Το ανοσολογικό σύστημα του ανθρώπου αποτελείται από 2 κύρια σκέλη ανοσίας:
Η χυμική ανοσία, χαρακτηρίζεται από την παρουσία και παραγωγή αντισωμάτων (ανοσοσφαιρίνες) και το σύστημα που συμπληρώματος** και εξαρτάται από τα Β λεμφοκύτταρα ενώ η κυτταρική ανοσία, χαρακτηρίζεται από την παρουσία και δραστηριότητα των Τ λεμφοκυττάρων (κύτταρα τα οποία αποτελούν την «ανοσολογική μνήμη» του ανθρώπινου οργανισμού).
Η διαίρεση αυτή του ανοσολογικού συστήματος γίνεται για καθαρά πρακτικούς και διδακτικούς λόγους.
Στην πραγματικότητα η παραγωγή αντισωμάτων και η οργάνωση και ανάπτυξη του ανοσολογικού συστήματος, προϋποθέτει άμεση, συνεχή, λειτουργικά αρμονική συνεργασία των 2 σκελών (την κυτταρικής και χυμικής ανοσίας (βλ. σχήμα), με τελικό σκοπό την παραγωγή αντισωμάτων.
O έλεγχος και η λειτουργικότητά της κυτταρικής ανοσίας γίνεται με διάφορες εξετάσεις όπως με :
α) η ανοσολογική ικανότητα του οργανισμού.
β) ο «έλεγχος της ανοσολογικής μνήμης» των Τ λεμφοκυττάρων, δηλαδή ικανότητα αυτών των κυττάρων να αναγνωρίζουν ένα ειδικό αντιγόνο, μικρόβιο το οποίο έχει προκαλέσει προηγούμενη λοίμωξη στον οργανισμό.
** Πρωτεϊνικής σύστασεις (C3, C4, CH50) ουσίες, οι οποίες ασκούν σημαντικό ρόλο στην άμυνα του οργανισμού.
Ανοσοσφαιρίνες : φυσικά αντισώματα του οργανισμού.
Ανεργία : ορίζεται η κατάσταση εκείνη του οργανισμού η οποία χαρακτηρίζεται από εκτεταμένη, μη ειδική πάρεση (παροδική παράλυση), παροδική εξάλειψη της κυτταρικής ανοσίας (Cell Mediated Immunity – C.M.I.).
Η ανεργία αποδεικνύεται σε κλινικό επίπεδο από την απουσία DTH (Delayed Type Hypersensitivity = αντιδράσεις επιβραδυνόμενης ευαισθησίας) δηλαδή δερματικών δοκιμασιών σε κοινά αντιγόνα ή ακόμα σαν απώλεια προηγούμενων θετικών τέτοιων αντιδράσεων στα αντιγόνα αυτά.
Οι δερματικές αντιδράσεις επιβραδυνόμενης υπέρ-ευαισθησίας (Delayed Type Hypersensitivity Skin Tests). Χρησιμεύουν επομένως στην κλινική πράξη για δύο λόγους.
Δηλαδή αναγνωρίζουν το ειδικό παθογενετικό αντιγόνο μικρόβιο (που εισάγεται στο δέρμα κατά την εκτέλεση της δερμοαντίδρασης) και «θυμούνται» προηγούμενη, προηγηθείσα λοίμωξη, φλεγμονή από το αντιγόνο αυτό.
Η δοκιμασία επιτελείται με την εκτέλεση ενδοδερμικής (όχι υποδόριας) ένεσης, προπαρασκευασμένου αντιγόνου, στο βραχίονα (παλαμιαία επιφάνεια) του υπό εξέταση ατόμου ή σε άλλο προσιτό μέρος του σώματος.
Ο βαθμός εμφάνισης ΔΙΗΘΗΤΙΚΗΣ ΣΚΛΗΡΙΑΣ η οποία σχηματίζεται τοπικά (οίδημα το οποίο προκαλείται από τη φλεγμονώδη αντίδραση προς το ένεθεν αντιγόνο), εκτιμάται 48-72 ώρες μετά την διενέργεια της δερμοαντίδρασης.
