Παρασκευή
19 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4961RSS FEED
Το Ναυάγιο του Υ/Κ «Λακωνία». Η συγκλονιστική μαρτυρία του τότε Δοκίμου Λογιστού Ε.Ν., Η. Μεταξά (Μέρος Α΄)
21/11/2013
Το Υ/Κ «ΛΑΚΩΝΙΑ» φλέγεται.
Εξώφυλλο του περιοδικού LIFE 3.1.64.
Αρχείο Ηλία Μεταξά

Γράφει ο Ηλίας Μεταξάς, Οικονομικός Αξιωματικός Ε.Ν.

 

Το Υ/Κ «ΛΑΚΩΝΙΑ» εναυπηγήθη το 1930 στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας από το ναυπηγείο NEDER-LANDSCHE SCHEEPSBUN. Το πρώτο του όνομα ήταν  «JOHAN VAN OLDENBARNEVELT» και ανήκε στην εταιρεία NEDERLAND LINES. Αρχικά έκανε την γραμμή προς τις Ολλανδικές Αποικίες στην Ινδονησία.. Είχε εκτόπισμα 20.314 τόνους, μηχανή Ντίζελ, μήκος 587 πόδια, πλάτος 75 πόδια και ταχύτητα 16,5 κόμβους. Έπαιρνε 751 επιβάτες ενώ το πλήρωμά του ήταν 367 άτομα. Κατά την διάρκεια της υπηρεσίας του ως Ολλανδικό LINER, είχε βεβαρυμένο ιστορικό πυρκαϊών, γεγονός που ανάγκασε τις Ολλανδικές Αρχές να επιβιβάζουν στα ταξίδια του, άνδρες της Ναυτικής Αστυνομίας ώστε να αποκλείσουν τις υποψίες για ενδεχόμενες δολιοφθορές. Στον Β΄ Π.Π. εχρησιμοποιήθη από τους Συμμάχους ως Οπλιταγωγό. Περιήλθε στην ιδιοκτησία της εταιρείας GREEK LINE του ΓΟΥΛΑΝΔΡΗ  και εχρησιμοποιήθη ως  Κρουαζιερόπλοιο με το όνομα «ΛΑΚΩΝΙΑ».

Την νύχτα της 22ας προς 23ην Δεκεμβρίου 1963, εξεδηλώθη πυρκαϊά, έγιναν έντονες προσπάθειες κατασβέσεως άνευ αποτελέσματος, εγκατελείφθη και τελικώς εβυθίσθη 6 μέρες αργότερα την 29/12/63, ενώ ερυμουλκείτο από το Νορβηγικό Ναυαγοσωστικό  «HERCULES»  250 μίλια Νοτιοδυτικά του GIBRALTAR.

Οι εγκαταλελειμμένες Σωσίβιες Λέμβοι, του επέπλεαν επί μήνες στον Ατλαντικό Ωκεανό, δια να μη προκαλέσουν ατυχήματα στην ναυσιπλοΐα, όσα Πολεμικά πλοία τις συναντούσαν τις εβύθιζαν με τα πυρά τους. 

Την 21η Νοεμβρίου 1963 ναυτολογήθηκα επί του «ΛΑΚΩΝΙΑ» στο λιμάνι  LE  HAVRE της Γαλλίας.  Το ίδιο βράδυ αποπλεύσαμε προς SOUTHAMPTON του Ηνωμένου Βασιλείου.  Εκεί κάναμε δεξαμενισμό και εκτεταμένες επισκευές έως και την Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου, οπότε και σαλπάραμε για το FUNCHAL της Πορτογαλλικής νήσου ΜADEIRA, πρώτο λιμάνι της επταήμερης Χριστουγεννιάτικης Κρουαζιέρας αμέσως μετά την περίοδο επισκευής  (Laid-up period).

Κατά τις τελευταίες ημέρες της επισκευής διενεργήθη  Γενικό Γυμνάσιο Πυρκαϊάς και Εγκαταλείψεως πλοίου.  Κατεβάσαμε όλες τις Σωσίβιες Λέμβους του καραβιού.  Εκείνες της αριστερής πλευράς, προς την προκυμαία, τις αφήσαμε να επικρέμανται 2 περίπου μέτρα πάνω από τον ντόκο.  Αυτές όμως της δεξιάς πλευράς, προς την μεριά της θάλασσας, τις καθαιρέσαμε τελείως μέχρι το νερό.  Τις ξεκοτσάραμε και τα πληρώματά τους τις έκαναν μερικές βόλτες για εξάσκηση μέσα στο λιμάνι με τα κουπιά ή με τις προπέλες τους (χειροκίνητες ή μηχανοκίνητες). 

Έτσι είχαμε πλήρη εικόνα ότι όλες λειτουργούσαν καλά. Όλες εκτός από δύο λέμβους, στην μία εκ των οποίων ήμουν και εγώ διηρημένος. Ήταν η προτελευταία της STARBOARD SIDE, νομίζω η Νο. 19.  Εδώ άρχισε να δημιουργείται το μοιραίο.  Τις  μαϊνάρισαν μόνον λίγο  κάτω από τις επωτίδες αλλά δεν μπήκαν στο νερό. Αυτή η παράλειψη συνέβη γιατί  κοντά στην πλώρη της βάρκας  βρισκόταν κατεβασμένη η πλευρική εξωτερική κλίμαξ. 

Για τους μη γνωρίζοντες , αυτή η κλίμαξ  χρησίμευε για την αποβίβαση των επιβατών στην προκυμαία ή την κάθοδό τους από το πλοίο και την επιβίβασή τους στην άκατο (λάντζα) για την μεταφορά τους στην ξηρά, όταν το πλοίο παρέμενε επ’ αγκύρα, «αρόδου»  στην ναυτική ορολογία.  Οι φωτογραφίες της εποχής αποκαλύπτουν πλήρως το γεγονός.

