Σαββατοκύριακo
20-21  Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4962RSS FEED
Η Πολιτική ως Κόλαση και Παράδεισος (Εκδοχή 3η ενός ‘μακρινού’ ταξιδιού.)
Γράφει η
Ελένη Καρασαββίδου

Είναι τόσο εύκολο να προσφέρει ο κόσμος συμπαράσταση σε όσους υποφέρουν. Είναι τόσο δύσκολο να προσφέρει συμπαράσταση σε όσους σκέφτονται...

Ο. Wilde 

1.Η ευθύνη του Παραδείσου.

Είμαστε παιδιά των προκαθορισμένων μας θεωριών, αφού μέσα από ό,τι ήδη ισχύει ‘διαβάζουμε’ ό,τι πρόκειται να το ανατρέψει, στενεύοντας τις πιθανότητες κάθε πραγματικής ανατροπής. Και γινόμαστε άνθρωποι στον βαθμό που προσπαθούμε να ενηλικιωθούμε από αυτούς τους προκαθορισμούς, δίχως να χάνουμε τελείως τα όποια θετικά τους στοιχεία και την αίσθηση της ταυτότητας που μας δίνουν.

Αυτή η κατάσταση μιας τρεμάμενης ισορροπίας μεταξύ του ακίνητου και του μεταβαλλόμενου όπως επηρεάζει το ένα το άλλο και τα δυο εμάς, δημιούργησε σχηματικά 2 είδη ανθρώπων. Αυτό που μετά από μάχη επικράτησε σε κάποια μέρη της αρχαίας Ελλάδας. Το ίδιο που περιγράφει λιτά μα στέρεα ο Dodds όταν γράφει πως «Το υψηλότερο αγαθό για τον Ομηρικό άνθρωπο δεν είναι ο φόβος προς το θεό, αλλά ο σεβασμός σε αξίες όπως είναι η αιδώς και η δικαιοσύνη».

Αλλά και το είδος του ανθρώπου που άφησε να καθορίζουν και να χειρίζονται κάποιοι άλλοι τέτοιες αξίες, χρησιμοποιώντας τον (ποτέ ουδέτερο) «φόβο του Θεού». Δεν είναι βέβαια πως τα σύνορα μεταξύ τους δεν είναι διαπερατά όπως θα ήθελαν κάποιοι. Η αρχαία ελληνική τραγωδία αποτελεί κλασσικό παράδειγμα. Όταν στον Οιδίποδα Τύραννο ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας διαβεβαιώνει πως ήταν πολλοί οι ληστές που σκότωσαν τον Λάιο, ο Οιδίποδας, ενοχοποιημένος από την προφητεία πως λόγω της καταγωγής του θα σκότωνε τον πατέρα του, αντί να επισημάνει αυτήν την πασιφανή βεβαίωση της αθωότητας του και να κερδίσει της Θήβας τον Παράδεισο, ρωτά για την καταγωγή του, και από αυτήν την ενοχική ‘τυφλότητα’ που προηγείται της φυσικής ξεκινά όχι μόνο η προσωπική του τραγωδία μα κι η τραγωδία της πόλης του.

Μελετητές όπως ο Eagleton και ο Cullin επισημαίνουν πως σε περιπτώσεις όπως αυτές είναι το κείμενο (και όχι ο αναγνώστης όπως σωστά σε άλλες περιπτώσεις λιγότερου ‘δυνατού’ λόγου υποστήριξε ο μεταμοντερνισμός) που παράγει νόημα και ιδεολογία. Προφανώς και δράμα.

Κι αυτό, όπως πάντα, ξεφεύγει από τα σύμβολα και τους τρόπους αναπαράστασης του κόσμου, και διεισδύει στην πολιτική. «Η ηθική έχει αποστολή να αντισταθεί στον αμείλικτο χαρακτήρα που παίρνει η πολιτική όταν εγκαταλείπεται στον εαυτό της», όπως γράφτηκε, πυκνά και καταγγελτικά, στα τέλη του «σκληρού» 20ου αιώνα ανακεφαλαιώνοντας τα τόσα Άουσβιτς και τους ποικιλόχρωμους ολοκληρωτισμούς. (Ε. Μορέν, 1999, Τα Δαιμόνιά μου, σελ. 148).

