Παρασκευή
19 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4961RSS FEED
Η συμφωνία των Πρεσπών και οι νομικές της προεκτάσεις
Γράφει ο
Νίκος Γιαννιός

Η συζήτηση για την περιβόητη συμφωνία των Πρεσπών και η πολύπλευρη ανάλυση των όρων της βασίζεται στην οριοθέτηση και τήρηση (?), κατά τις διαπραγματεύσεις, της λεγόμενης εθνικής γραμμής και στην διασφάλιση των εθνικών μας συμφερόντων.

Ποια όμως δεδομένα και στοιχεία οδήγησαν τον υπουργό εξωτερικών στην υπογραφή της διεθνούς αυτής σύμβασης ? Τηρήθηκε, με ποιον τρόπο και σε ποιο βαθμό η λεγόμενη εθνική γραμμή ? Είχε δικαίωμα – νομιμοποίηση και αρμοδιότητα ο εκπρόσωπος της ελληνικής πολιτείας να συνομολογήσει το περιεχόμενο της συμφωνίας και ποιες οι πιθανές έννομες συνέπειες στην εγκυρότητα αυτής ?

1. Το ιστορικό, πολιτικό και νομικό εθνικό πλαίσιο.

Η πολιτική και διπλωματική διαχείριση του θέματος καθορίστηκε από: α) τις τρείς συσκέψεις πολιτικών αρχηγών (18/2/1992, 13/4/1992 και 14/6/1992), όπου συμφωνήθηκε, ως κοινή και αδιαπραγμάτευτη εθνική γραμμή πλεύσης, ότι «η Ελλάδα θα αναγνωρίσει τα Σκόπια ως ανεξάρτητο κράτος, μόνο εφόσον η ονομασία τους δεν περιέχει τη λέξη «Μακεδονία» ή παράγωγά της και εφόσον τηρηθούν οι τρείς όροι που έθεσε η ΕΟΚ στις 16/12/1991», β) την απόφαση 47/225/8-4-1993 του ΟΗΕ, γ) την ενδιάμεση συμφωνία του 1995, δ) το «βέτο» της Ελλάδος την 3/4/2008 στο Βουκουρέστι και την αντίστοιχη απόφαση της Συνόδου κορυφής (απόφαση που επιβεβαιώθηκε και επαναλήφθηκε σε όλες τις μεταγενέστερες Συνόδους της Συμμαχίας) και ε) την απόφαση  του Ευρωπαικού Συμβουλίου του Ιουνίου 2008. Αντίστοιχα, με την υπ’ αριθμ. 1448/2009 απόφαση του Δ΄ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που αποτελεί δεδικασμένο για το εσωτερικό της χώρας και παράγει θετικά και αρνητικά έννομα αποτελέσματα, κρίθηκε αμετάκλητα ότι «δεν υπάρχει μακεδονικό έθνος και κατά συνέπεια μακεδονικός πολιτισμός και μακεδονική γλώσσα».

Κατά τον τρόπο αυτό διαμορφώθηκε και οριοθετήθηκε το διαχρονικό δεσμευτικό πλαίσιο, εντός του οποίου, έπρεπε να κινηθεί οποιαδήποτε διαδικασία επίλυσης του προβλήματος και η έκταση της γενικής πληρεξουσιότητας που εξ’ αντικειμένου ή εκ της θέσεώς τους είχαν ή διατηρούσαν όσοι διαπραγματεύονταν σχετικά και τυχόν υπέγραφαν δεσμευτικές για τη χώρα συμφωνίες, καθόσον οι πάγιες ελληνικές θέσεις, κατά ορθή διατύπωση και ερμηνεία των όσων διατυπώθηκαν σε πρακτικά - έγγραφα, ήταν και παραμένουν σωρευτικά: α) η μη χρήση του ονόματος «Μακεδονία» ή παράγωγό του στην επίσημη ονομασία του δεύτερου συμβαλλόμενου μέρους, β) η τροποποίηση όλων των συνταγματικών του άρθρων, ταμπελών, εγγράφων (χαρτών, βιβλίων κλπ) και εν γένει συμβόλων, που δηλώνουν ή τυχόν υποδηλώνουν, άμεσα ή έμμεσα, ή μπορούν να ερμηνευτούν ως αλυτρωτικές διαθέσεις ή υφαρπαγή και διαστρέβλωση της ιστορίας και του πολιτισμού μας και γ) η σαφής και ανεπιφύλακτη παραδοχή ότι δεν υπάρχουν μακεδονικό έθνος, μακεδονικός πολιτισμός και μακεδονική γλώσσα και η απαλοιφή οποιασδήποτε σχετικής, άμεσης ή έμμεσης, διάταξης, διατύπωσης ή αναφοράς, σε οποιαδήποτε γλώσσα ή μορφή.

