Ο Αντώνης Πάβλοβιτς και η ανθρώπινη φύση Γράφει ο
Γιώργος Νικολόπουλος
Μια βροχερή φθινοπωριάτικη μέρα του Οχτώβρη, ο Αντώνης Πάβλοβιτς Τσερένκωβ, γραμματέας τρίτου βαθμού, ο Σεμιόν Σεμιόνιτς Τσέχωβ, γιατρός, ο Σεργκέι Ιβάνιτς Βολόσιν, λοχαγός του Ιππικού, και ο Ιβάν Κιρίλοβιτς Τιχόνοβ, ταχυδρομικός διευθυντής, ένας άνθρωπος άξεστος και στενόμυαλος – που είχε όμως σημαντική θέση στην τοπική κοινωνία και έτσι κανείς δεν απέφευγε τη συντροφιά του, είχαν μαζευτεί από νωρίς στην ίσμπα του Τσερένκωβ. Κατά τη συνήθειά τους, είχαν παίξει χαρτιά, είχαν καπνίσει, και τώρα ήταν καθισμένοι στο σαλονάκι και έπιναν κουβεντιάζοντας.
«Μα τι διαβολόκαιρος είναι αυτός;» αναρωτήθηκε ο λοχαγός Βολόσιν. «Βρέχει τρεις μέρες ασταμάτητα. Τα πόδια των αλόγων βουλιάζουν μέσα στη λάσπη. Αυτή η διαβολοβροχή, πότε θα σταματήσει επιτέλους;»
«Έχετε δίκιο, λοχαγέ, είναι ανυπόφορο», συμφώνησε ο Σεμιόν Σεμιόνιτς. «Σήμερα το πρωί πήγαινα με το αμάξι σε έναν ασθενή μου και η μία ρόδα κόλλησε στη λάσπη. Τρεις μουζίκοι πάλευαν μία ώρα μέσα στη βροχή για να την ξεκολλήσουν».
«Ο λοχίας Καρίποφ, που τον χτυπάνε τα ρευματικά του, ορκιζόταν χτες βράδυ στο στρατώνα ότι θα βρέχει χωρίς σταματημό μέχρι την άνοιξη», συμπλήρωσε ο Βολόσιν με σοβαρότητα.
«Α, μα εσείς χωρατεύετε», είπε γελώντας ο Τιχόνοβ. «Θα βρέχει μέχρι την άνοιξη; Περίφημα, μα την πίστη μου! Θα παίρνω βάρκα κάθε πρωί για να φτάσω από το σπίτι μου στο ταχυδρομείο». Καθώς όλοι γέλασαν, συμπλήρωσε «εδώ που τα λέμε, καλύτερα με βάρκα. Αυτοί οι αμαξάδες δεν έχουν πια το θεό τους. Τις προάλλες χρειάστηκε να πάω στο Βελισσάροβο, για να δω τον επίτροπο, και ο άτιμος ο καροτσέρης μου ζήτησε δύο ρούμπλια και τέσσερα καπίκια! Δεν ξέρω που θα φτάσουμε ακόμη…»
«Η ακρίβεια, φίλοι μου, είναι τρομερή», κούνησε το κεφάλι του ο Τσερένκωβ. «Η κυρά μου πριν λίγες μέρες μου ζήτησε δώδεκα ρούμπλια για να αγοράσει μια γούνα. Δώδεκα ρούμπλια, αν έχετε το θεό σας!»
«Οι γυναίκες, φίλε μου, οι γυναίκες», γέλασε ο Τιχόνοβ. «Αυτές είναι η καταστροφή μας. Και καλά εσείς οι παντρεμένοι… Εσείς, λόγου χάρη, Αντώνη Πάβλοβιτς, δεν πρέπει καθόλου να παραπονιέστε. Η Ναταλία Αλεξέγεβνα είναι μια αγία… Ε, αν θέλει κι’ αυτή κάποια στιγμή να αποκτήσει μια καινούργια γούνα, δεν πρέπει νομίζω να βαρυγκομάτε. Τι να πούμε κι’ εμείς οι ανύπαντροι;… Εγώ, λόγου χάρη, έχω γνωρίσει τελευταία μια θεατρίνα, σωστή διαβόλισσα… Δεν φαντάζεστε πόσα λεφτά μου στοιχίζει να τη συντηρώ…αλλά εδώ που τα λέμε τα αξίζει μέχρι το τελευταίο καπίκι!»