Οι αρμόδιοι Αξιωματικοί Καταστρώματος δεν προέβλεψαν πριν από το γυμνάσιο να «βιράρουν» λίγο την κλίμακα και να την «κολλήσουν» στα ρέλια του PROMENADE DECK, ώστε να απομακρυνθεί από την κάθετη γραμμή της καθαιρέσεως των λέμβων. Το ίδιο είχε συμβεί και στην αμέσως πλωριά λέμβο από την δική μου.  Κατά το γυμνάσιο φοβήθηκαν να τις κατεβάσουν κανονικά έμφορτες με το πλήρωμά τους, μήπως κτυπήσουν στην σκάλα. Εάν τις είχαν κατεβάσει στο νερό διά να ασκηθούν τα πληρώματα στην κωπηλασία, ενδεχομένως να είχε παρουσιασθεί τότε το πρόβλημα στον μηχανισμό καθαιρέσεως (φρένο και συρματόσχοινα) της δικής μου λέμβου, επομένως θα το είχαν επισκευάσει. Έτσι θα είχαμε αποφύγει το ατύχημα μέσα στον ωκεανό κατά την διάρκεια του ναυαγίου, με αποτέλεσμα τον θάνατο μερικών δεκάδων ανθρώπων από αυτήν και μόνον την λέμβο.

 Το βιβλίο “LAKONIA” στο οποίο ο συγγραφεύς
Geoffrey Bond περιγράφει την τραγωδία του ναυαγίου.

Όπως προανέφερα, αποπλεύσαμε το βράδυ της Πέμπτης 19 Δεκεμβρίου 1963 για το Πορτογαλικό νησί της MADEIRA. Σύμφωνα με κάποιες εφημερίδες, είμαστε 686 Επιβάτες και 395 Πλήρωμα. Σύμφωνα με άλλες είμασταν 641+395, σύνολο 1,036. Βάσει του βιβλίου που είχε γράψει τότε ο Άγγλος Cruise Director του πλοίου, Geoffrey BOND,  646+376=1022. Δυστυχώς εχάσαμε 98 και 30 αντιστοίχως.  Τις δύο επόμενες ημέρες είχαμε χοντρή θάλασσα, μπορεί και 8 μποφώρς, ιδίως διασχίζοντας τον Βισκαϊκό Κόλπο, τον φοβερό «Bay» των ναυτικών, ο οποίος τον χειμώνα γίνεται επικίνδυνος.  Εγώ είχα μόνο 3,5 μήνες θαλασσία προϋπηρεσία και είχα πάθει ναυτία. Την Κυριακή είχαμε κατέβει αρκετά νότια και η θάλασσα είχε κοπάσει λιγάκι. Είχε μείνει η αποθαλασσία με τις «μαξιλάρες» της αλλά το κρουαζιερόπλοιο  «μποντζάριζε» ανεκτά.

Το βράδυ έκανα μία βόλτα έξω από τα σαλόνια, διότι σαν Δόκιμος απαγορευόταν  «επί ποινή αποκεφαλισμού» η είσοδος. Χάζεψα τα φράκα, τα σμόκιν και τις τουαλέτες και μετά πήγα στην καμπίνα μου. Ξάπλωσα στην κάτω κουκέτα, γιατί την επάνω την κατείχε, σαν Αρχαιότερος Δόκιμος, ο αείμνηστος Δημήτριος ΛΑΜΠΡΕΛΗΣ.

Κατά τις 11:30  την νύχτα  ήχησαν τα κουδούνια του συναγερμού πυρκαϊάς. Ο Λαμπρέλης σάλταρε  φωνάζοντας: «Σήκω, φωτιά». Αρχίσαμε να ντυνόμαστε γρήγορα. Εγώ έβαλα το παντελόνι της καλής στολής μου Νο. 8. Την είχα παραλάβει από τον ράφτη στο SOUTHAMPTON ολοκαίνουρια και την είχα φορέσει μόνον εκείνο το βράδυ για πρώτη φορά. Ήταν και η τελευταία. Πουκάμισο και γραβάτα φυσικά δεν φόρεσα, άρπαξα όμως το κοντό μπουφάν μου από την Στολή Υπηρεσίας «Battledress» για να έχω ευχέρεια κινήσεων στον αγώνα που έμελλε να επακολουθήσει. 

Στις 00:35 ώρα GREENWICH εκπέμψαμε το πρώτο σήμα S.O.S. Σαν  «στραβόγιαννος» που ήμουν ξέχασα να πάρω μαζί το σωσίβιό μου. Έτρεξα στο πόστο μου το οποίον ήταν γραμμένο στην Κάρτα Γυμνασίων πάνω από το προσκέφαλό μου, τώρα πλέον δεν θυμάμαι ποιό ακριβώς ήταν. Μετά κάποιος Αξιωματικός με διέταξε να πάω στο μεγάλο σαλόνι. Εκεί είδα και άλλους από το πλήρωμα να προσπαθούν με τσεκούρια να σπάσουν το παρκέ της πίστας χορού, ώστε να ανοίξουν τρύπα στο κατάστρωμα και να περάσουν τις μάνικες νερού για να σβήσουν την φωτιά η οποία έκαιγε τις καμπίνες ακριβώς από κάτω. Θυμάμαι ότι ένας από αυτούς ήταν ένας Έλληνας χασάπης κοντός, γεροδεμένος πάνω από 40 χρονών. Όταν κουράστηκε να σπάει το παρκέ, του πήρα το τσεκούρι και συνέχισα εγώ.  Μετά από μερικά κτυπήματα πιάστηκα, διότι ήμουν αμάθητος σε χειρωνακτικές δουλειές. Όταν φάνηκε κάτω από το παρκέ η λαμαρίνα του καταστρώματος καταλάβαμε όλοι μας ότι αγωνιζόμαστε μάταια.

Οι Εγγλέζοι μας κατηγόρησαν εκ των υστέρων για πολλά πράγματα. Είχαν άδικο, παλέψαμε με ψυχή αλλά ομολογώ χωρίς οργάνωση και σύστημα.  Τρέχαμε πάνω-κάτω αλλά οι φωτιές δυνάμωναν. Οι αντλίες δεν είχαν άλλη δύναμη για να στείλουν το νερό  επάνω με πίεση. Εξ  άλλου είχαμε βάλει και πολλές μάνικες, οι  οποίες απλώς έστελναν το νερό σαν να πότιζες ένα κήπο.  Στην αγωνία μου και  στον υπερβάλλοντα ζήλο μου σαν «στραβόγιαννος» πατούσα με το πόδι μου μία μάνικα για να βγάλει περισσότερο νερό !!!

