Παρασκευή
19 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4961RSS FEED
Ζωή μου, εσύ
Γράφει ο
Κώστας Βελούτσος

«Σήμερα στη γιορτή σου, θα γελούσες όταν θα σου ’δινα ένα φιλί και θα σ’ έσφιγγα στην αγκαλιά μου.  Θα σου φώναζα από μακριά «Χρόνια πολλά» και θα ’τρεχα βιαστικά για να ’ρθω κοντά σου. Κανείς δεν θα μπορούσε να μας χωρίσει, και θα μου ’λεγες πολλές φορές, «Ζωή μου εσύ». Θα με κρατούσες με τις ώρες στα δυο σου χέρια και θα με σήκωνες ψηλά κι ας έλεγες ότι ήσουν πια μεγάλος και αδύναμος γι’ αυτά. Μα και τώρα θα σου το φωνάξω δυνατά και ξέρω πολύ καλά ότι θα μ’ ακούσεις… ας είσαι πολύ μακριά μου. Σήμερα θα ξαναδιαβάσω όλα αυτά που δεν πρόλαβα να σου πω ποτέ, Πατέρα».

«Μου ’χες πει πολλές φορές για την ημέρα που γεννήθηκα, ότι ήσουν εκεί στον προθάλαμο της κλινικής και περίμενες υπομονετικά, μάλλον είναι λάθος λέξη η υπομονή, αφού έκδηλα αγωνιούσες για ν’ ακούσεις το κλάμα μου.

Έτρεμες από την χαρά σου όταν σου είπαν για μένα, και αγκάλιαζες οποιονδήποτε  έβρισκες μπροστά σου… «Ζωή μου, εσύ» έτσι είπες όταν με πρωτοείδες κι αυτό μου έλεγες πάντα. Ένα δικό σου δάκρυ έσταξε πάνω μου που με ζέσταινε, όπως ζεστή ήταν κάθε στιγμή κοντά σου. Με κράτησες στα χέρια σου, και μου είπες πως ήταν σαν να σου έδιναν όλα τα καλά του κόσμου… Σ’ άκουσα που μου ψιθύριζες πως με περίμενες για να γεννηθώ για να σου φέρω χαρά. Δεν ξέρω αν σου ’δωσα ευτυχία, ξέρω όμως ότι μου πρόσφερες τα πάντα. Σ’ άκουσα όταν μου έλεγες πως θα μου έδινες όλη σου την αγάπη  σε μένα, στην κόρη σου. Την Ζωή σου.

Ζωή, με είπες, αυτό ήταν το δικό μου όνομα και όλη σου η ζωή έλεγες ότι ήμουνα από την πρώτη μέρα. Ακόμα και τώρα αδυνατώ να πιστέψω πως τα κατάφερες και ήσουν για μένα και Μάνα που ποτέ δε γνώρισα.  Σε θυμάμαι να σκύβεις πάνω μου και ν’ ακούς την ανάσα μου τα βράδια… Ν’ ακουμπάς να χείλη σου στο μέτωπό μου για να καταλάβεις με τον δικό σου αδιάψευστο τρόπο ότι ήμουν καλά, δεν ήμουν πια άρρωστη, ο πυρετός είχε φύγει…

Τα γόνατά μου τα γιάτρευες με τα φιλιά σου, και το κλάμα μου γινόταν γέλιο όταν με σήκωνες ψηλά λέγοντάς μου ότι είμαι η βασίλισσά σου.
Στα παιχνίδια μας ακούραστος, όπως και στα παραμύθια που μου διάβαζες, και στο σχολείο πάντα ήσουν εκεί στο προαύλιο να με περιμένεις. Μου κρατούσες το χέρι σφιχτά για να μη με χάσεις όπως μου έλεγες.  Ένοιωσες περήφανος όταν σου είπαν για τις μαθητικές μου επιδόσεις και δάκρυσες όταν με είδες να σηκώνω την σημαία στην παρέλαση.

Ήσουν εκεί δίπλα μου όταν άλλαζε το σώμα μου για να μου εξηγήσεις, να με συμβουλέψεις, για να μου πεις να μη φοβάμαι πως είμαι πια μια έφηβη…  Στο πρώτο μου καρδιοχτύπι πάλι ήσουν εκεί να με περιμένεις υπομονετικά να μη πονέσω…

Έπνιγες μέσα σου τον δικό σου πόνο, γελώντας για να μη δω τα δάκρυα της ψυχής σου, και χαρούμενος έλεγες δυνατά «Ζωή μου σ’ αγαπώ».

Κλάψαμε και οι δυο από χαρά αγκαλιασμένοι έξω από το σχολείο όταν σου είπαν για την εισαγωγή μου στο Πανεπιστήμιο, μα τα δικά σου δάκρυα ήταν γεμάτα από πόνο που θα ήμασταν πια μακριά. Δε θα σ’ άφηνα Πατέρα, δεν άντεχα χωρίς εσένα, και η ευτυχία σου ήταν μεγάλη όταν ετοιμαζόμασταν για το ταξίδι των φοιτητικών μου χρόνων...

Τόσα χρόνια μετά και μες στο μυαλό μου η εικόνα σου ποτέ δεν ξεθώριασε και δεν θ’ αφήσω ούτε τα λόγια σου να ξεχαστούν. Κάθε δική μας στιγμή την βλέπω και την αγγίζω αφού είναι μες στην καρδιά και στην ψυχή μου.
Ζωή σου μ’ έλεγες. Και ήμουν όλη σου η ζωή.

Και για μένα ήσουν η ζωή μου, Πατέρα…

(Ο Κώστας Ν. Βελούτσος γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1966 στο Πλωμάρι της Λέσβου. Εργάζεται στο Πυροσβεστικό Σώμα και υπηρετεί στην Π.Υ. Μυτιλήνης. Έγραψε τρία μυθιστορήματα, το Σεργιάνι στη Ζωή, Τελευταία Φορά και το  Ζωή από τον Θάνατο)