Πέμπτη
25 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4967RSS FEED
Ασφαλιστικό: Ανηθικότητας, αδικίας, αντισυνταγματικότητας και παρανομίας το επιστέγασμα
Γράφει ο
Ιωάννης Γ. Κουλούρης

Σήμερα το ασφαλιστικό αποτελεί το σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας μετά τη λαθρομετανάστευση.

Στον τομέα αυτό έχουν γίνει κατά το παρελθόν και πρόσφατα, αλλά επίκειται ίσως να γίνουν και στο άμεσο μέλλον, οι μεγαλύτερες άδικες, παράνομες, ανήθικες και αντισυνταγματικές ενέργειες. Αυτά ακριβώς σκοπεύει να αποτρέψει η παρούσα ανοικτή επιστολή μου προς εσάς.

Α) Το ασφαλιστικό απετέλεσε ανέκαθεν το πεδίο εκδηλώσεως των πλέον ανήθικων σχέσεων διαπλοκής μεταξύ του κομματικού κατεστημένου και των πελατών – ψηφοφόρων του, κυρίως συνδικαλιστικού κατεστημένου, συντεχνιών και άλλων κοινωνικών ομάδων η και μεμονωμένων ατόμων.

Μέχρι το 2010 οι εκδηλώσεις αυτές συνίσταντο στη χορήγηση , συνήθως υψηλών,  συντάξεων σε πρόσωπα ή ομάδες που δεν είχαν καταβάλει ανάλογες εισφορές ή δεν είχαν συμπληρώσει τον ανάλογο χρόνο στα ταμεία από τα οποία τους εχορηγείτο η σύνταξη, μερικοί μάλιστα χωρίς να έχουν καταβάλει καμία εισφορά και χωρίς να έχουν καμία σχέση με αυτά.

Μέχρι τότε οι ενέργειες αυτές δεν επηρέαζαν μεν άμεσα τους υπόλοιπους ασφαλισμένους, είχαν όμως τα στοιχεία της παρανομίας, της ανηθικότητας της καταχρηστικής άσκησης των αρμοδιοτήτων εκ μέρους όσων τις διέπραξαν, επιβάρυναν όλους τους φορολογούμενους πολίτες, υπονόμευαν την οικονομία και την πρόοδο της χώρας και οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια το ασφαλιστικό σύστημα σε μελλοντική κατάρρευση.

Β) Από το 2010  και μετά, με την επιβολή των μνημονίων, πάρθηκαν μέτρα τα οποία εκτός των ανωτέρω επιλήψιμων χαρακτηριστικών, έχουν έντονο το στοιχείο της αντισυνταγματικότητας και της εσχάτης προδοσίας έναντι της χώρας.

Συγκεκριμένα οι κυβερνήσεις από το 2010 μέχρι σήμερα βρέθηκαν στην ανάγκη, εκτός των άλλων, να μειώσουν τις κρατικές δαπάνες, και έκριναν ότι ο ασφαλιστικός τομέας ήταν ένας από εκείνους που έπρεπε να γίνουν μειώσεις.

Αντί όμως να αρχίσουν από το προφανές και δίκαιον, από την περικοπή δηλαδή όλων εκείνων των συντάξεων, ή του μέρους αυτών, που είχαν δοθεί παράνομα, ρουσφετολογικά και καταχρηστικά, ακολούθησαν μία τακτική, των λεγόμενων οριζόντιων περικοπών,  ( οι οποίες όπως θα αναλύσω στη συνέχεια στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ήταν καθόλου  οριζόντιες ), επί δικαίων και αδίκων. Το γεγονός αυτό είναι καταφανώς ανήθικο και άδικο, γιατί επιβραβεύει τους παράνομα και ρουσφετολογικά ευνοημένους και αδικεί τους νομοταγείς και τους συνεπείς, είναι όμως, όπως θα καταδείξω στη συνέχεια, και εξόχως αντισυνταγματικό.   Σημειώνω ότι,  ακόμα και με τους μετριότερους υπολογισμούς, εάν είχε ακολουθηθεί ο σωστός και δίκαιος τρόπος, δεν θα υπήρχε ανάγκη να γίνουν άλλες περικοπές.