Οι φήμες μεταξύ του πληρώματος ήταν ότι η φωτιά ξεκίνησε από το κομμωτήριο, διότι τάχα, το ψαλλίδι με το οποίο οι κυρίες κατσαρώνουν τα μαλλιά τους, είχε ξεχαστεί στην πρίζα και πυρακτώθηκε. Με το μπόντζι του πλοίου κατρακύλησε από το τραπέζι έπεσε κάτω και πήρε φωτιά το χαλί ή η κουρτίνα. Αυτό ποτέ δεν ξεκαθαρίσθηκε ποτέ, από όσο ξέρω. Το ύποπτο όμως ήταν ότι φωτιές ξεπήδησαν και σε άλλα σημεία του πλοίου τελείως διαφορετικά και απόμακρα μεταξύ τους. Όπως οι καμπίνες Λούξ στο υψηλότερο κατάστρωμα. Η αποθήκη σεντονιών για τις καμπίνες και το χειρότερο όλων το Μηχανοστάσιο. Από μετέπειτα αφηγήσεις του αειμνήστου Α΄  Μηχανικού Ιωάννη ΣΕΡΑΦΕΙΜΙΔΗ καθώς και άλλων Αξιωματικών, όλο το Πλήρωμα Μηχανής κατέβηκε αστραπιαία  κάτω. Έσβησαν την φωτιά σε ικανοποιητικό χρόνο και όλοι ήλπιζαν ότι εφ’ όσον η φωτιά κατεστάλη στο πλέον επικίνδυνο σημείο, οι υπόλοιπες θα ήσαν εύκολες. Όμως διαψευσθήκαμε οικτρά.

 

Ο Ηλίας Μεταξάς, τότε Δόκιμος Λογιστής,
στο Υ/Κ «ΛΑΚΩΝΙΑ».
Αρχείο Ηλία Μεταξά.

Επανερχόμενος στην αφήγηση του σαλονιού, κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν καλά.

Τότε ήλθε μία νεαρά και ωραιωτάτη κυρία, με μαύρη έξωμη τουαλέτα, δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ την εικόνα της. Ήταν μία τραγική μητέρα. Ήταν η κλασική μορφή της Αγγλίδας. Μετά από τόσα χρόνια θα μπορούσα να πω ότι μου θυμίζει τον τύπο  της μακαρίτισσας Πριγκήπισσας Νταϊάνα. Γλυκειά και αριστοκρατική. Μου είπε αναστατωμένη, όχι πανικόβλητη, να σώσω τα δύο παιδάκια της τα οποία ήσαν παγιδευμένα στην καμπίνα τους, τον αριθμό της οποίας δεν θυμάμαι, 2 ή 3 καταστρώματα πιο κάτω. Της είπα να έλθει μαζί μου να μου δείξει πού ακριβώς ήταν η καμπίνα τους διότι ομολογώ δεν ήξερα ακόμη όλο το καράβι. Κατά την διάρκεια της επισκευής δεν μπόρεσα να βρω τον χρόνο να το γυρίσω και να το μάθω καλά. Ασφαλώς  ήμουν αδικαιολόγητος. Αφού κατεβήκαμε τα δύο καταστρώματα, αντιμετωπίσαμε πυκνούς καπνούς. Της είπα να μείνει πίσω. Εγώ πήρα από κάποιον ένα φακό, έβαλα και ένα βρεγμένο μαντήλι στο στόμα μου, σαν μάσκα για να φιλτράρω κάπως τους καπνούς και προχώρησα σκυφτά. Μετά όμως από ένα σημείο ο καπνός ήταν αδιαπέραστος, ο φακός δεν εφώτιζε καθόλου, ούτε μπορούσα να αναπνεύσω. Το χειρότερο ήταν ότι φοβόμουν μην υπήρχε κάποια τρύπα στο δάπεδο και πέσω μέσα και εξαφανισθώ. Διότι το Υπερωκεάνιο ήταν πολύ παλιό και τα κατώτερα υποφράγματα δεν είχαν λαμαρίνα στα πατώματα τους, ήσαν ξύλινα.

Εγύρισα πίσω και είπα στην κυρία ότι είναι επικίνδυνο να προχωρήσω περισσότερο. Να πάμε πάλι επάνω στο PROMENADE DECK και να μου δείξει σε ποίο ακριβώς σημείο από κάτω μας ευρίσκετο η καμπίνα. Πήγαμε στην αριστερή μπάντα και στο συγκεκριμένο σημείο ακούσαμε τις φωνές των παιδιών. Ευτυχώς τα παιδάκια είχαν λασκάρει μόνα τους τις πεταλούδες και είχαν ανοίξει το φινιστρίνι και εφώναζαν : «mammy, help» κ.τ.λ. Εδώ θα υπογραμμίσω την αξία του ανοίγματος των φινιστρινιών. Δυστυχώς στα σύγχρονα πλοία είναι σφραγισμένα με ηλεκτροκόλληση εκ κατασκευής. Έτσι μπορεί να θρηνήσουμε κάποτε περισσότερα θύματα.

Πήγα πιο δίπλα και έλυσα μια σχοινένια ανεμόσκαλα η οποία εχρησίμευε στην σωσίβια λέμβο που ήταν ακριβώς από πάνω της. Μαζί με κάποιον  αλλοδαπό εκ του πληρώματος την μεταφέραμε 4-5 μέτρα πιο πρύμα και την δέσαμε στα «ρέλια» (κάγκελα) ακριβώς μπροστά από το φινιστρίνι των παιδιών. Εγώ κατέβηκα και είπα σε ένα από τα παιδάκια να βγει προσεκτικά μισό-μισό από το φινιστρίνι για να το πάρω στην αγκαλιά μου. Έτσι κι έγινε. Το παιδάκι γαντζώθηκε σφιχτά πάνω μου και εγώ σκαρφάλωσα σιγά-σιγά επάνω προς το Κατάστρωμα Περιπάτου.

Τα παιδάκια ήταν ένα αγόρι και ένα κορίτσι περίπου 6-7 χρόνων. Σαν από θαύμα ήσαν πολύ ήρεμα και συνεργάσιμα. Δεν θυμάμαι ποιό από τα δύο ανέβασα πρώτο. Φορούσαν τα πυτζαμάκια τους και ήσαν ξυπόλυτα. Μόλις έφθασα στο ύψος της κουπαστής παρέδωσα το πρώτο παιδί σε κάποιους ανθρώπους, δεν θυμάμαι εάν ήσαν οι γονείς ή κάποιοι άλλοι. Κατ’ ευτυχή συγκυρία η αριστερή πλευρά ήταν η υπήνεμη και τα κύμματα δεν ήσαν μανιασμένα, απλώς επικρατούσε φουσκοθαλασσιά, γιατί αλλιώς θα είμασταν καταδικασμένοι και οι τρεις  μας. Πάντως το βαπόρι μποντζάριζε λίγο.

