε πάνω από τη Νικαράγουα. Ο πιλότος του, Eugene Hasenfus,  συνελήφθη από τις αρχές και παραδέχθηκε σε συνέντευξη τύπου πως δύο από τους συνεργάτες του, ο Μαξ Γκόμεζ και ο Ραμόν Μεντίνα, εργάζονταν για τη CIA. Το περιοδικό βασιζόμενο στις κρίσιμες πληροφορίες που είχε αποκομίσει από το ριζοσπάστη Ιρανό Μεχντί Χασέμι, εμφανίζει με λεπτομέρειες το σχεδιασμό μιας επιχείρησης, κατά την οποία οι Η.Π.Α. πουλούσαν βαρύ οπλισμό στο Ιράν, με αντάλλαγμα την απελευθέρωση Αμερικανών ομήρων και τη χρηματοδότηση των Κόντρας στη Νικαράγουα, αφού βάσει της «Τροπολογίας Μπόλαντ» που υπογράφτηκε από τον πρόεδρο Ρήγκαν στις 21 Δεκεμβρίου του 1982, δεν επιτρεπόταν η άμεση εμπλοκή των ΗΠΑ και η παροχή βοήθειας στους Κόντρας, ώστε να ανατραπεί η κυβέρνηση μίας ξένης χώρας.   
 
Στα τέλη του 1970, η Μέση Ανατολή είχε γίνει το θέατρο αρκετών περιστατικών με απαγωγές ατόμων δυτικής καταγωγής από ισλαμιστικές οργανώσεις. Το 1979, Ιρανοί φοιτητές απάγουν και κρατούν ομήρους 52 υπαλλήλους της αμερικανικής πρεσβείας στο Ιράν. Στις 20 Ιανουαρίου 1981, την ημέρα της ανάληψης της προεδρίας των ΗΠΑ από το Ρόναλντ Ρήγκαν, οι όμηροι αφήνονται ελεύθεροι, ως ένδειξη καλής θέλησης απέναντι στο νέο πρόεδρο, βάσει του «Συμφώνου της Αλγερίας». Ωστόσο, η σύλληψη ορισμένων μελών της Αλ-Ντάουα, ενός εξόριστου ιρακινού πολιτικού σχηματισμού που είχε χαρακτηρισθεί ως στρατιωτική οργάνωση μετά από τη συμμετοχή της σε βομβιστικές επιθέσεις στο Κουβέιτ το 1983, πυροδότησε εκ νέου την ένταση. Η λιβανέζικη Χεζμπολάχ, φίλα προσκείμενη στην Αλ-Ντάουα,  ως αντίποινα απήγαγε συνολικά 30 ανθρώπους, επτά εκ των οποίων Αμερικανοί. Οι Αμερικανοί βάζουν μπροστά ένα σχέδιο το οποίο στην πορεία αλλάζει, μέχρι τελικά να εμπλακούν πολλοί, και η ιστορία να  βγει στο φως της δημοσιότητας, αναγκάζοντας τον πρόεδρο Ρήγκαν σε δημόσια απολογία...

Αρχικά, η ιδέα συνίστατο στην πώληση οπλισμού, μέσω του Ισραήλ, σε μετριοπαθείς δυνάμεις του Ιράν, ώστε να βελτιωθούν οι ταραγμένες αμερικανο-ϊρανικές σχέσεις. Αυτό, τουλάχιστον, υποστήριξε ο Λευκός Οίκος, και δεν ακούγεται ιδιαίτερα πειστικό, εάν δεχθούμε πως οι ΗΠΑ είχαν επισήμως χαρακτηρίσει το Ιράν ως «χώρα τρομοκρατών».
 

«Πύραυλοι αντί ομήρων»…

Το 1985, κι ενώ ο Ρόναλντ Ρήγκαν βρισκόταν στο νοσοκομείο αναρρώνοντας μετά από μία σοβαρή εγχείρηση, ο τότε Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, Ρόμπερτ ΜακΦάρλεϊν, τόν επισκέφθηκε και τον ενημέρωσε πως αντιπρόσωποι από το Ισραήλ είχαν δώσει στην υπηρεσία αξιόπιστες πληροφορίες για μία «σέχτα» μετριοπαθών Ιρανών, με πολιτική επιρροή, που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα δίαυλο επικοινωνίας με τις ΗΠΑ, και, μάλιστα, υποστήριζαν πως ήταν σε θέση να πείσουν τους τρομοκράτες της Χεζμπολάχ να απελευθερώσουν τους επτά Αμερικανούς ομήρους. Ο Ρήγκαν επέτρεψε στο ΜακΦάρλεϊν να συναντήσει τους Ισραηλινούς διαμεσολαβητές και να επενδύσει σε αυτή τη σχέση.

