Παρασκευή
19 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4961RSS FEED
Συνταγματική αναθεώρηση και θεσμικές αλλαγές
Γράφει ο
Αθανάσιος Μπουρούνης

Κωλύματα εκλογιμότητας

 

Η αναθεώρηση του Συντάγματος, αποτέλεσε μια από τις σταθερές στη λειτουργία των πολιτικών θεσμών τις τελευταίες δεκαετίες.

Η συμπλήρωση της προβλεπόμενης από το άρθρο 110 παρ. 6 της Συνταγματικής πενταετούς προθεσμίας, ώστε να επιτρέπεται η τροποποίηση του καταστατικού χάρτη, παρείχε με σχεδόν αυτόματο τρόπο το έναυσμα για να ξεκινήσει η σχετική συζήτηση.

Όμως οι ραγδαίες αλλαγές που συντελέστηκαν στην κοινωνία τα τελευταία χρόνια, μας οδηγούν  να προτείνουμε ριζικές τροποποιήσεις, ακόμα και για ρυθμίσεις που υπερβαίνουν είτε τα ουσιαστικά είτε τα διαδικαστικά όρια της αναθεώρησης.

 Μια ενδιαφέρουσα, κατά τη γνώμη μου, πρόταση αφορά στη θέση ορίων στους κυβερνώντες, προκειμένου αυτοί να μη συνδέονται σταθερά με τα προνόμια που εξασφαλίζει η διαχείριση της εξουσίας.

Είναι η καθιέρωση κωλύματος που θα εμποδίζει την υποψηφιότητα στις βουλευτικές εκλογές καθενός που έχει συμπληρώσει   ορισμένο αριθμό θητειών ή ορισμένο χρόνο παραμονής στο Κοινοβούλιο.

Με τον τρόπο αυτό, η σχέση των βουλευτών με την εξουσία δεν παγιώνεται και η σύνθεση της Βουλής, θα αναμορφώνεται προς όφελος μιας ουσιαστικής πολιτικής εκπροσώπησης.

Πραγματικά η μακρόχρονη παραμονή βουλευτών στο αξίωμά τους, ευνοεί την ανάπτυξη προσωπικών δικτύων ανάμεσα σε αυτούς και στους εκλογείς τους, τους παρέχει την ευχέρεια συμμετοχής στο Κοινοβουλευτικό έργο, αλλά και τη δυνατότητα εύκολης πρόσβασης στα υπουργικά γραφεία και διεκδίκησης ευεργετημάτων για τους ίδιους ή την πολιτική τους.

Για αυτό το λόγο προτείνεται η καθιέρωση του συγκεκριμένου κωλύματος, είτε με τη μορφή απαγόρευσης της δεύτερης ή της τρίτης συνεχούς θητείας, είτε με την πρόβλεψη ανώτατου χρονικού ορίου παραμονής στα βουλευτικά έδρανα, ενδεικτικά την οκταετία ή δεκαετία.

Η εισαγωγή του κωλύματος αυτού, με την προσθήκη σχετικής ρύθμισης στο άρθρο 56 του Συντάγματος, γεννά εύλογες ενστάσεις όπως:

-       Η θέσπιση ανώτατου ορίου της βουλευτικής θητείας, θα τείνει να ενισχύσει την εξουσία της κομματικής ηγεσίας, διότι ο κομματικός μηχανισμός κάθε παράταξης, με εναλλασσόμενη την σύνθεση της κοινοβουλευτικής ομάδας, θα προσδιορίζει αυτός τις κατευθύνσεις της πολιτικής δράσης των βουλευτών της, τουλάχιστον στα κρίσιμα ζητήματα.

-       Η απομάκρυνση των στελεχών που είναι εξοικειωμένα με το κοινοβουλευτικό έργο, θα δυσκολέψει το τελευταίο, καθώς και τη συγκροτημένη παρέμβαση των πολιτικών δυνάμεων σε αυτό.

