Παρασκευή
19 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4961RSS FEED
Δίας – Ποσειδών. Μάχη παρά τα πλοία
Γράφει ο
Πολύβιος Μαργιάς

Του Κρόνου οι δύο ισχυροί γιοι, διαφορετικά φρονώντας ο καθένας τους, ετοιμάζουν θλίψεις φρικτές στους γενναίους άνδρες. Ο Δίας ήθελε την νίκη των Τρώων και του Έκτορος, γιατί ζητούσε τον γοργόποδο να τιμήσει Αχιλλέα∙ αλλά καθόλου δεν σχεδίαζε να αφανιστεί ο στρατός των Αχαιών, μόνον ήθελε να τιμήσει την Θέτιδα και τον αντρόψυχο γυιο της. Ο Ποσειδών, αφού ξεπήδησε από την ψαριά θάλασσα, ήρθε και παρακινούσε τους Αργείους∙ γιατί τους λυπόταν που κακομάθαιναν από τους Τρώες, και με τον Δία πολύ αγανακτούσε.

Αυτοί το σκοινί της σκληρής έριδας και του ολέθριου πολέμου τέντωσαν πάνω στους δύο στρατούς, μια στον ένα και μια στον άλλο, άλυτο, που παρέλυε πολλών τα γόνατα. Τότε ο Ιδομενέας, αν και ασπρομάλλης, αφού εγκαρδίωσε τους Δαναούς κι ώρμησε πάνω στους Τρώες, τους ξεσήκωσε σε φυγή. Γιατί τον Οθρυονέα από την Καβησό σκότωσε, που έμενε μέσα στην Τροία, νιοφερμένος εκεί για την δόξα του πολέμου∙ αυτός ζήταε νύφη την κόρη του Πριάμου, την πανέμορφη Κασσάνδρα, και υποσχόταν μεγάλο κατόρθωμα, να διώξει βίαια από την Τροία τους Αχαιούς.

Μα ο Ιδομενέας τον σημάδεψε με το λαμπρό κοντάρι του, ρίχνοντάς το, και τον πέτυχε όπως αυτός εβάδιζε με έπαρση (ύψι βιβάντα) μεγάλη. Κι ο θώρακας δεν βοήθησε ο χάλκινος που φορούσε, αλλά το έμπηξε στη μέση της κοιλιάς, κι έπεσε αυτός κάνοντας βρόντο. Και ο Ιδομενέας εκαυχήθη και είπε «Οθρυονέα σ’ επαινώ πιο πολύ απ’ όλους τους θνητούς, αν στ’ αλήθεια πραγματοποιήσης όλα όσα υποσχέθηκες στον Δαρδανίδη Πρίαμο, εκείνος πάλι σου έταξε την κόρη του. Κι εμείς, να ξέρεις, αν σου δίναμε το λόγο μας, θα τον τελεύαμε, και από το Άργος φέρνοντας την πιο τρανή στα κάλλη από τις κόρες του Ατρέα θα στην δίναμε να την πάρης γυναίκα σου εάν ήθελες, να πατήσης μαζί μας το κάστρο της πανεύτυχης Τροίας. Αλλ’ ακολούθα με για να συμφωνήσουμε στα πλοία πάνω τα θαλασσοπόρα για το γάμο σας, γιατί δεν είμαστε κακόπιστοι προικοδότες.»

Αυτά σαν είπε, τον έσερνε από το πόδι μες την φοβερή μάχη ο ανδρείος Ιδομενέας. Εκδικητής ήρθε ο Άσιος, πεζός μπροστά στους ίππους του. Αυτούς, καθώς φυσούσαν πίσω από τους ώμους του, τους κράταε πάντα ο ακόλουθος αμαξηλάτης. Κι ο Άσιος λαχταρούσε να κτυπήση τον Ιδομένέα, μα κείνος πρόλαβε και τού ριξε με το κοντάρι του μες τα λαιμά του, κάτω από τα γένια, κι ως πέρα του πέρασε την χάλκινη αιχμή. Και έπεσε, όπως όταν μια δρυς πέφτει ή μια λεύκα ή ένα πεύκο πανύψηλο που το κόψαν ξυλοκόποι στα όροι με νιοτρόχιστα τσεκούρια για να γίνει ξύλο καραβιού. Έτσι αυτός καθώς ξαπλώθηκε κείτονταν και έσκουζε σφίγγοντας την ματωμένη σκόνη. Τότε του ηνιόχου ο νους ταράχθηκε, που στεκε πρώτα, κι ούτε τόλμησε αυτός να ξεφύγη των εχθρών τα χέρια στρέφοντας πίσω τα άτια του, μα πετυχαίνοντάς τον με το δόρυ ο πολεμικός Αντίλοχος τον κάρφωσε στη μέση∙ κι ούτε βοήθησε ο χάλκινος θώρακας που φόραε, αλλά το έμπηξε στη μέση της κοιλιάς κι αγκομαχώντας κείνος έπεσε απ’ το καλοφτιαγμένο άρμα. Και τ’ άλογά του ο Αντίλοχος, ο γιος του μεγαλόψυχου Νέστορα, τ’ απόδιωξε απ’ τους Τρώες προς τους καλλικνήμιδες Αχαιούς.

