««Τ᾿ ἄλογο! τ᾿ ἄλογο! Ὁμὲρ Βριόνη,
τὸ Σούλι ἐχούμησε καὶ μᾶς πλακώνει.
Τ᾿ ἄλογο! τ᾿ ἄλογο! ἀκοῦς, σουρίζουν
ζεστὰ τὰ βόλια τους, μᾶς φοβερίζουν.»
«Η Φυγή», Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Επανέρχομαι εκ νέου εις το τεράστιον ζήτημα του πολιτισμού και των
εικόνων και παραστάσεων, που μας παρέχει ως αίτιο δημιουργίας
προτύπων. Σήμερα η νεοελληνική λογοτεχνία και ποίηση για λόγους όπου
έχω ήδη αναφερθεί και αλλού στην σειρά αυτή των άρθρων μου που σκοπό
έχουν την ανάδειξη προσωπικοτήτων του πνεύματος του παρελθόντος
κόσμου, ο «πνευματικός κόσμος» της χώρας, αναλώνεται σε ως επί το
πλείστον σε αθλιότητες, απεμπολώντας τις μεγάλες ιδέες και την
αναπόληση του ένδοξου ιστορικού μας παρελθόντος.
Καταβάλλεται προσπάθεια κυρίως «εξ αριστερών» μιας και πολλοί έχουν
συνδυάσει την επαναστατική διάθεση της «αριστεράς» με την κατάλυση
κάθε έννοιας πραγματικής δημοκρατίας, όλα τα εθνοκεντρικά και
πατριδοκεντρικά πονήματα της τέχνης να χαρακτηρίζονται πλέον ως
«ακραία», «εθνικιστικά» έως και «φασιστικά» αγνοώντας οι περισσότεροι
την αναρχοσοσιαλιστική φύση και μήτρα του φασισμού ή αποκρύπτοντας την,
είτε τεχνηέντως είτε λόγω πραγματικής ημιμάθειας.
Λυπούμαι βαθιά, όπου θα πρέπει να αναγκαστώ να αναφερθώ εις τα
πολιτικά μιλώντας για τέχνη, μα τούτο καθίσταται αναγκαίο σαν
παρατηρείς πως η τέχνη χρησιμοποιείται εκ του πονηρού προς άσκησιν
πολιτικής. Τούτο το «unfair», οφείλει να καταγραφεί, αλλά και να
καταπολεμηθεί σε βάθος, διότι δεν τίθεται εδώ μόνον το θεμελιώδες
ζήτημα μιας τάσης αφελληνισμού της τέχνης μας, μα και το προαναφερθέν
και αλλού, μπόλιασμα της κοινωνικής μας συνείδησης με ό,τι
αθλιοδέστερον τ ο οποίο ορισμένοι κύκλοι τολμούν οχι μόνον να
προβάλλουν μα και να επιβραβεύσουν ως τέχνη. «Τέχνη» αήθης, τέχνη
μονομανιακή, τέχνη αρρωστημένη βαθιά, τέχνη αντεθνική και τέχνη όπου
εξυμνεί και αναφέρεται σ τον κατώτερο άνθρωπο και απεμπολεί την
προσπάθεια προς την προσέγγιση ενός ανωτέρου «Εγώ» και κατ’ επέκτασιν
«Εμείς» όπου αυτός είναι και ο στόχος της πραγματικής τέχνης.
Την σήμερον αγαπητέ μου αναγνώστη όπου σπαταλάς κάποιον από τον
πολύτιμο χρόνο σου ώστε να με διαβάζεις και μιλώ από πείραν
προσωπικήν, ό,τι εθνικόν, ό,τι ενωτικόν του λαού, ό,τι θετικώς ιδεώδες,
ό,τι ουσιώδες πέραν ελαχίστων πάντοτε εξαιρέσεων στην τέχνη,
καταδιώκεται βαναύσως και άνευ προσχημάτων πλέον. Που στέκουν σήμερα
στο πάνθεον του πνευματικού μας κόσμου όλοι εκείνοι οι πνευματικοί
ταγοί του παρελθόντος, ο Κωστής Παλαμάς, ο Διονύσιος Σολωμός, ο
Ανδρέας Κάλβος μα και έτεροι λιγότερο σημαντικοί ; Ευρίσκονται
δυστυχέστατα, εις το περιθώριον θαπτόμενοι καθημερινώς εκ της αχλής
της λήθης και της θολοκουλτούρας, την οποία επιβαρύνει επιπλέον και η
σημερινή μας δεινή κατάστασις γενικώς. Εν ολίγοις, κατάστασις γενικώς
πνικτική.
Μα τώρα, σήμερα, είναι η στιγμή της εκ του τάφου αναστάσεως όλων των
σημαντικών μας πνευματικών ανθρώπων, τώρα τους έχει ξανά ανάγκη τούτος
ο πολύπαθος τόπος, ως φάρους φωτεινούς, φάρους πνευματικούς οι οποίοι
δύνανται δια ακόμη μίαν φοράν να καταδείξουν τον δρόμο εις όλους εμάς
τους αδαείς, όλους εμάς του πνευματικούς ναυαγούς, χωρίς Ιθάκη του
πνεύματος να μας αναμένει.