Η σκληρία στη θέση της έγχυσης αντιγόνου (π.χ. φυματίνης) προκαλείται από τη συρροή ευαισθητοποιημένων Τ λεμφοκυττάρων, όπως και από απελευθέρωση λεμφοκινών από τα Τ αυτά κύτταρα (ιντερλευκίνης 2, ιντερφερόνη γ- παράγοντα νέκρωσης όγκου [tumor necrosis factor], λεμφοτοξίνη.
Οι κυτταροκίνες αυτές προκαλούν περαιτέρω πολλαπλασιασμό των λεμφοκυττάρων και μονοπύρηνων στο σημείο της «φλεγμονής»).
Στην συνέχεια της δερμοαντίδρασης προκαλείται παραγωγή αγγειοδιασταλτικών ουσιών (προστακυκλίνη και ΝΟ από τα ενδοθηλιακά κύτταρα των φλεβιδίων, συρροή και άλλων κυττάρων φλεγμονής και ακολουθεί εξαγγείωση ινωδογόνου, το οποίο μετατρέπεται σε ινώδες.
Ο χρόνος εκδήλωσης, διήθησης βοηθάει να διαχωριστούν DTH απαντήσεις από δύο άλλες φλεγμονώδεις απαντήσεις σε ενδοδερμική χορήγηση αντιγόνου.
Έτσι, η μέσω (ανοσοσφαιρίνης Ε) IgE μεταβιβαζόμενη (εξαρτημένη από τα μαστοκύτταρα) αντιδράσεις-απαντήσεις υπερευαισθησίας προκαλούν άμεση απάντηση-δημιουργία ερυθήματος στο σημείο της ένεσης και έξαρση μετά από πολλές ώρες φλεγμονώδους αντίδρασης. Στο σημείο της επιδερμίδας δοκιμασίας (ενέσεως) που προκαλείται από ένωση αντιγόνου-αντισώματος (σχηματισμός ανόσων συμπλεγμάτων) 12-24 ώρες μετά την ένεση (αντίδραση Arthus).
Οι αντιδράσεις αυτές αποδεικνύουν την παρουσία σε μεγάλες ποσότητες προϋπάρχουσας ανοσοσφαιρίνης G προς το εξεταζόμενο αντιγόνο. |
Πολλά αντιγόνα που προκαλούν Δερματικές αντιδράσεις για ποικιλία από μύκητες (παθογενετικούς ή όχι) χρησιμοποιούνται για την γενική εκτίμηση λειτουργικής ικανότητας της κυτταρικής ανοσίας.
Αντιγόνα που χρησιμοποιούνται συνήθως για τις περιπτώσεις αυτές είναι (βλ. πίνακα 1).
Πίνακας 1 | |
ΑΝΤΙΓΟΝΟ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ | ΣΧΟΛΙΑ |
Candida albicans | Κοινός μη παθογενετικός οργανισμός κατά τον οποίον το άτομο με φυσιολογικό ανοσολογικό σύστημα ΚΥΤΤΑΡΙΚΗΣ ΑΝΟΣΙΑΣ, πρέπει να απαντήση. |
Trichophyton (dermatophyton) | Το ίδιο με Candida Albicans. |
Coccidioidin | Αντιγόνο της κοκκιδιοδομύκωσης. |
Histophasmin | Αντιγόνο της ιστοπλάσμωσης. |
Tuberculin Purified protein derivative (PPD) | Αντιγόνο του Mycobacterium Tuberculosis |
Mumps (παρωτίτιδα) | Χρησιμεύει για εκτίμηση προηγούμενου εμβολιασμού. |
Tetanus Toxoid | Το ίδιο με την παρωτίτιδα. |
Άτομα τα οποία δεν αντιδρούν στα κοινά αντιγόνα ορίζονται, αναφέροντας σαν ΑΝΕΡΓΙΚΟΣ – έχουν ΑΝΕΡΓΙΑ (εμφανίζουν κάποιο ελάττωμα στο κυτταρικό σκέλος της ανοσίας).