Όλες σχεδόν οι περικοπές αυτές για να δικαιολογηθούν, αλλά και στην ουσία, είχαν το χαρακτήρα εισφορών είτε υπέρ άλλων, υποτιθέμενα ασθενέστερων ομάδων συνταξιούχων, είτε κυρίως συνεισφοράς στην εθνική οικονομία. Δηλαδή στην ουσία αποτελούσαν πρόσθετη συνεισφορά στα βάρη του κράτους.

Ως τέτοιες όμως έπρεπε να ακολουθούν τη βασική επιταγή του Συντάγματος (άρθρο 4 παρ. 5), που ρητά ορίζει ότι « Οι  Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους».

Πρέπει επίσης να ακολουθούν την αρχή της ίσης μεταχείρισης των πολιτών που επιτάσσουν οι παράγραφοι 1 και 2 του ιδίου άρθρου.

Κατ’ αρχήν η οικονομική δυνατότητα συνεισφοράς κάθε πολίτη ή κάθε οικογένειας, λαμβάνεται υπόψη στη φορολόγησή του, και επομένως είναι αμφισβητήσιμο εάν είναι συνταγματική η πρόσθετη φορολόγηση των εισοδημάτων από συντάξεις, γιατί αποτελεί άνιση μεταχείριση των συνταξιούχων έναντι των υπολοίπων πολιτών. Εάν το κράτος χρειαζόταν επί πλέον έσοδα έπρεπε να λάβει μέτρα που θα επιβάρυναν όλους τους πολίτες ανάλογα με τις δυνατότητές τους, όπως ορίζει το Σύνταγμα

Ακόμη όμως και εάν δεχθούμε ότι έπρεπε να γίνει πρόσθετη φορολόγηση των συντάξεων, με τη μορφή των περικοπών, έπρεπε πρώτα, όπως ανέφερα και ανωτέρω,  να αρθούν οι παρανομίες, οι αδικίες και οι ρουσφετολογικές παροχές που είχαν γίνει, και εάν αυτό ήταν πρακτικά δύσκολο (που δεν ήταν όπως θα αποδείξω στη συνέχεια), ή απαιτούσε πολύ χρόνο για να γίνει (που δεν απαιτούσε), τότε μόνο  να αναζητηθεί άλλος τρόπος επίτευξης της επί πλέον μείωσης των συνταξιοδοτικών δαπανών.

Για να γίνει το τελευταίο δύο τρόποι υπάρχουν. Είτε επανυπολογισμός όλων των συντάξεων (υπαρχουσών  και μελλοντικών) με βάση ενιαία κριτήρια για όλους, ο λεγόμενος εξορθολογισμός, ώστε να προκύπτει το επιθυμητό αποτέλεσμα, είτε η πρόσθετη φορολόγηση των εισοδημάτων από σύνταξη.

Γ)  Προφανώς ο δίκαιος και συνταγματικός τρόπος είναι ο πρώτος, με τον οποίο θα ασχοληθούμε στη συνέχεια. Δυστυχώς όμως μέχρι τώρα, ακολουθήθηκε ο δεύτερος, και αυτός όμως, όπως ανέφερα, έγινε κατά τρόπον εξόχως αντισυνταγματικό και συγκεκριμένα:

1)  Στον υπολογισμό των κρατήσεων – εισφορών ενός συνταξιούχου δεν ελήφθη υπόψη το συνολικό εισόδημά του, και άρα η οικονομική του δυνατότητα,  αλλά μόνο αυτό που προερχόταν από τη σύνταξή του. Έτσι ένας πολίτης με συνολικό μηνιαίο εισόδημα π.χ. 3000 €, εκ των οποίων μόνο τα 500 € από σύνταξη, θεωρείται μικροσυνταξιούχος και φτωχός και δεν του γίνεται καμία περικοπή, ενώ ένας άλλος με μόνο εισόδημα από σύνταξη π.χ. 1500 € μηνιαίως, θεωρείται μεγαλοσυνταξιούχος και πρέπει να συνεισφέρει υπέρ του πρώτου!! Δηλαδή έχουμε κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος, αφού προφανώς οι δυνατότητες του πρώτου είναι πολύ μεγαλύτερες από του δεύτερου.