Μα ας περάσουμε εις το προκείμενον. Περί Αριστοτέλους Βαλαωρίτη,
ποιητού της επτανησιακής μας σχολής αλλά και πολιτικού, ξεκινώντας με
την παράθεση ορισμένων βιογραφικών στοιχείων αναφορικά με την κατά
σάρκα ύπαρξη αυτού του σημαντικού πολυεπίπεδου ανθρώπου και
προσωπικότητας, η οποία εχάραξε με τον δικό της τρόπο, το όνομα της
επάνω εις την στήλη της πνευματικής μας κρήνης.
Πρωτοβλέπει το φώς αυτού του κόσμου εις τα 1824 στην νήσο της Λευκάδας
την πρώτη του Σεπτέμβρη, γόνος οικογένειας εύπορης, γιός του Ιωάννη
Βαλαώρα εξ Ευρυτανίας και της ευγενούς καταγωγής Αναστασίας Τυπάλδου
– Φορέστη. Οι οικογένεια του καλλιεργημένη ούσα, τον βαπτίζει με το
αρχαιοελληνικόν όνομα «Αριστοτέλης» και εκείνος έχοντας όλα εκείνα τα
απαραίτητα εφόδια, ξεκινά την ζωή του μαθαίνοντας τα πρώτα του
γράμματα στην Λευκάδα, ενώ αργότερα θα συνεχίσει τις σπουδές του εις
την Ιόνιο Ακαδημία. Μετέπειτα θα ταξιδέψει τόσο στην Ελλάδα όσο και
στην Ιταλία ως ήταν σύνηθες εις την εποχήν του για ανθρώπους του
πνεύματος, των γραμμάτων και των τεχνών, αλλά και εις Γενεύην, το
Παρίσι και αλλού στην ακμάζουσα πνευματικώς Ευρώπη.
Στις δέκα Ιουνίου του 1852, νυμφεύεται την Ελοϊζα Τυπάλδου και αποκτά
επτά εν το συνόλω τέκνα αν και τρία εξ αυτών αποθνήσκουν σε νεαρότατη
ηλικία. Ο Βαλαωρίτης εμπλέκεται και λόγω του περιβάλλοντος του με την
πολιτική και έτσι εις τα 1857 εκλέγεται βουλευτής εις την Ιόνιο Βουλή
και έκτοτε μάχεται σφόδρα υπέρ της ένωσης των Ιονίων νήσων με την
μητέρα Ελλάδα.
Έπειτα από την ένωση των νήσων με την πατρίδα, θα σταλεί ως εκπρόσωπος
της Ιονίου βουλής στην Ελληνική Εθνοσυνέλευση, ενώ θα εκλεγεί για
ακόμη δύο φορές βουλευτής, εις τα 1865 και 1868. Συντάσσεται επίσης
υπέρ της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα και πραγματοποιεί ταξίδια
εκεί, ώστε να προετοιμαστεί το έδαφος σχετικά.
Έχοντας αποσυρθεί από την πολιτική, συγγράφει ποίηση κυρίως
εμπνευσμένη εκ την Εθνική μας παλιγγενεσία και εν τέλει αποθνήσκει
από καρδιακή προσβολή στις 24 Ιουλίου του 1879.
Ο Βαλαωρίτης, ως πνευματικός άνθρωπος του καιρού του αλλά και
άνθρωπος ο οποίος ζει και στην πραγματική ζωή, πέραν από μιαν
αρρωστημένη πνευματικότητα και απομονωτισμό εις τον οποίον και
αναφέρθηκα πρότερα εις το παρόν, θεωρεί πως η εθνική μας επανάστασις
δεν τελειώνει με το 1821, αλλά οφείλει η Ελλάς να αντεπιτεθεί εις όλα
τα μέτωπα, ως εκ τούτου λοιπόν κρίνεται ως υπέρμαχος της «Μεγάλης
ιδέας» και μαχητής ενάντια στον «Μικροελλαδισμό» του μετέπειτα
δόγματος, της πτωχής αλλά εντίμου Ελλάδος.
Λογοτεχνικά τα θέματα του έχουν να κάνουν ως προανέφερα και πάλι, με
πρόσωπα και καταστάσεις του παρελθόντος ενδόξου, ηρωικού κόσμου, η
πατρίδα υπέρ όλων των άλλων, ο μεγαλοϊδεατισμός παντού, το ύφος
εξαιρέτως αφηγηματικόν, εμπνευσμένο και έμπλεο ρομαντικού ιστορισμού.