Όλοι γέλασαν με την καρδιά τους. Καθώς ο Τσερένκωβ γέλαγε άρχισε ξαφνικά να βήχει. Έβηχε αρκετή ώρα, μέχρι που το πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο. Μόλις συνήλθε λίγο κατέβασε μονομιάς ένα ποτήρι βότκα για να καθαρίσει το λαιμό του. «Μην ανησυχείτε, δεν είναι τίποτα», είπε στους φίλους του για να τους καθησυχάσει. «Αυτές τις μέρες έχω ένα κρύωμα, δεν είναι τίποτα σοβαρό… Αυτός ο διαβολόκαιρος τα φταίει…»
«Αγαπητέ Αντώνη Πάβλοβιτς, φίλε μου, Αντώσα», είπε ανήσυχος ο γιατρός, «μα εσείς μου φαίνεται πως είστε άρρωστος. Περάστε καμμιά μέρα να σας εξετάσω…»
«Δεν είναι τίποτα, γιατρέ μου», αποκρίθηκε ο Τσερένκωβ. «Να, καμμιά φορά νιώθω κάτι σουβλιές στα πνευμόνια, αλλά δεν είναι τίποτα, είναι περαστικό…»
«Ελάτε παρ’ όλα αυτά να σας εξετάσω, Αντώνη Πάβλοβιτς», επέμεινε ο Σεμιόν Σεμιόνιτς, «και αφήστε με να το κρίνω εγώ αυτό. Μην ξεχνάτε ότι πολλοί φαινομενικά υγιείς άνθρωποι…»
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η φωνή ενός ανθρώπου έξω από τη σάλα. Ακουγόταν βραχνός και κάπως πιωμένος. «Σας παρακαλώ, είναι μέσα ο εξοχώτατος Σεμιόν Σεμιόνιτς;», έλεγε. «Αφήστε με να μπω, θέλω να δω τον εξοχώτατο…σας παρακαλώ…
πήγα στο σπίτι του και μου είπαν ότι βρίσκεται εδώ…σας παρακαλώ, είναι μεγάλη ανάγκη…»
«Μα τι είναι όλη αυτή η φασαρία;» αναρωτήθηκε εκνευρισμένος ο Τιχόνοβ.
«Αφήστε τον άνθρωπο να περάσει», φώναξε στον υπηρέτη του ο Τσερένκωβ, που σαν οικοδεσπότης αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. «Όποιος και να είναι», απολογήθηκε στους καλεσμένους του, «θα μας ενοχλήσει λιγότερο εδώ μέσα παρά φωνάζοντας εκεί έξω». Τα ξυνισμένα μούτρα του Τιχόνοβ έδειχναν ότι μάλλον δεν συμφωνούσε, όμως δεν είπε τίποτε.
Ο άνθρωπος που μπήκε μέσα ήταν ο Ντολέγεφ, ένας χωρικός που όλοι γνώριζαν. Φορούσε ένα τριμμένο πανωφόρι, ήταν μούσκεμα από τη βροχή, και αξύριστος. Μόλις μπήκε έριξε ένα απελπισμένο βλέμμα γύρω του και αμέσως έπεσε στα πόδια του Σεμιόν Σεμιόνιτς. «Η γυναίκα μου, εξοχώτατε», άρχισε να λέει, «η γυναίκα μου, εκλαμπρότατε… Έχει κάτι σουβλιές που διπλώνεται στα δύο… Βήχει και φτύνει αίμα, εξοχώτατε. Κι’ αυτή η διαβολοβροχή, εκλαμπρότατε, αυτή η διαβολοβροχή…»
«Καλά, καλά, μην κάνετε έτσι, Ντολέγεφ», είπε ο γιατρός κάπως ενοχλημένος. «Δώστε της λίγο κινίνο και θα γίνει περδίκι».