Ο Δηίφοβος που λυπόταν για τον Άσιο εσίμωσε πολύ τον Ιδομενέα και του έριξε με το λαμπρό κοντάρι. Μα ο Ιδομενέας ξέφυγε το χάλκινο δόρυ, απέναντι ως το είδε, τι χώθηκε κάτω από την ισόβαρη ολούθε ασπίδα που αυτός φορούσε, στρογγυλοκάμωτη με δέρματα βοϊδίσια κι αστραφτερό χαλκό, και με δυο ξύλα από μέσα πιασμένη. Κάτω απ’ αυτήν εζάρωσε όλος, και το χάλκινο δόρυ πέταξε από πάνω της κι αχολόγησε η ασπίδα η κούφια, ξυστά ως την πήρε το κοντάρι. Αλλά δεν το ‘ριξε στο βρόντο από το βαρύ του χέρι, μόνον λάβωσε τον γυιο του Ιππάσου Υψήνορα, τον αρχηγό στρατού, μες στο συκώτι κάτω από το διάφραγμα, κι ευθύς παράλυσε κάτω από τα γόνατά του.

Τότε φοβερά καυχήθηκε ο Δηίφοβος κραυγάζοντας: «Αλήθεια δεν κείτεται ανεκδίκητος ο Άσιος, αλλά θαρρώ, κι ας πήγε στο οίκημα του Άδη του άγριου πυλωρού, πως θα χαρεί βαθιά του, τι του δωκα βέβαια συνοδό». Αυτά είπε κι οι Αργείοι πόνεσαν, που αυτός παινεύτηκε. Μα πιο πολύ την ψυχή κλόνισε του πολεμικού Αντιλόχου∙ αλλά αν και λυπόταν αυτός δεν παραμέλησε τον φίλο του, μα έτρεξε και στάθη μπρος του, και τον σκέπασε με την ασπίδα του όλο.

Έπειτα δυο πιστοί σύντροφοι, ο Μηκιστέας ο γιος του Εχίου κι ο ευγενής Αλάστορας, σκύβοντας τον φορτώθηκαν, κι έτσι βαριά ως βόγγαε τον φέρανε στα κοίλα πλοία. Και ο Ιδομενέας δεν σταμάτησε την μεγάλη ορμή του, μόνον ζήταε όλο ή να σκεπάσει κανένα από τους Τρώες με μαύρη νύχτα, ή να σωριαστεί αυτός βαριά διώχνοντας τον όλεθρο από τους Αχαιούς. Τότε τον ακριβό γιο του ευγενή Αισυήτη, τον αντρείο Αλκάθοο ξέκαμε ο Ποσειδώνας με του Ιδομενέα το χέρι. Τον Αλκάθοο που ήταν γαμπρός του Αγχίση και είχε γυναίκα του την πιο μεγάλη από τις κόρες του, την Ιπποδάμεια, που τον αγάπησε ο πατέρας της και η σεβαστή της μάνα μες στο σπίτι τους, γιατί όλες τις συνομήλικες στα κάλλη ξεπερνούσε και στη δουλειά και στα μυαλά, γι’ αυτό και την παντρεύτηκε ο πιο ζηλευτός μέσα στην διάπλατη Τροία∙ ο Ποσειδώνας θάμπωσε τα φωτερά του μάτια και του δεσε τα λαμπρά μέλη, γιατί ούτε να φύγει προς τα πίσω δυνόταν, ούτε να στρέψει προς τα πλάγια, μα έτσι ως έστεκε ακούνητα σα στύλος ή σαν δένδρο φουντωτό τον χτύπησε μες τη μέση του στήθους του με το δόρυ ο ανδρείος Ιδομενέας, και του κομμάτιασε τον χάλκινο θώρακα, που πριν εμπόδιζε τον θάνατο από το σώμα του. Τότε λοιπόν βρόντηξε κούφια γύρω στο δόρυ του καθώς τρυπιόταν. Και ο Αλκάθοος έπεσε με βρόντο και το δόρυ του χε μπηχτεί στην καρδιά του, που ως σπαρταρούσε αυτή κουνούσε την ουρά του κονταριού. Και μέσα σε λίγο άφηκε την ορμή του ο ισχυρός Άρης (το πολεμικό όπλο).