Στις αρχές του 21ου τίποτε δεν έχει αλλάξει, με μία οριακή εξαίρεση.  Η πολιτική δεν εγκαταλείφθηκε μόνο στον εαυτό της, εγκατέλειψε και εμάς. Έτσι, η δίκαιη αμφισβήτηση του ηγεμόνα τον διέχυσε μέσα μας αντί να τον καταργήσει. Γίναμε θραύσματα του δικού του εκτρωματικού προσώπου, όπως συνέβαινε συχνά μα όχι τόσο στέρεα από τον «ορθό λόγο» (ή μάλλον την επίφασή του) και μετά. Η βία στις μέρες μας δεν εκπορεύεται μονόπλευρα από την εξουσία και προπαντός δεν υπνωτίζει με την ιδεοληψία της τους πολλούς. Ίσα ίσα το αντίθετο δείχνει να συμβαίνει. Μια βία ασύμμετρη, ασύνορη, από-ιδεολογικοποιημένη που προβάλλεται ταυτόχρονα ως υπεριδεολογικοποίηση, γεννημένη από τις αμετροέπειες της εξουσίας, ναι, που γυρίζοντας τον πλανήτη σε σχέση με τα δικαιώματα σε έναν προ-νεωτερικό κόσμο επιστρέφει τους ανθρώπους αργά και σταθερά στα ένστικτά τους, στην επιβίωση σε μια πολύπλοκη ζούγκλα. Αλλά μεγαλωμένη και από την αλαζονεία της υπεραπλούστευσης όσων θέλαν να κυβερνήσουν, ή από τον δικό μας φετιχισμό της δήθεν επαναστατικής πράξης, που την σπάμε όχι για να αντιδράσουμε αλλά για να ξεσπάσουμε ή να «αυτοδικαιωθούμε». Σημαντική η διαφορά… Δεν είναι πια το άσπρο απέναντι στο μαύρο ούτε καν στις ρητορικές. Αν ακούς προσεκτικά την αχό μιας γης ταραγμένης κι αν ξεκλειδώνεις λέξεις κλειδιά είναι το μαύρο βαθιά μες στο άσπρο και το αντίθετο. «Εμείς» οι «αντιφασίστες» με μια απολίτικη ενοχή συμβάλλαμε  στο νέο φασισμό ταΐζοντας με τις υπερ-απλουστεύσεις και τις ακρότητές μας τις ονειρώξεις μιας διαρκώς αποκτηνωμένης και σε αναζήτηση νέων βαρβάρων άκρας δεξιάς.

Ήδη μελετητές του φαινομένου της άκρας δεξιάς επισημαίνουν πως στην άνοδο της συνέβαλλε κι ο Φολκλορικός -κυνικός πολυπολιτισμός. Σ’ αυτήν την εκδοχή του πολυπολιτισμού που αποτελεί επιλογή της μεσαίας και ανώτερης τάξης κι ας μιλά εξ ονόματος της αριστεράς, μιας αριστεράς στα μέτρα της βεβαίως, το «ξένο» εξιδανικεύεται και προσεγγίζεται ως αντικείμενο «απόλαυσης» και «πολιτισμικού εμπλουτισμού». Ας προσέξουμε την τεράστια ιδεολογική διαφοροποίηση που έχει συντελεστεί. Εκεί όπου η μετανάστευση ήταν συνδεδεμένη με την υλική αναπαραγωγή της ιεραρχίας στον πλανήτη (καπιταλιστικό κέντρο vs περιφέρεια) και θεωρούνταν κατάρα για τους μετανάστες και τον κάθε τόπο (αφού ποιος και ποια αφήνει το κοινωνικό του δίκτυο, δλδ τους ανθρώπους του, τους κόπους του και τις μνήμες του, για να πάει κάπου που θα του φέρονται ως σκουπίδι;) και η πάλη γινόταν για έναν κόσμο όπου η μετανάστευση δεν θα ήταν αναγκαία, μέσα από την άρση ανισοτήτων μεταξύ 1ου και 3ου κόσμου, τώρα η μετανάστευση (πάντοτε διακριτή από την προσφυγιά κι ας κάνουν κάποιοι όλων των πλευρών πως δεν το καταλαβαίνουν) θεωρείται «δώρο» για τους ντόπιους και την υλική τους ευμάρεια που πρέπει να το καλοδεχτούν δίχως να θέτουν κανένα βαθύ οικονομικοκοινωνικό και γεωπολιτικό ερώτημα ή αίτημα.   