-       Το συγκεκριμένο κώλυμα συνιστά περιορισμό των δικαιωμάτων του εκλέγειν και εκλέγεσθαι  (άρθρο 51 παρ. 3 και άρθρο 55 παρ. 1 του Συντάγματος). Πράγματι με την εισαγωγή του κωλύματος αυτού, το εκλογικό σώμα δεν μπορεί να επανεκλέξει πρόσωπα, ακόμα και αν αυτά είχαν εκπληρώσει ευδόκιμα τα καθήκοντά τους και είχαν με αποτελεσματικότητα εξυπηρετήσει το γενικό συμφέρον, συνδυάζοντάς το και με τα ενδιαφέροντα των κοινωνικών ομάδων και της περιφέρειας που εκπροσωπούσαν.

-       Ταυτόχρονα οι απερχόμενοι βουλευτές στερούνται του δικαιώματος να είναι υποψήφιοι για μόνο το λόγο, ότι είχαν ήδη θητεύσει στη λαϊκή αντιπροσωπεία.

Οι εκλογές στο αντιπροσωπευτικό δημοκρατικό πολίτευμά μας, είναι η διαδικασία κατά την οποία η κοινότητα των ίσων και ελεύθερων πολιτών, που αποτελεί και τον φορέα της κυριαρχίας, επιλέγει τους αντιπροσώπους στους οποίους αναθέτει την άσκηση της τελευταίας.

Η ανάδειξη των βουλευτών λοιπόν, είναι η διαδικασία που πρέπει να εξασφαλίζει την ορθολογική άρθρωση των διαφορετικών συμφερόντων, απόψεων και ιδεολογιών που αναπτύσσονται στο κοινωνικό σώμα.

Στο ελληνικό πολίτευμα, η εκλογή των αντιπροσώπων αποτελεί τον κατεξοχήν μηχανισμό πραγμάτωσης της δημοκρατικής αρχής, καθιστά πιο ουσιαστική την αντιπροσώπευση και διευκολύνει τον σεβασμό της λαϊκής βούλησης σε όλη τη διάρκεια της θητείας των κρατικών οργάνων.

Η εκλογή οφείλει να συνθέτει το προσωπικό με το πολιτικό στοιχείο, με τέτοιο τρόπο που οι εκλογείς να επηρεάζουν αληθινά την πορεία της πολιτικής ζωής και τη διαχείριση των δημόσιων πραγμάτων. Έτσι μόνο  εξασφαλίζεται ο σεβασμός της λαϊκής κυριαρχίας.

Παρά τις ανωτέρω ενστάσεις και αξιοποιώντας ταυτόχρονα τις σκέψεις του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ) που πριν περίπου τρεις δεκαετίες, έκρινε ότι «η καθιέρωση της ελεύθερης εντολής του βουλευτού ως αντιπροσώπου του έθνους, δεν είναι ασυμβίβαστη ούτε με τηνοργάνωση των βουλευτών σε κόμματα, τα οποία άλλωστεαναγορεύονται από το Σύνταγμα σε πολιτικό θεσμό,ούτε με την κατάργηση του σταυρού προτίμησης», οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η αναζήτηση θεσμικών μέσων, άρα και η θέσπιση κωλυμάτων που θα συμβάλουν ώστε η εκλογική αναμέτρηση να επιτελεί την παραπάνω δημοκρατική αποστολή της, καταρχήν εναρμονίζεται με την ελευθερία των εκλογέων να επιλέξουν συγκεκριμένο πρόσωπο ως αντιπρόσωπό τους και με τη φιλοδοξία των υποψηφίων να καταλαμβάνουν το βουλευτικό αξίωμα.

Σε αυτές τις συνθήκες, η τροποποίηση του άρθρου 56 του Συντάγματος και η θέσπιση κωλύματος που θα αποτρέψει τη μακρόχρονη παραμονή ορισμένων προσώπων στην εξουσία, θα διευκολύνει την ανανέωση του αντιπροσωπευτικού σώματος και τον αποτελεσματικότερο  έλεγχο των μελών του από το εκλογικό σώμα.

Τούτο, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι η συνταγματικά προβλεπόμενη απαγόρευση συμμετοχής στις εκλογές μετά την συμπλήρωση καθορισμένου αριθμού θητειών ή ορισμένου χρόνου παραμονής  στο Κοινοβούλιο, δεν θα είναι διαρκής, αλλά θα αφορά την υποψηφιότητα του απερχόμενου βουλευτή, μόνο στην αμέσως επόμενη εκλογική αναμέτρηση.