2)  Στον υπολογισμό των κρατήσεων ενός συνταξιούχου δεν ελήφθη υπόψη η οικογενειακή του κατάσταση, και έτσι σε ένα συνταξιούχο που με τη σύνταξή του έχει να συντηρήσει μόνο τον εαυτό του επιβλήθηκαν οι ίδιες κρατήσεις με έναν άλλο που με την ίδια σύνταξη έχει να συντηρήσει μία ολόκληρη οικογένεια, ενώ προφανώς οι δυνατότητες συνεισφοράς των δύο είναι εντελώς διαφορετικές. Ο τρόπος αυτός είναι κατάφωρα αντισυνταγματικός σύμφωνα με το άρθρο 4 του συντάγματος.

3)  Στον υπολογισμό των κρατήσεων ενός ζεύγους συνταξιούχων δεν ελήφθη υπόψη το συνολικό εισόδημα του ζεύγους από σύνταξη, αλλά ξεχωριστά το εισόδημα του κάθε συζύγου. Έτσι π.χ. ένα ζεύγος με δύο συνταξιούχους που ο καθένας έχει μηνιαία σύνταξη 900 €, δηλαδή συνολική μηνιαία σύνταξη του ζεύγους 1800 € θεωρείται φτωχό και δεν έχει καμία περικοπή, ενώ ένα άλλο ζεύγος που μόνο ο ένας σύζυγος έχει σύνταξη 1200 €, δηλαδή συνολική μηνιαία σύνταξη 1200 €, θεωρείται πλούσιο και πρέπει να συνεισφέρει υπέρ του πρώτου!!! Δηλαδή και εδώ έχουμε κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος, η οποία μάλιστα οδηγεί και σε μία άλλη κατάφωρη αδικία. Δηλαδή ενώ ένα ζεύγος συνταξιούχων που και οι δύο παίρνουν από μία σύνταξη π.χ. 800 – 1000 € (δηλαδή συνολικά 1600 – 2000€) δεν έχει επηρεαστεί σχεδόν καθόλου από τις περικοπές του μνημονίου, ένα άλλο ζεύγος συνταξιούχων που μόνο ο ένας παίρνει σύνταξη π.χ. 1200 €, δηλαδή πολύ φτωχότερο από το πρώτο ζεύγος, έχει υποστεί σημαντικές περικοπές που το έχουν καταστήσει ακόμα φτωχότερο. Αυτό είναι το επιστέγασμα της αδικίας και της αντισυνταγματικότητας της πολιτικής που μέχρι τώρα εφαρμόστηκε. Εάν πάμε δε και σε παραδείγματα με υψηλότερες συντάξεις η αδικία είναι ακόμα εντονότερη.

Σημειώνουμε εδώ ότι η ίδια αδικία στους οικογενειάρχες συνταξιούχους που δεν έχουν συνταξιούχο τον άλλο σύζυγο γίνεται και στη φορολογία εισοδήματος, όμως η μία αδικία, που πρέπει κάποτε να διορθωθεί και αυτή, δεν δικαιολογεί και την άλλη.

4)  Ο κλιμακωτός τρόπος υπολογισμού των εισφορών είναι παράλογος και αντισυνταγματικός, αφού όταν κάποιος υπερβεί το όριο ενός κλιμακίου αυξάνεται ο συντελεστής για όλο το ποσό και όχι μόνο για το ποσό που υπερβαίνει το κλιμάκιο, όπως σωστά γίνεται με τη φορολογία εισοδήματος. Έτσι καταντά ένας συνταξιούχος που λάμβανε μεγαλύτερη σύνταξη από κάποιον άλλο ( γιατί προφανώς είχε περισσότερα έτη ασφάλισης ή μεγαλύτερες αποδοχές και εισφορές), μετά τις κρατήσεις να λαμβάνει μικρότερη σύνταξη!!  Σημειώνουμε εδώ ότι οι «φωστήρες» που παίρνουν αυτά τα μέτρα, αντιλαμβανόμενοι προφανώς το παράλογο και αντισυνταγματικό του πράγματος, σε ορισμένες περιπτώσεις προβλέπουν ότι η σύνταξη που απομένει μετά τις κρατήσεις σε κάποιο κλιμάκιο δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τη μεγαλύτερη σύνταξη που απομένει στο προηγούμενο κλιμάκιο, αυτό όμως δεν αίρει το παράλογο και την αντισυνταγματικότητα του τρόπου εφαρμογής, αφού εξισώνει δύο συνταξιούχους που ό ένας είχε μεγαλύτερη σύνταξη από τον άλλο.

