Παρασκευή
19 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4961RSS FEED
Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο ερασιθάνατος ρομαντικός αυτόχειρ
Γράφει ο
Πάνος Χατζηγεωργιάδης

«Τὸ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ, - κι ὁ Νόμος ὁ Τρανός του!

Κι ἐνῷ δεν εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τοῦ Ἀγνώστου,
Φαντάσματα, ὅλοι, καὶ καπνοί, στὴν δίνη τῆς Ἀβύσσου
(μὲ τ᾿ ὄνειρο, φτωχὴ ψυχή, γιὰ μόνη ἀπολαβή σου)»



Έχω τονίσει και άλλοτε, την μεταφυσική διάσταση που συνδέει τον υλικό
και τον πνευματικό κόσμο, με μια αδιόρατη θαρρείς κλωστή η οποία
υπάρχει εκεί πάντοτε, αδιάφορα εάν εμείς την παρατηρούμε ή όχι. Και
είναι τούτη η μη παρατηρητικότητα μας σε ορισμένα ζητήματα ως αυτό,
αποτέλεσμα της υλιστικής και μόνον αντίληψης που έχει ο σημερινός
«σύγχρονος» άνθρωπος, αναφορικά με το φαινόμενο της ζωής και του
θανάτου.

Οι καιροί μας έχουν χάσει από πολλού χρόνου πλέον την ευκαιρία του να
τους χαρακτηρίσει κάποιος καιρούς πνευματικότητας και ρομαντισμού, ο
δε ρομαντισμός είτε ως  κίνημα της τέχνης είτε και ως στάση ζωής με
μια γενικότερη θεώρηση, θα έλεγε κανείς πως μπορεί να ερμηνευτεί
ψυχολογικά, ως η απέλπιδα προσπάθεια του ανθρώπου στο να μην ταφεί
εντελώς το πνευματικό κομμάτι της ύπαρξης του, κάτω από τα σκουπίδια
του «πολιτισμού», ενός τεχνικού πολιτισμού ο οποίος εν τέλει
αλλοτριώνει το αρχέτυπο της ανθρώπινης ύπαρξης και το μεταβάλλει σε
αυτόματο και ορθολογιστικό πλάσμα, υπό την κακή έννοια της επικράτησης
της λογικής και της λογιστικής, ενάντια στο συναίσθημα και το πνεύμα.
Μια εξέλιξις αντιανθρώπινη εκ του αποτελέσματος κρίνοντας.

Στο πνευματικό μου διάβα, είναι στιγμές όπου το μεταφυσικόν του
πράγματος εισβάλλει στην «πραγματικότητα» ή τουλάχιστον σε ότι εμείς
συνηθίζουμε να  θεωρούμε ως πραγματικότητα, για αυτό και τα
εισαγωγικά. Έτσι ο αποψινός πνευματικός μου φίλος μου έγινε γνωστός
κατά περίεργο τρόπο. Περιπατώντας την περιοχή των Εξαρχείων όπου ακόμα
παρά την γενικότερη διάλυση, διατηρεί σε ορισμένες γωνιές την αίγλη του
παρελθόντος κόσμου ως μια όμορφη γειτονιά της παλιάς Αθήνας, έτυχε να
περάσω και από το σπίτι το αενάως υπό ανακαίνισιν του Ναπολέοντος
Λαπαθιώτη εκεί κάτω από τον λόφο του Στρέφη. Δίχως να γνωρίζω
επακριβώς σε ποιόν ανήκει το σπίτι ετούτο, κάτι με προσέλκυε
ενεργειακά σε αυτόν τον χώρο, ο οποίο μου έκαμε ιδιαίτερη εντύπωση
κάθε φορά όπου ο δρόμος μου με έφερνε εμπρός του.

Αργότερα έμαθα αναζητώντας  σχετικές πληροφορίες, πως το σπίτι εκείνο
ανήκει στην οικογένεια Λαπαθιώτη  και πως εκεί, ο πάντοτε μόνος και με
ερασιθάνατη διάθεση Ναπολέων, εσυναντήθη αυτοβούλως  με τον Χάροντα,
ένα κρύο βράδυ του χειμώνα στα 1944. Στέκω απέναντι πάντοτε στην
αυτοχειρία, την οποία θεωρώ μια πράξη δειλίας, αλλά μια δεύτερη σκέψις
μου αφήνει πάντοτε ένα μικρό παράθυρο ανοχής σε κάτι τέτοιο υπό πολύ
συγκεκριμένες συνθήκες, καθώς και μια τρίτη σκέψη μου υποβάλλει πως
ίσως να απαιτεί και ιδιαίτερο θάρρος το εκούσιο πέρασμα εις τα
επέκεινα εν τέλει και πως ίσως οι δειλοί να στέκουν ανάμεσα των
«ζωντανών». Τεράστια η συζήτηση επί τούτου η οποία δεν αφορά το παρόν.

