Σαββατοκύριακo
20-21  Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4962RSS FEED
Η γεωπολιτική σημασία του Ιράν
Γράφει ο
Ηλίας Ηλιόπουλος

Το Ιράν είναι ένα μεγάλο ιστορικόν έθνος, από τα αρχαιότερα της ανθρωπότητος.
Ένα έθνος, το οποίον διαθέτει έναν αρχαίο, λαμπρό πολιτισμό. Το Ιράν είναι, συγχρόνως, ένα από τα δύο αρχαιότερα, διαρκώς υφιστάμενα κράτη του πλανήτη (το άλλο είναι η Κίνα).

Από γεωπολιτικής επόψεως, το Ιράν είναι ο «κλειδόλιθος» (keystone) της Μέσης Ανατολής: Κατέχει κεντρική γεωγραφική θέση (central geographical position), επιτελεί μείζονα γεωπολιτικό ρόλο (major geopolitical role) και είναι κρίσιμος περιφερειακός γεωστρατηγικός κρατικός δρων (regional geostrategic state actor) με τεράστια γεωστρατηγική προστιθεμένη αξία (geostrategic added value) τόσο για το γεωπολιτικόν υποσύστημα της ευρυτέρας Μέσης Ανατολής όσο και για την διεθνή ασφάλεια και σταθερότητα, δεδομένης και της σημασίας του εν λόγω υποσυστήματος για το όλον διεθνές σύστημα.

Από στρατιωτικής επόψεως, το Ιράν είναι, μακράν, ο σπουδαιότερος περιφερειακός κρατικός δρων του Περσικού Κόλπου. Λόγω γεωγραφικής θέσεως, οι Ένοπλες Δυνάμεις (Armed Forces) του Ιράν δύνανται ανέτως να προβούν σε άσκηση σκληράς ισχύος (hard power) στο σύμπλοκον του Περσικού Κόλπου και των Στενών του Ορμούζ (Persian Gulf and Strait of Hormuz), με τεράστιες, ανυπολόγιστες επιπτώσεις στην παγκόσμιο οικονομία, πρωτίστως δε στην οικονομία της Δύσεως. Ήδη, κατά το πρόσφατο παρελθόν, η Τεχεράνη απείλησε με φραγή των Στενών του Ορμούζ, εις απάντησιν της αυθαίρετης και μονομερούς, εξακολουθητικής επιβολής αποκλεισμού (embargo) εις βάρος της χώρας εκ μέρους των ΗΠΑ και των δορυφόρων τους.

Σημειωτέον ότι το Ιράν ασφαλώς διέθετε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την ανάδειξή του σε υπ’ αριθμόν ένα παίκτη στο περιφερειακό γεωπολιτικό υποσύστημα, αλλά, κατά μίαν αξιοπερίεργη ειρωνεία της Ιστορίας, στην εξέλιξη αυτή, τουλάχιστον κατά την τελευταία 20ετία, συνετέλεσαν οι ίδιες οι ΗΠΑ, καθώς – με την παράνομη εισβολή στο Ιράκ το 2003 – εξουδετέρωσαν το Ιράκ, μεγάλο ανταγωνιστή του Ιράν, ως γεωστρατηγικό δρώντα της περιοχής, ανοίγοντας έτσι, αντικειμενικώς, τον δρόμο για την στρατηγική αναβάθμιση της Τεχεράνης.

Βεβαίως, είναι γνωστό στους σοβαρούς αναλυτές ότι η Ουάσιγκτων δεν φημίζεται για την γεωπολιτική της θεώρηση, το στρατηγικό της βάθος και την ορθότητα των εκτιμήσεων και προβλέψεών της. Πολλές είναι οι περιπτώσεις που οι επιλογές του κατεστημένου του US Department of State, των Υπηρεσιών Πληροφοριών (Intelligence) και των σπουδαιοφανών «δεξαμενών σκέψεως» (think-tanks) απεδείχθησαν εσφαλμένες, αντιπαραγωγικές ή και επιζήμιες, εν τέλει, για τα ίδια τα καλώς εννοούμενα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα αλλά και για την διεθνή ασφάλεια και ειρήνη. «Blow-back» ονόμασε το φαινόμενο αυτό ένας διαπρεπής Αμερικανός Καθηγητής προ ετών. Αρκεί να θυμηθούμε πώς οι ΗΠΑ (και οι Δυτικοευρωπαίοι δορυφόροι τους των Βρυξελλών – για να μη ξεχνιώμαστε!) τα έκαναν «κουλουβάχατα», με την κοντόφθαλμη, τυχοδιωκτική και ιδεοληπτική πολιτική τους, τις τελευταίες δυόμισυ δεκαετίες, στην Γιουγκοσλαβία, στην Γεωργία, στο Ιράκ, στην Αίγυπτο, στην Λιβύη, στην Συρία ή στην Ουκρανία.
 