Ο Ντολέγεφ τον κοίταξε σαν να τον χτύπησε κεραυνός. «Κινίνο, εξοχώτατε… Μα που θα το βρω το κινίνο; Δυο χρόνια να δουλεύω δεν μπορώ να βγάλω αρκετά χρήματα για να αγοράσω κινίνο. Η κυρά μου, εκλαμπρότατε…»
Ο Σεμιόν Σεμιόνιτς έβγαλε τα γυαλιά του και τα σκούπισε. Συλλογίστηκε λίγο, και μετά είπε «Πείτε στο φαρμακοποιό ότι εγώ σας έστειλα. Θα σας δώσει λίγο κινίνο να κάνετε τη δουλειά σας».
«Ε κατεργαράκο», γέλασε ο Τιχόνοβ απευθυνόμενος στο μουζίκο, «τα κατάφερες πάλι. Έτσι είσαστε όλοι εσείς, τιποτένιοι, εκμεταλλεύεστε τη γενναιοδωρία των αφεντάδων…»
Ο Ντολέγεφ, χωρίς να δώσει σημασία στον Τιχόνοβ, έπεσε κάτω προσπαθώντας να φιλήσει τα πόδια του γιατρού. «Σας ευχαριστώ, εξοχώτατε, ο θεός να σας έχει καλά… Και μου τόλεγε η κυρά μου, να πας στον εξοχώτατο Σεμιόν Σεμιόνιτς, μου έλεγε, αυτός είναι ο ευεργέτης μας… Πως θα σου το ξεπληρώσω, εξοχώτατε, το καλό που μας έκανες; Θα έρχομαι κάθε πρωί να σου κάνω θελήματα, θα σου κόψω ξύλα για το χειμώνα, θα…»
Ο γιατρός φαινόταν να νιώθει μεγάλη δυσφορία από όλες αυτές τις εκδηλώσεις ευγνωμοσύνης. «Σας παρακαλώ, Ντολέγεφ, δεν είναι ανάγκη», μουρμούραγε. «Δεν είναι ανάγκη, σας παρακαλώ, πηγαίνετε…» Όλα αυτά όμως δεν φαίνονταν αρκετά για να σταματήσουν τον χωρικό που έκλαιγε στα πόδια του και τον μακάριζε, ώσπου ξέσπασε αγανακτισμένος ο Τιχόνοβ.
«Χάσου από δω, αχρείε, δε βλέπεις ότι μας ενοχλείς; Ήρθες εδώ και μας διέκοψες την κουβέντα μας για να κάνεις τη δουλειά σου, και τώρα δεν ξεκουμπίζεσαι; Κάνεις το γιατρό να αισθάνεται άσχημα, δεν το καταλαβαίνεις;» Και καθώς ο Ντολέγεφ συνέχιζε να είναι πεσμένος στα πόδια του ευεργέτη του τον άρπαξε από το γιακά και τον έσυρε μέχρι την πόρτα. «Ουστ από δω βρωμιάρη, ανάγωγε!» φώναξε και τον πέταξε έξω από το σαλόνι. Η φωνή του Ντολέγεφ ακουγόταν ακόμη να λέει «ευλογημένος να είστε, εξοχώτατε» μέχρι που η εξώπορτα έκλεισε στα μούτρα του.
«Με συγχωρείτε που σφετερίστηκα το ρόλο σας, Αντώνη Πάβλοβιτς», είπε ο Τιχόνοβ τρίβοντας τα χέρια του, «αλλά δε μπορούσα να ανεχθώ άλλο αυτό το μασκαρά να μπαίνει στο σαλόνι σας σαν αφεντικό και να μας ενοχλεί. Κατάλαβα ότι κι’ εσείς θα θέλατε να τον πετάξετε έστω αλλά ντρεπόσασταν, σαν άγιος άνθρωπος που είστε, και ανέλαβα να σας βγάλω από τη δύσκολη θέση…»
«Ε…ναι, σωστά, καλά κάνατε…» απάντησε ο Τσερένκωβ που ένιωθε πολύ άσχημα για το όλο περιστατικό.
