Τρίτη
16 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4958RSS FEED
Ποιος θυμάται τη Μεταπολίτευση;
20/08/2014
Γράφει ο Κωστής Κορνέτης

 
Πριν από μερικές εβδομάδες βρέθηκα στη Λισσαβόνα στα σαραντάχρονα από την Επανάσταση των Γαριφάλων. Η πόλη είχε κατακλυστεί από εκθέσεις με θέμα την επανάσταση, ενώ δεκάδες νέες εκδόσεις κυκλοφορούσαν για την ιστορία του Απριλίου του ’74 «από τα κάτω» Όλοι μιλούσαν για εκείνα τα γεγονότα, παλιοί αγωνιστές αρνούνταν να συμμετάσχουν στους εορτασμούς, πολιτικοί και διανοούμενοι αναζητούσαν τη σχέση τού τότε με το τώρα. Υπήρχε μια αίσθηση πως αυτές οι στιγμές καθόρισαν το μέλλον της χώρας. Και φυσικά μια διάθεση αναμέτρησης με το παρελθόν από τη σκοπιά του σήμερα της κρίσης, των περικοπών, του συνεχούς ψαλιδίσματος των δημοκρατικών ελευθεριών. Οι συζητήσεις γόνιμες, οι παρουσιάσεις διαρκείς, η διαδικασία μέσα από την οποία το παρελθόν γίνεται «ιστορία» ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα.

Σαράντα χρόνια μετά την πτώση της χούντας και της απαρχής της δικής μας Μεταπολίτευσης, μου κάνει εντύπωση το γεγονός πως δεν παρατηρούμε εδώ παρόμοια φαινόμενα όπως αυτό της Πορτογαλίας. Πού είναι οι επετειακές – έστω– εκδόσεις, τα αφιερώματα, οι εκθέσεις για τα φοβερά γεγονότα που ακολούθησαν τον Ιούλιο του 1974; Κυπριακό, αποχουντοποίηση, νομιμοποίηση του Κ.Κ.Ε., πρώτες ελεύθερες εκλογές, δημοψήφισμα για τη βασιλεία και Σύνταγμα – τόσες συγκλονιστικές εξελίξεις συμπιεσμένες σε τόσο λίγο χρόνο. Ακόμα και τα επετειακά αφιερώματα των εφημερίδων πραγματεύονται μια εικόνα «από τα πάνω», αποκλειστικά –και απελπιστικά– εστιασμένη στον ηγέτη των στιγμών Κωνσταντίνο Καραμανλή, παραβλέποντας τον ευρύτερο αντίκτυπο στην ευρύτερη ελληνική κοινωνία. Γιατί λοιπόν η ιστοριογραφική και γενικότερη βιβλιογραφική παραγωγή μας για τα γεγονότα είναι τόσο πενιχρή;

Μήπως η Μεταπολίτευση διχάζει πλέον περισσότερο απ’ ό,τι ενώνει; Γιατί εδώ και χρόνια η ιστορική μέρα της μετάβασης γιορτάζεται τόσο λιτά στο Προεδρικό Μέγαρο, χωρίς παράτες και τυμπανοκρουσίες; Μήπως επειδή ως ορόσημο της πολιτειακής αλλαγής χρησιμοποιήθηκε η επέτειος του Πολυτεχνείου; Αυτό άλλωστε σηματοδότησε τη ρήξη με το παρελθόν, πράγμα που υποδηλώνουν και οι πρώτες δημοκρατικές εκλογές τον Νοέμβριο του 1974. Από αυτή την άποψη ίσως δεν είναι τυχαίο το σύνθημα των «αγανακτισμένων» στις πλατείες σχετικά με τη χούντα που «δεν τελείωσε το ’73». Το ’73 λοιπόν ως τομή – πέρα από την ευκολία της ρίμας. Αυτό ήταν το μήνυμα για χρόνια, αυτό γιορτάζαμε στα σχολεία, αυτό έχει περάσει στο συλλογικό φαντασιακό. Πόσοι από τους νεότερους άραγε γνωρίζουν τον Ιούλιο του 1974;

Τότε που στην Ελλάδα, όπως και στην Πορτογαλία, η πτώση του καθεστώτος πυροδοτήθηκε από εξελίξεις που πραγματοποιούνταν εκτός της χώρας. Ενώ στην Πορτογαλία ο καταλύτης για το κίνημα στις ένοπλες δυνάμεις και την πτώση του καθεστώτος ήταν ο βρόμικος αποικιακός πόλεμος στις πορτογαλικές αποικίες της Αφρικής, στην περίπτωση της Ελλάδας το διακύβευμα ήταν η Κύπρος, και καταλύτες το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου και η τουρκική εισβολή. Και πάλι όμως, σε αντίθεση με την Πορτογαλία, όπου η αναψηλάφηση αυτού του άβολου παρελθόντος γίνεται με εντατικούς ρυθμούς (είναι χαρακτηριστικό πως πλήθος διδακτορικά ασχολούνται με την εμπειρία του πολέμου), στην Ελλάδα το θέμα παραμένει εν πολλοίς ταμπού και –πέραν ολίγων εξαιρέσεων– απασχολεί περισσότερο λογοτέχνες και κινηματογραφιστές παρά επαγγελματίες ιστορικούς. Ίσως η γενιά που έζησε τις ιστορικές αυτές εξελίξεις από κοντά να αδυνατεί να φανταστεί την ιστορικοποίησή τους. Υπάρχει μια αίσθηση χρονικής και συναισθηματικής εγγύτητας με τα γεγονότα. Το Κυπριακό, κυρίως, παραμένει εν πολλοίς ένα συλλογικό τραύμα που αδυνατούμε να το διαχειριστούμε, μια ανοιχτή πληγή.