Συνεπώς διαφορετικές απόψεις ή ερμηνείες, περί δήθεν αλλαγής της επίσημης θέσης της Ελλάδος, χωρίς νεότερη ρητή απόφαση της πολιτικής ηγεσίας ή της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, είναι αβάσιμες, αναπόδεικτες και μη δεσμευτικές. Εξάλλου ουδέποτε το ονοματολογικό θέμα, ακόμη και ως έσχατη διαπραγματευτική «κόκκινη γραμμή» αποσυνδέθηκε από την παράλληλη και ταυτόχρονη διασφάλιση των λοιπών αδιαπραγμάτευτων ελληνικών θέσεων, περί μη ύπαρξης μακεδονικής γλώσσας και εθνότητας και απαλοιφής κάθε σχετικής αλυτρωτικής θέσης από την γείτονα χώρα, αλλά αντίθετα όλες αυτές οι θέσεις αποτελούσαν προαπαιτούμενη προϋπόθεση επίλυσης του ζητήματος της επίσημης ονομασίας των Σκοπίων. Για το λόγο αυτό, όλες οι κυβερνήσεις που διαχειρίστηκαν το εθνικό αυτό θέμα, σεβόμενες τα όρια διακριτικής πολιτικής και διπλωματικής τους ευχέρειας, που είχαν ήδη τεθεί από τα παραπάνω γεγονότα, καθώς και της γενικής πληρεξουσιότητας που κατείχαν από την εκπεφρασμένη διαχρονική θέληση του ελληνικού λαού, ουδέποτε δεσμεύτηκαν με συμβατικούς όρους που θα έρχονταν σε αντίθεση με το σύνολο ή μέρος των παγίων ελληνικών θέσεων ή θα μπορούσαν να διακινδυνεύσουν αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, χωρίς την απαιτούμενη προηγουμένως απαραίτητη διαδικασία, άμεσης ή έμμεσης, τροποποίησης ή έγκρισής τους.

 

2. Περιεχόμενο της συμφωνίας και διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων.

Οι όροι και οι ερμηνείες του περιεχομένου της συμφωνίας που υπέγραψε και συνομολόγησε την 17-6-2018 ο κ Κοτζιάς, ως εκπρόσωπος της Ελληνικής Δημοκρατίας, αποτελούν διπλωματικό ακρωτηριασμό των πάγιων ελληνικών θέσεων, αφού με αυτήν δώσαμε στα Σκόπια την ένταξη στο ΝΑΤΟ και την άμεση έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ, δηλαδή το σύνολο του διπλωματικού μας οπλοστασίου, χωρίς το αντίβαρο, ως προς την ακύρωση τουλάχιστον του αλυτρωτισμού, να είναι, ως έπρεπε και είχε διακηρυχτεί, σαφές, πλήρες και ανεπίδεχτο αντιφατικών ερμηνειών. Η βλάβη των εθνικών συμφερόντων είναι προφανής, αφού με την δική μας συναίνεση και παραδοχή των εκεί συμφωνηθέντων όρων:

Α. Παραχωρούνται στη γείτονα χώρα όνομα, εθνότητα, γλώσσα και ταυτότητα, τα οποία ανήκουν στην ελληνική μακεδονική κληρονομιά.