«Δε φταίει αυτός, βέβαια, οι μουζίκοι είναι από τη φύση τους γομάρια», συνέχισε ο Ιβάν Κιρίλοβιτς. «Να, πάρτε για παράδειγμα αυτό τον κατεργάρη. Τον ξέρω καλά, γιατί έρχεται στο ταχυδρομείο κάθε μέρα και κάνει θελήματα. Δεν είναι παρά ένας ανεπρόκοπος φαφλατάς. Πίνει κάθε βράδυ, μεθάει, δέρνει τη γυναίκα του, και μετά έρχεται και παραπονιέται ότι είναι άρρωστη. Φίδι στον κόρφο μας τρέφουμε, σας το λέω εγώ. Θηλιά στο λαιμό θα μας περάσουνε μια μέρα, αν δεν προσέξουμε».
Ο Σεμιόν Σεμιόνιτς, που είχε σπουδάσει στο Παρίσι και ήταν επηρεασμένος από τις καινούργιες ιδέες, ένιωσε αγανάκτηση με αυτά που άκουγε. «Κουταμάρες», είπε. «Τι φταίνε οι μουζίκοι; Εμείς φταίμε που τους κρατάμε αμαθείς και αμόρφωτους για να τους εκμεταλλευόμαστε. Στο βάθος είναι και αυτοί άνθρωποι, όπως εσείς και εγώ».
Ο Τιχόνοβ φάνηκε πολύ πειραγμένος με αυτό που άκουσε. «Μα την πίστη μου, Σεμιόν Σεμιόνιτς, αν εσείς αισθάνεστε ίδιος με τους μουζίκους, να μιλάτε για τον εαυτό σας. Σίγουρα δεν έχετε το δικαίωμα να συγκρίνετε εμένα μαζί τους».
«Δεν ήθελα να σας προσβάλλω, Ιβάν Κιρίλοβιτς», είπε ενοχλημένος ο γιατρός, «για παράδειγμα σας ανέφερα. Είναι δεδομένο ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν ίσες ικανότητες και είναι ίσοι στα μάτια του θεού. Τους διαχωρίζουν μόνο η μόρφωση και οι περιστάσεις».
Ο Τιχόνοβ γέλασε μοχθηρά. «Τι μου λέτε, Σεμιόν Σεμιόνιτς; Φαίνεστε εσείς που είστε σπουδαγμένος, ότι γνωρίζετε τόσα πράγματα που εμείς οι φτωχοί υπάλληλοι αγνοούμε. Είμαστε λοιπόν ίδιοι με τους μουζίκους. Με την ίδια λογική, λοιπόν, κι’ εγώ μπορώ να λογίζομαι ίσος με τον ανώτατο ταχυδρομικό επιθεωρητή Σαμάροφ. Πρέπει να θυμηθώ να του το αναφέρω όταν συναντηθούμε. Είμαι σίγουρος ότι θα χαρεί πολύ να το ακούσει».
«Αν νομίζετε ότι θα με τρομάξετε με αυτά που λέτε, Ιβάν Κιρίλοβιτς», απάντησε ο γιατρός, «να με συμπαθάτε αλλά είστε πολύ γελασμένος. Κάθε μορφωμένος άνθρωπος γνωρίζει πως η ανθρώπινη φύση είναι μία και μοναδική. Μόνο οι εξωτερικοί παράγοντες μπορούν να διαχωρίσουν τους ανθρώπους».
«Πραγματικά», είπε – χωρίς να το καλοσκεφτεί – ο Αντώνης Πάβλοβιτς που παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τη συζήτηση αν και δε θα ήθελε να λάβει μέρος. Το θέμα ήταν πολύ ευαίσθητο, πολιτικό θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει, και σίγουρα δεν θα ήταν πρέπον για έναν γραμματέα τρίτου βαθμού να αναμειχθεί σε μια τέτοια κουβέντα.
Ο Ιβάν Κιρίλοβιτς γύρισε και τον κεραυνοβόλησε με ένα βλέμμα. «Δεν πιστεύω να συμμερίζεστε κι’ εσείς αυτές τις ανοησίες, Αντώνη Πάβλοβιτς;»
Ο Τσερένκωβ συνειδητοποίησε με τρόμο ότι παρασυρόταν να αναμειχθεί ακριβώς στη συζήτηση που ήθελε να αποφύγει. «Όχι, ξέρετε, εγώ…» άρχισε να λέει.