Αντίθετα, αυτή η εκδοχή του πολυπολιτισμού αφήνει την εσωτερική ιεραρχία/οικονομία της χώρας να επαναεπιβεβαιώνεται, αφού είναι οι φτωχές, λαϊκές συνοικίες που δέχονται τις μεταναστευτικές πιέσεις. Έτσι φτάνουμε (ή μάλλον συμβάλλουμε) σε αυτό που έχει ονομαστεί ως επόμενο στάδιο ως αντιδραστικός-φονταμενταλιστικός πολυπολιτισμός, ένας κοινοτισμός με άλλα λόγια που ορθώνεται ελαφρά την καρδία (!) απέναντι στην ίδια την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με εγκλήματα τιμής (όπως στην Γερμανία) ή επιθέσεις σε ομοφυλόφιλους (όπως στην Ολλανδία) που σε συνδυασμό με την αμήχανη σιωπή της αριστεράς, συνέβαλλαν στην άνοδο του νεοναζισμού. Αυτή η χρήση ενός στατικού, μη διαλεκτικού, όρου του πολιτισμού και της ερμηνείας των κοινωνικών διαφορών ως αποκλειστικά "πολιτιστικών διαφορών" αποτελεί όψη του ρατσισμού εάν ορίσουμε τον τελευταίο ως ιδεολογική διαδικασία αναπαράστασης των κοινωνικών αντιφάσεων ως φυσικών νόμων. Δεν ζητώ με άλλα λόγια από κάτι ή κάποιον να μεταβληθεί, αφού «το θεωρώ» από τη «φύση» ή τον «πολιτισμό» του ή την «θρησκεία» του αμετάβλητο και «πρέπει να το σεβαστώ».  Θεώρηση που αποτελεί το κοινό σημείο των συγκρουόμενων κοινοτισμών (γηγενών-μεταναστών) όπως εκπροσωπούνται από τις δυο κυρίαρχες αναγνώσεις που (ως έχουν σήμερα) διαμορφώθηκαν κατά βάση τον 19ο αιώνα (δεξιά-αριστερά) καθώς αυτές εισχωρούν κι επηρεάζουν  επώδυνα την εντελώς καινούργια "πραγματικότητα".

2. Και η ευκολία της κόλασης

Όμως κάθε φετιχοποίηση, κάθε φολκλοροποίηση μιας αξίας οδηγεί μαθηματικά στην ακύρωσή της. Έτσι και με τον απολίτικο ή τον (δήθεν) υπερπολιτικοποιημένο ανθρωπισμό που  προσεγγίζεται ως 'θρησκευτική έννοια' αποκομένα από τις πραγματικές συνθήκες κι άρα τα δυναμικά εξελισσόμενα διακυβεύματα κάθε οριακής, όπως η δική μας, εποχής.  Η απουσία ενός κριτικά δομημένου αντιρατσιστικού λόγου γίνεται φανερή στην απόπειρα η χυδαία δαιμονοποίηση των προσφύγων που επιχειρείται από την ακροδεξιά να απαντηθεί με την ρηχή εξιδανίκευση τους. Εάν το πρώτο είδος λόγου κατασκευάζει ενόχους με φυλετικούς/θρησκευτικούς όρους αποπολιτικοποιώντας τις πραγματικές αιτίες της πλανητικής ανισορροπίας, το δεύτερο είδος λόγου κατασκευάζει ανεύθυνες για την τύχη των χωρών τους και των ανθρώπων τους, παθητικές μάζες, νομιμοποιώντας από την ανάστροφη μια αποικιοκρατική αντίληψη κι ενισχύοντας τους κρυμμένους σε κάθε θεώρηση που δεν θέλει οι άνθρωποι να ενηλικιωθούν πάτρονες τους. Όμως όπως έχει επισημάνει ο Αντόρνο, η αφηρημένη ουτοπία παραείναι συμβιβάσιμη με τις πιο ύπουλες ροπές της κοινωνίας. Θεωρεί τις πραγματικές ή φανταστικές διαφορές στίγματα που δείχνουν ότι οι άνθρωποι δεν έχουν γίνει ακόμη αρκετά ίδιοι....

Αυτή η προκαθορισμένη από προηγούμενα συστήματα και κοσμοαντιλήψεις θρησκευτικού τύπου ομοιότροπη ανεκτικότητα που παρέχει ανοχή μόνο στο ίδιο δημιούργησε μια αριστερά συμπλήρωμα της συντήρησης πίσω από μια επαναστατικότητα μονάχα λεκτική και γι’ αυτό ψεύτικη. «Τον μαρασμό του εργατικού κινήματος τον επιβεβαιώνει η επίσημη αισιοδοξία των οπαδών του», όπως επισημαίνει ο Αντόρνο και πάλι. «Αυτή φαίνεται να μεγαλώνει παράλληλα με την ακλόνητη σταθεροποίηση του καπιταλιστικού κόσμου». Σε αντίθεση πχ με τον ΣΥΡΙΖΑ «οι θεμελιωτές του κινήματος δεν θεώρησαν ποτέ εγγυημένη την επιτυχία. Κι επομένως έλεγαν σε όλη τους τη ζωή δυσάρεστα πράγματα στις εργατικές οργανώσεις…» Η υποψία πέφτει πάνω στον καθένα που συνδυάζει την κριτική του καπιταλισμού με την κριτική του προλεταριάτου… Ο αφοσιωμένος οπαδός πρέπει να ορκίζεται πίστη σε έναν λαό, αδιάφορο σε ποιόν. Ωστόσο, η δογματική έννοια του λαού, η αποδοχή μιας δήθεν κοινής μοίρας των ανθρώπων σαν εξουσιοδότηση για δράση, αρνείται  σιωπηρά την ιδέα μιας κοινωνίας απελευθερωμένης από τον καταναγκασμό της φύσης…»