Με την παραπάνω έννοια η θέσπιση κωλύματος, δεν παρακωλύει κανέναν πολίτη να διεκδικήσει την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος, ούτε περιορίζει τις επιλογές του τελευταίου. Εισάγει απλώς ρύθμιση που θέτει ένα χρονικό όριο παραμονής στην εξουσία, χωρίς να παρεμποδίζει την ενεργή συμμετοχή των ενδιαφερομένων στην πολιτική, στην οποία μπορούν να επιστρέψουν μετά την πάροδο μιας κοινοβουλευτικής θητείας, δηλαδή σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Έτσι η δυνατότητα επιρροής στην εκλογική θέληση που διαθέτουντα «αναγνωρίσιμα» πολιτικά στελέχη περιορίζεται και δίνεται η ευκαιρία σε νέα πρόσωπα, κατά τεκμήριο λιγότερο συνδεδεμένα με την υπουργική ή κομματική εξουσία, να ασκήσουν το βουλευτικό αξίωμα.

Επίσης το κώλυμα αυτό συμβάλλει στην ενίσχυση του πολιτικού στοιχείου κατά την επιλογή των μελών του Κοινοβουλίου, ο έλεγχος των κυβερνώντων από αυτή θα γίνει αποτελεσματικότερος και η πολιτική τους ευθύνη πιο ουσιαστική, καθώς απαλλαγμένοι από το φάσμα της επανεκλογής τους, θα αναπτύσσουν ευχερέστερα κριτική στάση απέναντι στις πρωτοβουλίες και στις αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας.

Όσον αφορά τα εξωκοινοβουλευτικά στελέχη τα οποία αναλαμβάνουν υπουργικά καθήκοντα στην Κυβέρνηση, προτείνουμε τη θέσπιση κωλύματος που θα εμποδίζει την υποψηφιότητά τους στις αμέσως επόμενες βουλευτικές εκλογές.

Με τον τρόπο αυτό θα αποτρέπεται η αυθαιρεσία των προσώπων αυτών και θα διευκολύνεται ο σεβασμός των θεμελιωδών αρχών του πολιτεύματος, ενώ ταυτόχρονα θα αποτρέπεται η διασύνδεσή τους με τα προνόμια που διασφαλίζει η διαχείριση της εξουσίας.

Ο  αριθμός  των βουλευτών στο Ελληνικό Κοινοβούλιο

Το Σύνταγμα δεν προσδιορίζει επακριβώς τον αριθμό των βουλευτών (άρθρο 51 παρ.1), αλλά προβλέπει ότι οι βουλευτές δεν μπορεί να είναι λιγότεροι από διακόσιοι (200) ούτε περισσότεροι από τριακόσιοι (300).

Με βάση τη συνταγματική αυτή διάταξη, ο αριθμός των βουλευτών δεν είναι σταθερός, αλλά καθορίζεται με εκλογικό νόμο, ο οποίος  ψηφίζεται από την Ολομέλεια της Βουλής (άρθρο 72 παρ. 1 και άρθρο 54 παρ. 2 του Συντάγματος).

Το ζήτημα του αριθμού των μελών του κοινοβουλίου, δεν αφορά μόνο τη νομοθετική λειτουργία του κράτους, αλλά είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ευημερία του Έλληνα πολίτη και γι’ αυτό θα έπρεπε να έχει τύχει καλύτερης αντιμετώπισης απ’ αυτήν που του επεφύλαξαν οι εκάστοτε κυβερνήσεις επί δεκαετίες.

Όμως είναι όντως πολλοί οι τριακόσιοι βουλευτές στο ελληνικό Κοινοβούλιο;

Μια ματιά σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες ενδεικτικά (και όχι μόνο) αρκεί για να δώσει την απάντηση:

Στο Βέλγιο, την Αυστρία, την Τσεχία και την Πορτογαλία, κράτη με ανάλογους πληθυσμούς με την Ελλάδα, οι βουλευτές είναι 150, 183, 200 και 230 αντίστοιχα.

Η Ολλανδία με 17 εκατ. κατοίκους, έχει 150 βουλευτές.

Η Ισπανία των 46 εκατ. κατοίκων, έχει 350 βουλευτές.

Ο Καναδάς των 46 εκατ. κατοίκων, έχει 308 βουλευτές.