5)  Σε ορισμένες περιπτώσεις όπου έχουν μεσολαβήσει πολλές κρατήσεις και μειώσεις των συντάξεων, τα όρια και οι συντελεστές των κλιμακίων δεν γίνονται στις τελευταία καταβαλλόμενες συντάξεις αλλά στις αρχικές προ των περικοπών!!! Αυτό εκτός του ότι είναι παράνομο και παράλογο, αφού δεν μπορεί να γίνονται κρατήσεις επί ανύπαρκτων εισοδημάτων, οδηγεί πάλι στο αποτέλεσμα ένας συνταξιούχος με μεγαλύτερη σύνταξη από κάποιον άλλο, μετά τις κρατήσεις να παίρνει μικρότερη σύνταξη!!. Σημειώνουμε ότι στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να γίνει ούτε η εξίσωση των συντάξεων που αναφέρεται ανωτέρω!!

6)  Σημειώνουμε επίσης ότι οι εκάστοτε περικοπές που έγιναν δεν ήταν οριζόντιες αφού ήταν κλιμακωτές σε βάρος των μεσαίων και υψηλότερων συντάξεων οι οποίες κυριολεκτικά καρατομήθηκαν και εξαφανίσθηκαν. Εάν ήταν οριζόντιες θα ήταν με τον ίδιο ( και προφανώς πολύ μικρότερο) συντελεστή επί όλων των συντάξεων. Στην περίπτωση αυτή θα είχαν αποφευχθεί όλες οι αντισυνταγματικότητες που αναφέρονται ανωτέρω, και θα είχε ικανοποιηθεί και η επιταγή του Συντάγματος που αναφέρεται στην παρ. 5 του άρθρου 4, αφού η εισφορά κάθε συνταξιούχου θα ήταν ανάλογη με το ύψος της σύνταξής του. 

Κατόπιν των ανωτέρω θα πρέπει να γίνει αναπροσαρμογή όλων των μνημονιακών κρατήσεων που έχουν γίνει μέχρι τώρα και όσων τυχόν γίνουν στο μέλλον με βάση όσα αναφέρονται ανωτέρω και συγκεκριμένα.

 

α) Είτε:

1)  Όλα τα κλιμάκια και οι συντελεστές των κρατήσεων επί των συντάξεων να γίνουν για μεν τα μεμονωμένα άτομα με βάση το συνολικό τους εισόδημα ( ή έστω το συνολικό εισόδημα από συντάξεις ), για δε τους συζύγους με βάση το συνολικό οικογενειακό εισόδημα ( ή έστω το συνολικό εισόδημα από συντάξεις), με αυξημένα προφανώς όρια ή μειωμένους συντελεστές σε σχέση με τους πρώτους.

2)  Οι συντελεστές κάθε κλιμακίου να ισχύουν μόνο για το ποσό του κλιμακίου αυτού και όχι επί του συνολικού ποσού.

3)  Οποιεσδήποτε νέες κρατήσεις ή μειώσεις να γίνονται επί του ποσού που απομένει μετά από τις προηγούμενες μειώσεις ή κρατήσεις και όχι επί του αρχικού.

β) Είτε να αντικατασταθούν όλες οι κρατήσεις που έχουν γίνει από το 2010 μέχρι τώρα με μία γενική κράτηση με ενιαίο συντελεστή για όλες, ώστε να προκύπτει το ίδιο δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Αυτός είναι και ο πλέον σωστός και ενδεδειγμένος τρόπος που μπορεί και πρέπει να εφαρμοστεί άμεσα, παρότι περιέχει το στοιχείο αντισυνταγματικότητας που αναφέρεται ανωτέρω στην περίπτωση Γ2.