2. Δικαιώνεται, διατηρείται και επιστηρίζεται το τεχνικό «μακεδονικό έθνος», το οποίο κατασκευάστηκε, ως αλυτρωτικό όχημα, το 1943-44.

3. Δίνεται το δικαίωμα στα Σκόπια να παρεμβαίνουν στα σχολικά μας βιβλία, στις αρχαιολογικές μας ανασκαφές και στον τρόπο διδασκαλίας και προβολής της ιστορίας μας.

4. Αφήνονται απροστάτευτα χιλιάδες εμπορικά προϊόντα, επωνυμίες και σήματα, που φέρουν την ονομασία μακεδονικός – ή –ό.

5. Δίνονται νομικά και πολιτικά επιχειρήματα σε σωματεία και οργανώσεις (βλ. Ουράνιο Τόξο) που αυτοχαρακτηρίζονται «μειονοτικά» και επιδιώκουν νομιμοποίηση και ρόλο στην ελληνική επικράτεια. 

5. Βοηθούνται και διευκολύνονται τα σχέδια όσων προωθούν την ανταλλαγή εδαφών στα βαλκάνια (βλ. σχετικό δημοσίευμα στη Wall Street Journal).

6. Ενισχύεται κάθε άλλος εθνικός υπαρκτός ή μελλοντικός κίνδυνος στα βόρεια ή ανατολικά μας σύνορα, όπως το αλυτρωτικό αφήγημα της «Μεγάλης Αλβανίας», ή ο παρεμβατικός ρόλος της Τουρκίας στην περιοχή, η οποία διατηρεί προνομιακές σχέσεις με τα Σκόπια, με τα οποία έχει συνάψει στρατιωτική και πολιτική συμμαχία. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του προέδρου της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν, στις 5/2/2018, την επομένη δηλ. του γιγάντιου συλλαλητηρίου της Αθήνας, ότι «οι «Μακεδόνες», των Σκοπίων είναι αδέλφια του και ότι υπάρχουν 6.000.000 τέτοιοι Μακεδόνες στην Τουρκία».

7. Διαταράσσονται και τίθενται σε κίνδυνο οι σχέσεις των 2 χώρων και το γενικότερο κλίμα ειρηνικής συνύπαρξης και ασφάλειας στην περιοχή, αφού η συντριπτική πλειοψηφία και των 2 λαών απορρίπτει, άμεσα ή έμμεσα, την ένδικη συμφωνία, γεγονός που δημιουργεί εξ’ αντικειμένου ένταση στις σχέσεις τους, αναζωπυρώνει τον εθνικισμό και ανατροφοδοτεί την εμπλοκή τρίτων χωρών (Βουλγαρία, Αλβανία) στην εν λόγω διαφορά.

8. Παγιώνεται στο διεθνές στερέωμα, ως διεθνώς αποδεκτή συμπεριφορά και ερμηνευτικό έθιμο, η δυνατότητα συλλογικού εθνοτικού αυτοπροσδιορισμού, γεγονός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την δημιουργία αντίστοιχου προβλήματος στη Θράκη μας.

9. Παραχωρείται αναίτια και συμβατικά η αναγνώριση των Σκοπίων σε  περίκλειστο ηπειρωτικό κράτος, με δικαίωμα πρόσβασης στην Ελληνική Θάλασσα.

 

3. ΝΟΜΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

α. Ο υπουργός των Εξωτερικών της Ελλάδος, σύμφωνα με το  άρθρο 2 ν. 3566 (ΦΕΚ Α΄ 117/05.06.2007) «Κύρωση ως Κώδικα του «Οργανισµού του Υπουργείου Εξωτερικών», έχει τις περιοριστικά εκεί αναφερόμενες αρμοδιότητες, στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνεται η συνομολόγηση των διεθνών συνθηκών και συνεπώς γι’ αυτήν απαιτείται, κατά  το  άρθρο  5β του ν. 3566/2007, η προηγούμενη ειδικότερη εξουσιοδότησή του. Ταυτόχρονα αυτός θεωρείται ότι κατέχει, εκ της ιδιότητας του, κατά την παρ. 2α του άρθρου 7 του ν.δ. 402 της  2/23 Μαΐου 1974  «Περί Κυρώσεως της από 23 Μαΐου 1969 Συμβάσεως της Βιέννης περί Δικαίου των Συνθηκών, την απαιτούμενη πληρεξουσιότητα ώστε να εκπροσωπεί την Ελληνική Δημοκρατία και να έχει την ικανότητα συνομολόγησης  διεθνών Συμβάσεων. Κατά τον τρόπο αυτό καθορίζεται το εσωτερικό και διεθνές πλαίσιο της νόμιμης πληρεξουσιότητάς - αρμοδιότητας, η τυχόν υπέρβαση ή κατάχρηση αυτής και, εν τέλει, η νομιμοποίηση του αρμόδιου Υπουργού. Συνεπώς η γενική πληρεξουσιότητα που ο τελευταίος κατέχει, κατά το εσωτερικό δίκαιο, δεν είναι ανέλεγκτη, ούτε μπορεί να ασκείται κατά πρόδηλη αντίθεση της βούλησης του εντολέα του ή προς βλάβη των συμφερόντων του, ώστε δεν μπορεί να θεμελιώσει από μόνη της την διεθνή αρμοδιότητά του.

Για το λόγο αυτό εξάλλου θεσπίστηκε, στο άρθρο 151 του Ποινικού Κώδικα, υπό το θεμελιώδους σημασίας κεφάλαιο «Προδοσία της χώρας»  και τον τίτλο: «Κατάχρηση πληρεξουσιότητας», συναφές αδίκημα, σύμφωνα με το οποίο : « Όποιος ως πληρεξούσιος του ελληνικού κράτους, ή συμμάχου του, διεξάγει με κάποια άλλη κυβέρνηση υποθέσεις του εντολέα του με πρόθεση κατά τέτοιο τρόπο που μπορεί να προκύψει βλάβη για τον εντολέα τιμωρείται με κάθειρξη». 

β. Η Ελληνική κυβέρνηση και ο Υπουργός Εξωτερικών ξεκίνησαν τον  Νοέμβριο 2017, αιφνιδιαστικά, αναίτια και υπό την προφανή πίεση του διεθνούς παράγοντα, εν κρυπτώ διπλωματικές διαπραγματεύσεις για τη συμβιβαστική επίλυση της σχετικής διαφοράς. Πλην όμως ο κ Κοτζιάς αγνόησε πλήρως την διαχρονική και συντριπτική βούληση του ελληνικού λαού και δεν ενημέρωσε τους έλληνες πολίτες και τα πολιτικά κόμματα για το ακριβές περιεχόμενο των συζητήσεων και τους ειδικότερους όρους της συμφωνίας, στην οποία είχε κατ’ ουσίαν, όπως αποκαλύπτεται, προσυμφωνήσει. Αντίθετα τα στοιχεία αυτά δόθηκαν στην δημοσιότητα, μετά την υπογραφή της, προκειμένου έτσι να μην αποκαλυφθεί το μέγεθος της εθνικής υποχώρησής του και να μην επέλθει οποιαδήποτε ουσιαστική συζήτηση επί του περιεχομένου της, αφού οι όροι της ήταν αμετάκλητοι και ανεπίδεκτοι τροποποίησης, με αποτέλεσμα να αποκλειστεί – περιοριστεί η πολιτική και λαϊκή πίεση για ουσιώδεις μεταβολές και να επιβληθούν ανεπίτρεπτα πολιτικά, νομικά και διπλωματικά τετελεσμένα. Εν ολίγοις ο αρμόδιος υπουργός εκμεταλλεύτηκε την ιδιότητά του και την εξ’ αυτής αρμοδιότητα που κατείχε για να υπογράψει μία διεθνή σύμβαση, χωρίς να ρωτήσει κανέναν, χωρίς ειδικότερη εντολή και κατά προφανή κατάχρηση των ορίων της γενικής πληρεξουσιότητας του, δηλ. χωρίς να επιδιώξει την νομιμοποίησή του, ενέργεια που ήταν απαραίτητη, καθόσον η δική του βούληση έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με την βούληση του κυρίαρχου λαού, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τις πάγιες ελληνικές θέσεις. Και αυτό διότι η Ελλάδα αποδέχτηκε  πλέον σύνθετη ονομασία που περιέχει τον όρο «Μακεδονία» και παράλληλα ανακριβείς και εσφαλμένους χαρακτηρισμούς ως προς κρίσιμα ζητήματα υψηλού συμβολισμού, δηλ τη γλώσσα, την ταυτότητα (εθνικότητα – ιθαγένεια) και την εν γένει μη εξάλειψη όλων των πάσης φύσεως αλυτρωτικών θέσεων των Σκοπίων.