Απέναντι σε όλα αυτά και σε ταυτόχρονη συνεργία μαζί τους, δεν απομένει παρά η διαρκής κίνηση μέσα στην ακινησία της διαλεκτικής και το αντίθετο της. Να βλέπεις  τους περιορισμούς και το σύνθετο όχι για να παραδοθείς αλλά για να μην λιποψυχήσεις. Να μην πάψεις να πιστεύεις στο αδύνατο δίχως να θυσιάζεις την αίσθηση του δυνατού γι αυτό όμως… Ν’ αντικαθιστάς τα μεγάλα λόγια που ξεχνάς μόλις καθίσεις στην καρέκλα με μικρές, μα ουσιαστικές πράξεις… Θα ‘ταν ή δεν θα ‘ταν ‘αριστερή διαχείριση’ της ελληνικής ήττας εάν ο πρωθυπουργός χαλούσε την σούπα της οικονομικής ιεραρχικής πρόσληψης και (στην χώρα που μονάχα ο Καποδίστριας θέλησε να κυβερνά αμισθί την οικονομικά εξαθλιωμένη πατρίδα) εξομοίωνε τον μισθό του με αυτόν των Δημοσίων Υπαλλήλων;

Θα ήταν ή δεν θα ήταν αυτό λόγος για να αποχωρήσουν από την (δεξιά αριστερή και κεντρώα) πολιτική σκηνή όσοι θέλουν ν αρπάξουν και όχι να προσφέρουν;

Αλλά έχει δίκιο ο Badiou όταν επισημαίνει πως «ουσιαστικά σήμερα η ηθική της αποφυγής του κακού ή της απάντησης σε αυτό προτείνεται ως θεμέλιο της πολιτικής δράσης. Απουσιάζει, δηλαδή, η αναφορά στο πώς μπορεί να είναι ένας καλύτερος κόσμος και το μόνο που μένει είναι η παράθεση των κινδύνων, των απειλών, των κακών που πρέπει να αποφύγουμε.» Η πολιτική αντιπαράθεση λοιπόν δεν έχει προτάσεις, έχει την ανάσυρση των κινδύνων της επιστροφής της κακής δεξιάς ή της κακής αριστεράς. Ο φόβος της κόλασης έχει μετουσιωθεί σε ρηχή πολιτική «επιχειρηματολογία».

Είμαστε όμως έτσι κι αλλιώς παιδιά των προκαθορισμένων μας θεωριών (και των θρησκευτικών ανάμεσα τους), αφού μέσα από ό,τι ήδη ισχύει ‘διαβάζουμε’ ή «βιώνουμε» ό,τι πρόκειται να το ανατρέψει, στενεύοντας τις πιθανότητες κάθε πραγματικής ανατροπής. Μια μικροαστική χώρα μια αριστερά μικροαστών θα μπορούσε να δημιουργήσει, δίχως καν την αποκτημένη συχνά με αίμα (με το αίμα των άλλων) παιδεία των αστών. Και μια μικροαστική αριστερά μονάχα στην περαιτέρω παγίωση μιας μικροαστικής χώρας θα μπορούσε να συμβάλλει, δίχως το ήθος των λαϊκών ανθρώπων τους οποίους αντικατέστησε με την επαγγελματική εκπροσώπηση των λαϊκιστών, όπως κι η δεξιά εξάλλου σε ένα πινγκ πονγκ όπου διεθνισμός και πατριωτισμός (προαπαιτούμενα κανονικά το ένα του άλλου) η δικαιοσύνη και η ελευθερία (που αποκτούν οντότητα μονάχα μαζί) , αντιμετωπίζονται ως με «φόβο θεού» θρησκευτικά υπεράνω κριτικής ευπώλητα προϊόντα για το κοινό της κάθε μιας και δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα.

Η χώρα όμως είναι πολύ κοντά στο να αποκτήσει ακόμη περισσότερες βλάβες από όσες χρονίζουν ήδη που θα χρειαστούν γενιές για ν αντιστραφούν. Τελικά αν ο στοχασμός γειτονεύει με την ελεύθερη συνείδηση αλλά και με την επιμονή όταν θαρρείς πως όλα είναι τελειωμένα, ίσως να βρίσκει μια μυστική λύση και μια βολική καταφυγή στην φράση με την οποία ο Καζαντζάκης τελείωσε τον ‘κολασμένο του’ Τελευταίο Πειρασμό:

Τετέλεσται. Κι ήταν σαν να ’λεγε: όλα αρχίζουν.