Ξανακατέβηκα και πήρα και το δεύτερο παιδάκι. Ανέβηκα επάνω και θυμάμαι ότι πήγε να το πάρει η μαμά του και να το ακουμπήσει κάτω στο Κατάστρωμα το οποίο ήταν διάσπαρτο με σπασμένα γυαλιά από τις πελώριες τζαμαρίες του Σαλονιού. Είχαμε κάνει το μεγάλο λάθος να σπάσουμε τις τζαμαρίες για να μπουν πιο εύκολα τα Αγήματα Πυρκαϊάς και να βάλουν πιο πολλές μάνικες, οι οποίες όπως προανέφερα δεν είχαν πλέον πίεση. Έτσι όμως έμπαινε και πολύς αέρας ο οποίος δυνάμωνε τις φλόγες.

Κράτησα το παιδί σφιχτά στην αγκαλιά μου. Δρασκέλισα την κουπαστή και πήγα και το έβαλα να κάτσει σε μία από τις σεζ-λονγκ που υπήρχαν για να ξαπλώνουν οι επιβάτες στο εστεγασμένο αλλά ανοικτό κατάστρωμα περιπάτου.      Η ωραία και αριστοκρατική μαμά, με δάκρυα στα μάτια, με ευχαριστούσε και προσπάθησε να μου φιλήσει τα χέρια, τα οποία φυσικά τράβηξα πίσω και έκανα να φύγω. Τότε ήλθε ένας αριστοκρατικός ασπρομάλλης κύριος με μαύρο σμόκιν. Δεν μου φάνηκε τόσο νέος ώστε να είναι σύζυγος της γοητευτικής νεαρής μητέρας, αλλά ούτε και τόσο ηλικιωμένος για να είναι ο πατέρας της. Απορώ και πώς έκανα τέτοιες σκέψεις εκείνες τις κα-ταστροφικές στιγμές. Απορώ και πώς τα θυμάμαι μετά από 50 χρόνια.

Ο κύριος με ευχαρίστησε, άνοιξε το σακκάκι, τράβηξε το πορτοφόλι του και έβγαλε μερικά χαρτονομίσματα λιρών στερλινών για να μου τα δώσει. Εγώ θυμωμένος του έσπρωξα το χέρι  και το κόλλησα επάνω στο στήθος του. Του είπα με τα μέτρια Εγγλέζικα που μίλαγα τότε: “Let me go, this is my duty”.

Υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι τριγύρω οι οποίοι είχαν γίνει μάρτυρες από την αρχή όλης της διασώσεως και ζητωκραύγασαν και χειροκρότησαν. Αυτή η οικογένεια ευτυχώς διεσώθη και όταν γύρισε στην Βρετανία οι γονείς έκαναν κολακευτικές δηλώσεις στον Τύπο και ευχαριστούσαν τον Έλληνα Μηχανικό ο οποίος είχε σώσει τα παιδιά τους. Προφανώς ενόμισαν ότι το άσπρο σειρίτι, διακριτικό του Κλάδου μου, εκατέρωθεν του μοναδικού χρυσού γαλονιού του Δοκίμου που φορούσα, ήταν το διακριτικό χρώμα των Μηχανικών. Ίσως διότι οι Αξιωματικοί Μηχανής όταν ευρίσκοντο εκτός υπηρεσίας μπορούσαν να φορούν τις κατάλευκες φόρμες τους, αλλά να παραμένουν αποκλειστικά στον περιορισμένο χώρο του κορυφαίου καταστρώματος.

Έλληνες του πληρώματος του Υ/Κ «ΛΑΚΩΝΙΑ».
Από αριστερά Αλέξανδρος Γιαλιτάκης Ψυκτικός Μηχανικός,
Νικόλαος Φιανόπουλος Θαλαμηπόλος, Γεώργιος Ζουμπούλης β' Θαλαμηπόλος.
Αρχείο Ηλία Μεταξά.

Οι δηλώσεις τους ήταν μία από τις ελάχιστες θετικές, ίσως η μοναδική, που ανεφέρθη διά τους Έλληνες σχετικά με το ναυάγιο, από τον Βρετανικό Τύπο, τα «ΦΙΛΕΛΛΗΝΙΚΑ» αισθήματα και σχόλια του οποίου ανέκαθεν διαβάζουμε. Ειδικά προ των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. 

Είχαν γίνει και κάποιες προτάσεις να βρεθεί αυτός ο Έλληνας (εγώ δηλαδή) και να του απονεμηθεί κάποια τιμητική διάκριση. Αλλά ποτέ δεν έγινε τίποτα. Εμένα μου ήταν αδιάφορο και ήδη το είχα ξεχάσει, αρκεί που γλίτωσαν τα παιδάκια.

Τότε ακριβώς ήλθε ένας ηλικιωμένος κοντόχονδρος και κοκκινοπρόσωπος  Γερμανός επιβάτης - μου θύμισε τον Γερμανό ηθοποιό Gert FROEBE που υπεδύετο τον κακό σε κάποια ταινία του 007-  και μου ζήτησε να κάνω το ίδιο ακριβώς για να σώσω την γυναίκα του. Του είπα να με οδηγήσει στο σημείο του Καταστρώματος που ήταν πάνω από το φινιστρίνι της.   

Προχωρήσαμε αρκετά μέτρα προς τα πλώρα, δρασκελίσαμε την πόρτα η οποία βρισκόταν ακριβώς κάτω από τον ‘καθρέφτη’ της Γεφύρας και πατήσαμε την «κουβέρτα» της πλώρης η οποία ήταν η προέκταση του  Καταστρώματος Περιπάτου. Πράγματι εντοπίσαμε το φινιστρίνι, η κυρία μας φώναζε από κάτω. Δέσαμε μίαν ανεμόσκαλα μαζί με ένα νεαρό λεπτοκαμωμένο Γερμανό Θαλαμηπόλο. Εγώ κατέβηκα μόνος μου μέχρι το φινιστρίνι που βρισκόταν αυτή, αν θυμάμαι καλά, μόνον ένα κατάστρωμα παρά κάτω.  

