Παρασκευή
26 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4968RSS FEED
Το Σύγχρονο Άρμα Μάχης. Ένα Ναυτικής Καταγωγής Όπλο
Γράφει ο
Στυλιανός Πολίτης

Τις πρώτες ιδέες κατασκευής τεθωρακισμένου οχήματος πρέπει να τις αναζητήσουμε στις παμπάλαιες σελίδες της Ιστορίας. Υπάρχει η άποψη ότι οι Κινέζοι ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν από το 12ο π.χ. αιώνα ένα τέτοιο είδος. Ήταν μια άμαξα καλυμμένη με σκληρά δέρματα ζώων. Οι θωρακισμένες άμαξες όμως που βρέθηκαν από τους αρχαιολόγους, αφήνουν εκτεθειμένο στα εχθρικά όπλα τον ηνίοχο (οδηγό) και τα άλογα που τις σέρνουν, πράγμα που μας κάνει να πιστεύουμε ότι αυτές χρησιμοποιούνταν απλά και μόνο για μεταφορά υψηλών προσώπων και όχι για πόλεμο. Πληροφορίες για χρήση θωρακισμένων οχημάτων, υπάρχουν και για τους Ασσύριους. Το «πλήρωμα» τους αποτελείτο από τον ηνίοχο, ένα τοξότη και δύο ασπιδοφόρους. Αν και αυτές όμως οι κατασκευές ήταν σαν εκείνες που βρέθηκαν στην Κίνα, τότε πιστεύω ότι θα πρέπει να ψάξουμε κάπου αλλού να βρούμε τους προδρόμους του σύγχρονου άρματος. Πού όμως; Ίσως στις διάφορες μετακινούμενες πολιορκητικές μηχανές της αρχαιότητας και ειδικά στη «χελώνη». Μια κατασκευή σαν καβούκι, με όσο το δυνατό πυρίμαχη δερμάτινη επικάλυψη για την προστασία των μαχητών που πλησίαζαν τα εχθρικά τείχη με σκοπό να προκαλέσουν ρωγμές, κυρίως με τη χρήση του «κριού». Η χρήση τέτοιων μηχανών ήταν γνωστή από πολύ παλιά. Σύγχρονος μάλιστα μελετητής της Ιστορίας αλλά και της Στρατηγικής, ο Ναύαρχος Δημήτριος Λισμάνης, ισχυρίζεται με βάσιμα επιχειρήματα ότι ο Δούρειος Ίππος δεν ήταν όπως τον ξέρουμε. Θα πρέπει να ήταν μια πολιορκητική μηχανή με την οποία εισήλθαν οι πολεμιστές στην Τροία γκρεμίζοντας τα τείχη. Αν πραγματικά είναι έτσι, τότε θα πρέπει να απαλλάξουμε τους προγόνους μας από την κατηγορία ότι νίκησαν τους Τρώες με δολιότητα και ότι θα πρέπει όλοι να τους φοβόνται ακόμα και «δώρα φέροντες». Περισσότερο δε θα πρέπει να αισθανθούμε για άλλη μια φορά υπερήφανοι γι’ αυτούς, αφού σε μια τόσο μακρινή εποχή είχαν κατασκευάσει κινούμενη πολιορκητική μηχανή που θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί μακρινός πρόδρομος του σύγχρονου άρματος μάχης.

