Παρασκευή
19 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4961RSS FEED
Η μετάβαση στη Δημοκρατία ως ιστορία ενηλικίωσης
31/07/2014

Γράφει η Άννα Καρακατσούλη

 
Στο 4ο Ζωγράφου

Ανήκω στη γενιά που γεννήθηκε στα χρόνια της δικτατορίας και για την οποία η Μεταπολίτευση ταυτίζεται με τη σχολική ηλικία και τη διαδικασία κοινωνικοποίησής της. Επιχειρώντας, σαράντα χρόνια μετά, μια αναδρομή σε αυτή την εποχή, θα ήθελα να σταθώ στον καθοριστικό ρόλο τού σχεδόν σε διαρκή εξέλιξη δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος της Μεταπολίτευσης για τη διαμόρφωση κοινού δημοκρατικού αισθήματος και κοινωνικής ευθύνης, με έντονη κάθε φορά επίγνωση της μετάβασης από ένα αυταρχικό σύστημα σε ένα άλλο, πιο συμμετοχικό, ανοιχτό και –ακόμα– άδολα ελπιδοφόρο.

Ήμασταν τα τυχερά παιδιά που κατέκτησαν την ανάγνωση μέσα από τα Ψηλά βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου, ίσως γι’ αυτό την αγάπησαν τόσο. Όταν το καλοκαίρι του 1974 έπεσε η χούντα, χρειάστηκε να ανατυπωθεί επειγόντως το παλιό αναγνωστικό της πρώτης δημοτικής μεταρρύθμισης του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1917 για να μοιραστεί στα δημοτικά σχολεία τον Σεπτέμβριο στη θέση του βιβλίου της δικτατορίας. Παιδιά των διαδοχικών εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων επίσης, αν και σε αυτή την ηλικία δεν τις αντιλαμβάνεσαι έτσι. Έτσι μας έφτασε μια μέρα το καλό νέο ότι αίφνης απαλλαχτήκαμε από τις απολυτήριες εξετάσεις της ΣΤ΄ Δημοτικού (αν και δώσαμε εκείνες της Ε΄) και από τις εισαγωγικές στο Γυμνάσιο.

Ξεκινήσαμε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε Γυμνάσια Θηλέων και Αρρένων, στα μεγάλα πράσινα ξύλινα θρανία, συχνά τρεις τρεις, φορώντας την μπλε μαθητική ποδιά (καταργήθηκε το 1982). Είχαμε μάθημα έξι μέρες τη βδομάδα σε δύο βάρδιες, μισή βδομάδα πρωινή και μισή απογευματινή, εναλλάξ ανά σχολική χρονιά με το άλλο σχολείο με το οποίο μοιραζόμασταν το κτίριο. Ο εκδημοκρατισμός των θεσμών που χαρακτηρίζει τη Μεταπολίτευση πήρε χρόνο μέχρι να κατακτήσει τον χώρο του σχολείου. Μετά τη μεταρρύθμιση Ράλλη, το 1976, που έληξε επιτέλους το γλωσσικό μας ζήτημα καθιερώνοντας τη δημοτική γλώσσα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και επέβαλε την εννεαετή υποχρεωτική εκπαίδευση, η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου προχώρησε σε συμβολικές αλλαγές (η επέτειος του Πολυτεχνείου αναγνωρίστηκε ως ημέρα επίσημου εορτασμού από το 1981, προλάβαμε στο Γυμνάσιο την αποχή και τις απουσίες από τα μαθήματα μέσα από ένα μαθητικό κίνημα που βρισκόταν ακόμα στα σπάργανα) και σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις (μεικτά σχολεία παντού, εκλεγμένα δεκαπενταμελή συμβούλια, κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων στο Λύκειο, τις οποίες επίσης ήμασταν η τελευταία γενιά που τις έδωσε, και, βέβαια, ψήφο στα 18). Η καθιέρωση του μονοτονικού το 1982 δεν επηρέασε σημαντικά τη σχολική ζωή μας, είχαμε ήδη σχεδόν ολοκληρώσει τις εγκύκλιες σπουδές με πνεύματα και περισπωμένες.