Η Γερμανίδα ήταν πάρα πολύ εύσωμη. Μου έδωσε να ανεβάσω πρώτα την γούνα της (!!!). Ξανασκαρφάλωσα επάνω και παρέδωσα την γούνα στον σύζυγό της. Ξανακατέβηκα για να ‘βιράρω’ και την οριζοντίως αναπεπτυγμένη κυρία. Είδα ότι μετά μεγάλης δυσκολίας μπορούσε να περάσει τους ώμους της από το φινιστρίνι. Τότε όμως τρόμαξα διότι εάν και εφ’ όσον κατάφερνε να βγει ολόκληρη, δεν θα είχα τις φυσικές δυνάμεις του Άτλαντος ή του Ηρακλέους ώστε να μπορέσω να την συγκρατήσω και ακόμη χειρότερα να την πάρω αγκαλιά και την ανεβάσω επάνω. Ενδεχομένως να έσπαζε και η ανεμόσκαλα η οποία ήταν παμπάλαια και «καμμένη» από τον ήλιο και την αλμύρα. Ανέβηκα ξανά στο DECK και είπα στον ατυχή σύζυγό της: «Είναι πολύ βαρειά και εγώ είμαι μεγαλόσωμος και βαρύς. Η σκαλιέρα θα σπάσει. Καλλίτερα να την σώσει ο Γερμανός ο οποίος είναι ελαφρύς». Έφυγα και δεν γνωρίζω τι απέγινε.

Στις 02:10 εδόθη η διαταγή Εγκαταλείψεως. Έτρεχα  όπου με διέτασσαν οι Αξιωματικοί μου. Είχα κάποιες μικρές γνώσεις από το 1962 που είχα ξεκινήσει ως Ναυτόπαις σε Πετρελαιοφόρο. Θυμάμαι ότι βοήθησα τον Υποπλοίαρχο Ασφαλείας Σπυρίδωνα ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟ, ο οποίος φορούσε και ένα κράνος, να επιβιβάσουμε τους επιβάτες σε δύο Σωσίβιες Λέμβους της αριστερής πλευράς. Στην δεύτερη απ’ αυτές επέβη και ο ίδιος επειδή ήταν Λέμβαρχος και απέπλευσε. Όλες οι αριστερές βάρκες καθαιρέθησαν χωρίς πρόβλημα διότι ήταν σταβέντο (υπήνεμα). Η συνολική χωρητικότης των Λέμβων ήταν 1,455 άτομα. Μετά πήγαμε και στην δεξιά πλευρά όπου αντιμετωπίσαμε μεγάλες δυσκολίες. Επειδή σχεδόν όλοι οι Αξιωματικοί Καταστρώματος είχαν φύγει σαν Λέμβαρχοι, έκανα εγώ  «κουμάντο» να γεμίσουμε δύο βάρκες. Είχαμε τότε Πλοίαρχο τον Ματθαίο ΖΑΡΜΠΗ και  Ύπαρχο τον Δημήτριο ΒΑΛΜΑ. Τρεις   Υποπλοιάρχους: Σπυρίδωνα ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟ, Σωκράτη ΛΟΥΚΙΣΑ, Α.ΠΑΤΕΡΑΚΗ. Τρεις Ανθυποπλοιάρχους: Ιωάννη ΑΜΜΟΛΟΧΙΤΗ, Αχιλλέα ΜΠΙΧΤΑ, Ιωάννη ΧΑΛΑ. Ο τελευταίος είναι ο γνωστός Γενικός Γραμματέας της Π.Ν.Ο. Αξίζει να αναφέρω ότι είχε κόψει άσχημα το χέρι του σπάζοντας ένα τζάμι για να ελευθερώσει μίαν ηλικιωμένη επιβάτιδα.

 

Ο Πλοίαρχος του Υ/K «ΛΑΚΩΝΙΑ»
κ. Μαθιός Ζαρμπής, εγκατέλειψε τελευταίος
το πλοίο. Εφημερίδα ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ, 24.12.1963.
Αρχείο Ηλία Μεταξά.

Οι Σωσίβιες Λέμβοι της δεξιάς πλευράς οι οποίες ήσαν «σοφράνο», κόντρα στον άνεμο, είχαν τεράστιες δυσκολίες καθαιρέσεως. Μόλις ακουμπούσαν στο νερό το κύμα τις σκαμπανέβαζε και τα Μέλη του Πληρώματος που ήσαν διηρημένα σε αυτές με το συγκεκριμένο καθήκον να τις «ξεκοτσάρουν» από τις μεγάλες μπαστέκες τους έπρεπε να ενεργήσουν ταχύτατα και συγχρονισμένα. Όταν κατέβαινε το κύμα τεζάριζαν τα συρματόσχοινα και ο γάντζος της μπαστέκας δεν μπορούσε να βγει από τις αντίστοιχες γάφες  πλώρα και πρύμα. Όταν ανέβαινε το κύμα έπρεπε να προσέχουν πολύ οι άνδρες, γιατί οι μεγάλες μπαστέκες λασκαρισμένες πηγαινοερχόντουσαν και υπήρχε κίνδυνος να τους κτυπήσουν άσχημα.

Εκεί βέβαια οι Έλληνες Ναυτικοί έδειξαν την ναυτοσύνη τους, κατάφερναν να τις ξεκοτσάρουν όταν ανέβαιναν με το κύμα και λασκάριζαν τα συρματόσχοινα με απαράμιλλο συγχρονισμό. Σε μερικές περιπτώσεις χρησιμοποιήσαν και τα μικρά τσεκούρια που ήσαν δεμένα με σχοινάκι γι ’αυτό τον σκοπό!  Έπλεαν δε μακρυά από το φλεγόμενο σκάφος και το αντιμάμαλο.

