Πέμπτη
25 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4967RSS FEED
ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΙΣΟ ΑΙΩΝΑ ΤΟ ΕΛΛΗΝΟΡΡΘΟΔΟΞΟ ΣΧΟΛΕΙΟΠρώτο κουδούνι στην Ίμβρο
18/09/2013

Στιγμές μεγάλης συγκίνησης έζησε η Ίμβρος και ο απανταχού Ελληνισμός, όταν στην Ίμβρο, χτύπησε και πάλι, για πρώτη φορά μετά από 49 χρόνια, το κουδούνι του ελληνορθόδοξου σχολείου του νησιού.

Τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια και ένα κορίτσι, είναι οι πρώτοι μαθητές του σχολείου, που πρόσφατα ανακαινίστηκε.

Όπως ανέφερε, μιλώντας στο Αθηναϊκό Πρακτορείο, ο πρόεδρος της Ιμβριακής Ένωσης Μακεδονίας - Θράκης Παύλος Σταματίδης, το κλείσιμο του σχολείου το 1964 ήταν ουσιαστικά το κύκνειο άσμα, που οδήγησε στη των Ιμβρίων από το νησί.

Με μπροστάρη τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο - γνήσιο τέκνο της Ίμβρου - τους δυο συλλόγους των Ιμβριωτών στην Ελλάδα, όλους τους αρμόδιους φορείς, αλλά και με την πολύτιμη συνδρομή του Λάκη Βίγκα, εκπροσώπου των Ρωμέικων Κοινοτικών Ιδρυμάτων στη Γενική Διεύθυνση Βακουφίων της Τουρκίας, το σχολικό κουδούνι χτύπησε ξανά.

«Ψυχή» του σχολείου, η ιδρύτριά του Άννα Κουτσομάλλη, η οποία γεννήθηκε στο νησί, έφυγε στην Αθήνα κι επέστρεψε για να δώσει σάρκα και οστά σε ένα όνειρο δεκαετιών των απανταχού Ιμβρίων.

Μπροστάρισσα σ' αυτή την προσπάθεια, που φαίνεται να ξεκινά με τους καλύτερους οιωνούς, και η διευθύντρια του σχολείου Παρασκευή (Βούλα) Μπερμπέρη, που μαζί με τον Τούρκο δάσκαλο που θα κατέχει και τη θέση του υποδιευθυντή και τον μετακλητό από την Ελλάδα θα αναλάβουν να δείξουν τον δρόμο της γνώσης στους τέσσερις μικρούς μαθητές - τον Δημητράκη, την Αλεξάνδρα και τα δυο παιδιά μιας οικογένειας από την Κωνσταντινούπολη, που εντάχθηκαν μόλις στο μαθητολόγιο.

Ήταν το 1964, όταν ακούστηκε για τελευταία φορά κουδούνι στα ελληνορθόδοξα σχολειά της Ίμβρου - που τότε μετρούσαν περί τα 550 παιδιά. Πώς, όμως, φτάσαμε ως εκεί; Στις 4 Οκτωβρίου του 1923, ο διοικητής της Ίμβρου Ιωάννης Παπουτσιδάκης παραδίδει το νησί στις τουρκικές αρχές μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης.

Κατά την περίοδο της υπογραφής της Συνθήκης, όπως αναφέρει σε μελέτη της για τη «μειονοτική εκπαίδευση στην Ίμβρο από το 1923 ως το 1964», η Πεφκούλα Στάγια, δασκάλα - μεταπτυχιακή φοιτήτρια του Παιδαγωγικού Τμήματος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), λειτουργούσαν πέντε δημοτικά σχολεία - στο Σχοινούδι, το Γλυκύ, τα Αγρίδια, την Παναγία και το Ευλάμπιο, καθώς και η Κεντρική Σχολή στην Παναγία, ημιγυμνάσιο στο οποίο φοιτούσαν μαθητές από όλα τα χωριά του νησιού και όπου διδάσκονταν αρχαία και νέα ελληνικά, θρησκευτικά, μαθηματικά, ελληνική ιστορία, φυσική ιστορία, φυσική πειραματική, χημεία, γεωγραφία και λατινικά.

Όλα τα σχολικά κτίρια του νησιού, όπως τονίζεται, είχαν χτιστεί στις αρχές του 20ού αιώνα, με χρήματα που συγκεντρώθηκαν από δωρεές ομογενών και παροχή ξυλείας από το Άγιο Όρος, ενώ τα έξοδα λειτουργίας τους καλύπτονταν από τη φορολόγηση της εντόπιας παραγωγής, κυρίως του λαδιού.

Αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, η τουρκική αρχή απαίτησε την άμεση επισκευή των σχολικών κτιρίων σε όλα τα χωριά του νησιού μέσα σε ορισθέν χρονικό διάστημα και εάν αυτό δεν συνέβαινε, τα κτίρια θα κρατικοποιούνταν. Τα σχολεία της Παναγίας, που είναι η πρωτεύουσα του νησιού, καθώς και του Ευλαμπίου δεν επισκευάστηκαν έγκαιρα με αποτέλεσμα το μεν πρώτο να κρατικοποιηθεί και το δεύτερο να κλείσει εντελώς. Η μη εμπρόθεσμη επισκευή ήταν πρόφαση της νέας αρχής για να οικειοποιηθεί, παρά τις αντίθετες ρητές διατάξεις της Συνθήκης, το σχολικό κτίριο της Παναγίας προκειμένου να μπορεί να λειτουργήσει εκεί άμεσα η κρατική σχολή για τα παιδιά των Τούρκων υπαλλήλων που εστάλησαν και εγκαταστάθηκαν εκεί. Μετά τη νέα κατάσταση επετράπη να διδάσκονται στην ελληνική γλώσσα τα εξής μαθήματα: ανάγνωση, μία ώρα την ημέρα, αριθμητική, δύο ώρες την εβδομάδα και θρησκευτικά, μία ώρα την εβδομάδα, ενώ στο δημοτικό σχολείο της Παναγίας επετράπη κατ' εξαίρεση η διδασκαλία της ελληνικής στα ελληνόπουλα μία ώρα την εβδομάδα εντός του σχολικού χώρου, αλλά εκτός του σχολικού προγράμματος" αναφέρεται στη μελέτη.