* Wiskot-Aldrich σύνδρομο : Υπολειπόμενη νόσος αρρένων παιδιών (σύνδεση με Χ χρωμόσωμα) εμφανίζει : έκζεμα – θρομβοπενία, συχνές λοιμώξεις. |
** Σύνδρομο Di. George : (θυμική υποπλασία σύνδρομο 3ου και 4ου φαρυγγικού σάκκου). Συμπτώματα :
|
ΦΥΜΑΤΙΝΟΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΚΑΤΑ MANTOUX
Οι πρώτες παρατηρήσεις για τη Mantoux, γίνονται το 1890 όταν ο B. Koch παρατήρησε ότι η χορήγηση φυματίνης προκαλούσε διαφορετικές αντιδράσεις στους αρρώστους αλλά και τους υγιείς.
Η διαπίστωση αυτή αποτελεί την αρχή εφαρμογής της Mantoux σαν διαγνωστικής εξέτασης.
Τι είναι η φυματίνη; |
Είναι εκχύλισμα από καλλιέργειες μυκοβακτηριδίων της φυματίωσης.
Τα πιο σπουδαία ενεργά συστατικά της αποτελούν πρωτεΐνες μικρού μοριακού βάρους (10.000 d περίπου) με παρουσία λιπιδίων και πολυσακχαριδίων.
Σήμερα για την εκτέλεση της δερμοαντίδρασης Mantoux χρησιμοποιούνται διεθνώς οι κεκαθαρμένες φυματίνες, Purified Protein Derivative (P.D.D.).
| |||
H P.P.D. στη δοσολογία με την οποία χρησιμοποιείται για την εκτέλεση της δερμοαντίδρασης Mantoux δεν προκαλεί ευαισθητοποίηση.
Σαν τρόποι χορήγησης της φυματίνης αναφέρονται : α) δερματική δια σκαριφισμού β) η διαδερματική γ) ενστάλαξη του διαλύματος στον επιπεφυκότα δ) για εκτέλεσης πολλαπλών νυγμών.
Σήμερα αντικειμενική εκτίμηση και αξιολόγηση της Mantoux, γίνεται με τη μέθοδο που εφάρμοσε το έτος 1908 ο Γάλλος ιατρός Charles Mantoux.
Η δοκιμασία Mantoux (φυματιναντίδραση Mantoux) εκτελείται με ενδοδερμική ένεση 0,1ml PPDRT23 (περιέχει 2 TU) ή PPD-S (περιέχει 5 TU) στην παλαμιαία επιφάνεια του υπό εξέταση ατόμου.
Η χορήγηση της ένεσης με βελόνα 27, πρέπει να γίνεται κάτω από την επιφάνεια του δέρματος, με πρόκληση πομφού διαμέτρου 6-10mm.
Το «διάβασμα» η αξιολόγηση της γίνεται μετά πάροδο 48-72 ωρών.
Το ερύθημα το οποίο προκαλείται δεν αξιολογείται όπως και η σκληρία.
Η μέτρηση του εγκαρσίου άξονα της σκληρίας θα γίνει με τη χρήση υποδεκάμετρου και θα καταγραφεί σε χιλιοστά(mm).
Η σκληρία μπορεί να παραμείνει και 7 ημέρες μετά την έγχυση της φυματίνης.
ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ της δερμοαντίδρασης (Δ.Μ.) της Mantoux ΑΞΙΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ ΩΣ ΕΞΗΣ :
ΕΓΚΑΡΣΙΑ ΔΙΑΜΕΤΡΟΣ ΣΚΛΗΡΙΑΣ 0-4mm → ΑΡΝΗΤΙΚΗ.
5-9mm → ΑΜΦΙΒΟΛΗ.
