Πέμπτη
25 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4967RSS FEED
Στα χάνια του Ουρανού: Η μεταναστευτική ποίηση στην Ελλάδα
Γράφει η
Ελένη Καρασαββίδου
«Εκείνοι έφυγαν χωρίς να γυρίσουν το κεφάλι πίσω.. Χωρίς να ρωτούν για τα δάκρυα των μανάδων.. τα περβάζια.. τα κατώφλια.. και τις πέτρες που έτρεμαν.. κάτω από το βάρος της απομάκρυνσης.. Εκείνοι έφυγαν μπερδεμένοι μες τις ψυχές σαν κύματα.. Χωρίς να γυρίσουν το κεφάλι στα βουνά – κόκκαλα μένοντας.. Σα να φοβόντουσαν πως η βαριά σκιά τους.. θα τους γύριζε πίσω ξανά».. (Magdalena Lani, Largim, Απομάκρυνση, προφανώς ο αλβανικός τίτλος από την λέξη “Αλαργινό”).

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα συμπεράσματα της κοινωνιολογίας της λογοτεχνίας είναι πως η γλώσσα ιδίως των γυναικών, σε αντίθεση με την γλώσσα των κυρίαρχων πολιτικών οικονομικών ή θρησκευτικών ρητορικών (κι όχι μονάχα ενός χώρου φοβάμαι αν θέλουμε να είμαστε αξιοπρεπείς στη μνήμη μας δηλαδή στον ουσιαστικό εαυτό μας) αφήνει χώρο για να φανεί η φωνή, η γλώσσα, η εμπειρία ζωής των ανώνυμων, που συνήθως αποκλείεται, χειραγωγείται ή χλευάζεται από τις πρώτες.

Είναι χαρακτηριστικό πόσο το αρχικό ποίημα θα μπορούσε να περιγράφει την μεταναστευτική εμπειρία και των φτωχών Ελλήνων της Ηπείρου, που έφευγαν μαζικά λίγες δεκαετίες πριν, βοηθώντας κατά κύριο λόγο την Γερμανία να επουλώσει τις οικονομικές της βασικά πληγές και ν' αναπτυχθεί, αλλά και γεμίζοντας σε λίγα χρόνια την χώρα μας και τους τόπους καταγωγής τους με πολύτιμο εκείνες τις εποχές συνάλλαγμα. Παρόλα αυτά γράφεται από μια Αλβανή μετανάστρια στην Ελλάδα 2 δεκαετίες πριν.

 Η δεκαετία του 90, εκτός από δεκαετία της επίπλαστης ευμάρειας, χαρακτηρίστηκε από το φαινόμενο της μαζικής προσέλευσης Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα. Κομμάτι της ευρύτερης μετανάστευσης που παρατηρήθηκε προς τη Δυτική Ευρώπη μετά την κατάρρευση του “υπαρκτού”, δημιούργησε την ανάγκη «επαν-ορισμού» του ατομικού και συλλογικού μας εαυτού, υπό το πρίσμα της αμεσότερης και πιο επώδυνης συνύπαρξης με τον «άλλον». Ο Δυτικός πολιτισμός γενικότερα, όμοια με κάθε ίσως συγκροτημένο πολιτισμό, φόρτισε τον «Άλλον» με πλήθος ετερόκλητων κοινωνικών και μεταφυσικών εννοιών και πολιτικο-θρησκευτικών διακηρύξεων που διαμόρφωσαν με ενάργεια «την αφήγηση του Εαυτού» (Cox,1996, σελ. 127) από τον Μεσαίωνα κι  έπειτα.

Την δεκαετία του 90 οι κριτικές αντιλήψεις για τη «νέα» πραγματικότητα είχαν (όπως και σε κάθε οριακή/ μεταβατική εποχή) το εύρος ενός εκκρεμές που έφτανε από τον κίνδυνο της «εξαφάνισης του εαυτού» (και της «θεραπευτικής» του δύναμης) μέχρι τη «συγκρότηση» ενός ‘νέου’» (και «καλύτερου»). Συμβάλλοντας στον διάλογο αυτόν η «νέα κοινωνιολογία», είχε ήδη δημιουργήσει μια νέα προοπτική στις μεθόδους ανάγνωσης, δημιουργίας και εύρεσης του πολιτιστικού μηνύματος, αφού θεώρησε πως τα σύμβολα αποκτούν τη σημασία τους με βάση όχι μόνο τις ιδιότητες του αντικειμένου, αλλά σύμφωνα με τα «νοήματα» και τα «συναισθήματα» που τους αποδίδει, ή «επενδύει» σ αυτά, η κοινωνική ομάδα. Κι αυτή η επένδυση δεν είναι άσχετη με τα ιδεολογήματα που έχουν καθιερώσει ως «αυτονόητα» οι κοινωνικο-πολιτικές συντεταγμένες, αφού τόσο τα «νοήματα», όσο και τα «συναισθήματα», αντικατοπτρίζουν τις αξίες και τις στάσεις της ομάδας, τα οποία διαμορφώνονται όχι μόνο από τις προσδοκίες των υποκειμένων της φυσικά, αλλά και από την κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα και τα πρότυπα που αυτή μεταφέρει.