Προχωρώντας όμως από την αρχαιότητα φθάνουμε στο μεσαίωνα. Η πρώτη χρήση αυτού που λέμε σήμερα «πυρ και κίνηση» σημειώθηκε στη Βοημία, ανάμεσα στο 1410 και στο 1420. Ο μεγάλος πολέμαρχος της εποχής Μπίσκα αντιμετώπισε επιδρομή από εχθρικά στρατεύματα που αυτοαποκαλούνταν «Σταυροφόροι» και τα κατανίκησε, χρησιμοποιώντας οπλισμένες με πυροβόλο άμαξες. Η εφεύρεση αυτή οδήγησε στη συνέχεια τους Γερμανούς στην κατασκευή των πρώτων τροχοφόρων πυροβόλων. Το 1456, οι Σκωτσέζοι κατασκεύασαν άμαξα στην οποία τα άλογα ζεύτηκαν μεταξύ των τροχών. Το πλήρωμα και τα υποζύγια προστατευόντουσαν από ξύλινο θώρακα που τα περιέβαλε. Το 1482, ο Ιταλός μεγάλος εφευρέτης και περισσότερο γνωστός σαν ζωγράφος Λεονάρδος Ντα Βίντσι (Leonardo di ser Piero da Vinci), επινόησε τεθωρακισμένο όχημα με πυροβόλα. Το όχημα αυτό σχεδιάσθηκε για να μετακινείται με ένα μεγαλοφυές σύστημα μοχλών που θα το χειριζόταν ένα πολυπληθές πλήρωμα. Θα πρέπει όμως να ήταν τεραστίων διαστάσεων και θα μπορούσε να μετακινηθεί μόνο σε ομαλό έδαφος. Ίσως το «άρμα» αυτό να μην κατασκευάσθηκε τότε και να παρέμεινε απλά και μόνο στα σχέδια. Κατασκευάσθηκε όμως στις μέρες μας με βάση τα χειρόγραφα του εφευρέτη, από την «Worldwide Museum Activities» η οποία μάλιστα ίδρυσε στο κέντρο της Φλωρεντίας ένα Μουσείο που το στεγάζει μαζί με άλλες μηχανές που επινοήθηκαν απ’ αυτόν.

Μετά ήρθε η ανακάλυψη του ατμού. Αυτή έβαλε καινούργιες ιδέες. Το πρώτο ατμοκίνητο άρμα μάχης είχε έναν τεράστιο τροχό εμπρός και δύο μικρότερους πίσω. Ο οπλισμός του ήταν ένα πυροβόλο που βρισκόταν στο πλάι. Μια πελώρια ατμομηχανή ανοικτού κυκλώματος είχε εγκατασταθεί στο μέσο του. Από το γεγονός και μόνο, ότι ήταν ανοικτού κυκλώματος δηλαδή χωρίς ψυγείο, αντιλαμβανόμεθα τη δυσλειτουργία της, καθώς κάθε λίγο απαιτείτο συμπλήρωση της τροφοδοτικής δεξαμενής με νερό. Το όχημα επίσης αυτό μετακινιόταν μετά δυσκολίας, έχοντας μόνο μια ταχύτητα. Μπορούσε όμως να καταρρίψει ένα κοινό τοίχο. Το 1854 βελτιώθηκε η μηχανή του από τον Τζέημς Κάουαν. Παρ όλα αυτά το όχημα εξακολούθησε να είναι δύσχρηστο και δεν έπαυσε να έχει ανάγκη για συνεχή ανεφοδιασμό νερού.