Δ) Σχετικά με τον πρώτο αναφερόμενο ανωτέρω, στην παρ. (Β) τρόπο μείωσης των συνταξιοδοτικών δαπανών και ριζικής επίλυσης του ασφαλιστικού, δηλαδή τον εξορθολογισμό και τον επανυπολογισμό όλων των συντάξεων, υπαρχουσών και μελλοντικών, με βάση τα έτη ασφάλισης και τις συνολικές εισφορές κάθε ασφαλισμένου σε όλο τον ασφαλιστικό του βίο, σημειώνω τα εξής:

1)    Ο τρόπος αυτός είναι ο μόνος σωστός δίκαιος και αποτελεσματικός, γιατί αφενός θα μειώσει τη συνταξιοδοτική δαπάνη, αφού θα περικοπούν όλες οι παράνομες, χαριστικές και ρουσφετολογικές συντάξεις που δίνονται μέχρι τώρα και αποτελούν ένα μεγάλο (ίσως το μεγαλύτερο) μέρος αυτής, και αφετέρου θα αποδώσει επί τέλους δικαιοσύνη στους ήδη συνταξιούχους και αίσθημα ασφάλειας στους ήδη εργαζομένους,  αφού θα γνωρίζουν ότι θα λάβουν σύνταξη ανάλογα με τις εισφορές τους και θα φροντίζουν να τις καταβάλουν και όχι να τις αποφεύγουν.

2)    Είναι γεγονός ότι για ορισμένες περιπτώσεις παλαιών κυρίως συνταξιούχων θα είναι χρονοβόρα ή και δύσκολη ( όχι πάντως αδύνατη) η εφαρμογή του  μέτρου, Για το λόγο αυτό η εφαρμογή του μέτρου θα πρέπει να γίνει σταδιακά.

α) Σε πρώτη και φάση να αναπροσαρμοσθούν όλες οι συντάξεις των ήδη συνταξιούχων με βάση τα συνολικά έτη ασφάλισης και να γίνει αναλογική περικοπή σε όσους δεν έχουν τα ανώτερα έτη που ίσχυαν μέχρι τώρα για πλήρη σύνταξη στο ταμείο από το οποίο πήραν τη σύνταξη,  και ανάλογα για τη μειωμένη και τα βαρέα. Για όσους ήταν υποχρεωτικά παράλληλα ασφαλισμένοι σε δύο κύρια ταμεία θα χορηγηθούν συντάξεις και από τα δύο ταμεία με βάση τα ανωτέρω.  Για όσους εργάστηκαν περισσότερα χρόνια θα γίνει κάποια επαύξηση, εάν προβλεπόταν από το ταμείο τους.  Στην ίδια φάση θα γίνει ενιοποίηση του ποσοστού αναπλήρωσης όλων των συντάξεων με βάση αυτό του ΙΚΑ και με βάση τις αποδοχές των ετών που δέχεται το ΙΚΑ και όχι αυτές του τελευταίου μήνα. Για τη φάση αυτή δεν απαιτείται πολύς χρόνος γιατί τα στοιχεία αυτά υπάρχουν έτοιμα.

β) Σε δεύτερη φάση να υπολογισθούν όλες οι εισφορές που έχει καταβάλει κάθε συνταξιούχος και ο εργοδότης του σε όλο τον ασφαλιστικό του βίο και σε όλα τα ταμεία, ανηγμένες προφανώς στη σημερινή τους αξία, και στη συνέχεια με βάση αυτές να καθοριστεί ένας ενιαίος συντελεστής υπολογισμού του ανταποδοτικού τμήματος της σύνταξης.  Ο συντελεστής αυτός θα καθορισθεί έτσι ώστε,  μαζί με τη βασική σύνταξη που θα δίνεται σε όλους,  ακόμα και στους ανασφάλιστους, να ικανοποιεί τα σημερινά δημοσιονομικά δεδομένα. Ο συντελεστής αυτός θα αναπροσαρμόζεται κάθε έτος είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω ανάλογα με τις δυνατότητες του κράτους. Με τον ίδιο συντελεστή αναπροσαρμογής θα καθορίζεται και η βασική σύνταξη.  Είναι προφανές ότι εφόσον ακολουθηθεί ο τρόπος αυτός η βασική σύνταξη θα πρέπει να δίνεται σε όλους τους ανασφάλιστους, ακόμα και εάν ο άλλος σύζυγος λαμβάνει σύνταξη. Στην περίπτωση θανάτου του συνταξιούχου συζύγου ο επιζών  σύζυγος θα δικαιούται τμήμα της ανταποδοτικής σύνταξης του αποβιώσαντος, ανάλογα με τα έτη συμβίωσης με αυτόν. Εάν και ο ίδιος έχει ανταποδοτικό τμήμα σύνταξης θα επιλέγει το μεγαλύτερο μεταξύ του δικού του και αυτού που δικαιούται από τον αποβιώσαντα. Σε καμία πάντως περίπτωση δεν θα μπορεί να λαμβάνει και τα δύο.