Από τους 395 περίπου του Πληρώματος, μόνον οι 165 ήσαν Έλληνες. Η μεγάλη πλειοψηφία των υπολοίπων ήσαν οι 90 Γερμανοί, οι Ιταλοί και διάφοροι άλλοι. Κατά βάση ήσαν Θαλαμηπόλοι και Μάγειροι. Δεν ήσαν Ναυτικοί, ήσαν υπάλληλοι ξενοδοχείων με διαβατήρια ή τελείως άσχετοι και παρά τις Ευρωπαϊκές τους εθνικότητες, αμοίβοντο ακόμη πιο λίγο και από τους Έλληνες Ναυτικούς. Σήμερα τα Ελληνικά Πληρώματα έχουν εξοβελισθεί τελείως , οι δε Έλληνες Αξιωματικοί που παραμένουν είναι ελάχιστοι. 

Οι αλλοδαποί του πληρώματος συνήθως ήσαν μεθυσμένοι, ιδιαίτερα μετά τις εργάσιμες ώρες τους τα βράδυα. Κατά τη διάρκεια του ναυαγίου τα μεσάνυκτα, αρκετοί ήσαν «τύφλα». Έτσι λίγοι μπορούσαν να προσφέρουν θετικές υπηρεσίες στον απελπισμένο αγώνα μας δια την κατάσβεση των 4 πυρκαϊών οι οποίες είχαν ξεσπάσει σε εκ διαμέτρου αντίθετα σημεία στο πλοίο. Όσον αφορά στην εγκατάλειψη, η οποία είναι ακόμη πιο εξειδικευμένη ναυτική δουλειά, δεν έκαναν απολύτως τίποτε. Ο ηλικιωμένος Γερμανός Αρχιμάγειρος τριγύριζε στα Βars έπινε και φώναζε «ALLES  KLA» = όλα καλά. Δεν τον  ξαναείδαμε.

Κάποιος Αξιωματικός, δεν θυμάμαι ποιός, με διέταξε: «Κάνε κουμάντο να φορτώσεις τις βάρκες». Αυτές κατέβαιναν άδειες από το BOAT DECK στο επίπεδο του PROMENADE DECK. Οι επιβάτες περίμεναν εμπρός από το σημείο καθόδου κάθε λέμβου στην οποίαν αντιστοιχούσαν οι καμπίνες τους, ακριβώς όπως ήταν ο Πίναξ Διαιρέσεως και το γυμνάσιο το οποίο είχαμε κάνει μετά τον απόπλου από το SOUTHAMPTON. Μαζί με κάποιους από το Πλήρωμα ανοίξαμε τα πορτάκια που υπήρχαν στα ρέλια  και ρίξαμε τις ανεμόσκαλες εμπρός σε κάθε βάρκα.

Η μία απ’ αυτές τις βάρκες, όταν κατέβηκε στο επίπεδο του καταστρώματος επιβιβάσεως (PROMENADE), είδα με δυσάρεστη έκπληξη ότι είχε μέσα πολλούς από το Αλλοδαπό Πλήρωμα. Οι πονηροί είχαν ανέβει στο από πάνω κατάστρωμα λέμβων και είχαν «μπουκάρει» παράνομα για να εξασφαλίσουν θέση. Παρά το ότι ήμουν «άψητος» Δοκιμάκος, πήρα το κουράγιο και με ύφος επιτακτικό και φωνή σκληρή τους διέταξα να βγουν έξω για να μπουν οι επιβάτες πρώτοι, και μετά μόνον εκείνοι που ήσαν διηρημένοι στην συγκεκριμένη βάρκα. Μέσα μου φοβόμουνα ότι θα με πέταγαν στην θάλασσα. Τίποτε δε συνέβη, βγήκαν όλοι έξω σαν αρνάκια.

Με κάποιους Έλληνες  Ναύτες  τακτοποιήσαμε  τους επιβάτες οι οποίοι αντιστοιχούσαν στις δύο  βάρκες που μου είχαν αναθέσει. Ποτέ δεν θα ξεχάσω την ψυχραιμία των Αγγλοσαξόνων. Αν είχαμε άλλες εθνικότητες, λιγότερο πειθαρχημένες και περισσότερο συναισθηματικές από πιο ηλιόλουστες χώρες, φοβούμαι ότι θα θρηνούσαμε μεγαλύτερες απώλειες.

Άρχισα να μετρώ κεφάλια και να επιβιβάζω τον ακριβή αριθμό ατόμων, βάσει της χωρητικότητος ο οποίος αναγραφόταν στην πλώρη κάθε σωσιβίας λέμβου, νομίζω ότι ήταν 80 άτομα μαζί με το πλήρωμα. Ο κόσμος έμπαινε με τάξη και ησυχία. Θυμάμαι ότι σε μία από τις βάρκες εσταμάτησα την επιβίβαση με τελευταία μία γηραιά Αγγλίδα κυρία. Με στόμφο είπα: ‘The boat is full, no more’.

Με το μπουφάν, το ψευτογαλονάκι μου και το πηλήκιο, είχα αποκτήσει τον αέρα σαν Λόρδος του Ναυαρχείου. Πάντως ο Άγιος Νικόλαος με βοηθούσε, τους είχα επιβληθεί και όλοι με υπάκουαν. Ένας γλυκός γεροντάκος, ο οποίος ήταν ακριβώς πίσω από την προ-αναφερθείσα κυρία μου την έδειξε και μου είπε δειλά και ευγενικά: ‘This is my wife’. Εγώ σκέφθηκα και με ύφος περισπούδαστο του απήντησα : ‘O.K. you may pass too’. Δεν νομίζω ότι διεσώθησαν. Για τον εαυτό μου σκεπτόμουν ότι θα ήταν καλύτερα να μείνω στο πλοίο και να μην διακινδυνεύσω την αβεβαιότητα του σκοτεινού και ταραγμένου Ατλαντικού.

Ευελπιστούσα ότι θα ξημέρωνε ο Θεός την ημέρα και θα είχαν φτάσει τα ταχύτατα Αντιτορπιλλικά από τα γύρω λιμάνια, FUNCHAL MADEIRA, AZORES, CASABLANCA, GIBRALΤAR κ.ο.κ. για να μας σώσουν. Αυτή η συγκεκριμένη λέμβος καθαιρέθηκε από το επάνω κατάστρωμα, κατέβαινε ωραία και σιγά. Αλλά μόλις ακούμπησε στην φουσκοθαλασσιά δεν μπόρεσαν να την ξεκοτσάρουν αμέσως. Ήλθε και ένα κύμα πιο μεγάλο από τα άλλα την αναποδογύρισε και άδειασε όλους τους επιβαίνοντες, Πλήρωμα και Επιβάτες στο νερό.