Τα χρόνια που ακολούθησαν χαρακτηρίζονται από μια αρρωστημένη τάση που πήγαζε από εσφαλμένη ερμηνεία του Ιπποτικού Πνεύματος. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο οποιαδήποτε ιδέα για κατασκευή τεθωρακισμένου άρματος μάχης την θεωρούσαν έκφραση βαρβαρότητας, μιας βαρβαρότητας ανεπίτρεπτης για τα δεδομένα των ευγενών στρατιωτικών της εποχής που θεωρούσαν τον πόλεμο «Ιπποτικό Παίγνιο». Αυτό οδήγησε ακόμα και τους Γερμανούς το 1913 και το 1915 στο να μην εντάξουν στις δυνάμεις τους κάποιο είδος άρματος που είχε κατασκευασθεί. Είχαμε φθάσει όμως στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η χρήση του πολυβόλου εξαφάνισε κάθε είδους κίνηση στο πεδίο της μάχης. Το σύνθημα «το πολυβόλο αήττητο» κυριάρχησε και όλοι πίστεψαν ότι το μόνο που θα υπήρχε από τότε και μετά ήταν ο «πόλεμος των χαρακωμάτων». Τα πράγματα όμως εξελίχθηκαν τελείως διαφορετικά. Αφορμή, αν είναι δυνατόν, ένα τρακτέρ! Ο Βρετανός Συνταγματάρχης Ερνέστος Σόϊντον (Swinton) που υπηρετούσε σε αποστολή στη Γαλλία, παρατήρησε την εύκολη μετακίνηση αυτού του αγροτικού μηχανήματος σε τραχύ έδαφος. Εκεί συνέλαβε την ιδέα του όπλου που θα γκρέμιζε το μύθο του πολυβόλου. Τον Οκτώβριο του 1914 υπέβαλε μια αναφορά στην Επιτροπή Αυτοκρατορικής Άμυνας της Πατρίδας του επισημαίνοντας: «Δεν θα μπορούσαμε να θωρακίσουμε ένα τέτοιο τρακτέρ για να προστατεύεται το εσωτερικό του από τις εχθρικές βολίδες; Αυτό το όχημα θα μπορούσε να προπορεύεται του Πεζικού για να πλησιάζει και να καταστρέφει τις εχθρικές φωλιές των πολυβόλων». Τον περίμενε όμως η αποδοκιμασία καθώς η Επιτροπή απέρριψε την ιδέα του, εκτιμώντας ότι ένα τέτοιο όχημα θα καταστρεφόταν αμέσως από το πυροβολικό. Μόνον ένας από την Επιτροπή ο Ουίστον Τσόρτσιλ, ο Πρώτος Λόρδος του Βρετανικού Ναυαρχείου άκουσε με προσοχή αυτή την πρόταση. Με το χάρισμα του ιδανικού ηγέτη εξέτασε την εισήγηση του Βρετανού Αξιωματικού και παρά κάποια δυσπιστία του στην αρχή, δεν άργησε τελικά να αντιληφθεί την τεράστια χρησιμότητα της. Στη συνέχεια την υιοθέτησε με ενθουσιασμό και άρχισε να καταστρώνει σχέδια. Ο Στρατός Ξηράς τηρώντας αρνητική στάση ήταν απρόθυμος. Γι’ αυτό ανέλαβε το Ναυτικό! Συγκροτήθηκε Ειδική Επιτροπή και από τις 24 Φεβρουαρίου 1915 άρχισαν τα πειράματα με τη χρήση δύο αμερικανικών τρακτέρ τύπου Χολτ (Holt). Οι εργασίες έγιναν με μεγάλη μυστικότητα. Κάθε μέρος του άρματος κατασκευάσθηκε σε διαφορετικό εργοστάσιο. Φρόντισαν μάλιστα αναγράφοντας την λέξη «τανκ» να δώσουν την εντύπωση στους εργαζόμενους ότι αυτό που κατασκεύαζαν δεν ήταν τίποτε άλλο από μια δεξαμενή μεταφοράς ύδατος. Το έργο τελείωσε με επιτυχία. Ένα χρόνο αργότερα στις 15 Σεπτεμβρίου 1916 το μεγάλο δώρο του Ναυτικού το «Μαρκ Ι» (Mark I), διστακτικά έκανε την πρώτη εμφάνιση του στη μάχη του Σομ (Somme). Στη συνέχεια και αφού φάνηκαν από πολύ νωρίς τα πλεονεκτήματα του όπλου άρχισαν οι βελτιώσεις. Τα πρώτα άρματα κατασκευάσθηκαν αποκλειστικά για την υποστήριξη του Πεζικού και έργο τους ήταν η καταστροφή των εχθρικών πολυβολείων για διευκόλυνση της προελάσεως. Σιγά - σιγά ο ρόλος του αναβαθμίσθηκε και ο στρατός ξηράς παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του, τα ενέταξε οριστικά στο οπλοστάσιο του. Αυτό δεν εμπόδισε όμως μερικά χρόνια μετά το Στρατηγό Φούλλερ, τον πρώην Επιτελάρχη του Royal Tank Corps (Βασιλικό Σώμα Αρμάτων) να παρατηρήσει ότι: «Κάτω από τον ήλιο υπάρχουν δύο μεγάλες συντηρητικές δυνάμεις: η Καθολική Εκκλησία και Βρετανικός Στρατός!». 