(πιθανόν υποδηλώνεται πιθανή μόλυνση από μυκοβακτηρίδιο φυματίωσης ή άλλα άτυπα μυκοβακτηρίδια).
Διάμετρος σκληρίας > 10mm → ΘΕΤΙΚΗ
Σημαίνει μόλυνση από μυκοβακτηρίδιο αλλά όχι απαραίτητα νόσηση.
Το διαμετρικό μέγεθος της Δ.Μ., θεωρείται θετικό > 5mm και εμφανίζεται :
| |||||
| |||||
Αν η πρώτη Δ.Μ. στα άτομα αυτά είναι αρνητική, τα άτομα αυτά επαναλαμβάνουν μετά 3 μήνες τη Δ.Μ.
Αν η διάμετρος σκληρίας στη δεύτερη Δ.Μ. είναι > 5mm η αντίδραση θεωρείται θετική, σε :
≥ 15mm : Άτομα που δεν έχουν καμμία από τις παραπάνω καταστάσεις-νοσήματα που «δικαιολογούν» θετική Mantoux.
ΤΕΧΝΙΚΑ ΛΑΘΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ Δ.Μ.
Οι παρενέργειες Δ.Μ. εμφανίζονται σαν έντονη τοπική αντίδραση (αυξημένο ερύθημα – αυξημένη διήθηση δέρματος στο σημείο της εκτέλεσης Δ.Μ., που αφορούν έκταση και πάχος) έως εμφάνισης φλυκταινοβλαστώδους εξανθήματος και κεντρικής νέκρωσης.
Η εμφάνιση λεμφαγγειΐτιδας, νέκρωσης σημαίνει επέκταση της άσηπτης φλεγμονής. Τα παραπάνω μπορεί να συνοδεύονται από γενικά φαινόμενα (πυρετός, αδιαθεσία, κεφαλαλγία, επιπεφυκίτιδα με παρουσία φλυκταινών).
ΓΙΑ ΝΑ ΕΜΦΑΝΙΣΤΕΙ Η ΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ Δ.Σ. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΫΠΑΡΞΕΙ ΧΡΟΝΟΣ ΜΟΛΥΝΣΗΣ ΜΕ ΜΥΚΟΒΑΚΤΗΡΙΔΙΟ 2-10 ΕΜΒΔΟΜΑΔΕΣ. |
Η ΘΕΤΙΚΗ Mantoux (η οποία σημαίνει την λειτουργική παρουσία «ευαισθητοποιημένων Τ λεμφοκυττάρων»).
Παρέχει τις εξής πληροφορίες στον κλινικό γιατρό :
Η ΦΥΜΑΤΙΝΟΑΝΤΙΔΡΑΣΗ Mantoux ΔΕΝ ΔΙΑΘΕΤΕΙ ΟΥΤΕ 100% ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ, ΟΥΤΕ 100% ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ. |
ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΦΥΜΑΤΙΝΟΑΝΤΙΔΡΑΣΗΣ ΚΑΤΑ MANTOUX
Τι υποδηλώνει λοιπόν η θετική Mantoux; Υποδηλώνει την παρουσία δερματικής υπερευαισθησίας (ευαισθητοποιημένων Τ λεμφοκυττάρων) στη φυματίνη του μυκοβακτηριδίου και τίποτε άλλο.
Όπως όλες σχεδόν οι διαγνωστικές δοκιμασίες, έτσι και η φυματινοαντίδραση δεν έχει ούτε 100% ευαισθησία, ούτε 100% ειδικότητα. Συνεπώς υπάρχουν περιπτώσεις ψευδώς αρνητικής (δηλαδή, ενώ υπάρχει μόλυνση ή και νόσηση, η Mantoux είναι αρνητική) ή ψευδώς θετικής αντίδρασης (δηλαδή, ενώ παρατηρείται θετική Mantoux, δεν υπάρχει φυματική μόλυνση).
- Υπερευαισθησία στη φαινόλη, γλυκερίνη ή στο θρεπτικό υλικό.