Το παράδειγμα του Ιράν είναι λίαν διδακτικό: Η απαρχή των προβλημάτων στις σχέσεις ΗΠΑ – Ιράν ανάγεται στην άφρονα, οππορτουνιστική και ασυγχώρητα μυωπική απόφαση των ΗΠΑ (και της Μ. Βρεττανίας, η οποία τότε ακόμη έπαιζε κάποιο διεθνή ρόλο) να ανατρέψουν τον νόμιμο Πρόεδρο Mohammad Mossadegh. Ο Πρόεδρο Mohammad Mossadegh ήταν ένας κορυφαίος «statesman» με τεράστια διεθνή αναγνώριση και ανετράπη, διά μιας κεκαλυμμένης επιχειρήσεως των αγγλο-αμερικανικών Μυστικών Υπηρεσιών     (Επιχείρησις Αίας / Operation Ajax), για να μη θιγούν τα θηριώδη συμφέροντα της Anglo-Persian Oil Company από το φιλόδοξο και τολμηρό πρόγραμμα εθνικής και κοινωνικής ανορθώσεως του Ιράν, το οποίον ήθελε να εφαρμόσει ο ιστορικός ηγέτης Mossadegh. Έκτοτε, και έως σήμερα, η πολιτική της Δύσεως, και ειδικώς των ΗΠΑ, έναντι του Ιράν είναι μία διαρκής επιβεβαίωση της θεωρίας του «blow-back».

Είναι, πάντως, αξιοσημείωτον – και οφείλει να εκτιμηθεί δεόντως από τους σώφρονες ανθρώπους στην Δύση (εάν υπάρχουν ακόμη τέτοιοι!) – ότι, παρά τον μακροχρόνιο πόλεμο φθοράς και υπονομεύσεως των ΗΠΑ εναντίον του Ιράν και παρ’ όλην την αντιϊρανική υστερία και παραπληροφόρηση των κραταιών Δυτικών ΜΜΕ, το Ιράν ουδέποτε προέβη έως σήμερα σε φραγή των Στενών, ούτε έπραξε κάτι το οποίον θα ανετίνασσε την διεθνή σταθερότητα (ενώ θα μπορούσε). Είναι και αυτό μία ακόμη απόδειξη της διεθνούς υπευθυνότητος και του Πολιτικού Ρεαλισμού του Ιράν και της Ηγεσίας του, η οποία, παρά την Δυτική Παραπληροφόρηση, σαφώς επιθυμεί την ομαλή ενσωμάτωση της χώρας της στο διεθνές σύστημα – αλλά υπό όρους σεβασμού της θεμελιώδους Αρχής της Εθνικής Κυριαρχίας (national sovereignty), της ομοίως θεμελιώδους Αρχής της Μη Αναμείξεως εις τα εσωτερικά Κυριάρχων Κρατών (non interference principle), της Τιμής και του αξιακού συστήματος (normative/value system) μιας μεγάλης ιστορικής χώρας, όχι υπό όρους αποικίας της Δύσεως!

Θα μπορούσε βεβαίως να παρατηρηθεί ότι, κατά τα τελευταία έτη, τα φιλοαμερικανικά κράτη του Κόλπου, κυρίως δε η Σαουδική Αραβία (η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, είναι ό,τι πιο ανελεύθερον και δεσποτικόν έχει γνωρίσει ο πλανήτης μετά την πτώση του Κομμουνισμού – αλλά αυτό ουδόλως ενοχλεί τους επιλεκτικώς «ευαίσθητους» Αμερικανούς και Δυτικοευρωπαίους!), βελτίωσαν την στρατιωτική ισχύ τους διά των καταλλήλων προμηθειών τεχνολογικώς προηγμένων οπλικών συστημάτων. Ασφαλώς, η σύγχρονη τεχνολογία προσδίδει ένα πλεονέκτημα στις Ε.Δ. της Σαουδικής Αραβίας, αλλά, εν τούτοις, δεν αποτελεί υποκατάστατον της επιχειρησιακής πείρας, την οποίαν διαθέτουν σωρευμένη οι Ένοπλες Δυνάμεις του Ιράν. Σε υποθετική περίπτωση αναφλέξεως, οι δυνάμεις της Σαουδικής Αραβίας (και όποιου άλλου περιφερειακού δρώντος) θα ηττηθούν από τις Ένοπλες Δυνάμεις του Ιράν, οι οποίες διαθέτουν όχι μόνον υπέρτερη ισχύ αλλά και πλουσιώτατη επιχειρησιακή πείρα (operational experience) και – το σημαντικώτερον – υψηλότερον Ηθικόν Μάχης (combat moral), λόγω του υψηλού βαθμού ταυτίσεως (identification) του Ιρανικού Λαού με το κρατούν πολιτικόν σύστημα της Πατρίδος του. Το τελευταίο δεν ισχύει, βεβαίως, σε τόσον υψηλό βαθμό, για άλλα κράτη της περιοχής.