Στην Ουγγαρία ψηφίστηκε η μείωση του αριθμού των βουλευτών, από 386 σε 200.

Στη Ρουμανία των υπερδιπλάσιων κατοίκων από την Ελλάδα, προωθείται η μείωσή τους από 334 σε 300.

Στην Πολωνία αντιστοιχεί ένας βουλευτής ανά 83 χιλ. κατοίκους.

Στην Ιταλία αντιστοιχεί ένας βουλευτής ανά 96 χιλ. κατοίκους.

Στη Γαλλία αντιστοιχεί ένας βουλευτής ανά 117 χιλ. κατοίκους.

Στην Τουρκία αντιστοιχεί ένας βουλευτής ανά 136 χιλ. κατοίκους.

Στην Ελλάδα αντιστοιχεί ένας βουλευτής ανά 36 χιλ. κατοίκους.

Από τα παραπάνω φαίνεται ότι η Ελλάδα έχει τη υψηλότερη αναλογία βουλευτών – κατοίκων.

Στην Ελληνική κοινωνία έχει πλέον ωριμάσει η ιδέα της μείωσης του αριθμού των βουλευτών από 300 σε 200 και τούτο ιδίως:

-       Λόγω της σημερινής οικονομικής κατάστασης και της επιβαλλόμενης οικονομίας σε όλους τους τομείς.

-       Διότι αναλογικά έχουμε το μεγαλύτερο αριθμό  βουλευτών από τις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες.

-       Διότι ο νέος «Καλλικράτης» μεταβίβασε πολλές αρμοδιότητες στους νέους Δήμους και στις  Περιφέρειες.

Η μείωση του αριθμού των βουλευτών σε 200 μπορεί, με βάση το Σύνταγμα, να γίνει με σχετικό νόμο και όχι με οποιαδήποτε  Συνταγματική Αναθεώρηση.

Η βουλευτική αποζημίωση  και τα προνόμια των Βουλευτών

H αποζημίωση των Ελλήνων βουλευτών είναι αρκετά μεγαλύτερη από τις αποδοχές των βουλευτών των περισσοτέρων Ευρωπαϊκών χωρών που έχουν παραπλήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα και όχι μόνο. Αναλυτικά οι μισθοί των βουλευτών ανά χώρα της Ε.Ε, είναι:

Αυστρία 4080 ευρώ, Βέλγιο 6369 ευρώ, Βουλγαρία 1126 ευρώ, Γαλλία 7100 ευρώ, Γερμανία 7668 ευρώ, Δανία 6717 ευρώ, Ελλάδα 5781 ευρώ, Εσθονία 3356 ευρώ, Ηνωμένο Βασίλειο 5478 ευρώ, Ιρλανδία 7722 ευρώ, Ισπανία 2814 ευρώ, Ιταλία 11703 ευρώ, Κύπρος 3585 ευρώ, Λετονία 2024 ευρώ, Λιθουανία 2029 ευρώ, Λουξεμβούργο 6000 ευρώ, Μάλτα 1594 ευρώ, Ολλανδία 6950 ευρώ, Ουγγαρία 850 ευρώ, Πολωνία 2500 ευρώ, Πορτογαλία 3708 ευρώ, Ρουμανία 1011 ευρώ, Σλοβακία 1961 ευρώ, Σουηδία 6360 ευρώ, Τσεχία 2360 ευρώ, Φιλανδία 6335 ευρώ.

Προκειμένου να υπάρχει εξορθολογισμός της βουλευτικής αποζημίωσης η οποία να συμβαδίζει με την οικονομική κατάσταση της χώρας, θα πρέπει:

-        να γίνει σύνδεση αυτής πχ με το «μέσο μισθό» της οικονομίας της χώρας και να εκφράζεται ως πολλαπλάσιο αυτού (πχ τετραπλάσιος, όπως γίνεται στην Εσθονία) ή με το μισθό ενός  κρατικού λειτουργού.

-        η φορολογία της βουλευτικής αποζημίωσης, να υπόκειται στους φορολογικούς νόμους που εφαρμόζονται σε όλους τους Έλληνες  πολίτες.    

Σχετικά με τα προνόμια που απολαμβάνουν οι βουλευτές των χωρών της Ευρώπης, με μικρές διαφορές, είναι σχεδόν τα ίδια σε όλες τις χώρες.