Το Ισραήλ ζήτησε την άδεια να πουλήσει έναν περιορισμένο αριθμό οπλισμού στους Ιρανούς, ώστε να αποδείξει πως πράγματι διατηρούσε υψηλές διασυνδέσεις με τους Αμερικανούς. Τον Ιούλιο του 1985 το Ισραήλ έστειλε αμερικανικής κατασκευής αντι-αρματικούς πυραύλους στο Ιράν, διαμέσου ενός εμπόρου όπλων ονόματι Μανουχέρ Γκορμπανιφάρ. Λίγες ώρες αργότερα ένας εκ των ομήρων, ο αιδεσιμώτατος Μπέντζαμιν Γουάιρ, αφέθηκε ελεύθερος. Στις 12 Δεκεμβρίου του 1985, ένα αεροσκάφος με περίπου 250 Αμερικανούς στρατιωτικούς πέφτει στο Newfoundland. Εκείνη την ημέρα, την ευθύνη ανέλαβε η «Ισλαμική Τζιχάντ», ένα παρακλάδι της Χεζμπολάχ. Το συμβάν διερευνήθηκε ενδελεχώς από την Καναδική Επιτροπή Ασφάλειας Πτήσεων, και σύμφωνα με το τελικό πόρισμα, το αεροσκάφος έχασε ύψος και έπεσε λόγω αδικαιόλογητης υπερφόρτωσης και μειωμένης δυνατότητας ανύψωσης, και όχι λόγω κάποιας εχθρικής ενέργειας ή παρεμβολής(!)…    

Γεγονός είναι πως αυτό το περιστατικό, σε συνδυασμό με μία κακοσχεδιασμένη παράδοση πυραύλων Hawk –οι Αμερικανοί την αποκαλούν «άγαρμπη»- και μια αποτυχημένη συνάντηση του ΜακΦάρλεϊν με τον Γκορμπανιφάρ στο Λονδίνο,   επέφερε νέες ισορροπίες στις σχέσεις μεταξύ των δύο μερών, και οδήγησε στην αλλαγή του πλάνου. Βλέποντας πως δεν μπορεί να φέρει σε πέρας την αποστολή του και πως η κατάσταση περιπλέκεται, ο ΜακΦάρλεϊν παραιτείται στις 5 Δεκεμβρίου του 1985, δηλώνοντας πως «επιθυμεί να περνά περισσότερο χρόνο με την οικογένειά του». Αντικαθίσταται από τον ναύαρχο John Poindexter. Δύο μέρες αργότερα, ο Ρήγκαν συναντάται με τους συμβούλους του στο Λευκό Οίκο και αποφασίζεται η τροποποίηση του σχεδίου, ως προς τον τρόπο παράδοσης του οπλισμού: αντί να παραδίδονται τα όπλα στους μετριοπαθείς Ιρανούς πολιτικούς, αποφασίστηκε να παραδίδονται απευθείας σε Ιρανούς οπλαρχηγούς. Καθώς τα όπλα θα παραδίδονταν αεροπορικώς από το Ισραήλ, την ίδια ακριβώς στιγμή θα απελευθερώνονταν όμηροι από τη Χεζμπολάχ. Κατόπιν, το Ισραήλ θα έδινε τα ιρανικά χρήματα στις ΗΠΑ.