Για καλή του τύχη ο Ιβάν Κιρίλοβιτς προτίμησε να συνεχίσει ο ίδιος να μιλάει παρά να ακούσει την απάντησή του. «Η ανθρώπινη φύση είναι ποταπή», είπε τονίζοντας μία μία τις λέξεις. Οι άνθρωποι από τη φύση τους είναι λίγο παραπάνω από ζώα. Να, όπως ακριβώς αυτοί οι μουζίκοι. Εμείς διαφέρουμε από αυτούς γιατί εμείς είμαστε η ανώτερη τάξη και έχουμε τον πολιτισμό. Οι μουζίκοι δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποκτήσουν πολιτισμό γιατί είναι κάτι πέρα και έξω από τη φύση τους. Έχετε δει ποτέ μια μαϊμού να διαβάζει και να γράφει; Ε, ούτε και ένα μουζίκο θα δείτε».
«Μου φαίνεται ότι δεν ξέρετε τι λέτε, Ιβάν Κιρίλοβιτς», αποκρίθηκε ο γιατρός που η κουβέντα τον είχε συνεπάρει τόσο ώστε να έχει λησμονήσει την χαρακτηριστική του ευγένεια. «Η ανθρώπινη φύση έχει ένα μεγαλείο. Όλοι οι άνθρωποι έχουν μέσα τους την ικανότητα να μεγαλουργήσουν. Τους μουζίκους που κατηγορείτε, εμείς είμαστε που τους κρατάμε στην κατάσταση που βρίσκονται. Αν τους αφήσουμε κάποια μέρα να μορφωθούν δεν θα έχουν τίποτε να ζηλέψουν από εμάς».
Ο Τιχόνοβ τον κοίταξε με ένα φριχτό μορφασμό. Ύστερα γύρισε ξαφνικά στον Τσερένκωβ, και με ένα χαμόγελο που έδειχνε τα δόντια του ρώτησε: «Τι λέτε κι’ εσείς για την ανθρώπινη φύση, Αντώνη Πάβλοβιτς;»
«Κοιτάξτε, Ιβάν Κιρίλοβιτς… Η ανθρώπινη φύση…» Ο Αντώνης Πάβλοβιτς Τσερένκωβ συνειδητοποίησε ξαφνικά πως αυτός, ένας γραμματέας τρίτου βαθμού, ποτέ του δεν είχε αναρωτηθεί για την ανθρώπινη φύση. Ήταν ένα πράγμα σημαντικό, σίγουρα, το σημαντικότερο ίσως, αλλά δεν είχε ποτέ αφιερώσει λίγο χρόνο για να εξετάσει κάτι τόσο σπουδαίο. Ντράπηκε ξαφνικά για την ελαφρότητά του. Ήθελε να πει πάρα πολλά πράγματα, ένα σωρό ιδέες εμφανίζονταν ξαφνικά, θαρρείς από το πουθενά, στο μυαλό του, αλλά δεν ήξερε πως να τις εκφράσει. Έβηξε αμήχανα. «Η ανθρώπινη φύση…» είπε πάλι. Δεν ήξερε τι άλλο να πει… Απέφευγε να κοιτάξει κατάματα τον Τιχόνοβ αλλά, ακόμη κι’ έτσι, ένιωθε το ειρωνικό βλέμμα του. Ήξερε βέβαια πως δε θα τολμούσε να τον περιγελάσει κατάμουτρα μέσα στο σπίτι του, ήταν τέλος πάντων ένας γραμματέας τρίτου βαθμού, σημαντικότερος από έναν απλό ταχυδρομικό διευθυντή – αν και η αλήθεια ήταν πως μπροστά στον Ιβάν Κιρίλοβιτς ένιωθε πάντα κάποιο φόβο και κάποια σύγχυση, όμως μπορούσε να φανταστεί τι θα του έσερνε την επόμενη μέρα πίσω από την πλάτη του.