Η αποδοχή, κατά συνέπεια, ότι η μελέτη των αναπαραστάσεων μπορεί να προσφέρει στην κατανόηση των κοινωνικών λειτουργιών και των σχέσεων εξουσίας ή υποταγής που περικλείουν, ανέδειξε την σχέση μεταξύ των κοινωνικών δομών και των συμβολικών μορφών σε σημαντικό πεδίο της κοινωνικής και ανθρωπολογικής έρευνας τα νεότερα χρόνια.. Από την άποψη αυτή το «ύστερο μεταναστευτικό ρεύμα» της δεκαετίας του 90 όχι μόνο επηρέασε τις κοινωνικο-οικονομικές δομές και το σχετικό εποικοδόμημα, αλλά και την εγχώρια λογοτεχνική παραγωγή, δημιουργώντας πχ στον χώρο του παιδικού βιβλίου ιστορίες «μεταναστευτικής λογοτεχνίας». Αυτή η λογοτεχνική παραγωγή, ή αν θέλετε η συμβολική έκφραση της αντικειμενικής(;) πραγματικότητας την οποία ο/η καθένας/μια βιώνει με βάση τα υποκειμενικά(;) ιδιοσυγκρασιακά του/της χαρακτηριστικά, διαπέρασε όπως ήταν φυσικό όλους τους συμμετέχοντες της ελληνικής πραγματικότητας ανεξάρτητα από φυλή ή φύλο.

Έτσι, σκεφτήκαμε ότι θα άξιζε να μελετήσουμε τα «σύμβολα», τα «νοήματα» και τα «συναισθήματα» που καθρεφτίζονται στην ποιητική παραγωγή των μεταναστών στην χώρα μας, “την ελληνική τους εμπειρία”, χρησιμοποιώντας δυο Αλβανίδες ποιήτριες ως μελέτες περίπτωσης (άρα εκ των πραγμάτων μη καλύπτοντας όλες τις μεταναστευτικές καταγραφές εξαιτίας της πολυμέρειας του χώρου, ούτε το σύνολο του έργου τους σ ένα μικρό σταχυολογικό εκ των πραγμάτων άρθρο).

Αλλά όπως είπαμε η καταγραφή της πραγματικότητας που βιώνουμε οι άνθρωποι όταν δεν γίνεται μέσα από τις κυρίαρχες πολιτικές ή ηθικές ρητορικές κάθε είδους (είτε ελληνικές είτε αλβανικές εδώ) αλλά μέσα από τις προσωπικές καταγραφές δυο πχ γυναικών,  έχει την δική της πολιτική δυναμική, σχετιζόμενες με αυτό που η κοινωνική ανθρωπολογία αποκαλεί “ανθρωπολογικές σταθερές”:  

Ώστε, στην απόπειρα μελέτης των τρόπων που καθρεφτίζονται στην μεταναστευτική ποιητική παραγωγή πλευρές της τότε νέας και πολυσχιδούς ιστορικής και κοινωνικής πραγματικότητας (η οποία συνεχίζεται αν κι εξελισσόμενη διαρκώς) πήραμε ως δείγμα γραφής την ποίηση δυο δημιουργών κοινής καταγωγής και υπηκοότητας (Αλβανικής) κοινού φύλου (γυναίκες) και κοινού τόπου διαμονής (Θεσσαλονίκη). Και προσπαθήσαμε να την μελετήσουμε εντοπίζοντας αυτό που η Γερμανική διαπολιτισμική φιλολογία (Wierlacher) παίρνοντάς το δάνειο από την ανθρωπολογία, έχει ονομάσει τοπικές και συλλογικές εικόνες ή «ανθρωπολογικές σταθερές». Δηλαδή εικόνες που περιγράφοντας κοινές εκδηλώσεις των ανθρώπων (γέννηση, θάνατος, λύπη, χαρά) μπορούν να χρησιμοποιηθούν διαπολιτισμικά κι αυτές που περιγράφουν τοπικά (ιδιαίτερα) ήθη κι έθιμα κάθε λαού (το Ελληνικό Πάσχα ή η μαντήλα) μπορούν να χρησιμοποιηθούν ώστε να εντοπιστούν και να αξιοποιηθούν (θετικά ή αρνητικά) οι διαφορές.. Αλλά πριν προχωρήσουμε αξίζει τον κόπο να διασαφηνίσουμε ορισμένες βασικές έννοιες.