Το σχέδιο έτυχε της τελικής έγκρισης του Ρήγκαν, ο οποίος αργότερα θα δήλωνε σε υψηλούς τόνους: «Δεν ανταλλάσσαμε όπλα με ομήρους, ούτε διαπραγματευόμασταν ποτέ με τρομοκράτες». Οι Αμερικανοί προσπάθησαν με νέα συνάντηση στο Λονδίνο να πείσουν τους Ιρανούς – μέσω της επιρροής του Γκορμπανιφάρ – να συμφωνήσουν στην απελευθέρωση κάποιου ομήρου πριν από την παράδοση των όπλων. Ο Γκορμπανιφάρ απέρριψε χωρίς συζήτηση την πρόταση αυτή. Την ημέρα της παραίτησης του ΜακΦάρλεϊν, ένας στρατιωτικός ακόλουθος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, ο Όλιβερ Νορθ, πρότεινε ένα διαφορετικό σχέδιο για την πώληση των όπλων στο Ιράν, με δύο βασικούς άξονες: να βγει από τη μέση το Ισραήλ και η πώληση να γίνει απευθείας, και ένα μέρος από τα έσοδα –που θα ήταν μεγαλύτερα χωρίς την ισραηλινή αμοιβή- να διοχετευθεί στον αντικομμουνιστικό αγώνα των Κόντρας στη Νικαράγουα. Ο Νορθ πρότεινε μία αύξηση της τελικής τιμής των όπλων, ύψους 15 εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ ο Γκορμπανιφάρ αύξησε κατά 41% τη δική του αμοιβή.
 
Το σχέδιο εγκρίθηκε από τα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, και ο Τζων Ποϊντέξτερ αποφάσισε να το θέσει σε λειτουργία, δίχως να ενημερώσει τον πρόεδρο Ρήγκαν. Οι Ιρανοί, αν και αρχικά αρνήθηκαν να αγοράσουν τα όπλα σε υψηλότερη τιμή, βλέποντας πως δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς, υποχώρησαν και δέχθηκαν τη συμφωνία. Σύμφωνα με τους New York Times, συνολικά οι Η.Π.Α. εφοδίασαν το Ιράν, από τον Αύγουστο του 1985 μέχρι τον Οκτώβριο του 1986, με παραπάνω από 2.500 αντιαρματικούς πυραύλους TOW και πάνω από 300 αντιαεροπορικούς πυραύλους Hawk. 

Στα τέλη Ιουλίου του 1986, η Χεζμπολάχ απελευθερώνει έναν ακόμη όμηρο, τον ιερέα Lawrence Martin Jenco, πρώην επικεφαλής της Καθολικής Ανθρωπιστικής Βοήθειας στον Λίβανο. Λίγο αργότερα, απελευθερώνεται και ο David Jacobsen. Οι απαγωγείς υποσχέθηκαν να απελευθερώσουν σταδιακά και τους δύο ομήρους που απέμεναν, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ... 

Όπως προαναφέραμε, στις 3 Νοεμβρίου του 1986, ήταν το λιβανέζικο περιοδικό Αλ-Σιράα που έφερε στο φως της δημοσιότητας τις μυστικές συμφωνίες και αγοραπωλησίες που παρέμεναν έως τότε στο σκοτάδι και τις γνώριζαν μονάχα οι άμεσα εμπλεκόμενοι. Το πιθανότερο είναι κάποιος να θέλησε να αποκαλύψει την επιχείρηση για λόγους εκδίκησης, επειδή θεώρησε πως προσπάθησαν να τόν αφήσουν έξω από τη δουλειά ή τόν έριξαν στη συμφωνία. Πάντως, ο Μεχντί Χασέμι εμφανίστηκε ως ο άνθρωπος που «διέρρευσε» την ιστορία στο περιοδικό, και εκτελέστηκε το 1987 -  υποτίθεται για άλλες έκνομες ενέργειες, που δεν είχαν σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση.
 

Ο Ρήγκαν και οι άνθρωποί του στον τοίχο…

Δέκα ημέρες μετά τη δημοσίευση, στις 13 Νοεμβρίου, ο Ρόναλντ Ρήγκαν προέβη στην εξής δήλωση, στη δημόσια τηλεόραση, από το Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου: «Σκοπός μου ήταν να στείλω το μήνυμα πως οι ΗΠΑ ήθελαν μια νέα σχέση με το Ιράν, στη θέση της παλιάς μας έχθρας. Μόλις πήραμε την πρωτοβουλία, ξεκαθαρίσαμε πως το Ιράν θα πρέπει να εναντιωθεί σε κάθε μορφή διεθνούς τρομοκρατίας, σαν ένδειξη προόδου στις σχέσεις μας. Το σημαντικότερο ήταν να χρησιμοποιήσει την επιρροή του ώστε να πείσει τους Λιβανέζους να εγγυηθούν για την ασφαλή απελευθέρωση των Αμερικανών ομήρων...».  
    
