Τετάρτη
24 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4965RSS FEED
«Πού είναι η μάνα σου, μωρή;»
Γράφει η
Ελένη Καρασαββίδου
- «Πού είναι η μάνα σου, μωρή; Μέσα στην παγωνιά του πρωϊνού, ήτανε 20 του Γενάρη του 1946, πρέπει να ’τανε μέρα Κυριακή, γιατί η μάνα μου επέμενε να μου φορέσει τα τσαρουχάκια μου…»

Έτσι ξεκινά η αφήγηση της Δήμητρας Πέτρουλα, αφήγηση  που κόβει σαν το καλοακονισμένο ξυράφι, ή σαν το καλοακονισμένο χαρτί, την γυαλιστερή επιφάνεια της (νεο) ελληνικής ιστορίας. Μπροστά στα μάτια του 6χρονου μια κάνη κι ένα κτήνος. Πίσω του μια συμμορία ΧΙΤΩΝ που μιμούνταν τις μαζικές δολοφονίες των ναζί-δασκάλων τους. Μπροστά και πίσω η ανθρώπινη τραγωδία, στην οποία οι πρωταγωνιστές μπορεί ν αλλάζουν ονόματα (ενίοτε και ρόλους κι ας πονά κι απαιτεί την ίδια καταγγελία,  παρόλο που δεν αλλάζει τα κόζα της ιστορίας), η ιστορία να μεταμφιέζεται ανάλογα το πλαίσιο λιγάκι διαφορετικά,  αλλά οι βασικές δομές της αποκτήνωσης και της αντίστασης εναντίον της παραμένουν.

- «Πού είναι η μάνα σου, μωρή;» Σε λίγο, το εξάχρονο,  το μόνο που επέζησε μονάχα γιατί ένας απ’ τους χιτες «φοβήθηκε τον θεό» κι αποφάσισε να το φαν τα τσακάλια παρά να το καθαρίσουν οι ίδιοι, θα έμενε 2 μέρες πάνω στο βουνό ανάμεσα στα πτώματα και στα γκρέμια. Θα έβλεπε τις κότες να τρώνε τα μυαλά του πατέρα, το αδικοσκοτωμένο σκυλάκι που λάτρευε τον Λεούτση της, φριχτά δολοφονημένο, την μητέρα με τα έντερα έξω, την αδερφή ν’ αργοπεθαίνει βογγώντας, θαρρώντας πως είναι ένα παιχνίδι προσμονής και πως θα σηκωθούν όλοι.

Κι ύστερα η διαδρομή σε μια Ελλάδα που αργοπέθαινε ενώ εκσυγχρονιζόταν, χάνοντας αυτό που σε κάνει παντοτινά ζωντανό: την ψυχή σου. Το δύσκολα κρυμμένο σοκ παρά τα αναμενόμενα και τόσο βαρετά πάντοτε φληναφήματα ακόμη κι από τις μιντιακές καταγραφές της εποχής, το απίστευτο κυνηγητό στην μικρούλα επιζήσασα που είχε αντικαταστήσει εντός της όσον αφορά το περιεχόμενο της ερώτησης την βιολογική μάνα με την πατρίδα, η σκληράδα ακόμη κι από οικογένειες συγγενών, η χυδαιότητα του να σου βάζουν χέρι γιοι σε σπίτια που σε φιλοξενούσαν καλοί ξένοι και να καλύπτεται ο γιος (στην πραγματικότητα αυτός ο σιχαμερός συνδυασμός αυθαιρεσίας του πολίτη κι αναλγησίας ενός κράτους μπροστά ακόμη και στα παιδιά των «μιασμάτων»), η αλληλεγγύη από δικούς αλλά κι από δυο τρεις ιδεολογικούς αντιπάλους που θελαν μες στον χαμό να κρατήσουν ανθρωπιά και την σώσαν, η οικογένεια με τους 31 νεκρούς από το άμεσο της περιβάλλον και με τους επιπλέον 42 στο ευρύτερο, νεκροί που δεν περιλαμβάνονται στη λίστα παιδιά που καθώς δεν μπορούσαν να βρουν οι γονείς τους δουλειά πωλούσαν χαρτομάντηλα ή γίναν λουστράκοι και τους άλεσε το τραμ, (σε ένα ιδιότυπο αλλά εντελώς υπαρκτό καθεστώς απαρτχάιντ που οι καλές συνοικίες και οι καλές οικογένειες δεν ήθελαν να δουν, τρε μπαναλ, την ίδια ώρα που ξεκοκάλιζαν το σχέδιο Μάρσαλ στα πάνω πατώματα ή έπαιρναν κανά ξεροκόμματο στα κάτω) αγκαθωτές μνήμες μετέπειτα χαμένων που τους είχε στήριγμα, ονόματα μιας παράθεσης που ματώνει στο τέλος και σε κάνει να σιωπάς, μια Μάνη που έτσι μην αφήνοντας ζωντανό ή μη διωκόμενο απ’ τον τόπο, έγινε «μαύρη», η κόρη του Πέτρουλα, του αντάρτη,  η θεία του Σωτήρη…