 

Προκειμένου όμως στην Ελλάδα να λειτουργούν καλύτερα, θα πρέπει να θεσμοθετηθούν τα κάτωθι μέτρα:

-       Έμμισθος συνεργάτης ενός υπουργού ή βουλευτή, δεν μπορεί να είναι νυν ή πρώην σύζυγός του, ή συγγενικά του πρόσωπα έως α’ βαθμού συγγενείας.

Έτσι θα αποφεύγεται ο διορισμός προσώπων ως συμβούλων ή ως συνεργατών, τα οποία δεν διαθέτουν ούτε  τα ουσιαστικά ούτε τα τυπικά προσόντα που απαιτούνται για τη συγκεκριμένη θέση, παρά μόνο τη συγγενική σχέση με τον υπουργό ή το βουλευτή.

-       Οι βουλευτές να μην συνταξιοδοτούνται από τη Βουλή, αλλά από τον  ασφαλιστικό τους  φορέα. Ο χρόνος της βουλευτικής θητείας να λογίζεται ως χρόνος πραγματικής ασφάλισης στον ασφαλιστικό φορέα που ήταν ασφαλισμένος ο κάθε βουλευτής πριν την εκλογή του.

Διότι  σε μια περίοδο που το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων πλήττεται διαδοχικά και για τους περισσότερους Έλληνες οι συντάξεις βρίσκονται κάτω από το επίπεδο της φτώχιας, θα περίμενε κανείς από τους βουλευτές να ρυθμίσουν σωστά το θέμα των συντάξεών τους. Όμως:

Οι βουλευτές αποκτούν συνταξιοδοτικό δικαίωμα (ελάχιστη σύνταξη), ύστερα από μόλις 4 χρόνια θητείας διαρκή ή διακεκομμένη και πλήρη σύνταξη, όταν συμπληρώσουν 17 χρόνια. Η πλήρης  σύνταξη αυτή ισοδυναμεί με 1950 ευρώ, όπως διαμορφώθηκε μετά τις τελευταίες  περικοπές.

Εκλογικός νόμος

Το άρθρο 54 παρ. 1 του Συντάγματος αναφέρει ότι «το εκλογικό σύστημα και οι εκλογικές περιφέρειες ορίζονται με νόμο που ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός αν προβλέπεται η ισχύς του άμεσα από τις επόμενες εκλογές με ρητή διάταξη που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών».

Επομένως η Βουλή των Ελλήνων θα πρέπει, προκειμένου να αναβαθμιστεί  η πολιτική ζωή, να ψηφίσει ένα νέο εκλογικό νόμο, ο οποίος να προβλέπει:

-       Άμεση κατάργηση του μπόνους των 50 εδρών, ώστε να ενισχυθεί η δυνατότητα σχηματισμού συμμαχικών κυβερνήσεων.

Και τούτο διότι η συναίνεση είναι η φύση της Δημοκρατίας. Η άρνηση της θεμελιώδους αυτής    δημοκρατικής διαδικασίας μεταξύ ομάδων που διαφωνούν ριζικά και κυρίως η διχοστασία μεταξύ προεκλογικών εξαγγελιών και μετεκλογικού απολογισμού, είναι χαρακτηριστικά μονοκομματικών κυβερνήσεων.

-       Εφαρμογή ενός εκλογικού συστήματος που θα προβλέπει, στο σύνολο του αναθεωρημένου αριθμού των 200 βουλευτών, την  καθιέρωση 110  μονοεδρικών περιφερειών (που θα καθορίζονται με πληθυσμιακά κριτήρια)  ενώ 85 βουλευτές θα εκλέγονται ανά περιφέρεια (επίσης με πληθυσμιακά κριτήρια) από τις κομματικές λίστες, όμως έπειτα από εσωτερικές  εκλογές με μυστική ψηφοφορία. Η τήρηση των δημοκρατικών προϋποθέσεων, θα ελέγχεται από αρμόδιο κρατικό δικαστήριο, πριν την ανακήρυξη των υποψηφίων.

Καθώς είναι προφανές ότι τις μονοεδρικές θα κερδίζουν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, όμως τα μικρότερα θα βγάζουν βουλευτές από τις 13 περιφέρειες της χώρας.