Εισαχθήκαμε στα πανεπιστήμια στον απόηχο των μαζικών φοιτητικών κινητοποιήσεων του χειμώνα του 1979 για την απόσυρση του νόμου 815, με Γενικές Εξετάσεις και τέσσερις Δέσμες μαθημάτων (ξανά ευτυχείς που είχαμε την ύστατη ώρα απαλλαγεί από τις διπλές Πανελλήνιες Εξετάσεις της Β΄ και της Γ΄ Λυκείου• το σύστημα των Γενικών Εξετάσεων ίσχυσε από το 1983 ώς το 1999) σε Σχολές που μόλις άρχιζαν να οργανώνουν τις σπουδές σε εξάμηνα φοίτησης. Ο νόμος 1268 του 1982 είχε ανατρέψει, παρά τις σφοδρές αντιθέσεις, το καθεστώς της έδρας με την ίδρυση του Ενιαίου Φορέα Διδασκόντων και στόχο να εφαρμόσει στο πανεπιστήμιο πιο δημοκρατικές και συμμετοχικές διαδικασίες, και να το ανοίξει σε νέες κοινωνικές ομάδες. Φιλοδοξούσε να φέρει στα ελληνικά Α.Ε.Ι. το πνεύμα του εκσυγχρονισμού που είχε διαμορφωθεί στην Ευρώπη μετά τον Μάη του 1968 και ήρθε να ανταποκριθεί στις έντονες πιέσεις από την πλευρά της κοινωνίας για την αποδέσμευση της ανώτατης εκπαίδευσης από τα αγκυλωμένα πρότυπα του παρελθόντος. Μαζί με τη συμμετοχή των φοιτητών στην ακαδημαϊκή ζωή και τη νομοθετική κατοχύρωση του πανεπιστημιακού ασύλου –μερικά μόνο από τα απολεσθέντα σήμερα κεκτημένα–, προέβλεπε επίσης σημαντικά μέτρα που έμειναν ανενεργά: κοινωνική λογοδοσία μέσα από ευρεία συμμετοχή κοινωνικών εταίρων στο Συμβούλιο Ανωτάτης Παιδείας, εξωτερικό ακαδημαϊκό έλεγχο των πανεπιστημίων, διατμηματικά προγράμματα σπουδών, προαπαιτούμενα μαθήματα στα προγράμματα σπουδών και την οργάνωση των μεταπτυχιακών σπουδών μέσα από τη δημιουργία ενιαίας μεταπτυχιακής σχολής σε κάθε πανεπιστήμιο. Ορισμένα από τα τελευταία επανέρχονται σήμερα στην αυταρχική εκδοχή τους, που απέχει ουσιωδώς από την αρχική τους σύλληψη.

Σε αυτή την ατμόσφαιρα ανατρεπτικών θεσμικών αλλαγών στα πανεπιστήμια και γενικότερου εκρηκτικού κλίματος γύρω από τις Σχολές με τις «Επιχειρήσεις Αρετή» της αστυνομίας (ας θυμηθούμε την κατάληψη του Χημείου και τη δολοφονία του 15χρονου Μιχάλη Καλτεζά το 1985), οι νέοι φοιτητές γεμίζαμε ασφυκτικά τα αμφιθέατρα σε πολυήμερες φοιτητικές συνελεύσεις και παθιασμένες πολιτικές συζητήσεις με την πεποίθηση ότι αποτελούμε τη γενιά της μετάβασης από τον χουντικό αυταρχισμό σε μια οργάνωση ανοιχτή, δημοκρατική και συμμετοχική.

Το 1989, όταν αποφοίτησα, ήταν ξεκάθαρο ότι αυτός ο πολιτικός ενθουσιασμός έφθινε με ταχείς ρυθμούς, και άλλα πρότυπα έπαιρναν τη θέση του ακολουθώντας την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας στο σύνολό της, όπως πάντα συμβαίνει με τον καθρέφτη της εκπαίδευσης.