Άρα, σε περίπτωση ενεργοποιήσεως του «worst case scenario», η Ουάσιγκτων γνωρίζει ότι δεν θα μπορεί να βασισθεί στην Σαουδική Αραβία (ακόμη ολιγώτερο δε σε όποιον άλλον τοπικό δρώντα). Θα πρέπει, συνεπώς, να εμπλακούν στρατιωτικώς οι ίδιες οι ΗΠΑ, απ’ ευθείας. Συνεκτιμωμένης, όμως, της σχέσεως του Ιράν με την μετα-σοβιετική Ρωσσία και την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, τυχόν επίθεση των ΗΠΑ κατά του Ιράν θα ισοδυναμούσε με άνοιγμα της θύρας του διεθνούς φρενοκομείου! Εάν, πάλι, αναθέσουν ή επιτρέψουν εις το Ισραήλ να κάνει την «βρώμικη δουλειά», τότε ακόμη χειρότερα για όλους…

Επομένως, απείρως προτιμώτερο και ορθότερο θα ήτο να παραδεχθεί η Δύσις, έστω και σιωπηρώς, το μοιραίον σφάλμα του 1953 και να επιδιώξει μία στρατηγική συνεννόηση με το Ιράν. Αυτό θα απέβαινε προς όφελος όλων των μερών – και της διεθνούς ασφαλείας και σταθερότητος. Πολλώ δε μάλλον σήμερα, που η περιοχή αλλά και η ανθρωπότητα ζει υπό την απειλή του εφιάλτη του ISIS, του ολοκληρωτικού ισλαμιστικού «Frankenstein» (made by the USA and the UK, για να μη ξεχνιώμαστε!).

Φυσικά, το πρώτο - κατεπείγον - βήμα είναι η πλήρης άρση των κυρώσεων της Δύσεως κατά του Ιράν.        

Αντί υστερογράφου: Την τελευταία 20ετία η Ελλάς απώλεσε, ιδία υπαιτιότητι, την λίαν προνομιούχο θέση, την οποίαν άλλοτε και επί μακρόν χρόνον κατείχε εντός του Ιράν – με δυσμενείς επιπτώσεις και επί της χειμαζομένης εθνικής οικονομίας, πλέον. Και τούτο, εξ αιτίας της ασυγγνώστως μονομερούς «Εξωτερικής Πολιτικής» (τρόπος του λέγειν!) των Αθηνών, από εποχής Σημίτη και εντεύθεν, της ανορθολογικής, ανιστόρητης, μυωπικής και σχεδόν ψυχωτικής προσκολλήσεως του πολιτικού προσωπικού και του Υπουργείου Εξωτερικών σε έναν εξιδανικευμένο, φαντασιακό, μετα-εθνικό  «Ευρωπαϊσμό» αλλά και της «νεκραναστάσεως», δυο και πλέον δεκαετίες μετά το 1974, ενός (εκτός τόπου και χρόνου) Ατλαντισμού.

Επειδή, όμως, στην πραγματική ζωή «τα πάντα ρει», παριστάμεθα ήδη, και θα παραστούμε έτι μάλλον εις το μέλλον, μάρτυρες του εξής κωμικοτραγικού (δι’ ημάς) φαινομένου: Οι Δυτικοί ιθύνοντες, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι (υπό το κράτος και της απειλής του ISIS), αναθεωρούν την άφρονα και αντιπαραγωγική πολιτική τους έναντι του Ιράν, σπεύδουν de να «ανακαλύψουν» εκ νέου το Ιράν και ανταγωνίζονται ήδη αλλήλους ποίος θα προλάβει να καταλάβει καλλίτερες «θέσεις μάχης» εν όψει της επικειμένης συνομολογήσεως πλειάδος εμπορικών και εν γένει οικονομικών συμφωνιών, συμβολαίων κ.λ.π. – μέχρι και στα πρωτοσέλιδα των σπουδαιοτέρων δυτικών εφημερίδων φιγουράρουν, πλέον, ειδήσεις του τύπου «το Ιράν έτοιμο για business» – και ορισμένοι ετεροκαθοριζόμενοι ευρωλάγνοι των Αθηνών θα παρακολουθούν αδρανείς, μιαν ακόμη φορά (όπως και στην περίπτωση του Κουρδιστάν), ότι μένουν «εκτός νυμφώνος»!


-Ο κ. Ηλίας Ηλιόπουλος είναι Ιστορικός-Διδάκτωρ (Dr. phil) του Λουδοβικείου-Μαξιμιλιανείου Πανεπιστημίου Μονάχου (Ludwig-Maximilian Universität München) και Καθηγητής της Σχολής Εθνικής Αμύνης και της Ναυτικής Σχολής Πολέμου (Hellenic National Defence College / Hellenic Naval Command and Staff College). Όπως παγίως, εδώ καταθέτει την προσωπική άποψή του, ως επιστήμων και στρατηγικός αναλυτής.