Το σκάνδαλο, ωστόσο, έλαβε μεγαλύτερη διάσταση όταν αποκαλύφθηκε πως ο  Όλιβερ Νορθ κατέστρεψε ή απέκρυψε κρίσιμα έγγραφα στο διάστημα ανάμεσα στις 21 και 25 Νοεμβρίου του 1986. Κατά τη δίκη του Νορθ, το 1989, η γραμματέας του, Φόαν Χολ, κατέθεσε με κάθε λεπτομέρεια για το πώς τόν βοήθησε να αλλοιώσει, να καταστρέψει και να απομακρύνει επίσημα έγγραφα του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ από το Λευκό Οίκο. Σύμφωνα με του Νιους Γιορκ Τάιμς, αρκετά έγγραφα πέρασαν από ειδικό κυβερνητικό μηχάνημα για να πολτοποιηθούν.
 
Η εξήγηση που έδωσε ο Νορθ ήταν πως έπρεπε να προστατεύσει τη ζωή των ατόμων που είχαν εμπλακεί στις υποθέσεις με το Ιράν και τους Κόντρας. Κατέθεσε ακόμη πως ο ίδιος είδε τον Ποϊντέξτερ να καταστρέφει το μοναδικό έγγραφο που έφερε την υπογραφή του Ρόνολντ Ρέηγκαν και με το οποίο ο πρόεδρος των ΗΠΑ έδινε εμμέσως την έγκρισή του για τη συμμετοχή της CIA στην αποστολή πυραύλων στο Ιράν, το Νοέμβριο του 1985. Ο Γενικός Εισαγγελέας των ΗΠΑ, Edwin Meese, παραδέχθηκε στις 25 Νοεμβρίου πως μεγάλο μέρος των κερδών από την πώληση των όπλων διετίθεντο για την υποστήριξη των Κόντρας στη Νικαράγουα. Την ίδια μέρα ο Τζων Ποιντέξτερ παραιτείται, ενώ ο Όλιβερ Νορθ απομακρύνεται από τον ίδιο τον Ρήγκαν. Στις 25 Νοεμβρίου του 1986, ο Πρόεδρος Ρήγκαν ανακοίνωσε τη δημιουργία ενός ειδικού οργάνου με σκοπό την πλήρη διερεύνηση της υπόθεσης, και απευθύνθηκε μεταξύ άλλων στον πρώην γερουσιαστή Τζον Τάουερ.
 
Η «Επιτροπή Τάουερ», όπως ονομάστηκε, είχε ως αποστολή να ερευνήσει όλες τις συνθήκες υπό τις οποίες οργανώθηκε και εκτελέστηκε η επιχείρηση Ιράν-Κόντρας, καθώς και όλα τα σκοτεινά σημεία στη λειτουργία του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, και τον τρόπο με τον οποίο το Συμβούλιο είχε διαχρονικά υπηρετήσει  οκτώ διαφορετικούς προέδρους από τη σύστασή του, στα 1947. Το τελικό προϊόν της έρευνας δημοσιεύτηκε και απεστάλη στο Λευκό Οίκο στις 26 Φεβρουαρίου του 1987, αφού είχαν εξεταστεί 80 μάρτυρες για την υπόθεση, περιλαμβανομένου του Προέδρου Ρόναλντ Ρήγκαν, αλλά και του μεσολαβητή για τις πωλήσεις των όπλων, Μανουχέρ Γκορμπανιφάρ.

Το πόρισμα, έκτασης 200 σελίδων, ήταν το πιο διαφωτιστικό από όσα είχαν δει ως τότε το φως της δημοσιότητας. Ασκούσε ευθεία κριτική στις ενέργειες του Όλιβερ Νορθ, του Τζων Ποιντέξτερ και άλλων. Κατεδείκνυε πως ο ίδιος ο πρόεδρος Ρήγκαν δεν είχε πλήρη γνώση για το εύρος του προγράμματος, ειδικά ως προς το σκέλος της χρηματοδότησης των Κόντρας, ωστόσο υπογραμμιζόταν πως ο πρόεδρος των ΗΠΑ όφειλε να ασκεί πιο αποτελεσματικό έλεγχο στο προσωπικό του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, να τούς συντονίζει επαρκέστερα και να έχει άμεση ενημέρωση για τις ενέργειές τους.
 
Το Κονγκρέσο, στη δική του αναφορά για το σκάνδαλο, σημείωνε με έμφαση πως «Εάν ο Πρόεδρος δεν ήξερε τί έκαναν οι σύμβουλοί του για την Εθνική Ασφάλεια, θα έπρεπε να ξέρει..».