«Ο Αντώνης Πάβλοβιτς και η ανθρώπινη φύση… Δεν ήξερε να πει κουβέντα ο κακομοίρης, μα την πίστη μου…» Φαντάστηκε τι γέλιο θα κάνανε μαζί του στο ταχυδρομείο, μα μήπως ακόμη και στην υπηρεσία του… Τι μπελάς, θεέ μου! Γιατί να καλέσει σπίτι του αυτό τον άξεστο άνθρωπο, αυτό τον κουτσομπόλη; Γιατί να μπλεχτεί σε αυτή την καταραμένη κουβέντα; Κι’ αυτή η διαβολοβροχή που δεν έλεγε να σταματήσει…
Εκεί όμως που ανοιγόκλεινε το στόμα του σαν ψάρι, ο Αντώνης Πάβλοβιτς είχε μια ανέλπιστη βοήθεια. Ο λοχαγός Βολόσιν, ένας άντρας πολύ πιο νέος από τους άλλους τρεις, που ανεχόταν την συντροφιά τους αναγκαστικά επειδή ήταν οι μόνοι αξιωματούχοι της σειράς του στην τοπική κοινωνία, όλη αυτή την ώρα έπινε και σκεφτόταν την Αναστασία Φεντόροβνα, την κόρη του διοικητή του, που θα επέστρεφε στην πόλη μετά από μερικές μέρες και του είχε δώσει με τον τρόπο της να καταλάβει ότι δεν ήταν τελείως αδιάφορη για εκείνον. Όσο για την ανθρώπινη φύση, καπίκι δεν έδινε. Τώρα ένιωθε ότι αρκετά είχε αντέξει αυτή την ανούσια και βαρετή συζήτηση, είχε πιει όσο άντεχε να πιει χωρίς να αναγκαστεί να γυρίσει στο στρατώνα του τρικλίζοντας σαν κανένας μεθυσμένος μουζίκος, και ήταν ώρα να επιστρέψει. Σηκώθηκε ξαφνικά και χτύπησε τις φτέρνες από τις μπότες του. «Με συγχωρείτε που σας διακόπτω, Αντώνη Πάβλοβιτς, αλλά είναι πολύ αργά και έχω αύριο πολύ πρωινό ξύπνημα. Ευχαριστώ πολύ για την ωραία βραδιά. Καληνύχτα σας».
Ο Σεμιόν Σεμιόνιτς, νιώθοντας ίσως τη δυσκολία του οικοδεσπότη του, καληνύχτισε και αυτός γρήγορα, πήρε το πανωφόρι του και έφυγε. Ο Τιχόνοβ ήταν αναγκασμένος να φύγει και αυτός, αν και χωρίς μεγάλη όρεξη. «Δεν προλάβατε να μου πείτε τις απόψεις σας για την ανθρώπινη φύση, Αντώνη Πάβλοβιτς», του είπε καθώς εκείνος τον ξεπροβόδιζε. «Θα χαρώ πολύ να μαζευτούμε στο σπίτι μου αύριο, να συνεχίσουμε την ωραία μας κουβέντα». «Μα βέβαια», απάντησε ο Τσερένκωβ, «θα είναι μεγάλη μου χαρά…»
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, η βροχή συνεχιζόταν, και ο Αντώνης Πάβλοβιτς Τσερένκωβ, γραμματέας τρίτου βαθμού, δεν μπορούσε με τίποτε να κοιμηθεί. Μια ιδέα ερχόταν συνέχεια και τριβέλιζε το μυαλό του. Η ανθρώπινη φύση… μα τι σπουδαίο, τι αξιόλογο πράγμα που ήταν η ανθρώπινη φύση. Σκέψεις έρχονταν στο μυαλό του σαν ένα ορμητικό ποτάμι. Είχε τόσα πολλά να πει για την ανθρώπινη φύση, που δεν ήξερε από που να αρχίσει και που να τελειώσει. Έμενε μόνο να βάλει σε κάποια τάξη τις ιδέες του, και αύριο κιόλας θα πήγαινε στο ταχυδρομείο. Αύριο πρωί πρωί, ξημερώματα. «Α, αγαπητέ μου Ιβάν Κιρίλοβιτς», θα του έλεγε, γελώντας με συγκατάβαση, «για την ανθρώπινη φύση δε θέλατε να μιλήσετε; Ε λοιπόν, έχω κι’ εγώ να σας πω δυο πράγματα». Τον έπιασε ξαφνικά ένας βήχας, τόσο δυνατός που ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του και διπλώθηκε. Δεν είχε σημασία, τι μπορεί να σου πει ένας μικρός ασήμαντος βήχας μπροστά στην ανθρώπινη φύση; Η ανθρώπινη φύση στριφογύριζε ασταμάτητα στο μυαλό του. Ξανάρχισε όμως να βήχει, πολύ δυνατά, και μετά άρχισε να φτύνει αίμα. Αυτό τον ανησύχησε κάπως και χτύπησε το κουδούνι για τον υπηρέτη του, το γέρο-Βολόντια.