Αυτές τις σκηνές αλλοφροσύνης που έβλεπα δεν τις πίστευα. Κόλαση του Δάντε. Άνθρωποι να πνίγονται. Άνθρωποι να προσκρούουν πάνω στα μεταλλικά πλευρά του καραβιού σπρωγμένοι από τα πελώρια κύματα και να συνθλίβονται. Νόμιζα ότι έβλεπα κάποια σκηνή από κινηματογραφική ταινία. Ανοίξαμε τα ξυλοκιβώτια που βρισκόντουσαν τεταγμένα κατά μήκος του PROMENADE και BOAT  DECK και περιείχαν εφεδρικά σωσίβια διά παρόμοιες καταστάσεις. Τους τα πετάξαμε όλα για να έχουν κάτι να πιαστούν. Τους πετάξαμε επίσης  τις κουλούρες που ήταν κρεμασμένες στα ρέλια. Με λίγα λόγια κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να τους σώσουμε αλλά δεν γνωρίζω πόσοι τελικώς διεσώθησαν από αυτή την βάρκα.  

Η επιστροφή των ναυαγών στην πατρίδα. Στην φωτογραφία διακρίνεται
ο Ιωάννης Χαλάς, Πρόεδρος της ΠΝΟ. Εφημερίδα ΑΘΗΝΑΪΚΗ 27.12.63.
Αρχείο Ηλία Μεταξά.   Σ


την επόμενη βάρκα ήμουν και εγώ διηρημένος.  Κάτι μου έλεγε να μη μπω. Την γέμισα ομαλότατα και άρχισαν να την μαϊνάρουν από το υπεράνω μας BOAT DECK. Αλλά δεν κατέβαινε στρωτά, ταρακουνιόταν. Φώναξα από κάτω : «Τί συμβαίνει ;». Μου απάντησε ο Ανθυποπλοίαρχος Ιωάννης ΑΜΜΟΛΟΧΙΤΗΣ: «Δόκιμε έχουμε πρόβλημα με το φρένο, έλα πάνω να βοηθήσεις». Ανέβηκα τρέχοντας τη σκάλα από πρύμα και βρέθηκα στο BOAT DECK. Τότε κατάλαβα τί συνέβαινε. Τα καπόνια βαρύτητος, παλαιοτάτης κατασκευής του 1930, είχαν μίαν ιδιομορφία. Έπρεπε να στρίβουμε ένα είδος «βάρδουλας» για να ξεσφίγγει ένας κοχλίας. Αυτός ο με-γάλος κοχλίας ήταν σαν άξονας ή σαν μοχλός, δεν μπορώ να τον περιγράψω καλύτερα τώρα μετά από 50 χρόνια, ήταν κολλημένος σε κάθετη θέση προς το κατάστρωμα. Κάτω από την «βάρδουλα» υπήρχε ένα έλασμα το οποίον επενεργούσε ως ασφάλεια, έτσι τουλάχιστον κατάλαβα τότε. Δηλαδή πίεζε σαν ελατήριο προς τα πάνω την στρόφιγγα της «βάρδουλας». Για να γίνω πιο κατανοητός, κάτι σαν το τσιμπιδάκι φρυδιών. Το δυστύχημα ήταν ότι ο κοχλίας δεν ήταν γρασσαρισμένος. Ήταν αδούλευτος, εν μέρει σκουριασμένος και το χειρότερο, είχαν πέσει και μπογιές από κάποιο απρόσεχτο βάψιμο.

Για να λασκάρει λοιπόν η ασφάλεια (τσιμπιδάκι) και να μπορέσουμε να ξεστρίβουμε την «βάρδουλα» έπρεπε να γίνονται συγχρονισμένα δύο κινήσεις. 1) Ο ένας να χτυπάει με ένα σφυρί ή σίδερο (δεν θυμάμαι τί ακριβώς) για να λασκάρει και να χαμηλώνει λίγο το «τσιμπιδάκι» 2)  Ο άλλος ταχύτατα να ξεστρίβει την βάρδουλα.

Ο ΑΜΜΟΛΟΧΙΤΗΣ λοιπόν ξέστριβε και εγώ χτύπαγα. Όταν πιάνονταν τα χέρια μου, άλλαζα τακτική. Κλώτσαγα προς τα κάτω με το τακούνι μου το τσιμπιδάκι. Και οι δύο κινήσεις ήσαν δύσκολες γιατί το «τσιμπιδάκι» προεξείχε πολύ λίγο από το σπειροειδή άξονα (κοχλία) και έπρεπε να σημαδεύω πολύ καλά γιατί αλλιώς χτύπαγα στον αέρα. Εν πάση περιπτώσει κάτι καταφέρναμε οι δυο μας στο πλωριό καπόνι. Όμως στο πρυμιό καπόνι (της ίδιας πάντα λέμβου) υπήρχε μόνο ένας Έλληνας Ναύτης, δεν ξέρω ποιός. Αυτός είχε τεράστια δυσκολία να κάνει μόνος του τους χειρισμούς που κάναμε εμείς οι δύο. Κάπου-κάπου πήγαινα και τον βοηθούσα, αλλά χρειαζόμαστε άλλον ένα βοηθό. Η βάρκα κατέβαινε αλλά όχι ισορροπημένη και οριζοντιωμένη. Πότε κατέβαινε πιο πολύ από πλώρα και άλλοτε πιο πολύ από πρύμα. Όπως προ-είπα οι επωτίδες ανακρεμάσεως (καπόνια) ήσαν απηρχαιωμένου τύπου, ακόμη και για το 1963. Δεν λειτουργούσαν συνδυασμένα και ισοζυγισμένα και  ήσαν ανεξάρτητες μεταξύ τους.

Παρά τις δικές μας προσπάθειες οι ταλαντώσεις εξασκούνταν τεράστιες πιέσεις πάνω στα καπόνια. Σκεφθείτε την βάρκα βαρυφορτωμένη, το μποτζάρισμα του πλοίου, τα κτυπήματα της βάρκας στα πλευρά του πλοίου και θυμηθείτε ότι κατά το γυμνάσιο στο SOUTHAMPTON δεν την είχαν κατεβάσει μέχρι το νερό. Έτσι εάν υπήρχε κάποια αδυναμία, κάποιο κράκ ενδεχομένως στην σιδεροδοκό του καπονιού, τότε είχε πολύ μεγάλες πιθανότητες  να κάνει την  ζημιά, όπερ και εγένετο.