Για να συμβαίνει αυτό, θα προηγούνται στην κατανομή των εδρών ανά περιφέρεια, ώστε να υπάρχει εξισορρόπηση και αναλογικότητα προκειμένου να φτάσει το 85% που δίνει και ο σημερινός εκλογικός νόμος.

-       Κατάργηση των 12 βουλευτών επικρατείας.

-       Πρόβλεψη για εκλογή 5 βουλευτών της ομογένεια

-       Πρόβλεψη για τη διατήρηση του ορίου του 3% για την είσοδο ενός κόμματος στη Βουλή

Σημειώνουμε ότι με το σύστημα αυτό δίνεται η δυνατότητα στους ψηφοφόρους να επιλέγουν το βουλευτή της αρεσκείας τους, αλλά παράλληλα να ψηφίζουν, αν το επιθυμούν, άλλο κόμμα στην περιφέρειά τους.

Η πρόταση αυτή κατατέθηκε το 2008  στο ν/σ του τότε υπουργού Εσωτερικών Γ. Ραγκούση και προτάθηκε επίσης το 2014 από τον Σ. Θεοδωράκη.

Τονίζουμε ότι η πρόταση αυτή βασίζεται στο Γερμανικό μοντέλο.

Είναι φανερό ότι αυτός ο εκλογικός νόμος:

-       Επιδιώκει να οδηγήσει σε κυβερνήσεις συνεργασίας.

-       Συμβάλλει αποφασιστικά στην απεξάρτηση του πολιτικού συστήματος από το μαύρο πολιτικό χρήμα.

-       Σταματάει το «παζάρι» των βουλευτών με τα media.

Ημερομηνία διεξαγωγής εθνικών εκλογών

Κάθε κυβέρνηση, με τις εκλογές, παίρνει λαϊκή εντολή τετραετίας και πρέπει αυτό  να αντικατοπτρίζεται στην πραγματικότητα. Δεν θα μπορεί να προκαλεί πρόωρες εθνικές εκλογές, για κανένα λόγο.

Εάν τυχόν υπάρξει τέτοια αναντιστοιχία, θα φανεί μόνο στην απώλεια της δεδηλωμένης στη Βουλή.

Με τις πρόωρες εκλογές εκτός των ουσιαστικών επιπτώσεων, δηλαδή της ανάδειξης του πολιτικού κόστους ως μόνιμος άξονας αξιολόγησης του έργου μιας Κυβέρνησης, υπάρχει και ο συμβολικός  αντίκτυπος:

Αποθεώνεται η ψήφος στις εκλογές, η οποία δεν είναι το τέλος της συμμετοχής στη Δημοκρατία, αλλά η αρχή.

Δεν εξαντλείται η συμμετοχή μας με την ψήφο στην εκλογική διαδικασία, αλλά αντίθετα ξεκινά. Δηλαδή: «ψηφίζουμε» κάθε μέρα και όχι άπαξ ανά τετραετία.

Προκειμένου να σταματήσει η πολιτική να είναι όμηρος των δημοσκοπήσεων και κάθε λογής συμφερόντων, θα πρέπει να θεσπιστεί συνταγματικά συγκεκριμένη ημερομηνία (χρονικό περιθώριο 15 ημερών) που θα γίνονται οι εκλογές υποχρεωτικά ανά τετραετία.

Αν χρειαστούν πρόωρες εκλογές, τότε να γίνονται, αλλά η θητεία της νέας Κυβέρνησης να ισχύει μέχρι τη λήξη της προηγούμενης  τετραετίας.

Στην περίπτωση αυτή, δεν θα γίνονται αυτόματα εθνικές εκλογές. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα δίνει διερευνητικές εντολές τριών ημερών στους αρχηγούς των τριών πρώτων σε ψήφους κομμάτων και αν αποτύχουν όλοι, τότε και μόνο τότε θα διεξάγονται πρόωρες εθνικές εκλογές.

Στην Ελλάδα, η Συνταγματική  εξυγίανση και η αναγέννηση του πολιτικού συστήματος, προβάλλει ως αδήριτη ανάγκη για την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

 

 

-Ο κ. Αθανάσιος Μπουρούνης  είναι Επίτιμος Δ/ντής Σχολικής Μονάδας Δ.Ε.