Η απολογία Ρήγκαν 

Το Μάρτιο του 1987 ο Ρήγκαν εμφανίστηκε με απολογητική διάθεση σε τηλεοπτικό διάγγελμα σε εθνικό δίκτυο από το Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου: «Δεν σάς μίλησα νωρίτερα για τον εξής απλό λόγο: αξίζετε την αλήθεια. Κι όσο και αν η αναμονή σας ήταν μεγάλη, δεν μπορούσα να απευθυνθώ σε εσάς με μισόλογα, ειρωνείες και ασάφειες.. Αρκετά με όλα αυτά... Καταρχάς, αναλαμβάνω την πλήρη ευθύνη για τις πράξεις μου, και για τις πράξεις της διοίκησής μου. Όσο οργισμένος και αν είμαι για ενέργειες που έγιναν χωρίς να τίς γνωρίζω, αναλαμβάνω την ευθύνη. Όσο κι αν μέ απογοήτευσαν άνθρωποι που μέ υπηρέτησαν, εγώ είμαι αυτός που πρέπει να δώσει τις απαντήσεις στον αμερικανικό λαό... Πριν λίγους μήνες, σάς είχα πει καθαρά πως ποτέ δεν αντάλλαξα όπλα για ομήρους. Η καρδιά μου εξακολουθεί να λέει πως αυτό είναι αλήθεια, αλλά τα γεγονότα και τα στοιχεία το καταρρίπτουν. Αυτό που ξεκίνησε ως ένα στρατηγικό άνοιγμα προς το Ιράν, εξελίχθηκε σε εμπόριο όπλων για την ανταλλαγή ομήρων. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις μου, την πολιτική μου και την πρωταρχική στρατηγική που είχαμε κατά νου...».


“The rest is history” 

 Ο Όλιβερ Νορθ και ο Τζων Ποιντέξτερ αντιμετώπισαν σωρεία κατηγοριών στις 16 Μαρτίου του 1986. Τελικώς, ο Νορθ κρίθηκε ένοχος μονάχα για τρία πταίσματα. Οι κατηγορίες έπεσαν στο κενό, εφόσον υποστηρίχθηκε πως τα δικαιώματά του παραβιάστηκαν κατά τις καταθέσεις του στο Κονγκρέσο(!). 

Το 1990, ο Ποιντέξτερ κατηγορήθηκε για σωρεία κακουργηματικών πράξεων, όπως συνομωσία, ψευδορκία ενώπιον του Κονγκρέσου, παρακώλυση της δικαιοσύνης, αλλοίωση και καταστροφή κρατικών εγγράφων. Και γι’ αυτόν, οι κατηγορίες παρεκάμφθησαν, με την ίδια υπερασπιστική νομική γραμμή... 

Το 1992, ο George W. Bush, ο πρεσβύτερος, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ρέηγκαν, μετά την ανάληψη της προεδρίας εκ μέρους του συμπεριέλαβε στη διοίκηση του, μεταξύ αρκετών ακόμη, το ναύαρχο Τζων Ποιντέξτερ, ως διευθυντή του Γραφείου Συγκέντρωσης Πληροφοριών… 

Στο Όντον της Ιντιάνα, τόπο καταγωγής του Ποιντέξτερ, ο δήμαρχος μετονόμασε ένα δρόμο σε John Poindexter Street, προφανώς για να τιμήσει τον πιο επιτυχημένο δημόσιο άνδρα που έβγαλε η μικρή αυτή πόλη – κάτι σαν το καμάρι της. 

Ο Μπιλ Μπρίνταν, πρώην ιερέας, αφαίρεσε την πινακίδα σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το σκάνδαλο Ιράν-Κόντρας. Έλεγε πως θα την έδινε πίσω με αντάλλαγμα 300 εκατ. δολάρια, αναφερόμενος στα χρήματα που συνολικά είχαν δοθεί στους Κόντρας. 

Μετά από λίγες μέρες, τόν συνέλαβαν και τόν έριξαν στη φυλακή. 

Ο γνωστός συγγραφέας και πολιτικός αναλυτής, Χάουαρντ Ζιν, σχολίασε με πικρό χιούμορ πως ο ιδιότροπος πρώην ιερέας ήταν έμελλε να είναι ο μόνος άνθρωπος που βρέθηκε στη φυλακή εξαιτίας της ιστορίας με  το Ιράν και τους Κόντρας...