Πέμπτη
25 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4967RSS FEED
Το φως των εσοχών
Γράφει η
Σούλα Αντωνίου

Έκπληξη πρώτη η άφιξη του βιβλίου. Ύστερα από τόσα χρόνια που τη χωρίζουν από τα περάσματά της από το νησί ως καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Κύπρου και της Αστυνομικής Ακαδημίας Κύπρου. Έκπληξη δεύτερη το εύρος των ποιημάτων, το βάθος των μηνυμάτων, η ευαισθησία μιας ανθρώπινης ύπαρξης, πέρα από την αυστηρότητα της επαγγελματικής ιδιότητας.

Η κοινωνιολόγος πανεπιστημιακός Σούλα Αντωνίου ψάχνει τη δική της αλήθεια μέσα στην ομιλούσα σιωπή, σκορπά τρυφεράδα, χαρμολύπη, παλεύει να συμφιλιώσει ζωή και θάνατο. Να η αφιέρωση στο σύντροφό της:

Του Δημήτρη μου:
Δυο μάτια και δυο χέρια
σημεία επαναφοράς
στην ομορφιά του κόσμου
τα δικά σου.

Τα ποιήματα, άλλοτε εκτεταμένα κι άλλοτε απλά μικρά άτιτλα, δονούν, συγκινούν:

Αγάπη,
με περισυνέλεξες από την απώλειά μου,
έριξες στο φως σκοινί το πρόσωπό σου
και μ’ ανέσυρες.
 
Στον αντίποδα της αγάπης ο έρωτας. Σε δυο αράδες η προειδοποίηση για το…ποιόν του και η έμμεση προτροπή: Ζήσε τον, έτοιμος να δεχθείς όλες τις συνέπειες:

Πρόσεχε μην τον εμπιστευθείς
είναι αναξιόπιστος
αλλιώς παραδόσου
στην ευτυχία της τρικυμίας του.

Χαμένη μέσα στην πολυπλοκότητα των συναισθημάτων, των διαψεύσεων, η ποιήτρια βοεί:

Ζωή, γίνε ποτάμι και παράσυρέ με
Πάθος, γίνε καταλύτης και διάλυσέ με
Θεέ, γίνε συγκλονισμός και λύτρωσέ με
Αγάπη, γίνε θάνατος κι ανάστησέ με.

Η ιερή μνήμη του πατέρα της, του δασκάλου της ζωής της, όπως τον αποκαλεί, μετά από μια βράβευσή της την καθησυχάζει, όταν αναρωτιέται τι έκανε για ν’ αξίζει βραβείο στη ζωή της:

Παιδί μου, δεν έγινες κοπάδι
δεν έκανες εκπτώσεις στη ζωή σου
δεν εκπορνεύθηκες
δεν εκποιήθηκες
δεν εξαργυρώθηκες
δε συμβιβάστηκες

Και τι κέρδισα πατέρα; τον ρωτά:

Τη γαλήνη της ψυχής σου
την ελευθερία της σκέψης σου
το κόστος των επιλογών σου

Αποχωρώντας από την έδρα τη δύσκολη μέρα που την εγκαταλείπει, καταθέτει πως:

Έμαθε περισσότερα κοντά στους νέους,
δεν τους δίδαξε, διδάχτηκε.
Είδε στα πρόσωπά τους να φυσάει ο άνεμος μιας άλλης ζωής.

Κι ορμηνεύει:

Προσοχή στο δρόμο, μη σκοντάψετε
σας παραμονεύει στη γωνία ο Προκρούστης,
κοιτάξτε μη γίνετε συμβασιούχοι της ζωής
βάζοντας φωτιά στα όνειρά σας.
Τους φίλησε κι έφυγε μακριά…εν ειρήνη.

Συναισθήματα τόσο βαθιά και τρυφερά μετουσιώνονται με στίχο, αλλά πώς γράφει ποίηση η Σούλα Αντωνίου;

Γεωργώ τις λέξεις
για να φυτρώσουν ποιήματα,
μικρά μπουμπούκια αναθήματα
από μορφές μακρινές
από στιγμές πυκνές
από σκιές φευγάτες.

Κι αλλού:

Οι παλμοί της γραφής,
η κραυγή των φωνηέντων,
οι ανυπόταχτοι φθόγγοι,
η συνήχηση των λέξεων,
ο διαμελισμός των μελισμάτων.
Πώς να συγκολλήσει κανείς τα θραύσματα
ενός αχειροποίητου ποιήματος;

Σμιλεύει τη γλώσσα, παλεύει να την τιθασεύσει, να την κάνει τόσο δική της που να ’ναι η ίδια η ύπαρξή της:

Γλώσσα,
η μόνη μου περιουσία,
όταν μοίρασα ισόποσα τα υπάρχοντά μου,
όταν ανάλωσα ανυποψίαστη το βλέμμα μου στο κενό
για να σβήσω μέσα μου τη δίψα της γραφής.

Τι είναι ένας άνθρωπος βαθιά προβληματισμένος για την κοινωνία και την πορεία της;

Ακροβατώ με ελαφρά πέλματα
στην περιοχή του ασύνειδου.
Δε θέλω να το αναταράξω στις ατέρμονες
καταβυθίσεις του στη σκοτεινιά της μοναξιάς.

Αντιπαραθέτοντας τις λέξεις με τη σιωπή, η ποιήτρια σε μια εσωτερική κατάδυση, καταλήγει:

Δε γνωρίζεις ότι η σιωπή μοιάζει με το
μελιχρό φως του κεριού,
που η φλόγα του γλείφει απαλά τις πληγές μας,
ότι είναι αδελφή της υπομονής,
που καρτερικά αναζητάει σε κατάστιχα απολεσθέντων
αγνοούμενα πρόσωπα,
πριν καταβυθιστεί στη νάρκη του χρόνου.

Τη λατρεία της Σούλας Αντωνίου για την Ελλάδα και τον πόνο της για τη σύγχρονη Οδύσσειά της αγγίζει κανείς μ’ αυτούς τους στίχους:

Πάνω στην άκρη του θαλασσινού βράχου
η ελληνική σημαία προβάλλει αγέρωχη.
Δε θέλει να φανερώσει στην άρμη του Αιγαίου
και στο λυκαυγές της ημέρας τη διάτρητη ελευθερία της.
Δε θέλει να συμβιβαστεί με τη σκέψη
κάτω από ποια σημασία θα βρίσκονται αύριο
οι Έλληνες.

Κλείνοντας αυτή την απλή αποσπασματική παράθεση τρυφερών μα και δυνατών στίχων ενός ανθρώπου που άφησε, όπως λέει, στην Κύπρο τη μισή καρδιά του, ενός ευαίσθητου ανθρώπου που αναλώθηκε στην ανάλυση κάθε συναισθήματος, κάθε πτυχής της ανθρώπινης ύπαρξης και αφήνοντας τη βαθύτερη ανάλυση των ποιημάτων σε πιο ειδικούς στεκόμαστε στην απάντηση ερωτημάτων μέσα απ’ τις στροφές αυτές:

Το αίνιγμα της ύπαρξης
το βρήκε καθηλωμένο στις αντινομίες της ζωής,
σ’ αυτά που ήθελε να εκμυστηρευθεί
και σ’ αυτά που ήθελε να της πουν.


ΑΛΕΚΑ ΓΡΑΒΑΡΗ-ΠΡΕΚΑ