Κατά τη γνώμη μου η ελληνική κυβέρνηση, όφειλε, εφόσον επιθυμούσε την εξεύρεση λύσης, επί του εθνικού αυτού θέματος, στα πλαίσια ενός διαφορετικού διαπραγματευτικού πλαισίου, να επιδιώξει και να λάβει, άμεσα ή έμμεσα, τυπικά ή άτυπα, την αντίστοιχη πολιτική και εθνική νομιμοποίηση, ώστε η πληρεξουσιότητα και η εξ’ αυτής αρμοδιότητα του αρμόδιου υπουργού να ταυτίζεται με την πραγματική βούληση του λαού ή/και των αντιπροσώπων του. Προς τούτο έπρεπε να ενημερώσει τα πολιτικά κόμματα και την κοινή γνώμη για το σχέδιο της προτεινόμενης συμφωνίας και τους επι μέρους όρους της, ώστε η μετέπειτα υπογραφή της να έχει τύχει όλων των προπαρασκευαστικών ενεργειών που απαιτεί η συνήθης πρακτική και η καλή πίστη. Παρά ταύτα το πλαίσιο της συμφωνίας δεν αποτέλεσε αντικείμενο πολιτικής διαβούλευσης, όπως άλλωστε συνέβη στο αντισυμβαλλόμενο μέρος, και δεν ζητήθηκε η γνώμη και η αποδοχή του, έστω και εκ των υστέρων, από τις πολιτικές δυνάμεις ή τον ελληνικό λαό. Επίσης δεν συγκλήθηκε είτε το συμβούλιο πολιτικών αρχηγών, είτε η βουλή, είτε το εθνικό συμβούλιο εξωτερικής πολιτικής για συζητηθεί, να συμφωνηθεί ή να τροποποιηθεί το σχέδιο της συμφωνίας, ώστε να οριοθετηθεί εκ νέου ή να μεταβληθεί οριστικά η προϋπάρχουσα «εθνική γραμμή». Ομοίως δεν έγινε οποιαδήποτε, επί του θέματος αυτού, ειδική συζήτηση στη Βουλή, για τη λήψη σχετικής απόφασης (διαδικασία που ήταν απολύτως ευχερής για την κυβερνητική πλειοψηφία) και την παροχή ειδικής προς υπογραφή εξουσιοδότησης – εντολής στον αρμόδιο υπουργό, ενώ τέλος οι όροι ή το σχέδιο της συμφωνίας δεν τέθηκαν καν προς έγκριση και εξουσιοδότηση στο υπουργικό συμβούλιο. Οι παραπάνω ενέργειες ήταν πολιτικά απαραίτητες και νομικά αναγκαίες για να διασφαλιστεί και να μην αμφισβητηθεί το εθνικό πλαίσιο διαπραγμάτευσης και να καταστεί ευχερής ο έλεγχος της διακριτικής ευχέρειας του αντιπροσώπου της ελληνικής δημοκρατίας. Εξάλλου η ελληνική κυβέρνηση αυτή την τακτική ακολούθησε πριν την υπογραφή της δανειακής σύμβασης το 2015, όπου αφενός έθεσε το προηγούμενο σχέδιο «Γιούνκερ» στην κρίση του ελληνικού λαού και αφετέρου έλαβε μετέπειτα έγκριση και νομιμοποίηση για την υπογραφή της από την Βουλή των Ελλήνων.