Τη νύχτα χειροτέρεψε και το πρωί κιόλας μπήκε στο νοσοκομείο. Ο Σεμιόν Σεμιόνιτς τον υποδέχτηκε σοβαρός σοβαρός. «Εγώ σας τα έλεγα, φίλε μου Αντώσα. Έπρεπε να προσέχετε λίγο περισσότερο την υγεία σας. Ελάτε τώρα, να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε».
Ο Αντώνης Πάβλοβιτς έμεινε στο νοσοκομείο ήσυχος, η αλήθεια ήταν πως δεν έδινε καμμία σημασία στην αρρώστια του αλλά σκεφτόταν συνεχώς την ανθρώπινη φύση. Ήταν όλα αυτά που συζητούσαν ο Σεμιόν Σεμιόνιτς και ο Ιβάν Κιρίλοβιτς, αλλά δεν ήταν μόνο αυτά. Η ανθρώπινη φύση ήταν κάτι πολύ μεγάλο, πολύ πολύπλοκο. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του έκανε μεγαλειώδεις σκέψεις. Ένιωθε σαν πραγματικός φιλόσοφος. Αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο για την ανθρώπινη φύση. Ποιος Ιβάν Κιρίλοβιτς τώρα, γιατί να ασχοληθεί με τον Ιβάν Κιρίλοβιτς, τώρα πια όλοι θα τον θαύμαζαν. «Ο Αντώνης Πάβλοβιτς και η ανθρώπινη φύση», θα έλεγαν. «Μα τι τιμή μας», θα έλεγε ο διευθυντής του, «να έχουμε στην υπηρεσία μας έναν τέτοιο σπουδαίο άνθρωπο, ένα τόσο φωτεινό πνεύμα». Μόλις έβγαινε από το νοσοκομείο θα άρχιζε να γράφει. Προσπαθούσε σιγά σιγά να βάλει σε τάξη τις ιδέες του, αλλά κάθε τόσο τον έπιανε δυνατός βήχας και διπλωνόταν στα δύο και μετά έπρεπε να αρχίσει πάλι από την αρχή.
Δυο βράδια μετά, δεν είχε ακόμη σηκωθεί καθόλου από το κρεβάτι. Ξύπνησε ξαφνικά με ψηλό πυρετό. Ένιωθε ότι δεν άντεχε άλλο, έπρεπε να σηκωθεί, να φύγει, τα πόδια του όμως δεν τον βαστούσαν. Τον είχε πιάσει μια μεγάλη φούρια, δε μπορούσε να μείνει άλλο στο κρεβάτι. Τα είχε πια καταλάβει όλα. Η ανθρώπινη φύση δεν είχε πια κανένα μυστικό για εκείνον.