Εν τω μεταξύ, στο Καμπρέ της Γαλλίας στις 20 Νοεμβρίου του 1917, είχε γίνει η πρώτη δυναμική χρήση των τεθωρακισμένων. Τα Βρετανικά άρματα μάχης υπό τη διοίκηση του Στρατηγού Ελλις διέσπασαν τη γραμμή του Γερμανού Στρατάρχη Χίντεμπουργκ (Σεν Κεντέν - Λα Φερ) και μέσα σε δώδεκα ώρες μπόρεσαν να εισχωρήσουν σε βάθος δέκα επτά μιλίων ανατρέποντας κυριολεκτικά το Πεζικό των Γερμανών. Συνελήφθησαν τότε οκτώ χιλιάδες αιχμάλωτοι και περισυλλέγησαν εκατό εχθρικά πυροβόλα. Οι απώλειες των Βρετανών ήταν ελάχιστες και η κατανάλωση πυρομαχικών ασήμαντη σε σύγκριση με παρομοίου εκτάσεως στρατιωτικές επιχειρήσεις της εποχής. Η επιτυχία αυτή ήταν η μητέρα της τελικής νίκης των συμμάχων. Φτάνοντας στο τέλος του 1918, όλοι ανεξαιρέτως οι πολεμιστές, ανεξαρτήτως στρατοπέδου, είτε για να εξηγήσουν τη νίκη τους είτε για να δικαιολογήσουν την ήττα τους, είχαν φθάσει σε ένα συμπέρασμα: Το Όπλο των Τεθωρακισμένων απετέλεσε το μέσον της κρίσεως, υπερισχύοντας όλων των επιτευγμάτων της Γερμανικής τεχνολογίας, δηλαδή του όλμου των 420 χιλιοστομέτρων, του πυροβόλου μακρού βεληνεκούς, του ρουκετοβόλου, ακόμα και των χημικών όπλων! Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο η Συνθήκη των Βερσαλλιών στο V Μέρος που καθορίζει τον αφοπλισμό του Ράιχ, απαγόρευε την κατασκευή και την κατοχή αρμάτων μάχης.

Η περίοδος του μεσοπολέμου, δηλαδή από τη Διάσκεψη της Ουασικτώνος (Νοέμβριος 1921) έως το Σεπτέμβριο του 1939, δεν ήταν τίποτε παραπάνω από μια ανακωχή που κράτησε περίπου είκοσι χρόνια. Αυτό το είχε δηλώσει προφητικά ο Γάλλος Στρατάρχης Φερδινάνδος Φος. Οι Μεγάλες Δυνάμεις με τη Συνθήκη της Ουασικτώνος το 1922 και αργότερα με τη Συνθήκη του Λονδίνου το 1930, προσπάθησαν να εδραιώσουν την ειρήνη, περιορίζοντας τους εξοπλισμούς. Αυτό ήταν ένα πολύ μεγάλο σφάλμα! Το επεσήμανε χαρακτηριστικά σε αναφορά του ο Ναύαρχος E. J. King U.S.N. ευχόμενος να μην ξανασυμβεί. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο αφοπλισμός είναι πάντα το όνειρο των ειρηνιστών αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και τη μόνιμη επαγγελία των προπαγανδιστών. Η έλλειψη πολεμικής προπαρασκευής των συμμάχων έδωσε στις δυνάμεις του Άξονος μια σημαντική σε υλικό υπεροχή που ενθάρρυνε τον Χίτλερ καθώς και τους συνεργάτες του και κατεύθυνε τα δόλια σχέδια τους. Οι σύμμαχοι είχαν ξεχάσει ότι si vis pacem para belum δηλαδή όποιος θέλει ειρήνη θα πρέπει να προετοιμάζεται για πόλεμο. Γι’ αυτό ποτισμένοι από τα ναρκωτικά των ειρηνιστών άφησαν τα άρματα Renault και Mark V να σκουριάσουν. Επίσης εκείνη την εποχή κανένας απολύτως από τους συμμάχους δεν είχε προσέξει όσα προφητικά είχε αναφέρει σε διάλεξη του στις 7 Μαΐου 1921 παρουσία του Βασιλέως Αλβέρτου, ο μεγαλοφυής δημιουργός του πυροβολικού εφόδου, ο Στρατηγός Εστιένν (Estienne): «… η εμφάνιση των τεθωρακισμένων θα ανατρέψει σε λίγο τα προαιώνια θεμέλια όχι μόνο της τακτικής αλλά και της στρατηγικής. Επίσης  θα προκαλέσει σημαντικές  ανακατατάξεις στην καθιερωμένη οργάνωση των στρατών….».