Ποιήματα προς εθνικήν ανάτασιν. Ο Βαλαωρίτης δεν ασχολείται με τα
μικρά και καθημερινά ως οι σημερινοί μας «ποιητές», δεν αναλώνεται σε
αρρωστημένους εσωτερικούς μονολόγους, παρά έχει κατά νου ότι είχαν
κατά νου και οι ήρωες κάθε εποχής αυτού του τόπου, το ότι η ανθρώπινη
μας εφήμερος ύπαρξη, ουδεμία σημασία έχει , εφόσον δεν υπηρετεί μιάν
αιώνια ιδέα ως η πατρίς.
Σεβόμενος τον αναγνώστη ο οποίος έρχεται σε πρώτη επαφή με όλες τούτες
τις κατ εμέ πάντοτε τεραστίου διαμετρήματος προσωπικότητες του
πνεύματος ενός κόσμου παρελθόντος μεν μα ιδιαιτέρως σημαντικού ο
οποίος αφήνεται στην λησμονιά, δεν θα ήθελα να εμπλέξω στην παρούσα
στιγμή λεπτομέρειες λογοτεχνικού είδους ως το ακριβές ύφος του
ποιητού, οι διαφωνίες του με τους σύγχρονους του, το γλωσσικόν ζήτημα
κ.α Λεπτομέρειες οι οποίες πολλάκις σκοτίζουν το μυαλό του αναγνώστη
εκτρέποντας την προσοχή του από το δάσος, στο δέντρο εκ της ουσίας
στην λεπτομέρεια.
Θα μείνω και ας μείνουμε άπαντες στο γεγονός της αίσθησης του
προϊόντος της τέχνης του Βαλαωρίτη και τούτη η αίσθησις ομοιάζει με
ένα ρίγος και ένα δέος ανυπέρβλητον, σαν αντικρίζεις τις μορφές
εκείνες των ηρώων εκ των οποίων και εκείνος ενεπνεύσθη τα έργα του
και επάτησαν τα ιερά χώματα ετούτης της πατρίδος.
Μικρά εκλογή ακολουθεί
«Η Φυγή» - οι δύο πρώτες στροφές
«Τ᾿ ἄλογο! τ᾿ ἄλογο! Ὁμὲρ Βριόνη,
τὸ Σούλι ἐχούμησε καὶ μᾶς πλακώνει.
Τ᾿ ἄλογο! τ᾿ ἄλογο! ἀκοῦς, σουρίζουν
ζεστὰ τὰ βόλια τους, μᾶς φοβερίζουν.
»Γιὰ ἰδές, σὰ δαίμονες μᾶς πελεκᾶνε!
Κάτου ἀπ᾿ τὸ βράχο τους πῶς ροβολᾶνε!
Δὲς τὰ κεφάλια μας, δὲς τὰ κουφάρια
κυλᾶνε ἀνάκατα σὰν νά ῾ν᾿ λιθάρια.
Εὐαγγελισμός - Ἑλληνισμός – Η πρώτη στροφή
Μὲ μιᾶς ἀνοίγει ὁ οὐρανός, τὰ σύγνεφα μεριάζουν,
οἱ κόσμοι ἐμείνανε βουβοί, παράλυτοι κοιτάζουν.
Μία φλόγα ἀστράφτει... ἀκούονται ψαλμοὶ καὶ μελῳδία...
Πετάει ἕν᾿ ἄστρο... σταματᾶ ἐμπρὸς εἰς τὴ Μαρία...
«Χαῖρε τῆς λέει ἀειπάρθενε, εὐλογημένη χαῖρε!
Ὁ Κύριός μου εἶναι μὲ σέ. Χαῖρε Μαρία, Χαῖρε!»
«Αθανάσιος Διάκος», άσμα πρώτον
Ἔσκυψ᾿ ὁ Διάκος ὡς τὴ γῆ, ἕσφιξε μὲ τὰ χείλη
κ᾿ ἐφίλησε γλυκὰ γλυκὰ τὸ πατρικό του χῶμα.
Ἔβραζε μέσα του ἡ καρδιά, καὶ στὰ ματόκλαδά του
καθάριο, φωτοστόλιστο, ξεφύτρωσ᾿ ἕνα δάκρυ...
Χαρὰ στὸ χόρτο πὤλαχε νὰ πιῇ σὲ τέτοια βρύση!
«Θανάσης Βάγιας – ο Βρυκόλακας» - οι δύο πρώτες στροφές
- Πές μου τί στέκεσαι Θανάση, ὀρθός,
βουβὸς σὰ λείψανο, στὰ μάτια μπρός;
Γιατί Θανάση μου, βγαίνεις τὸ βράδυ;
Ὕπνος γιὰ σένανε δὲν εἶν᾿ στὸν Ἅδη;
Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί...
Βαθιὰ σὲ ρίξανε μέσα στὴ γῆ...
Φεῦγα, σπλαγχνίσου με. Θὰ κοιμηθῶ.
Ἄσε μὲ ἥσυχη ν᾿ ἀναπαυθῶ.