Ένιωθε τη γνώση του να τον πνίγει. Δεν μπορούσε πια να περιμένει να γραφτεί το βιβλίο. Έπρεπε να μιλήσει σε κάποιον, σε οποιονδήποτε. Η γυναίκα του πρέπει να είχε φύγει όση ώρα κοιμόταν, ο γιατρός τέτοια ώρα θα βρισκόταν σίγουρα στο κρεβάτι του, μαζί του στο θάλαμο ήταν μόνο δύο νοσοκόμοι. Σκυμμένοι πάνω σε ένα χαμηλό τραπεζάκι, έπαιζαν ένα παιχνίδι με χαρτιά. Ο Αντώνης Πάβλοβιτς, με κάποια δυσκολία είναι η αλήθεια, ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και κοίταξε προς το μέρος τους. «Η ανθρώπινη φύση», είπε με τρεμάμενη φωνή, «η ανθρώπινη φύση…» Δεν είχε τη δύναμη να συνεχίσει. Έπεσε πίσω στο κρεβάτι και έβγαλε έναν αναστεναγμό. Ύστερα έμεινε σιωπηλός.
Ο ένας από τους δύο νοσοκόμους σηκώθηκε βαριεστημένα, πλησίασε στο κρεβάτι, στάθηκε δίπλα στο Τσερένκωβ και πήρε το σφυγμό του. «Είναι νεκρός», είπε μετά από λίγο.
Ο συνάδελφός του κούνησε απλά το κεφάλι του. «Κι’ αυτή η διαβολοβροχή δε λέει να σταματήσει…»
(Ο Γιώργος Νικολόπουλος ζει στην Αθήνα.Από το 2002 ασχολείται με το θέατρο, και συμμετέχει στο Εργαστήρι Έκφρασης-Επικοινωνίας Δήμου Χολαργού.
Μέσα στο 2010 έχει εκδώσει ένα παιδικό μυθιστόρημα (Οι Τρεις Πριγκίπισσες) και δύο ποιητικές συλλογές (Γυάλινες Βάρκες, Χαμένες Ευκαιρίες). Πέντε διηγήματά του έχουν εκδοθεί σε συλλογικούς τόμους, ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα περιοδικά, ανθολογίες, ιστοσελίδες κλπ.
Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών και πολλών ελληνικών και διεθνών λογοτεχνικών συλλόγων. Έχει λάβει μέρος σε πολλά φεστιβάλ και άλλες λογοτεχνικές εκδηλώσεις, όπως την 1η Ελληνοαλβανική Συνάντηση Ποίησης και τις βραδιές ποίησης στα πλαίσια της έκθεσης Έργον Τέχνης – Γυναίκα στην Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά. Το ποιητικό του έργο έχει παρουσιασθεί στο 30ο Συμπόσιο Ποίησης του Πανεπιστημίου Πατρών, και το λογοτεχνικό έργο του στο Θέατρο της Ημέρας, στα πλαίσια της σειράς «ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝ ΔΙΑΛΟΓΟΣ».
Είναι καταχωρημένος στο Αρχείο Σύγχρονων Ελλήνων Συγγραφέων του Ε.ΚΕ.ΒΙ. και στη βάση δεδομένων του ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ. Συνεντεύξεις του δημοσιεύθηκαν στον ιστοχώρο actclick και στο περιοδικό «Σύγχρονη Άποψη» της Κύπρου.
Τα 3 τελευταία χρόνια πήρε 28 βραβεία και διακρίσεις σε πολλούς σημαντικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, μεταξύ των οποίων 1ο βραβείο στο διαγωνισμό παιδικού μυθιστορήματος του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού και Νεανικού Βιβλίου, Αριστείο ποιητικής συλλογής στο Διεθνή Διαγωνισμό του περιοδικού Κελαινώ, 1ο βραβείο αγγλόφωνης ποίησης στον διαγωνισμό του Ελληνοαυστραλιανού Πολιτιστικού Συνδέσμου Μελβούρνης και 1ο βραβείο αγγλόφωνης φράσης στον διαγωνισμό της Διασπορικής Λογοτεχνικής Στοάς.
Τιμήθηκε σαν ένας από τους καλύτερους νέους ποιητές του 2009 στα πλαίσια των εκδηλώσεων του περιοδικού Κελαινώ για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης.
1ο βραβείο στο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Καφενείου των Ιδεών (2009)
διάκριση στο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Δήμου Βέροιας (2009)
διάκριση στο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Συλλόγου Βιβλιόφιλων Έδεσσας (2010)
http://diasporic.org/2011/10/george-nikolopoulos/anthony-pavlovic-and-human-nature/