Το 1928, ο τότε Υπουργός των Στρατιωτικών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σε επίσημη επίσκεψη του στη Μεγάλη Βρετανία παρακολούθησε μια επίδειξη αρμάτων μάχης στο Aldershot. Η μαζική χρησιμοποίηση των αρμάτων του έκανε μεγάλη εντύπωση και μόλις επέστρεψε στην πατρίδα του φρόντισε για την ανάπτυξη αυτού του όπλου. Διέταξε λοιπόν όλα τα στοιχεία του στρατού ξηράς (δηλαδή τα Όπλα Πεζικό, Πυροβολικό, Ιππικό κ.λ.π.), να μελετήσουν τη χρήση του άρματος στο πλαίσιο της αποστολής τους. Τελικά κατέληξαν το 1931 στην απόφαση του Υπουργείου ότι μόνο το Πεζικό και το Ιππικό θα χρησιμοποιούνε άρματα. Η απόφαση αυτή είναι σταθμός στην ιστορία των τεθωρακισμένων γιατί έτσι έγινε η ένταξη τους στα όπλα ελιγμού, αρχικά όμως μόνο σε ρόλους υποστηρίξεως. Επόμενος σταθμός ήταν ο καθορισμός του νέου ρόλου των τεθωρακισμένων σύμφωνα με το δόγμα του Στρατηγού Τσάφφι. «Τα άρματα μάχης κινούμενα ταχέως μπορούν να επαναφέρουν την ευκινησία στο πεδίο της μάχης και έχοντας δυνατότητα να προσβάλλουν τα πλευρά αλλά και τα νώτα του εχθρού, θα τον αναγκάσουν να διατηρεί πολλές δυνάμεις στα μετόπισθεν εξασθενώντας σημαντικά τις μετωπικές του δυνάμεις». Εκεί βασίσθηκε και έτσι ξεκίνησε η χρήση του άρματος για ανεξάρτητες ενέργειες και γι’ αυτό δημιουργήθηκαν οι πρώτες μονάδες των τεθωρακισμένων.