- Εμβολιασμός με BCG, αν και το μέγεθος της αντίδρασης σπάνια υπερβαίνει τα 10mm.
- Εάν δεν έχουν παρέλθει 2-10 εβδομάδες από την επαφή με το μυκοβακτηρίδιο.
- Βαριές μορφές φυματίωσης (μηνιγγίτιδα, κεγχροειδής).
- Νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια.
- Υπολευκωματιναιμία, καχεξία, υποσιτισμός.
- Νοσήματα του αίματος και του λεμφικού ιστού (λεμφώματα, λευχαιμίες, πολλαπλούν μυέλωμα κ.λ.π.)
- Σαρκοείδωση.
- Χορήγηση κορτικοστεροειδών και άλλων ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων.
- Άτομα πολύ μεγάλης ηλικίας ή βρέφη.
- Άτομα με AIDS – CD4 + μέτρηση < 200 κύτταρα/mL
- Βαριά συστηματική νόσος.
- Ατοπική δερματίτιδα, ψωρίαση, ένδεια ψευδαργύρου, έκθεση σε θεραπευτική υπεριώδη ακτινοβολία, εγκαύματα, ψυχικά νοσήματα.
- Παροδική καταστολή της Mantoux, συμβαίνει σε :
Οξέα εμπύρετα και εξανθηματικά νοσήματα (ιλαρά, ερυθρά, ευλογία, ανεμοβλογιά, παρωτίτιδα, λοιμώδη μονοπυρήνωση).
Σοβαρές ιογενείς πνευμονικές λοιμώξεις.
Πνευμονία από μυκόπλασμα.
Εμβολιασμό με ιούς.
Μικροβιακά νοσήματα (κοκκύτης, λέπρα, βρουκέλλωση, τυφοειδής πυρετός).
Σακχαρώδης Διαβήτης.
Αυτοάνοσα νοσήματα (Ρευματοειδής αρθρίτιδα).
Πρωτοπαθής χολική κίρρωση.
Εγκαύματα.
Κύηση.
- Ακατάλληλη φύλαξη (φως, θερμότητα).
- Μόλυνση, ρήξη, χημική μετουσίωση.
- Βαθιά έγχυση.
- Παραμονή στη σύριγγα για αρκετό διάστημα.
Όταν υπάρχει υπόνοια ανεργίας (δηλαδή μειωμένη κυτταρική ανοσία) και επομένως ψευδώς αρνητική Mantoux, γίνεται έλεγχος της δερματικής υπερευαισθησίας επιβραδυνόμενου τύπου σε άλλα αντιγόνα, στα οποία ο εξεταζόμενος συνήθως έχει εκτεθεί και επομένως πρέπει να αναπτύξει επιβραδυνόμενη υπερευαισθησία.
Γι’ αυτό το λόγο χρησιμοποιείται το «Multi test», που περιλαμβάνει τα αντιγόνα τετάνου στρεπτόκοκκου, φυματίνης, πρωτέα, κάντιντα, τριχώφυτων και διφθερίτιδας.
Εάν υπάρχει θετική αντίδραση, δηλαδή διήθηση στα άλλα αντιγόνα, τότε η τυχόν αρνητική Mantoux μπορεί να θεωρηθεί αληθώς αρνητική. Εάν δεν υπάρχει αντίδραση, τότε υπάρχει ανεργία.
ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΕΝΔΥΝΑΜΩΣΗ (BOOSTEREFFECT)
Το μέγεθος την δερμοαντίδρασης αυξάνει όταν επαναλαμβάνονται οι χορηγήσεις (Δ.Μ.).
Έτσι, στα άτομα μεγάλης ηλικίας η Δ.Μ. εμφανίζεται φυσιολογικά εξασθενισμένη έως αρνητική.
Αν, επαναληφθεί ο έλεγχος με επανάληψη Δ.Μ. (λόγω του φαινομένου της ενδυνάμωσης) η Δ.Μ., μπορεί να μετατραπεί από αρνητική → θετική.