γ. Συνεπώς όλες οι δημόσιες δηλώσεις του αρμοδίου Υπουργού, περί δήθεν συμφωνίας που θα διασφάλιζε τις πάγιες ελληνικές θέσεις, έγιναν εκ του πονηρού, με πρόθεση και σκοπό να δημιουργήσει ή/και να ενισχύσει στα πολιτικά κόμματα και στον ελληνικό λαό, εκ του οποίου εκπορεύεται η άσκηση της εξουσίας και τον οποίο εκπροσωπούσε στο εξωτερικό, την πεποίθηση ότι δεν θα υπογράψει οποιαδήποτε δικαιοπραξία, η οποία τυχόν δεν θα ανταποκρίνεται στους μέχρι τότε διαχρονικά διακηρυγμένους εθνικούς στόχους, όρους και προϋποθέσεις και συνεπώς στο νόημα και το σκοπό της εν γένει πληρεξουσιότητάς που κατείχε. Στην πραγματικότητα όμως όχι μόνο δεν διαπραγματεύτηκε οποιοδήποτε σημείο της συμφωνίας, αλλά αντίθετα είχε ήδη προσυμφωνήσει από την αρχή τους περισσότερους όρους της. Κατά τον τρόπο αυτό δεν υποστήριξε, προστάτεψε, ούτε προώθησε τα εθνικά συμφέροντα και δεν προέβη, όπως φαινομενικά επιδίωκε και δήλωνε, σε έναν αμοιβαία επωφελή και ισομερή συμβιβασμό, αλλά αντίθετα αποδέχτηκε πλήρως και παραχώρησε, αδικαιολόγητα και αυθαίρετα, στην γείτονα χώρα, όλα όσα αυτή μονομερώς επιδίωκε τουλάχιστον, κατά την τελευταία δεκαετία, όπως πρόσφατα αποκαλύφθηκε από το εμπιστευτικό έγγραφο της αμερικανικής πρεσβείας στα Σκόπια το 2008.

δ. Από τα παραπάνω γεγονότα πιθανολογείται βάσιμα η θεμελίωση της παραπάνω ποινικής διάταξης, θεμελιώδους σημασίας, η οποία μπορεί να δημιουργήσει πεδίο ακυρότητας της συμφωνίας των Πρεσπών και απεμπλοκής της Ελλάδας από τις δυσμενέστατες συνέπειές της. Και τούτο διότι  από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 6, 7, 26, 27 και 46 της Σύμβασης της Βιέννης, περί του Δικαίου των Συνθηκών (που κυρώθηκε με το νδ 402/2/23-5-1974 – ΦΕΚ Α 141), προκύπτει οτι ένα κράτος μπορεί εξαιρετικά να επικαλεσθεί, για την ακυρότητα μίας σύμβασης, διάταξη εσωτερικού του δικαίου, όταν τυγχάνει παραβίαση, ως προς την αρμοδιότητα συνομολόγησής της, η οποία είναι έκδηλη και ο σχετικός κανόνας θεμελιώδους σημασίας. Έκδηλη δε είναι η παραβίαση, εφόσον τυγχάνει αντικειμενικά προφανής για οποιοδήποτε κράτος κατά τη συνήθη πρακτική και την καλή πίστη. Σε αυτό ακριβώς αποσκοπούσε, πέρα των άλλων πολιτικών σκοπιμοτήτων, η διεξαγωγή δημοψηφίσματος στα Σκόπια, έστω και συμβουλευτικού χαρακτήρα, καθόσον, με τον τρόπο αυτό ήθελαν να κάμψουν τις αντιδράσεις της εκεί κοινής γνώμης και να νομιμοποιήσουν, έστω και εκ των υστέρων τη συνομολόγηση της διεθνούς σύμβασης.