Ο Στρατηγός Ντε Γκωλ, πνευματικό τέκνο του Στρατηγού Εστιένν, όταν ήταν Αντισυνταγματάρχης το 1934, συνέλαβε την ιδέα της μεγάλης τεθωρακισμένης μονάδας, στο έργο του «Ο Επαγγελματικός Στρατός». Πρότεινε τη δημιουργία έξι τεθωρακισμένων μεραρχιών, απαιτώντας κατασκευή τριών χιλιάδων αρμάτων και ανέπτυξε τη θεωρία για την επιχειρησιακή τους χρήση. Δυστυχώς, οι ιδέες αυτού του μεγαλοφυούς στρατιωτικού δεν υιοθετήθηκαν από τους πολιτικούς της πατρίδας του. Τέτοιες θεωρίες όμως υιοθετήθηκαν από τον Χίτλερ, ο οποίος τις εφάρμοσε με μεγάλη επιτυχία κατά την κεραυνοβόλο προέλαση των τεθωρακισμένων μεραρχιών του! Αν είχε εισακουσθεί ο Στρατηγός Ντε Γκώλ από την Κυβέρνηση της Γαλλίας, θα ήταν τελείως διαφορετική η έκβαση του πολέμου στην Κεντρική Ευρώπη και χιλιάδες άνθρωποι θα είχαν γλιτώσει από το θάνατο. Από τότε μέχρι ακόμα και σήμερα το άρμα μάχης μ’ όλο του το μεγαλείο, κυριαρχεί απόλυτα στις πολεμικές επιχειρήσεις του Στρατού Ξηράς χρησιμοποιώντας με τον αποτελεσματικότερο τρόπο «πυρ και κίνηση». Η παραπλανητική επιγραφή για δήθεν μεταφορά νερού, του έδωσε το όνομα «τάνκς» και διάφοροι όροι μαρτυρούν τη ναυτική του καταγωγή. Ακόμα και σήμερα το κυρίως όχημα ονομάζεται «σκάφος», πάνω σ’ αυτό βλέπουμε τον «πυργίσκο» και το προσωπικό του το αποκαλούμε «πλήρωμα».

Η Ελλάδα απέκτησε σχετικά νωρίς το πρώτο της άρμα. Αυτό το βλέπουμε στη φωτογραφία του 1931 που εμφανίζεται στην ιστοσελίδα του ΓΕΣ/ΔΙΤ, με το πρώτο άρμα και την υποδοχή του από τον τότε Πρωθυπουργό Στρατηγό Γεώργιο Κονδύλη. Στα χρόνια του μεσοπολέμου δημιουργήθηκε μια μικρή μονάδα αρμάτων με έδρα την Αθήνα. Το περισσότερο προσωπικό της προερχόταν από το Ιππικό, ακριβώς όπως συνέβαινε και σ’ όλα τα κράτη που σταδιακά απέσυραν τα άλογα τους, εξοπλιζόμενα με άρματα μάχης. Αποτελείτο από δύο μόνο εξάτονα άρματα Vickers – Armstrong και δύο αναγνωριστικά τεθωρακισμένα οχήματα Garden – Loyd. Όλα αυτά είχαν αγορασθεί το 1931 για να αποτελέσουν τον πυρήνα του πρώτου τάγματος τεθωρακισμένων. Για την ενδυνάμωση αυτού του τάγματος είχαμε παραγγείλει και άλλα δεκατέσσερα παρόμοια άρματα με τον οπλισμό τους, τα πυρομαχικά τους, τα ανταλλακτικά τους και τις επικοινωνιακές τους συσκευές. Δυστυχώς όμως, αυτά όπως και το αεροπορικό υλικό που είχε επίσης παραγγελθεί, δεν έφθασαν ποτέ. Όλες οι παραγγελίες δεσμεύθηκαν από τις χώρες κατασκευής Αγγλία και Γαλλία λόγω του επερχόμενου πολέμου.

Παρά τις δυσχέρειες και μέσα στην ένταση του πολέμου, στις 12 Φεβρουαρίου του 1941, ο Ελληνικός Στρατός απέκτησε στη Λάρισα, τον πρώτο επιχειρησιακό Σχηματισμό Τεθωρακισμένων που ήταν η ΧΙΧ Μηχανοκίνητη Μεραρχία. Η Μεραρχία συγκροτήθηκε από είκοσι-επτά ελαφρά βρετανικά και ιταλικά άρματα καθώς και εβδομήντα-επτά οχήματα μεταφοράς πεζικού. Αυτά είχαν κατανεμηθεί σε τρία Συντάγματα, ενώ παράλληλα συγκροτήθηκαν ανάλογες μηχανοκίνητες μονάδες υποστηρίξεως. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ιταλικά τεθωρακισμένα ήταν λάφυρα του πολέμου. Η Μεραρχία αυτή πολέμησε ηρωικά τους Γερμανούς στην περιοχή Κιλκίς – Λαχανά και καθυστέρησε σημαντικά την προέλαση τους. Τα περισσότερα οχήματα της όμως κατεστράφησαν από τη γερμανική αεροπορία και από τα πολύ περισσότερο αξιόμαχα γερμανικά τεθωρακισμένα. Ο αγώνας των Ελληνικών Τεθωρακισμένων συνεχίσθηκε στη Μέση Ανατολή, όπου συγκροτήθηκε μια ίλη τεθωρακισμένων αυτοκινήτων, με οχήματα τύπου Κάρριερ. Η μονάδα αυτή συμμετείχε στις συμμαχικές επιχειρήσεις και διακρίθηκε στη Μάχη του Ελ Αλαμέιν.