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, γεννιέται εις τα 1888 Οκτωβρίου 31 και επέρασε
στην αιωνιότητα ως ποιητής του μεσοπολέμου κυρίως. Γόνος οικογένειας
στρατιωτικών ο πατέρας του Λεωνίδας Λαπαθιώτης υπήρξε  μαθηματικός και
ανώτατος στρατιωτικός ο οποίος εις τα 1909 μάλιστα εθήτευσε ως
υπουργός στρατιωτικών, ενώ την ίδια στιγμή εις τα 1903 – 1905 είχε ήδη
εκλεγεί και  βουλευτής. Μητέρα του η Βασιλική Παπαδοπούλου, ανηψιά του
Χαρίλαου Τρικούπη. Ως εκ τούτου, το  μεγαλοαστικό περιβάλλον είς το
οποίον ανετράφη ο μικρός Ναπολέων, του επέτρεψε την ενασχόληση
παιδιόθεν την ενασχόληση με την ποίηση. Εμφανίζεται εις τα Ελληνικά
γράμματα στα 1905 με ένα πρωτόλειο έμμετρο δράμα, ενώ αργότερα μαζί με
συντροφιά νέων λογοτεχνών της εποχής, θα συμμετάσχει εις την έκδοση
του λογοτεχνικού περιοδικού «Ηγησσώ».

Στα 1909 όντας φοιτητής της Νομικής σχολής των Αθηνών, θα αποφοιτήσει
επιτυχώς, αλλά ουδέποτε και λόγω της μεγαλοαστικής του καταγωγής η
οποία του επέτρεπε να μην ασχολείται με θέματα καθημερινής επιβίωσης,
δεν θα ασκήσει το επάγγελμα του νομικού. Το φθινόπωρο του 1916
ακολουθώντας τον πατέρα του, θα προσχωρήσει στο κίνημα της «Εθνικής
αμύνης», ενώ στα 1917 θα τον ακολουθήσει επίσης  στην Αίγυπτο, όπου
εκεί θα συναντηθεί και με τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Στον  στρατό  θα
υπηρετήσει ως ανθυπολοχαγός  - διερμηνέας, θέση από την οποία
παραιτείται στα 1921.

Λογοτεχνικά, πέραν από την ποίηση η οποία είναι κατά βάσιν σε έμμετρο
ύφος, θα συγγράψει πάνω από εκατό πεζογραφήματα, δεκάδες διηγήματα,
καθώς και επιφυλλίδες, κριτικές κ.α. Το έργο του αυτό σε μεγάλο μέρος
ευρίσκεται διασκορπισμένο στις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής,
ενώ την μοναδική του ποιητική συλλογή θα την εκδώσει μόλις  στα 1939.
Αργότερα, η ποίηση του θα εκδοθεί εκ νέου από τον Άρη Δικταίο στα 1964
είκοσι ολάκερα χρόνια από την ημερομηνία του θανάτου του.

Αυτοκτονεί μόνος, φτωχός και ξεχασμένος από όλους το βράδυ της 7ης
προς 8η Ιανουαρίου του 1944, με το πιστόλι του πατέρα του ο οποίος
είχε ήδη πεθάνει στις αρχές της γερμανικής κατοχής.

Η ποίηση του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη, κρίνεται αξιολογότατη ενώ διέπεται
από μια  αισθαντικότητα στο ύφος του Όσκαρ Ουάιλντ, ρομαντισμό με
έντονές επιρροές των πνευματικών κινήσεων της Ευρώπης την ίδια
περίοδο, αλλά και διάθεση αναπόλησης του παρελθόντος. Πρόκειται για
ένα δείγμα πνευματικότητας, από τα τελευταία ίσως πριν φανεί στα
νεοελληνικά γράμματα ετούτος ο συρφετός του «ελεύθερου στίχου» των
ατάλαντων που τίποτε θετικό δεν προσφέρει στην συλλογική ψυχή και στην
καλαισθησία, παρά μόνον την δηλητηριάζει καθημερινώς με αθλιότητες οι
οποίες αποστρέφουν τον λαό από ένα τέτοιο υπέροχο λογοτεχνικό είδος ως
η ποίηση.

Σήμερα τα γραπτά  του λησμονημένα  πλέον, βρίσκονται κατατεθειμένα,
στην σκονισμένη  προθήκη κάποιου παλαιοβιβλιοπωλείου ως μοναδικό
σημάδι παρουσίας μιας ύπαρξης μοναχικής και ευαίσθητης.  Άλλως τε στην
σκληράδα ετούτου του κόσμου δεν χωρούν εύκολα ορισμένες ψυχές και
ευτυχώς που ετούτο συμβαίνει, μιας και εκείνες οι ψυχές σώζουν τους
υπόλοιπους διατηρώντας τις απαραίτητες ισορροπίες.