Διαπολιτισμικότητα και Λογοτεχνία

Καμία ιδέα (καθρεφτίζοντας το παρόν και τις παραδόσεις της προγενέστερης εποχής) δεν κατέχει την «απόλυτη αλήθεια» και καμία θεωρία δεν προέρχεται από παρθενογένεση. H έννοια του Διαπολιτισμού δεν εμφανίζεται έτσι από το πουθενά και θα πρέπει να θεωρείται παιδί μιας εποχής ραγδαίων μεταβολών σε επικοινωνιακό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, οι οποίες –δημιουργώντας μια μεταβιομηχανική κοινωνία υπερ-τεχνολογικού καπιταλισμού- επιβάλλουν ώστε μετακινούμενοι πληθυσμοί να οφείλουν να αναζητήσουν πια ένα νόημα και μια συνάφεια πέρα από τους μεγάλους σχηματισμούς όπως το έθνος ή το κράτος οι οποίοι στήριξαν τη μοντερνιστική θεώρηση του κόσμου και τις (ιδεολογικές, θρησκευτικές κι εθνικές) αναγνώσεις που έφερνε μαζί της. Η Διαπολιτισμικότητα, ασκούμενη συνεπώς σε ένα ευρύ πεδίο της καθημερινότητας, κι αντιμετωπιζόμενη ως μια άλλοτε θετική κι άλλοτε μια αρνητική πραγματικότητα, δεν εμφανίζεται σποραδικά μόνο σε ζητήματα μετανάστευσης και παγκοσμιοποίησης, παρά αποτελεί στο χώρο της επιστήμης τη βασική σταθερά αναδυόμενων επιστημονικών κλάδων (Μπλιούμη, 2002). Κατά συνέπεια η διεπιστημονική προσέγγιση της έννοιας του Διαπολιτισμού είναι επιβεβλημένη κι αντιπαραβάλλεται διαρκώς με συνθηματολογίες κάθε είδους.

Σας Ρωτάω !

Η κατάρρευση όμως ενός καταπιεστικού, φαύλου συστήματος όπως ο υπαρκτός αντικαταστάθηκε από ένα καθεστώς στο οποίο η φαυλότητα έπαιρνε την μορφή της οικονομικής μαφίας, μαφία που καλύπτεται και καλυπτόταν πίσω από “πατριωτικές” ατάκες για την “Ευρωπαϊκή Ελλάδα” ή την “Μεγάλη Αλβανία”.

Το δεύτερο ποίημα που θα παραθέσουμε (Σας Ρωτάω) μετατρέπεται από έκφραση της προσωπικής απελπισίας σε απελπισία των σύγχρονων Αλβανών μπροστά στο παρατραπεζικό κύκλωμα (με συμμετοχή ατιμώρητων φυσικά πολιτικοοικονομικών κυκλωμάτων από 3 τουλάχιστον χώρες, της Αλβανίας συμπεριλαμβανομένης) κυοφορώντας όλους τους αγώνες του λαού της τους οποίους μετατρέπει σε κοινό αγώνα της ανθρωπότητας τελικά: «Να γεννιέσαι και να μεγαλώνεις μες στα βιβλία / τα πάντα να μαθαίνεις με υπομονή / και μια στιγμή εντελώς τυχαία / άδικα.. μου λένε.. είναι απάτη.. (Η φράση “το να μεγαλώνεις μες στα βιβλία” δεν είναι τυχαία. Τα καθεστώτα αυτά συνέτριβαν με όντως απαράδεκτο την προσωπικότητα αλλά σέβονταν την ιστορία. Ποτέ δεν θα ξεχάσω πόσα παραθέματα για τον Μ. Αλέξανδρο μου είχαν πει σε ένα λεωφορείο προς Τίρανα όταν η δική μου γενιά στην Ελλάδα μεγάλωνε με Coca Cola, προσφέροντας δήθεν προσωπικότητα κι ελεύθερη επιλογή...) Και συνεχίζει το ποίημα ν' απλώνει την πίκρα του: «Από τα τραγούδια και τα βάσανα του λαού μου / όλο ό,τι έχτισε με προσπάθεια και επιμονή/ Όλος ο ιδρώτας και το αίμα του καλού ανθρώπου/ έγιναν στάχτη, χάθηκαν σα νάταν απάτη;! » Αληθινά στο «Σας Ρωτάω» από την προσωπική και την συλλογική (εθνική) οργή για μια κατάντια που δεν επέλεξαν (όπως και κανένας λαός στον κόσμο) φτάνουμε σε μια συλλογική λύπη:.. «Από τις παροιμίες και τα Χρυσά Τραγούδια.. από όλο ότι έχει το σύμπαν.. στη δική μου γλώσσα και στα ξένα.. ό,τι έχεις δει κι έχεις ακούσει λένε είναι απάτη» κι έπειτα από την λύπη σε μια συλλογική λύση:.. Στη μνήμη, στην παιδική ηλικία και σ' ό,τι αγνό σου έμαθε κι έχει ίσως επιβιώσει όπως εσύ σκληραίνεις για την επιβίωση, γεμάτο με πλήθος διαπροσωπικών και διαπολιτισμικών αξιών:.. «Άστα, που πήγε ο κόπος σου που πήγε αυτό που πίστευες παιδί;... μα οι παροιμίες και τα Χρυσά Τραγούδια, ό,τι γνώρισες παιδί, δεν μπορούν να είναι απάτη».