Δυστυχώς η αστοχία υλικού παρουσιάσθηκε την πλέον ακατάλληλη ώρα.. Το καπόνι έσπασε σαν ξυλαράκι και η βάρκα εκρεμάσθη στην μπαστέκα του ενός μόνον καπονιού και όλοι οι επιβαίνοντες αδειάσθησαν στην θάλασσα σαν να ήταν τσουβάλια. Υπολογίζω ότι έμφορτη η βάρκα θα πρέπει να ζύγιζε πάνω από 9 τόννους. Όλος ο εξαρτισμός της βάρκας, αλμπουράκια, κουπιά, σκαρμοί, κινητοί πάγκοι, γάντζοι, λαγουδέρες, διάφορα ξύλα κ.ο.κ. έπεσαν στα κεφάλια όσων είχαν επιζήσει της κατακρημνίσεως και έπλεαν ακόμη μέσα στο νερό. Έβλεπα ένα δεύτερο εφιάλτη, δεν πίστευα ότι ήμουν εγώ εκεί μπρός σ’ αυτή την συμφορά.

Η πτώση αυτή ήταν κατά πολύ χειρότερη από την ανατροπή της προηγουμένης λέμβου, η οποία είχε ήδη ακουμπήσει  στο νερό και απλώς ήλθε καπάκι. Η δεύτερη έπεσε από υψηλά με ότι θανατικό αυτό συνεπάγεται. Φοβούμαι ότι τα πιο πολλά θύματα από τα 128 του ναυαγίου θα προέρχονταν από την πτώση της συγκεκριμένης βάρκας. Ρίξαμε σε αυτούς τους δυστυχισμένους όποια σωσίβια είχαν ξεμείνει. Επαναλαμβάνω ότι αυτή ήταν η Σωσίβια Λέμβος στην οποίαν ήμουν διαιρεμένος και παρεχώρησα την θέση μου σε κάποιον άλλον επιβάτη.

Ένας από εκείνους που βρέθησαν μέσα στο νερό ήταν ο θαλαμηπόλος ΒΕΡΡΥΚΙΟΣ. Αυτός ο δυστυχής κατάφερε να σκαρφαλώσει στην ανεμόσκαλα και να ξαναμπεί στο πλοίο. Ίσως ήταν ο μόνος. Ήταν αγνώριστος, έτρεμε και μούγκριζε ακατάληπτα. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Τον κουκουλώσαμε με μία κουβέρτα διά να μη παγώσει τελείως. Φοβόμουνα ότι θα πέθαινε.

Καταχάρηκα όταν τον είδα ζωντανό μερικές ημέρες αργότερα όταν βρεθήκαμε στα γραφεία της εταιρείας ή των δικηγόρων, δεν θυμάμαι. Τότε μου εξήγησε πως όταν βρέθηκε στο νερό, το κύμα τον ανεβοκατέβαζε ρυθμικά. Το σπασμένο καπόνι κρεμασμένο και μπλεγμένο στα συρματόσχοινά του, έφθανε μέχρι την επιφάνεια του νερού και εκινείτο ανάλογα με τους διατoιχισμούς του πλοίου, σαν εκκρεμές θανάτου και θέριζε τα κεφάλια αυτών που κολυμπούσαν απεγνωσμένα να σωθούν.

Ο Βερρύκιος ήταν πολύ τυχερός όταν το κεφάλι του κατέβαινε χαμηλά μαζί με τα κύματα, το καπόνι (σιδηροδοκός βάρους 2-3 τόνων) περνούσε ξυστά από πάνω του και πήγαινε προς την αντίθετη πλευρά. Όταν τα κύματα τον ανέβαζαν ψηλά στο επικίνδυνο σημείο, η «Λαιμητόμος» είχε ήδη περάσει απέναντι και έτσι την γλύτωνε. Αυτό του συνέβη μερικές φορές. Κάποτε επί τέλους κατάφερε να πιαστεί από την ανεμόσκαλα, της οποίας τα τελευταία σκαλοπατάκια ήσαν μέσα στο νερό, και άρχισε να σκαρφαλώνει. Αλλά και εκεί ήταν άτυχος, τον εχτύπησε το κύμα στο καράβι, έχασε την ισορροπία του, το ένα πόδι του μπλέχτηκε στην ανεμόσκαλα και όλο του το σώμα ξαναβούτηξε ανάποδα μέσα στο νερό. Φαντασθείτε, το πόδι επάνω και το σώμα να χτυπιέται ξανά στο καράβι, το δε κεφάλι μέσα στο νερό να πνίγεται.

Με υπεράνθρωπες προσπάθειες κατάφερε να ισορροπήσει ξανά και να αρχίσει τον «Γολγοθά» του σκαρφαλώματος. Όταν επί τέλους έφθασε επάνω (πάντα κατά την αφήγησή του) ακούμπησε την κοιλιά του στην κουπαστή και με την τελευταία ικμάδα δυνάμεως που του είχε απομείνει, έσπρωξε όλο το σώμα του μέσα στο κατάστρωμα περιπάτου. Είπε μέσα του : «Τώρα ας γίνει ό,τι θέλει».

Εμείς σπεύσαμε να του κάνουμε εντριβές για να μη παγώσει όπως προανέφερα, αυτός όμως δεν είχε ανάγκη από μασάζ. Πονούσε τρομερά γιατί το σώμα του ήταν μωλωπισμένο παντού διότι είχε φάει εκατοντάδες κοπανίσματα από την θάλασσα πάνω στα πλευρά του βαποριού, και είχε υποστεί κακώσεις. Ήθελε να μας πει: «Σταματήστε βρε παιδιά γιατί πονάω», αλλά δε μπορούσε να μιλήσει, απλώς μούγκριζε. Όσο περισσότερο τον τρίβαμε, τόσο του μεγαλώναμε  το μαρτύριό του.

 

http://perialos.blogspot.gr/2013/11/blog-post_9.html  

(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Περίπλους της Ναυτικής Ιστορίας»,  τ. 48, σελ. 27, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠ. 2004, Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ Περί Αλός: Η ορθογραφία και οι επιπρόσθετες σημειώσεις πέραν του δημοσιευθέντος άρθρου είναι του συγγραφέως.