Στο δημόσιο πανεπιστήμιο επέστρεψα το 2002, από την άλλη πλευρά των εδράνων, υπό συνθήκες εργασίας και έρευνας που τα τελευταία χρόνια βαίνουν διαρκώς επιδεινούμενες, με πάντα αταλάντευτη όμως πίστη στον ουσιαστικό και αναντικατάστατο ρόλο του για μια κοινωνία με γερές βάσεις και δυναμική προοπτική. Επιμένουμε σκόπιμα στη σημασία και την προσφορά του δημόσιου σχολείου, ιδιαίτερα τώρα που γίνεται μεγάλη συζήτηση περί του τέλους της Μεταπολίτευσης. Είναι ο κατεξοχήν χώρος που μπορεί να εξασφαλίσει την ουσιαστική κοινωνικοποίηση της νέας γενιάς σε περιβάλλον που να αντανακλά την κοινωνική πραγματικότητα, με όσες δυσκολίες και προβλήματα παρουσιάζει αυτή, να συμβάλει στην άμβλυνση των ανισοτήτων και να διευκολύνει την κοινωνική ένταξη και ισότιμη μεταχείριση των μεταναστευτικών ομάδων, όλα ζητήματα καίρια στο περιβάλλον της κρίσης για τη διατήρηση, την ανάπτυξη και τη βελτίωση της κοινωνίας.

Το κείμενο αυτό έχει περισσότερο χαρακτήρα προσωπικής βιωματικής καταγραφής. Οι ομήλικοι θα αναγνωρίσουν τις τομές που σημάδεψαν την πορεία μας σε μια ιδιαίτερη ιστορική συγκυρία όπου είχαμε συναίσθηση του παλιού που αφήναμε πίσω και ζούσαμε τις αβεβαιότητες του νέου που προσπαθούσε να βρει τον δρόμο του. Ίσως πρέπει να αναγνωρίσουμε μια ιδιαίτερη «γενιά» εδώ, της οποίας τα όρια συνήθως συγχέονται μεταξύ αυτής που προηγείται, «του Πολυτεχνείου», και εκείνης που έπεται, «μετά το 1989». Είναι όμως η γενιά που ουσιαστικά άρχισε να συγκροτεί την αντίληψη του εαυτού και του κόσμου ακριβώς μέσα από τη διαδικασία εκδημοκρατισμού του σχολικού περιβάλλοντος μετά το 1974, με τις έντονες αντιπαραθέσεις που τη συνόδευαν σε κάθε βήμα, που συμπίπτει απόλυτα με την εμπειρία της Μεταπολίτευσης, διαπλάστηκε μέσα σε αυτήν, και για την οποία η μετάβαση στη Δημοκρατία αποτελεί την ιστορία της δικής της ενηλικίωσης.

Χωρίς να πέφτουμε στην παγίδα της νοσταλγικής ενατένισης του παρελθόντος (για να αναφέρουμε μόνο τα προφανή, τα σχολειά μας δεν είχαν βιβλιοθήκες ή εργαστήρια, ούτε καν άξιες λόγου αθλητικές εγκαταστάσεις, μόνο δυο μπασκέτες φυτεμένες στο τσιμεντένιο προαύλιο και ένα δίχτυ βόλεϊ) ή να παραγνωρίζουμε τα ελλείμματα και τις παθογένειες που καλλιεργήθηκαν σε όλη την περίοδο που μας απασχολεί εδώ και που στοιχειώνουν σήμερα την τριτοβάθμια εκπαίδευση, θέλουμε να υπερασπιστούμε το δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης όπως το ζήσαμε και να το πράξουμε με ευγνωμοσύνη για τους δασκάλους που συναντήσαμε σε αυτό, για τις ευκαιρίες που μας έδωσε με όσα μέσα διέθετε, για τη μαθητεία στη δημοκρατία, την ισότητα και την ελευθερία που μας παρείχε.

Στη γενικευμένη απαξίωση του δημόσιου σχολείου και των λειτουργών του που μας περιβάλλει, στην περιφρόνηση για το έργο του που συμπλέκεται με τον ψόγο, αν όχι με το μίσος για τη μεταπολίτευση, αντιτάσσουμε την εμπιστοσύνη στις αξίες που αυτό πρεσβεύει και υπερασπιζόμαστε τις αρχές της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της ίσης πρόσβασης και των ίσων ευκαιριών στο αγαθό της παιδείας (και διόλου στη «διά βίου μάθηση», την απόκτηση «δεξιοτήτων» και τα λοιπά νεοφιλελεύθερα υποκατάστατα).

http://www.chronosmag.eu/index.php/sl-s-s-e-s-ls.html