Όπως συμβαίνει συχνά είναι το πρόβλημα που μετατρέπεται σε λύση κι η Αλβανική γη που δίνει τον πόνο προσφέρει και τον κοινό, πανανθρώπινο μύθο της μνήμης, της παιδικότητας και των νιάτων που ακόμη κι όταν φεύγουν μένουν μ' έναν τρόπο πίσω. Υπάρχουν γι αυτό συγκλονιστικά ελληνικά δημοτικά τραγούδια, στην πραγματικότητα υπάρχουν τραγούδια με κοινά μοτίβα σε όλη την Βαλκανική, αλλά ακόμη και σε εξίσου παραδοσιακές μεταναστευτικές χώρες όπως η Ιρλανδία, στην άλλη άκρη της γης.  Έτσι η κοινή μοίρα βλέπεται μέσα από την Αλβανική της καταγωγή..

Αυτή η καταγωγή, στην περίπτωση της Evis Qaja, της δεύτερης ποιήτριας, αναζητάται και ταυτίζεται με τον εσωτερικό, μύχιο της γυναίκας κόσμο και η εξωτερική πραγματικότητα που χωρίζει τις γυναίκες «κατά έθνη και φυλές», φιλτράρεται και ενοποιείται μέσα από αυτόν..

Το ζήτημα της γυναικείας ταυτότητας και του ψυχισμού, η ταύτιση του με μια εσωτερική απελπισία που προσπερνά σύνορα και φυλές, φέρνει στην επιφάνεια ως κομμάτι μιας πανανθρώπινης κουλτούρας, και την Αλβανική. Έτσι η ποίηση της, αρθρωνόμενη γύρω από μία εσωτερική φωνή, είναι λιγότερο κοινωνική, ή, στην πραγματικότητα, κοινωνική με έναν «άλλον» τρόπο:.. «Μισώ αυτό το κομμάτι ξεφτισμένης αβύσσου,.. αγγελιοφόρος του ανθρώπινου είδους.. Η λογική προκαλεί τα ευθύγραμμα κόκκαλα του θανάτου.. στο ξεχασμένο ίχνος του εξαφανισμένου κονιάκ.. Εγώ κι Εσύ!.. Παραμένουμε μόνοι.. ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην μαριονέτα της!»..