γ) Να αποσυνδεθούν πλήρως οι επικουρικές συντάξεις από το δημόσιο και να ισχύσει αυστηρά από το επόμενο έτος η ρήτρα μηδενικού ελλείμματος.

Ε) Μέχρι να συντελεστούν οι ανωτέρω φάσεις και επειδή υπάρχουν ανειλημμένες δημοσιονομικές δεσμεύσεις, εάν αποφασιστεί να γίνουν και άλλες περικοπές στις συντάξεις , αυτές να γίνουν οριζόντια με τον ίδιο συντελεστή για  όλες τις συντάξεις.  Ο συντελεστής αυτός θα είναι προφανώς μικρός και δεν θα επηρεάσει αισθητά την οικονομία. Αντίθετα η εφαρμογή και πάλι των κλιμακωτών αυξήσεων, εκτός του ότι είναι και θα κριθεί αντισυνταγματική,  θα εξαφανίσει εντελώς τις μεσαίες πλέον ( γιατί δεν υπάρχουν πια υψηλές) συντάξεις, και θα οδηγήσει σε μεγάλη ύφεση την οικονομία και σε περαιτέρω αλματώδη αύξηση της ανεργίας, γιατί οι μεσαίες συντάξεις είναι εκείνες που διατηρούν ακόμα την όποια κινητικότητα στην οικονομία και εξασφαλίζουν και τη στοιχειώδη επιβίωση οικογενειών ή ατόμων  χωρίς εισόδημα που εξαρτώνται από συνταξιούχους συγγενείς τους.

ΣΤ) Όλα τα ανωτέρω μέτρα πλήττουν κυρίως τους οικογενειάρχες , και ιδιαίτερα εκείνους με μία μόνο σύνταξη στην οικογένεια, και έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το άρθρο 21 (παρ.1 και 5 ) του Συντάγματος, το οποίο ρητά προβλέπει ότι η οικογένεια είναι το θεμέλιο της Ελληνικής κοινωνίας και τελεί υπό την προστασία του κράτους, το οποίο επίσης πρέπει να μεριμνά και για το δημογραφικό πρόβλημα. Επομένως όσοι εκδίδουν και εφαρμόζουν νόμους που πλήττουν την  οικογένεια και επιδεινώνουν το δημογραφικό πρόβλημα, οδηγώντας έτσι το έθνος σε εξαφάνιση,  διαπράττουν το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας κατά του έθνους, και ως τέτοιοι πρέπει να κατηγορηθούν και να καταδικαστούν.

Ζ) Τέλος επιθυμώ όπως απευθυνθώ στους ανώτατους δικαστικούς προς τους οποίους αποστέλλω επίσης την επιστολή αυτή, και να τους ζητήσω  όπως κινηθούν αυτεπάγγελτα στα πλαίσια των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων τους, ώστε αφενός να ανακληθούν όλες οι άδικες, παράνομες και κυρίως αντισυνταγματικές ρυθμίσεις που έχουν γίνει μέχρι τώρα, αφετέρου να προληφθούν ανάλογες μελλοντικές ενέργειες και εκ τρίτου να διωχθούν και ποινικά όσοι τις διέπραξαν.

 

(Σημείωση για τους αναγνώστες της ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΖΩΝΗΣ: Το άρθρο αυτό στάλθηκε την 26/10/2015 με τη μορφή επιστολής προς τον Πρωθυπουργό, τους  Προέδρους και Εισαγγελείς των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας, τους Υπουργούς της Κυβέρνησης, τους βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου, και τα μέλη της λεγομένης «επιτροπής σοφών». Βασίζεται στο αντίστοιχο κεφάλαιο του βιβλίου μου «Αξιοκρατική Πολιτεία» (εκδόσεις Ρήσος), προσαρμοσμένο όμως στις σημερινές επείγουσες ανάγκες αναμόρφωσης του ασφαλιστικού)