Μικρά εκλογή ακολουθεί

Φαντάσματα

Τ᾿ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ κι ὁ Νόμος ὁ Τρανός του!
Κι ἐνῷ δὲν εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τ᾿ Ἀγνώστου,
φαντάσματα, ὅλοι καὶ καπνοί, στὴ δίνη τῆς ἀβύσσου,
-μὲ τ᾿ ὄνειρο, φτωχὴ ψυχή, γιὰ μόνη ἀπολαβή σου-

Μάταια φαντάσματα, τυφλά, ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνει,
ποὺ ἡ νύχτα φέρνει μία στιγμὴ κι ἡ νύχτα πάλι παίρνει,
χαμένοι, δίχως γυρισμό, μέσ᾿ στὸν αἰώνιο σάλο,
μισοῦμε κι ἐχθρευόμαστε καὶ κρίνει ὁ ἕνας τὸν ἄλλο..

Ποιητής – οι δύο πρώτες στροφές

Πόσο βαθὺ κι ἀσήμαντο συνάμα,
τῆς Ζωῆς καὶ τῆς Τέχνης σου τὸ δρᾶμα,
σ᾿ ἕνα παιχνίδι μάταιο καὶ γελοῖο,
τοῦ Νοῦ σου νὰ σκορπᾷς τὸ μεγαλεῖο!

Μέρα-νύχτα νὰ παίζεις μὲ τὶς λέξεις,
πῶς, πρέπει, μεταξύ των, νὰ τὶς πλέξεις
καὶ πῶς, μαζί, νὰ σμίξεις κάποιους ἤχους,
ὥστε νὰ κλείσεις τ᾿ Ὄνειρο σὲ στίχους!
Πόσος κόπος καὶ πόνος κι ἀγωνία,
νὰ πλάσεις ἀπ᾿ τὴ θλίψη σου ἁρμονία



Μυστικό...

Εἶναι ψυχὲς πλασμένες ἀπὸ μάρμαρο
κι ἄλλες ἀπὸ χαμόγελο, εἴτε πόνο.
Εἶναι καὶ μιὰ πλασμένη ἀπὸ τριαντάφυλλα,
ὅμως ἐκείνη δὲ τὴ φανερώνω!

Πόσο ἡ καρδιά μου θά ῾τρεμε, ἂν τὴν ἔλεγα!
Βάνω μία κλειδαριὰ γερὴ στὸ στόμα!
Τόσοι σοφοὶ ποὺ βρίσκονται τριγύρω μου
καὶ δὲ τὴ μάντεψε κανεὶς ἀκόμα;

Εἶναι ψυχὲς πλασμένες ἀπὸ κρύσταλλο
κι ἄλλες ψυχὲς μὲ κλάματα ἔχουν γίνει.
Εἶναι καὶ μιὰ πλασμένη ἀπὸ ροδόσταμο,
μὰ δὲ θὰ σᾶς τὴ ῾πῶ ποτέ μου ῾κείνη!

Ὅρκο ἔβαλα νὰ μὴ τὴ ῾πῶ, ὡς τὸ τάφο μου,
μὰ πάλι... ποιὸς ξέρει... καμμιὰν ὥρα...
Κάτι μοῦ καίει τὰ χείλη μου! Καλύτερα
νὰ κλείσω τὸ τραγούδι μ᾿ ἀπὸ τώρα...

Συντριβή

Ἔτσι μὲ σύντριψε τὸ Φῶς, γιατὶ εἶδα πρὸς τὸ Φῶς
καὶ γιατὶ μέθυσ᾿ ἀπὸ Ζωή, μ᾿ ἔχει συντρίψει ἡ Ζωή.
Ἐπειδὴ στράφηκα κι ἐγώ, μ᾿ ὅλη μου τὴ πνοὴ
στὴ Μελῳδία, μὲ σύντριψε ἡ Μελῳδία: Κουφός!

Καὶ γιατὶ πῆγα στὴ Χαρά, μὲ σύντριψε ἡ Χαρὰ
κι οὔτ᾿ ἕνα τί κι οὔτ᾿ ἕνας ποιὸς καὶ δὲ μὲ θέν᾿ τὰ Ὕψη!
Γιατὶ μιλῶ πλατιά, σὰ Θεός, μὲ φθόνεσε καὶ ὁ Θεός.
Καὶ γιατὶ πῆγα στὴ Χαρά, μὲ σύντριψε κι ἡ Θλίψη...


Ἀναμνήσεις – οι δύο πρώτες στροφές

Τὸ κάθε τι ποὺ πέρασε, γιὰ πάντα μ᾿ ἔχει σκλάβο
κι ὅσο γυρεύεις Σήμερα, τὸ Χτὲς νὰ μ᾿ ἀφανίσεις,
τόσο σὲ ῾κεῖνο θὰ γυρνῶ καὶ τόσο δὲ θὰ παύω
νὰ ζῶ στὶς ἀναμνήσεις...

Θαρρεῖς καὶ κάτι μόνιμα, μπροστά μ᾿ εἶναι πεσμένο
καὶ κρύβοντας καὶ σβήνοντας ὁλότελα τὸ Τώρα,
μὲ κάνει νὰ μὴ χαίρουμαι καὶ μήτε νὰ προσμένω
καινούργια, τάχα, δῶρα...