Πώς μπορούμε εμείς, Άνθρωποι, (γυναίκες, άνδρες, Έλληνες, Αλβανοί, Σύριοι σήμερα) να ξεπεράσουμε την μαριονέτα της πολιτικής ή θρησκευτικής εξουσίας που μας επιβάλλανε αλλά και την μαριονέτα της ευκολίας μας που μας οδήγησε να κρυφτούμε και να βολευτούμε πίσω από την όποια εξουσία (ακόμη κι όταν συχνά το παίζαμε και δεν είμασταν διαφορετικοί), και ν' αγγίξουμε την πραγματικότητα και τις αλήθειες που φέρνει μαζί της, μέσα από τις πληγές έστω που η επαφή μαζί της μας δημιουργεί; Ας ακούσουμε την ποιήτρια:.. «…δεν είμαι τίποτε άλλο παρά μια κραυγή.. ερωτική, υψωμένη κραυγή.. που διαμορφώθηκε από την κλεμμένη ελευθερία».. Ώστε τόσο η παλιά όσο και η νέα γη κυοφορούν τα ίδια μειονεκτήματα για την εσωτερική μας γεωγραφία:.. «…κλέβω για να επαναδημιουργήσω τα θραύσματα των βουνών αυτής της μαύρης ταχύτητας.. αρχαία προσπάθεια να την κάνω ιερή.. σχεδία της άχρωμης αγάπης.. το βέλος, διστακτικό να είναι ο εαυτός του.. ακόμη και στην στριμωγμένη ανυπαρξία στο δάκρυ ενός παιδιού.. ”.. (Evis Qaja, Tο ένστικτο της Ελευθερίας Ιnstikte de Lirine).. Σε όλα τα ποιήματα η αφήγηση επικεντρώνεται στον άμεσο ήρωα (στην άμεση ηρωίδα) γεγονός που αποδεικνύει με έναν τρόπο το βάθος των πανανθρώπινων εμπειριών «στην εξορία» (αφού ελάχιστοι/ες θα διάλεγαν ν αφήσουν το κοινωνικό τους δίκτυο, την μάνα, τα παιδιά, “μιλώ για τα παιδιά μου και δακρύζω” το γνωστό τραγούδι) όπου οι «συνθήκες» επιβάλλουν συγκέντρωση δυνάμεων κι άρα η οπτική γωνία (αυτό που αποκαλούμε “εστίαση” στην «αφηγηματολογία») είναι υποκειμενική...

Αυτή η επαναπόκτηση της «κλεμμένης ελευθερίας», αρχαία και απέλπιδα προσπάθεια για «το» καλύτερο ή «το» χειρότερο, μοιάζει σαν την ίδια την προσπάθεια της ανθρωπότητας αλλά και της ίδιας της Βαλκανικής, Ελληνικής και Αλβανικής κοινωνίας (ή όποιας άλλης), να επανεφεύρει τον εαυτό της σε μια δύσκολη και πολύπλοκη εποχή.. Με βοήθεια άραγε «τι», πέρα από την κριτική σκέψη που θα αποφεύγει τις απλουστεύσεις «υπέρ» ή κατά» και την ανθρώπινη αλληλεγγύη που θα τα ξεπερνάει και τα δυο;.. Ίσως, όπως η M.. Lani γράφει, (επικαλούμενη κάπου την «καρδιά της μάνας», συνήθως ίδια σ' όλες τις εποχές και σ’ όλους τους τόπους) η λύση βρεθεί μέσα από την επίκληση στα αισθήματα:.. «Ξυπνήστε!.. Δικά μου αγνά αισθήματα.. ορμητικά όπως τα πέταλα λουλουδιών ξεκινήστε την έκρηξη.. ξεκινήστε να ισοπεδώνεται την κακία»….. Ώστε, παρόλα τα αρνητικά στερεότυπα για τον μετανάστη και τον διαφορετικό που υπάρχουν σε κάθε κοινωνία (και δυστυχώς και στην ελληνική που αποδεικνύεται ιδιαιτέρως ξενοφοβική) και παρόλο που όλα αυτά αναπαράγονται και διαχέονται από πλήθος συμβόλων και συστημάτων (ΜΜΕ, σχολεία κλπ.. ) μπορούμε να κρατάμε στο μυαλό μας αυτό που ο Bell Hooks έγραψε για την διδασκαλία:.. «Η τάξη, παρόλους τους πριορισμούς της, παραμένει ένα πεδίο Δυνατοτήτων».. Το ίδιο και η λογοτεχνία!.. Άλλωστε, ακόμη κι αν η κακία είναι δύσκολο να ισοπεδωθεί γενικά, ακόμη κι αν αυτό δηλαδή μοιάζει πολύ θεωρητικό κι ομιχλώδες για την πραγματικότητα που ζούμε, ακόμη κι αν η ποιήτρια περιγράφει εικόνες μοναξιάς πριν και μετά την σκληρή δουλειά στην πολύβουη παραλία της Θεσσαλονίκης, ακόμη κι αν είναι η ίδια η ζωή που μας «γειώνει» τελικά, μένει πάντοτε το όνειρο να δικαιώνει «όλα τ άλλα».. Γι αυτό και, μέσα στη δύσκολη ζωή της «μετανάστριας», η «ποιήτρια» αναφέρει:.. «Πετούσα σελαγίζοντας πάνω στα όνειρα.. Να πήγαινα από πίσω με προσκαλούσε.. ο καλπασμός ενός αλόγου.. όταν ξύπνησα ο καλπασμός ήταν το κουδούνι του ρολογιού.. Μα το άλογο, αχ το άλογο!.. Με το όνειρο είχε πάει στα χάνια τ’ ουρανού».. (Μ.. Lani)