Του Σωτήρη Πέτρουλα, του τραγικού πρωταγωνιστή των Ιουλιανών, που έπλεξαν με την σειρά τους, ιστός αράχνης, την τραγωδία μιας χώρας. Μια ιστορία που τελείωσε; τον Ιούλη του 1965 με την «τυχαία δολοφονία» του μικρανηψιού, φωτοτυπία του αδικοχαμένου το ’50  τρυφερού μες στην ορφάνια της αδερφού, μια ιστορία που τελείωσε μ’ ένα Μανιάτικο μοιρολόι και μια πάνδημη κηδεία. Σε μια κοινωνία που (παρά το κυνηγητό και την αποχαύνωση με μπάτσες και θεσούλες παρά το πάντοτε κλασσικό μαστίγιο και το καρότο δηλαδή) τα πιο ζωντανά στοιχεία της που δεν είχαν μεταλλαχτεί και δεν είχε έρθει τόσο μαζικά ο χειμώνας, είχαν αναλάβει εκείνον τον Ιούλη τον ρόλο της Αντιγόνης σε αυτόν τον βαθύ τόπο, απαιτώντας να πάψουν τα καραγκιοζιλίκια ενός κράτους δυνάστη και να ταφεί ο νεκρός. Μια ιστορία που τελειώνοντας σηματοδότησε και νοηματοδότησε την «Τελευταία Άνοιξη.»

Τελειώνοντας; Όχι ακριβώς. Η κυρία Δήμητρα βρήκε την δική της άνοιξη στα μέτρα που ταίριαζαν στην αξιοπρέπεια τα οικογένειας της. Μεγάλης ηλικίας πια, και στην σύντομη ανάσα που έδωσε η σημαντική απόφαση του τότε ΠΑΣΟΚ (81-85) για εθνική συμφιλίωση, ξαναεπισκέπτεται το χωριό. Συναντιέται με τον εγγονό ενός ΧΙΤΗ, δεν του λέει ποια είναι, του χαμογελά τρυφερά, της χαμογελά κι εκείνος. Τον περιγράφει μ’ ελπίδα… Συγχώρεση.

Αλλά όχι δίχως Μνήμη. Όχι δίχως τιμή στο Αίμα το Αδικαίωτο, όχι δίχως απόφαση να πατάς το φίδι του φασισμού στο κεφάλι. Συγχώρεση που σημαίνει να προσπαθείς ακόμη ν’ απαντήσεις στην ερώτηση εκείνου του πρωϊνού, αντικαθιστώντας (ήρθε ξανά ο καιρός;) την βιολογική μάνα με την πατρίδα: - «Που είναι η μάνα σου, μωρή;»

ΥΓ Στη «θεια μου την Μαρίκα», την «δασκαλίτσα»  που θήτευσε την ανθρωπιά της στο Τρίκερι και στο Μακρονήσι, και δεν μου πε λόγο κακό ούτε για τους βασανιστές της.

http://www.youtube.com/watch?v=QzMzsOOqf90