Κι ο Ιδομενέας τότε δυνατά καυχήθηκε: «Δηίφοβε, άραγε μας φαίνεται κάπως αρκετό να φονευθούν τρεις απέναντι σ’ ένα; Επειδή βέβαια παινεύεσαι τόσο πολύ ξεμυαλισμένε! Έλα και συ και στάσου απέναντί μου για να ιδής ποιος ήρθε εδώ του Δία απόγονος. Αυτός τον Μίνωα και ο Μίνωας τον Δευκαλίωνα και ο Δευκαλίωνας εμένα για σένα κακό».

Κι ο Δηίφοβος σκέφτηκε ή πίσω να έκανε και να έπαιρνε και κάποιον δικό του για σύντροφο, ή να δοκίμαζε μόνος. Ενώ αυτά σκεφτόταν, του φάνηκε πιο καλό να πάει στον Αινεία. Σιμώνοντάς τον, φτερωτά λόγια του είπε: «Αινεία, σύμβουλε των Τρώων, συ τώρα έχεις χρέος, για τον γαμπρό σου να μάχεσαι, αν βέβαια κάποια λύπη σ’ έχει βρει. Μόνο ακολούθησέ με να δώσουμε βοήθεια στον νεκρό Αλκάθοο, που όντας γαμπρός σου σ’ ανέθρεψε πριν από χρόνια στο σπίτι του όταν ήσουν παιδί, αυτόν τον ξέκαμε ο Ιδομενέας.

Εκλονίστηκε η ψυχή του Αινεία και τράβηξε εναντίον του Ιδομενέα. Όμως εκείνος ο Ιδομενέας δεν επήρε δρόμο αλλά περίμενε όπως ο κάπρος στα όρη περιμένει, έχοντας εμπιστοσύνη στη δύναμή του, ακονίζοντας τα δόντια του. Έτσι περίμενε ο Ιδομενέας τον ξακουστό στο δόρυ Αινεία, που ορμητικός ερχόταν. Εφώναξε όμως τους συντρόφους του, Ασκάλαφο, Αφαρέα, Δηίπυρο, τον Μηριόνη και τον Αντίλοχο, λέγοντας: «Ελάτε φίλοι τι είμαι μόνος, τον φοβούμαι τον Αινεία που τρέχει με φτερά στα πόδια. Είναι άξιος πολύ και ευρίσκεται ακόμη στης ηλικίας το άνθος.» Και όλοι τους στάθηκαν σιμά του.

Αλλά και τον Αινεία ακολουθούσαν πολλοί, δικοί του όπως στο κριάρι πάνε τα πρόβατα μετά τη βοσκή τους για να πιουν νερό. Η σύγκρουση των δύο ομάδων βρόνταε φοβερά ο χαλκός στα στήθια τους. Αλλά οι δύο άνδρες ξεχωριστά πολεμόχαροι από τους άλλους, ο Αινείας και ο Ιδομενέας ισότιμοι του Άρη πασχίζουν ο ένας τον άλλο να κομματιάσουν.

Ο Αινείας πρώτος ακόντισε τον Ιδομενέα, μα αυτός ξέφυγε το χάλκινο δόρυ, και η αιχμή του κονταριού κάνοντας παλμούς έπεσε στη γη, στα χαμένα τινάχθηκε από το στιβαρό χέρι. Ο Ιδομενέας χτύπησε τον Οινόμαο στη μέση της κοιλιάς του, έσπασε τα’ αφάλι του θώρακα και τα έντερά του χύθηκαν έξω. Δεν μπόρεσε όμως να του πάρει από τους ώμους τα ωραία άρματα. Γιατί δεν είχε πια γερά τα πόδια του ταχύτερος να δράσει. Στη μάχη σώμα με σώμα ήταν δυνατός, όταν όμως από την μάχη ήθελε να φύγει, τα πόδια δεν τον έφερναν γρήγορα. Και σαν πίσω έκανε, ο Δηίφοβος του έριξε το κοντάρι του, γιατί θυμό πολύ του είχε, αστόχησε, εκτύπησε όμως τον Ασκάλαφο το γυιο του Άρη, και εκείνος πέφτοντας άδραξε το χώμα.

Ο αγώνας γύρω από το νεκρό Ασκάλαφο σκληρός για τα άρματά του συνεχιζόταν και ο Δηίφοβος άρπαξε το αστραφτερό κράνος του Ασκαλάφου, μα ο Μηριόνης γοργός σαν τον Άρη του κτύπησε τον βραχίονα και το κράνος έπεσε κάτω∙ ο δε Μηριόνης τράβηξε το δόρυ του και έκαμε πίσω προς τους συντρόφους του.

Σκληρό και ολέθριο του Πολέμου το αιμάτινο κέρασμα, ενός συμποσίου κοράκων, όρνεων και σκύλων!