Σαββατοκύριακo
20-21  Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4962RSS FEED
Κυρίαρχη ιδεολογία και ανάπτυξη
Γράφει ο
Θανάσης Παπανδρόπουλος

Ο Ρίτσαρντ Χιλλ, πολύπειρος και πολύγλωσσος φίλος, σύμβουλος επιχειρήσεων, στην μάλλον περιπετειώδη καριέρα του πρέπει να έχει πάρει μέρος ως εισηγητής σε περισσότερα από 10.000 σεμινάρια. Έχει δε κάνει εισηγήσεις σε 51 χώρες, στις πέντε ηπείρους. Γνωρίζει έτσι πολύ πρακτικά πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις, νοοτροπίες, ήθη, έθιμα, συμπεριφορές.

 

Στην Ελλάδα έχει έλθει ως εισηγητής έξι φορές και η τελευταία ήταν το 2001. Μετά από αυτή την επίσκεψή του, μού έστειλε μία επιστολή η οποία συνόδευε το βιβλίο του «We …Europeans» (Εμείς …Ευρωπαίοι) και στην οποία, με απλά και πρακτικά λόγια, εξηγούσε γιατί «η είσοδος της Ελλάδας στην ευρωζώνη θα ήταν και η αφετηρία για την μετέπειτα χρεοκοπία της χώρας».

 

«Τα στελέχη των επιχειρήσεων με τα οποία είχα την ευκαιρία να ανταλλάξω απόψεις είναι πολύ καλού επιπέδου. Διαθέτουν μία εντυπωσιακή αυτοσχεδιαστική ευφυΐα, όμως είναι απομακρυσμένα από το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Το αντιμετωπίζουν εξάλλου με έναν πρωτόγνωρο μακιαβελισμό, που με κάνει να πιστεύω ότι θα δημιουργήσει προβλήματα στην Ελλάδα και τις επιχειρήσεις της. Η οικονομική και νομισματική ένωση είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα και οι χώρες που δεν θα το καταλάβουν θα χρεοκοπήσουν. Αναρωτιέμαι πώς θα ανταποκριθεί η Ελλάδα στις δεσμεύσεις της ΟΝΕ όταν βλέπει κανείς στην χώρα αμέτρητα μισοτελειωμένα σπίτια, μισοτελειωμένους δρόμους, βουνά από μπάζα και σκουπίδια και μία οικονομία με σχεδόν μηδενική εξωστρέφεια στην εποχή της παγκοσμιοποίησης», συνέχιζε ο Ρίτσαρντ Χιλλ.

 

Λίγους μήνες μετά την παραπάνω επιστολή, συναντούσα στην Αθήνα τον καθηγητή Διοίκησης Επιχειρήσεων του Χάρβαρντ, Τζωρτζ Σ. Λόντζ, συγγραφέα επίσης του βιβλίου «Ιδεολογία και Εθνική Ανταγωνιστικότητα». Ο Αμερικανός καθηγητής ήταν ξεκάθαρος: «Η ανάπτυξη μιας χώρας δεν είναι μόνον θέμα πόρων. Σε μεγάλο βαθμό είναι και συνάρτηση της κυρίαρχης ιδεολογίας που επικρατεί και των νοοτροπιών που αυτή διαμορφώνει. Στην Ελλάδα αυτό που εντυπωσιάζει είναι ο φόβος των επιχειρήσεων απέναντι στον ανταγωνισμό. Πρόκειται για νοοτροπία που φαλκιδεύει κάθε προσπάθεια εξωστρέφειας και θα έχει τελικά υψηλό κόστος. Η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά είναι μεγάλη ευκαιρία για τις ελληνικές επιχειρήσεις, αρκεί να επενδύσουν στις εξαγωγές και την προώθηση επώνυμων προϊόντων σε τομείς όπου έχουν συγκριτικά πλεονεκτήματα. Κρίσιμη είναι επίσης και η ορθολογική αξιοποίηση των κλιματικών και γεωγραφικών πλεονεκτημάτων της χώρας. Η Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει τεχνολογικό και πολιτιστικό Hub στην Ευρώπη, με περιοχές όπως η Κρήτη και η Αχαΐα, για παράδειγμα, να ανταγωνίζονται την Σίλικον Βάλεϊ».

 

Οι απόψεις αυτές του καθηγητή Τζωρτζ Σ. Λοντζ ανταποκρίνονται σε μία πραγματικότητα, αλλά την εποχή εκείνη ελάχιστοι ήσαν οι πρόθυμοι να τις ακούσουν. Έτσι, η Ελλάδα έμπαινε στο ναρκοπέδιο της ΟΝΕ εμφορούμενη από μία ιδεολογία σχεδόν διαμετρικά αντίθετη με το ιστορικό εγχείρημα. Και αυτό πληρώνει πανάκριβα σήμερα, θυσιάζοντας στον βωμό της ιστορικής ακινησίας και τις επόμενες γενιές.