Λίγο μετά την απελευθέρωση το 1946, έφθασαν στην Ελλάδα τα πρώτα σύγχρονα άρματα. Το 1957 συγκροτήθηκαν οι πρώτες Επιλαρχίες Αρμάτων, με ουλαμούς των πέντε αρμάτων. Μετά το 1964, έπαυσε να αναγράφεται η λέξη «Ιππικό» στο όνομα κάθε μονάδας τεθωρακισμένων, ενώ δεν έπαυσε να παραμένει η λέξη αυτή στον τίτλο του Όπλου που εξακολούθησε να αποκαλείται «Ιππικόν Τεθωρακισμένα». Οι σημερινοί «μαυροσκούφηδες», όπως όλοι μας τους αποκαλούμε λόγω του μαύρου μπερέ, είναι υπερήφανοι γιατί υπηρετούν στο πιο σύγχρονο Όπλο που παρά την σχετικά πρόσφατη δημιουργία του έχει γράψει ένδοξες σελίδες και στην δική μας Ιστορία. Είναι υπερήφανοι γιατί ξέρουν ότι τα τεθωρακισμένα είναι εκείνα που έπαιξαν ένα τόσο καθοριστικό ρόλο σε δύο παγκόσμιους πολέμους. Είναι υπερήφανοι γιατί με το υψηλό τους φρόνιμα και την άρτια εκπαίδευση τους είναι εκείνοι που θα κινήσουν τα άρματα, για να αποτρέψουν στο μέλλον κάθε επιβουλή κατά της Πατρίδας μας. Μεγάλη όμως είναι και η ικανοποίηση του Ναυτικού. Κανείς δεν ξεχνά ότι η επινόηση του άρματος σχετίζεται ουσιαστικά με τη μεταφορά της ιδέας του θωρηκτού πλοίου στην ξηρά. Αυτός ίσως να ήταν ένας βασικός λόγος για τον οποίο η ιδέα αυτή ωρίμασε γρήγορα και καρποφόρησε στους κόλπους του Ναυτικού των συμμάχων μας. Η σταδιακή ανάπτυξη των Τεθωρακισμένων συνέπεσε χρονικά με την επίσης σταδιακή απόσυρση του Ιππικού. Αυτό το κατ’ εξοχήν υπερήφανο Όπλο του Στρατού Ξηράς, άρχισε να παρακμάζει λόγω της τρωτότητας του μετά την εξέλιξη των πυροβόλων όπλων, παράλληλα με την είσοδο των συγχρόνων τεθωρακισμένων στις επιχειρήσεις. Γι αυτό το προσωπικό του Ιππικού σταδιακά προσαρμόσθηκε στα Τεθωρακισμένα και μ’ αυτόν τον τρόπο θεωρήθηκε ότι το ένα αντικατέστησε το άλλο. Η λεπτομερής εξέταση των γεγονότων όμως, δεν θα μας οδηγήσει στο να αναζητήσουμε τους προγόνους του τεθωρακισμένου άρματος στα άλογα ούτε στις θωρακισμένες άμαξες των Κινέζων και των Ασσυρίων. Θα πρέπει να τους αναζητήσουμε, όπως αναφέραμε και στην αρχή, στις μετακινούμενες πολιορκητικές μηχανές της αρχαιότητας, ακόμα και στο Δούρειο Ίππο. Σαν «απόγονο του Ιππικού» θα πρέπει να θεωρήσουμε ένα άλλο αποφασιστικό Όπλο, το μαχητικό ελικόπτερο. Ένα σημαντικότατο μέσο που για τις επιχειρήσεις του Στρατού Ξηράς φέρει όλα τα χαρακτηριστικά που είχε κάποτε το Ιππικό. Παρ’ όλα αυτά όμως και για τα Ελληνικά δεδομένα, το ελικόπτερο χρησιμοποιήθηκε σαν όπλο αρχικά μόνο από το Ναυτικό. Οι άλλοι Κλάδοι μπορεί να το απέκτησαν νωρίτερα αλλά το χρησιμοποίησαν μόνο σαν εναέριο παρατηρητήριο ή σαν ταχύτατο μεταφορικό μέσο. Και εδώ το Ναυτικό εμφανίσθηκε πρωτοπόρο! Αυτό όμως είναι ένα άλλο θέμα που ίσως να μας απασχολήσει μια άλλη φορά.