Ωστόσο, τέσσερα χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης και συγκεκριμένα στις 20 Νοεμβρίου 19276, η τουρκική κυβέρνηση προέβη σε κλείσιμο της Κεντρικής Σχολής της Ίμβρου θεσπίζοντας, ταυτόχρονα, τον «περί Νήσων» νόμο (Adalar Kanunu), το άρθρο 14 το οποίου καθιστά υποχρεωτική την εξ ολοκλήρου εκπαίδευση στην τουρκική. Ωστόσο, το άρθρο αυτό τέθηκε σε ισχύ τελικά μόνο για το σχολείο της Παναγίας, ενώ για τα υπόλοιπα σχολεία διαμορφώθηκε άτυπα ένα ιδιόμορφο εκπαιδευτικό καθεστώς: κάποια μαθήματα διδάσκονταν στην ελληνική, ενώ διδάσκονταν στην τουρκική η γεωγραφία, η ιστορία και η πατριδογνωσία. Επιβλήθηκε επίσης η τουρκική στην έκδοση των μαθητολογίων, των ενδεικτικών και των απολυτηρίων και αποφασίστηκε η απομάκρυνση των ελληνικής καταγωγής διευθυντών των σχολείων, οι οποίοι περιορίστηκαν στα διδακτικά τους καθήκοντα, ενώ τόσο οι δάσκαλοι της ελληνικής όσο και της τουρκικής - εκτός από τους διευθυντές - μισθοδοτούνταν αποκλειστικά από τα κοινοτικά ταμεία.

Το 1945, ο νομάρχης Τσανάκαλε έστειλε έγγραφη διαταγή, με την οποία απαγόρευε εντελώς τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας και επέβαλε την αποκλειστική διδασκαλία της επίσημης τουρκικής. Ωστόσο, μετά τα απανωτά διαβήματα των κοινοταρχών, η διαταγή εκείνη δεν εφαρμόστηκε.

Τον Μάιο του 1950 ανεβαίνει στην εξουσία το Δημοκρατικό Κόμμα και σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, την 5η Φεβρουαρίου 1951, ψηφίστηκε από τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκικής Δημοκρατίας ο ειδικός νόμος που έφερνε την κατάργηση του 14ου άρθρου του νόμου 1151/1927. Με βάση τον συγκεκριμένο νόμο, ιδρύθηκε εξατάξιο μειονοτικό σχολείο στην Παναγία, όπως επίσης και στην Τένεδο, και εκδόθηκαν νέες άδειες λειτουργίας των υφιστάμενων τεσσάρων σχολείων της Ίμβρου, τα οποία και αναβαθμίστηκαν σε εξατάξια.

Με τις εκάστοτε διακυμάνσεις των ελληνοτουρκικών σχέσεων, τα μέτρα σκλήραιναν ή χαλάρωναν κατά καιρούς - ανάλογα με το τι γινόταν. Έτσι κυλά η διαδικασία ως το 1951. Τότε, με τη θεαματική βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών βγαίνει ένας νόμος στην τουρκική βουλή που αναστέλλει την εφαρμογή του άρθρου 14 του νόμου του 1927 για την εκπαίδευση στην Ίμβρο και την Τένεδο. Αυτό ανοίγει τον δρόμο για να αναπαλαιωθούν, να αναστηλωθούν κτίρια σε όλα τα χωριά της Ίμβρου. Με σχολεία πολύ υψηλών προδιαγραφών. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 1964, τη χρονιά που απαγορεύεται εκ νέου η εκπαίδευση, είχαν αναγερθεί σε κάθε χωριό μέχρι και νηπιαγωγεία. Και μάλιστα νηπιαγωγεία που είχε αναλάβει ο αρχιτέκτων ο Αριστείδης Πασαδαίος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Πράγματι, το 1964, 38 βουλευτές καταθέτουν πρόταση στη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση για την κατάργηση της υπάρχουσας εκπαιδευτικής κατάστασης στην Ίμβρο και την Τένεδο και την επαναφορά του νόμου του 1927 «διά να αποκτήσουν οι κάτοικοι των δύο αυτών νήσων σχολάς υψηλού επιπέδου υπό τον έλεγχον του Υπουργείου Παιδείας».

Η πρόταση, που προέβλεπε ότι «η εκπαίδευσις εις τας σχολάς Ίμβρου και Τενέδου γίνεται τουρκιστί και είναι γενική, δωρεάν και λαϊκή», έγινε αποδεκτή από την ολομέλεια της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης την 30η Ιουνίου 1964 «διά βοής, άνευ ουδεμίας αντιδράσεως».

Ο σχετικός νόμος ψηφίστηκε την 23η Ιουλίου 1964 αναγκάζοντας τα ελληνορθόδοξα σχολεία της Ίμβρου να κλείσουν ερμητικά τις πόρτες τους για σχεδόν μισό αιώνα...