 

«Η ελληνική κοινωνία δεν θέλει να εκσυγχρονιστεί», τονίζει ο Παναγ. Γεννηματάς, επίτιμος διεθνής αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και συγγραφέας του βιβλίου «Ελλάς: Δύση ή Ανατολή» (εκδ. Ροές). Αυτός είναι και ο λόγος που αντιτάσσει σθεναρές  αντιστάσεις στις περιοδικές απόπειρες για άνοιγμα της κοινωνίας και της οικονομίας στον οικονομικό και πολιτισμικό ανταγωνισμό. «Οι αντιστάσεις αυτές προσέλαβαν ιδιαίτερα έντονες και διάστροφες μορφές κατά την τελευταία περίοδο της Μεταπολίτευσης (1990-2009). Κατά την περίοδο αυτή ο ευρωπαϊκός εκσυγχρονισμός της χώρας, νοούμενος ως συμβατοποίηση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας προς το δυτικοευρωπαϊκό περιβάλλον, μέσα στο οποίο εκλήθη ιστορικά να προσαρμοστεί, απετέλεσε την επίσημη πολιτική προγραμματική ατζέντα των πολιτικών κομμάτων εξουσίας. Η εν λόγω όμως προγραμματική συναίνεση δεν απήλλαξε, παρά ταύτα, την υποτιθέμενη εκσυγχρονιστική διαδικασία από εκσυγχρονιστικούς φενακισμούς και εξοργιστική καρκινοβασία. Δικαιούμαστε, ως εκ τούτου, να αποκαλέσουμε αυτή την εκσυγχρονιστική συναίνεση εκ των υστέρων φαινομενική», προσθέτει.

 

Πολλοί από τους μελετητές της νεοελληνικής ιστορίας συμφωνούν με την άποψή του, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο –στο μέτρο, βέβαια, που δεν ανήκουν στον αντιφιλελεύθερο εθνικιστικό χώρο.

 

Κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, όταν η χώρα βρέθηκε χαριστικά μέσα στην ΟΝΕ και τα δύο κόμματα εξουσίας (Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ), ευθυγραμμιζόμενα προφανώς με τις κοινωνικές αντιστάσεις απέναντι στον εκσυγχρονισμό αλλά και με την κατά  βάθος αδιαφορία των διευθυντικών ομάδων της κοινωνίας απέναντι στην αναγκαία επιτάχυνση της εκσυγχρονιστικής διαδικασίας, αποκλιμάκωσαν με ανακούφιση τις προσπάθειες για υλοποίηση της εκσυγχρονιστικής ατζέντας, η οποία κατά το διάστημα 1993-2000 είχε εμφανώς επιταχυνθεί. Το αποτέλεσμα της ανακοπής των προσπαθειών βιώνεται σήμερα ζοφερά από ολόκληρο τον ελληνικό λαό.

 

«Οι έντονες αντιστάσεις απέναντι στον ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό που παρατηρούνται κατά το διάστημα της τελευταίας εθνικά κρίσιμης εικοσαετίας, σε πρώτο επίπεδο ανάγνωσης συνιστούν μορφές αυτοάμυνας συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων και κοινωνικών δομών που έχουν οικοδομηθεί μεταπολεμικά και στο έπακρον ισχυροποιηθεί μεταπολεμικά από τον πελατειακό προστατευτισμό ενός διανεμητικού κράτους. Πέραν όμως των γενετικών τους σχέσεων με συγκεκριμένες κρατικές λειτουργίες (προστατευτισμός-πελατειακότητα-επιδοτήσεις), οι αντιστάσεις αυτές έχουν και αυτοτελή ιστορικά ριζώματα στο διαχρονικό πολιτισμικό υπόβαθρο της νεοελληνικής ιστορικής ζωής. Τα ριζώματα αυτά τρέφονται, βλασταίνουν και αναπαράγονται πάνω σε σύστοιχες πολιτισμικές υποδομές βαθύτερης ανατολικο-μεσογειακής γενεαλογίας. Οι πολιτισμικές αυτές υποδομές είναι ταυτόσημες με την ιστορική εθνογένεση και κοινωνιογένεση του μεταβυζαντινού νεοελληνισμού. Ακριβέστερα, ανάγονται στην απώτερη βυζαντινοχριστιανική καταγωγή του νεοελληνικού κοινωνικού και ιδεολογικού μορφώματος (11ος–15ος αιώνας). Είναι όντως εντυπωσιακό να διαπιστώνει κανείς πόσο ανθεκτικά το πνεύμα μιας τόσο μακροχρόνιας παράδοσης εξακολουθεί να ανθίσταται και να επιβιώνει», τονίζει ο Παν. Γεννηματάς.

 

Προσφέρει έτσι ένα πολύ σοβαρό ερμηνευτικό κλειδί για όσους θέλουν να καταλάβουν ποια είναι η πραγματικότητα. Αυτή από την οποία ήδη 300.000 νέοι επιστήμονες και άλλοι πολλοί έχουν αφήσει πίσω τους, αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο. Τους ακολουθούν δε και κάπου 60.000 επιχειρήσεις-μετανάστες, για τις οποίες το μέλλον στην χώρα του κρατισμού είναι άδηλον.