«-Ἔ, λοιπὸν, δὲν τὸ ἀντέχω!!! Ὄχι, δὲν πάω πουθενὰ ἐφέτος.. Θὰ κάτσουμε σπίτι. Δὲν τὸ ἐπιτρέπει ὁ Στουρνάρας, ὁ Ἀντώνης, ἡ τρόϊκα. Τελεία καὶ παύλα», φὠναξα στὴν συνὰθροιση τῆς οἰκογένειας, μὲ ἀντικείμενο τὸ ἐτήσιο ξαλάφρωμα τῆς τσέπης μου, ποὺ ἀκούει στὸ ὄνομα 'καλοκαιρινὲς διακοπὲς'.
«-Τὶ λὲς, πατέρα;», ἀνεφώνησε ἡ κόρη μου, ἀντικαθιστῶντας παγερά, τὸ 'μπαμπὰ' μὲ τὴν ἀρχαιοπρεπὴ ἐκδοχὴ του. Κακὸ σημάδι, σκέφθηκα μέσα μου.
«-Αὐτὸ ποὺ σᾶς λέω», ἀνταπάντησα, σὲ μιὰ προσπὰθεια νὰ ἐμπλέξω καὶ τὰ ὑπόλοιπα μέλη, διευρύνοντας τοὺς μετόχους μὲν δημοκρατικῶς, ἔχοντας ὅμως κατὰ νοῦ τὸ πἀντα ἐπίκαιρο Θουκιδίδειον Ε89 (..δυνατὰ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσι..) καὶ συνέχισα: «διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πᾶμε ἐμεῖς διακοπὲς καὶ ὁ πρωθυπουργὸς μας νὰ ἀγωνίζεται μὲ τοὺς ὑπουργοὺς του νὰ σὠσουν τὴν παρτἰδα- μπαρντὸν χώρα, ἤθελα νὰ πῶ».
«-Νὰ καταλάβω», σφύριξε τὸ φῶς μου, λύνοντας τὰ μαλλιὰ της, μὲ ὕφος οἱονεὶ τὶγρεως περιπαιζούσης ἀρούρην, «ἔχουμε ἤ δὲν ἔχουμε πλεόνασμα;».
«Δὲν ἔχουμε» ἀνταπήντησα ἕτοιμος νὰ παραθέσω στοιχεῖα. Ἀλλὰ πρὶν προλάβω, τὸ ρὀδο το ἀμάραντο ὅρμησε ἀκάθεκτο, ἐνῷ τὰ πράσινα μάτια της γύριζαν στὸ γκρίζο σὰν λεπίδες πάγου, ποὺ μοῦ ἔλυναν τὰ γόνατα: «πρῶτον ἤ πιστεύεις τὴν κυβέρνηση ἅρα ρίχτα ἤ εἶναι ψεῦτες ἄρα ρίχτους».
Πῶς νὰ ἀντιδράσῃς σὲ τέτοιο δίλημμα; Ποὺ σὲ καθιστᾶ ἀνακόλουθο ἐς ἀεί, ὅ,τι κι' ἄν πῇς; Ἔτσι ἁπλὰ περίμενα σὰν μελλοθάνατος τὴν συνέχεια: «δεύτερον μοῦ φυλᾶς τὰ λεφτὰ ἀπὸ τὴν γιαγιὰ μου, τὰ ὁποῖα θέλω μὲ τὸν ἴδιο τόκο ποὺ δέχεσαι ἀδιαμαρτύρητα νὰ πληρώνῃς τὰ δάνεια...».
«-Μὰ τὶ λὲς;», βρῆκα εὐκαιρία νὰ τὴν διακόψω. Ἤ ἔτσι νόμιζα: «αὐτοὶ εἶναι μεγάλοι» κατέληξα καὶ δαγκώθηκα ἀμέσως.
«-Εσὐ δὲν εἶσαι ποὺ μᾶς ζαλίζεις μὲ τὸ Ε89;» μοῦ ἀντιγύρισε καταστρέφοντας τὸ ἐπιχείρημα ποὺ σκόπευα νὰ χρησιμοποιήσω. «Ἔ εἶμαι καὶ ἐγὼ μεγάλη, ὅπως μοῦ λὲς! Καὶ γιὰ νὰ μὴν σοῦ μπαίνουν ἰδέες, ἐγὼ χρησιμοποιῶ καὶ ἀντιπροτείνω τὸ Δ10» δἠλωσε, ἀφήνοντὰς με κάγκελο.
Ἀμέσως ὁ ἐγκέφαλὸς μου ἄρχισε νὰ ἐκτελῇ ταχύτατες διερευνήσεις καὶ ἀναζητἠσεις περὶ τοῦ Δ10, σὰν νὰ ἦταν Ἐρυθρὸς Σταυρός ποὺ ὑπομονετικὰ στὶς ραδιοφωνικὲς του ἐκπομπὲς ἔψαχνε γιὰ ἀγνοούμενους.
Κάποια στιγμὴ, ἀνεδύθη ἀπὸ τὸ ασυνείδητο στὸ κουρασμένο συνειδητὸ, ἠ φράση Δ10 τοῦ μαίτρ τῶν διεθνῶν σχέσεων: «οὐδεὶς ἐξ ἡμῶν συνετὸς βουλέσθω δοκεῖν εἶναι», κάτι ποὺ βδελύγνηνται μετὰ μανίας τροϊκανοὶ ξένοι καὶ ἐγχώριοι, πολιτικορθοὶ καὶ ἄλλοι μαλακοί.
Καὶ ἐκεῖ, ποὺ προσπαθοῦσα νὰ βρῶ ἄκρη πῶς τὄμαθε, ἀφοῦ τὸ Ὑπουργεῖο Πᾳιδείας καὶ ἡ ΟΛΜΕ ποτὲ δὲν δίδαξαν οὔτε αὐτὸ οὔτε τὸ Φῶς, ἡ κόρη μου σηκώθηκε, σημάδι ὅτι ἔβαζε τέλος πρὀωρο στὴν συνάθροιση καὶ στὰ σχέδιὰ μου καὶ ἀποχωρῶντας τιτίβησε: «-Ἐξ ἄλλου τὸ ὑποσχέθηκα στὴν κολλητὴ μου τὴ Σόνια, δὲν τὴν ξέρεις, ὅτι θὰ τὴν δῶ στὴν Λευκάδα»!