Πορτογαλία ξανά. Παρακολούθησα τυχαία μια παράσταση αυτού που λέγεται performing memory (ή και history) της Ζουάνα Κραβέιρο σε σχέση με την πορτογαλική επανάσταση που με συγκίνησε βαθιά. Η καλλιτέχνις ήταν ανεβασμένη στο πάλκο, καθισμένη σε ένα τραπέζι με μια λάμπα και μια κάμερα που αναμετέδιδε σε ένα μεγάλο πανί ό,τι έκανε. Μέσα από έναν μακρύ μονόλογο σε διάδραση με μεμοραμπίλια της εποχής (πλήθος βιβλία, παλιές πολαρόιντ, δίσκοι εποχής), η performance έθετε όλα τα ερωτήματα στη σωστή τους βάση. Πώς θυμόμαστε; Τι θυμόμαστε; Ποιο είναι το κεντρικό αφήγημα; Τι άλλαξε στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τα κομβικά γεγονότα και γιατί; Αλλά κυρίως: πώς μπλέκεται και πώς διαπλέκεται το προσωπικό αρχείο με το δημόσιο; Τι απέγιναν οι μικρές, ατομικές μνήμες, οι ανώνυμοι φορείς της ιστορίας, τα άγνωστα «αρχεία» της εποχής και πώς συνδιαλέγονται με τα επίσημα αφηγήματα; Οι αφηγήσεις γονιών, γνωστών και φίλων, οι σκόρπιες μνήμες και θύμησες, τα παλιά ενσταντανέ της γενιάς της –και γενιάς μου– που όπου να ’ναι σαρανταρίζει, αλλά και των επόμενων γενεών; Σκέφτομαι αντίστοιχες σκόρπιες εικόνες: τα τραγούδια στα στάδια, τα πανό και τα συνθήματα, τη βοή των φεστιβάλ, τα αντάρτικα και τα ρεμπέτικα, την ελπίδα για το αύριο και τον θυμό για την Κύπρο, τους χαρισματικούς ηγέτες με τα ανοιχτά ιδρωμένα πουκάμισα, την Ε.Ο.Κ. και το Ν.Α.Τ.Ο. (το ίδιο συνδικάτο), το πολιτικό «εδώ και τώρα» τού τότε. Άραγε έχουμε το κουράγιο να αναστοχαστούμε αυτό το μάταιο χθες σε σχέση με το σήμερα;

Φυσικά το κεντρικό ερώτημα είναι τι επιλέγουμε να θυμόμαστε και τι επιλέγουμε να ξεχνάμε. Γιατί οι Πορτογάλοι θέλουν να μάθουν την ιστορία τους ενώ εμείς φοβόμαστε; Πώς θα έπαιζε η Ζουάνα την ελληνική μεταπολίτευση και τι ερωτήματα θα έθετε; Πώς θα περιέγραφε τα γεγονότα που οδήγησαν από την ευφορία του χθες στη δυστοπία τού σήμερα; Ελπίδες που εν μέρει δικαιώθηκαν και ουτοπίες που σε μεγάλο βαθμό διαψεύστηκαν – διάψευση που γίνεται ακόμη πιο δραματική την εποχή της κρίσης. Γιατί το διακύβευμα δεν ήταν απλώς η μετάβαση από ένα αυταρχικό καθεστώς στην κοινοβουλευτική δημοκρατία αλλά η ποιότητα της τελευταίας, η κάθαρση της χώρας από τους θυλάκους του παλαιού καθεστώτος, η δημιουργία μιας πιο δίκαιης κοινωνίας. Πάνω σε αυτή τη μεγάλη και δύσβατη απόσταση που διανύσαμε καλούμαστε τώρα να αναστοχαστούμε. Ίσως εντάσσοντας την ελληνική εμπειρία μέσα στην ευρύτερη δύσκολη εμπειρία των μετασχηματισμών των αυταρχικών καθεστώτων στον ευρωπαϊκό νότο που δοκιμάζεται όπως και εμείς. Σκεπτόμενοι πέρα από φοβίες, ταμπού, ιδεοληψίες, κλισέ και ξεχειλωμένα αφηγήματα. Γιατί είναι παράταιρο να μιλάμε για «Νέα Μεταπολίτευση» χωρίς να έχουμε κατανοήσει την παλιά και ενώ διατηρούμε όλα της τα τραύματα ανεπούλωτα. Τέλος, δεν μπορώ να μην ανακαλέσω τη ρήση του γνωστού Ισπανού συγγραφέα Ισαάκ Ρόσα που γράφει δηκτικά για τη δική του χώρα: «Όταν μου μιλάνε για το πρότζεκτ μιας δεύτερης μετάβασης λέω “όχι, ευχαριστώ, είδα την πρώτη και δε μου άρεσε”».


http://www.chronosmag.eu/index.php/s-p-th-pls.html