Σημείωση: Τα περισσότερα στοιχεία αντλήθηκαν από το εγχειρίδιο του Κ.Ε. ΤΕΘΩΡΑΚΙΣΜΕΝΩΝ με τίτλο: «Κλάσις Διοικητών Μονάδων», Γουδί, Ιούλιος 1955. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης και τα παρακάτω βιβλία: BAYER E., Ο Πόλεμος των Τεθωρακισμένων, τόμος Ι, έκδοση ΓΕΣ, Αθήναι 1964,  BUGHHER G., Η Στρατηγική Ενός Δεκανέως (Ο Χίτλερ ως Πολέμαρχος), έκδοση ΓΕΣ, Αθήναι 1964,  καθώς και το άρθρο «Ντε Γκώλ και Συναγερμός του Γαλλικού Λαού», από το περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη, έτος Κ’ τεύχος 235, Αθήνα Ιανουάριος 1988. Εντοπίσθηκαν επίσης στοιχεία και διασταυρώθηκαν με χρήση διαδικτύου. Η Κινέζικη θωρακισμένη άμαξα εκτίθεται σε μουσείο της Κίνας. Η φωτογραφία ελήφθη από τον Διευθυντή της Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού, Ναύαρχο Μ. Γαννουκάκο.


 


Η αρχαία Κινέζικη ξύλινη άμαξα θωρακισμένη με σκληρά δέρματα



Σύγχρονη κατασκευή του βραδυκίνητου
«τεθωρακισμένου οχήματος»
επινοήσεως Λεονάρδου Ντα Βίντσι




 
Το τρακτέρ Holt, η «πρώτη ύλη» για την κατασκευή του άρματος




Μια άλλη εικόνα του τρακτέρ Holt πριν μετατραπεί σε άρμα μάχης


 

Το τρακτέρ Holt μετασκευασμένο από το Βρετανικό Ναυτικό σε άρμα μάχης Mark I.


 

Μάχη του Σομ (Somme), 15 Σεπτεμβρίου 1916 το άρμα μάχης Mark I
έτοιμο για προέλαση


 

Μάχη του Σομ (Somme), 15 Σεπτεμβρίου 1916 το μεγάλο δώρο του Ναυτικού
το άρμα μάχης Mark I επιτίθεται.

 

 

Μια καλλιτεχνική απεικόνιση του άρματος Mark I
να εισέρχεται στο χωριό Flers

 

Το άρμα Mark V, Εξέλιξη και  βελτίωση του αρχικού


Ένα από τα πρώτα άρματα Renault FT-17, μοντέλο του 1917



 

 


Το Vickers 6 τόνων, παρόμοιο με τα πρώτα άρματα που παρέλαβε
ο Ελληνικός Στρατός Ξηράς