Τέλος και σε κάθε περίπτωση, παρά τη φαινομενική γεωγραφική διάκριση και τη δήθεν διακριτή ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά, που προβλέπεται στη συμφωνία των Πρεσπών και επικαλείται διαρκώς η ελληνική κυβέρνηση, τα Σκόπια ακυρώνουν στην πράξη αυτόν τον ισχυρισμό, διότι εξακολουθούν πεισματικά να πλαστογραφούν την ελληνική ιστορία, αφού, με πολλαπλές δηλώσεις αξιωματούχων τους, κατά το διάστημα αυτό, χρησιμοποιούν σε κάθε ευκαιρία, τον όρο «Μακεδονία», τόσο για τον χαρακτηρισμό της κρατικής τους οντότητας, όσο και για συναφείς ιστορικές, εμπορικές, πολιτιστικές, ή γλωσσικές έννοιες, παραβιάζοντας συστηματικά και ρητά το συμφωνηθέν πλαίσιο της συμφωνίας. Χαρακτηριστική όσο και ενδεικτική είναι ή δήλωση του Ζ. Ζάεφ (24-9-18), σε ομιλία του στη Γευγελή, σύμφωνα με την οποία «Φτάσαμε σε μία συμφωνία αλλά ξέραμε τι έπρεπε να διαφυλάξουμε, τη γλώσσα και την ταυτότητα. Και η Ελλάδα τα αναγνώρισε αυτά. Υπάρχει «μακεδονική» γλώσσα στη συμφωνία. Είμαστε «Μακεδόνες» με «μακεδονική» γλώσσα. Πετύχαμε τους στόχους των πατέρων και των παππούδων μας» ή ο αναρτημένος και εμφανής σε όλα τα διεθνή τηλεοπτικά δίκτυα γεωγραφικός χάρτης της περιοχής, όπου απεικονίζει την «μεγάλη  Μακεδονία», στο σχολείο όπου ψήφισε την 3Ο-9-2018 ο πρωθυπουργός τους. Ώστε η ελληνική κυβέρνηση είχε και διατηρεί το δικαίωμα να απεμπλακεί από τη συμφωνία, διότι,  κατά το διεθνές δίκαιο (άρθρο 18 Σύμβασης Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών), όταν συνάπτεται μία διεθνής συμφωνία, ακόμη και αν δεν έχει ολοκληρωθεί η κύρωσή της ώστε να τεθεί σε εφαρμογή, οι συμβαλλόμενοι οφείλουν να κινούνται στο πλαίσιο αυτής.

Συμπερασματικά, ο υπουργός εξωτερικών υπέγραψε, έχοντας ποινική ευθύνη, μία κακή συμφωνία, η οποία αποσκοπεί στο να «κλείσει», με κάθε τρόπο, και όχι να λύσει ένα κεφαλαιώδες εθνικό θέμα. Οι όροι της, που είναι αμετάκλητοι, δεν μπορούν να τροποποιηθούν, είναι βλαπτικοί, για τα εθνικά συμφέροντα, και δημιουργούν, εφόσον επικυρωθούν, νομικά και πολιτικά τετελεσμένα. Σε κάθε δε περίπτωση, κατά τη γνώμη μου, ακόμη και αν δεν επικυρωθεί η εν λόγω συμφωνία, η Ελλάδα έχει οπισθοχωρήσει δραματικά ως προς τα πολιτικά, ιστορικά και νομικά της επιχειρήματα, αφού οι παραδοχές που έχει συνομολογήσει στη διεθνή σύμβαση παράγουν αποτελέσματα και θα αποτελέσουν, σε κάθε μελλοντική ευκαιρία, το ελάχιστο σημείο εκκίνησης τυχόν νέων διαπραγματεύσεων και την κοινή συνισταμένη των θέσεων των συμβαλλομένων μερών.

Για το λόγο αυτό η συμφωνία  των Πρεσπών πρέπει όχι να μην ολοκληρωθεί αλλά να ακυρωθεί!!!

Αυτό είναι δίκαιο και πρέπει να γίνει πράξη!!!