Έτσι, ο πληθυσμός των ατόμων, που υποχρεώνεται να κάνει κατά τακτά χρονικά διαστήματα Δ.Μ. (γιατροί, νοσηλευτές, επαγγελματίες υγείας, ιδρυματικοί πληθυσμοί) πρέπει να ακολουθεί διαδικασίες σε δύο στάδια.
1ο στάδιο : Τα άτομα από τους παραπάνω πληθυσμούς που είχαν ΑΡΝΗΤΙΚΗ την πρώτη Δ.Μ., πρέπει να υποβάλλονται σε Δεύτερη Δ.Μ., μετά πάροδο 1-3 εβδομάδων.
Ο ΕΛΕΓΧΟΣ 1ης Δ.Μ. γίνεται σε 48-72ώρες και μετά 7 ημέρες.
Στους παραπάνω πληθυσμούς η αρνητική Mantoux δεν αξιολογείται και στις υπόλοιπες ομάδες πληθυσμών, αν δεν γίνει και δεύτερη φορά Δ.Μ. μετά πάροδο 1-3 εβδομάδων. |
ΕΜΒΟΛΙΟ B.C.G. (Bacillus – Calmette – Grierin)
Το εμβόλιο αυτό αποτελείται από στελέχη του μυκοβακτηριδίου bovis (M. Bovis) και η χρήση του κατά 80% γίνεται σε παιδιά σε παγκόσμια κλίμακα.
Η χορήγηση του εμβολίου αποβλέπει στην ενίσχυση δραστικότητας των μακροφάγων όπως και στην προφυλακτική ανοσοποίηση κατά της φυματίωσης.
Το εμβόλιο ανακαλύφτηκε από τον Γάλλο μικροβιολόγο σε παρατεταμένες καλλιέργειες ειδικών υποστρωμάτων (γλυκερόλη – χολή - πατάτα).
Το εμβόλιο B.C.G., μειώνει την συχνότητα των εξωθωρακικών επιπλοκών της φυματίωσης (ειδικά της φυματιώδους μηνιγγίτιδας).
Ο εμβολιασμός απαγορεύεται να γίνει σε άτομα τα οποία εμφανίζουν μείωση ανοσολογικής ετοιμότητας (συγγενώς ή μετά τη λήψη ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων). |
Το B.C.G., έχει χρησιμοποιηθεί και στην ανοσοθεραπεία του καρκίνου με την έννοια ανοσολογικών χειρισμών, με τελικό σκοπό την αναστολή ανάπτυξης του ήδη υπάρχοντος όγκου (χρήση αυτού στα θηλώματα ουροδόχου κύστεως – μεταστατικούς όγκους μαστού – βασικοκαρκινώματα επιδερμίδας).
Γενικά οι εμβολιασμοί έχουν επιτύχει μείωση κατά 2,9% - 3,8% της φυματίωσης κατά τα έτος 2007-8 (όλα τα άτομα που προσβάλλονται από φυματίωση, πρέπει να εξετάζονται για HIV λοίμωξη, 2 μήνες μετά την αρχική διάγνωση).
Η Δερμοαντίδραση Mantoux τείνει να αντικατασταθεί με την μέτρηση in vitro (εργαστηριακή μέτρηση) γ-ιντερφερόνης η οποία απελευθερώνεται σε απάντηση 2 αντιγόνων από τα Τ κύτταρα.
Enzyme-linked immunospot – T – SPOT - TB |
Ποσοτική ELISA Quantom FERON – TB Goldtest |
Οι μέθοδοι αυτοί βασίζονται στην λειτουργική ευαισθησία των Τ κυττάρων και διαθέτουν εξαίρετη ειδικότητα, μεγαλύτερη εκείνης της δερμοαντίδρασης Mantoux.
Dr. ΝΙΚΟΣ ΚΑΛΛΙΑΚΜΑΝΗΣ
Dr. ΜΙΧΑΛΗΣ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑΣ